Ταμασσός
Χάρτης στον οποίο εμφανίζονται οι αρχαίες Πόλεις-Βασίλεια της Κύπρου. | |
Τοποθεσία | Κύπρος |
---|---|
Περιοχή | Επαρχία Λευκωσίας |
Συντεταγμένες | 35°02′06″N 33°15′00″E / 35.035°N 33.250°EΣυντεταγμένες: 35°02′06″N 33°15′00″E / 35.035°N 33.250°E |
Η Ταμασσός ή Ταμασός ήταν αρχαία πόλη της Κύπρου, η οποία αποτελεί, σήμερα, αρχαιολογικό τόπο, ενώ ευρίσκεται εντός του κεντρικού τμήματος του νησιού. Η Ταμασσός ήταν ένα από τα 10 Ελληνικά βασίλεια της Κύπρου.
Τοποθεσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αρχαιολογικός τόπος ευρίσκεται εντός της μεγάλης κεντρικής πεδιάδας του νησιού, στα νοτιοανατολικά των Σόλων, επί της οδού που συνέδεε τους Σόλους και την Τρεμιθού (ή Τρεμετουσιά). Ευρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την οδό η οποία συνδέει την Λευκωσία και το Όρος Όλυμπο. Σήμερα, ευρίσκεται επί των εδαφών των χωριών Ψιμολόφου, Επισκοπειό, Πέρα, Εργάτες, Πολιτικό, Καμπιά, Αναλυόντας και Καπέδες. Συνορεύει, μεταξύ άλλων, με το χωριό Πολιτικό, ενώ ευρίσκεται σε απόσταση περί 21 χιλιομέτρων στα νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας της χώρας, Λευκωσίας.
Ορθογραφικές εκδοχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λήμμα του Σωφρόνιου Πετρίδη στην Catholic Encyclopedia του 1912 αναφέρει πως τα νομίσματα της αρχαίας πόλης ανέφεραν το τοπωνύμιο αυτής με διπλό "σ" (Ταμασσός)[1]. Άλλα άρθρα προτιμούν την χρήση της ορθογραφίας με ένα "σ" (Ταμασός), αναφέροντας ως πηγή τον Πλίνιο, τον Στράβωνα, τον Οβίδιο, τον Ευστάθιο, τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο και τον Νόννο, καθώς και τις υπογραφές των επισκόπων οι οποίοι συμμετείχαν, αντιστοίχως, στην Β΄ και την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο[2][3].
Η Κυβέρνηση της Κύπρου εξέδωσε το 1964 γραμματόσημο το οποίο ανέφερε την αρχαία πόλη ως Ταμασό στα ελληνικά και Tamasus στα αγγλικά[2]. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου χρησιμοποιεί και τις δύο ονομασίες[4], ενώ το αμερικανικό, το αγγλικό και το γαλλικό ινστιτούτο αρχαιολογίας κάνουν χρήση της ονομασίας με διπλό "σ"[5][6][7].
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ασσυριακή επιγραφή χρονολογούμενη από περίπου το 673 π.Χ. (καταγεγραμμένη ως πρίσμα του Εσαρχαδδών), αναφέρει την Ταμεσί ως πόλη-κράτος η οποία είχε δικό της βασιλέα, ο οποίος ήταν υποτελής της Νεοασσυριακής Αυτοκρατορίας[8][9].
Νεκροπόλεις χρονολογούμενες από την ασσυριακή περίοδο ήρθαν στο φως κατόπιν αρχαιολογικών ερευνών στις διάρκεια του 19ου αιώνα, με ταφικούς θαλάμους αφιερωμένους σε βασιλείς και ευγενείς[10]. Για ορισμένη περίοδο ανεξάρτητο, και διαιρεμένο σε δέκα βασίλεια, το νησί ευρέθηκε, στη συνέχεια, μεταξύ της ολοένα και αυξανόμενης επιρροής των ελληνικών πόλεων-κρατών, και των ισχυρών Περσών γειτόνων του[11]. Η πόλη της Ταμασσού κατελήφθη από τους διαδοχικούς κατακτητές του νησιού, μεταξύ άλλων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ, στην συνέχεια, εντάχθηκε στις ρωμαϊκές κτήσεις. Στην διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, η πόλη τιμούσε τον Απόλλωνα μέσω ενός ιερού[12]. Χάλκινη κεφαλή του Απόλλωνα, γνωστή ως Τσάτσουορθ ανακαλύφθηκε στην συγκεκριμένη τοποθεσία, το 1836, πλησίον του ποταμού Πεδιαίου, εντός του βορείου τμήματος του αρχαιολογικού τόπου. Κεφαλή και χέρια αποκολλήθηκαν όταν το σύνολο του αγάλματος από το οποίο προέρχονταν ανακαλύφθηκε, ενώ στην συνέχεια πωλήθηκε, σε τμήματα, με βάση το βάρος του μετάλλου. Η κεφαλή αγοράστηκε αργότερα, το 1838 ή το 1839, από Άγγλο αριστοκράτη, τον Δούκα του Ντέβονσαϊρ, ο οποίος την τοποθέτησε εντός της κτήσης του στο Τσάτσουορθ, από την οποία και κράτησε την ονομασία της. Το 1888-1889, ο Μαξ Όνεφαλς-Ρίχτερ ανακάλυψε την τοποθεσία του ιερού από το οποίο προήλθε το άγαλμα, εντός του οποίου ανακάλυψε και άλλα τμήματα χάλκινων αγαλμάτων[13].
Στην τοποθεσία Χωμαζούρκα, ανακαλύφθηκαν ίχνη κατασκευής παλαιοχριστιανικής βασιλικής, καθώς και τάφους της ίδιας περιόδου[14][15].
Λογοτεχνικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεδομένων των ορυχείων χαλκού τα οποία υπήρχαν στην περιοχή, η συγκεκριμένη πόλη πιθανώς να αντιστοιχεί στην Τεμέση η οποία αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια (Οδύσσεια, Α΄, 184), αν και η συγκεκριμένη εικασία αμφισβητείται από ορισμένους ερευνητές[16][17].
Ο χαλκός αποτελούσε εκείνη την περίοδο την κύρια πηγή εμπορίου του νησιού[1].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Sophrone Pétridès (1912). «"Tamassus» (στα αγγλικά). Catholic Encyclopedia (New York). http://www.newadvent.org/cathen/14440b.htm.
- ↑ 2,0 2,1 «Η Ταμασός ανά τους αιώνας». Διακόνημα. 26 Μαΐου 2012. http://www.diakonima.gr/2012/05/26/%CE%B7-%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CF%83%CF%8C%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82/.
- ↑ Charlton T. Lewis· Charles Short (1879). «Tămăsŏs». A Latin Dictionary. Founded on Andrews' edition of Freund's Latin dictionary. revised, enlarged, and in great part rewritten (στα Αγγλικά). Oxford: Clarendon Press.
- ↑ «Tamasos». Department of Antiquities (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2007.
- ↑ Demos Christou (Μάιος/Ιούνιος 1997). «Rare Cypriot Sculptures» (στα αγγλικά). Archaelogy 50 (3). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-04-25. https://web.archive.org/web/20170425025401/http://archive.archaeology.org/9705/newsbriefs/cyprus.html. Ανακτήθηκε στις 2017-07-15.
- ↑ «Cypriot Copper: Mysteries of the Bronze Age. Weapons Tools and Ritual Remains». Ashmolean Museum of Art and Archaeology (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2007.
- ↑ Karageorghis Vassos (1968). «Chronique des fouilles et découvertes archéologiques à Chypre en 1967». Bulletin de correspondance hellénique 92 (1): σελ. 261-358. http://www.persee.fr/doc/bch_0007-4217_1968_num_92_1_2212.
- ↑ Gocha R. Tsetskhladze· Maria Iacovou (2008). «Cyprus: from migration to Hellenization». Greek Colonisation: An Account of Greek Colonies and Other Settlements Overseas (στα Αγγλικά). 2. Brill. σελ. 261. ISBN 978-90-04-15576-3.
- ↑ «Esarhaddon's Annals». bethel.edu (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαρτίου 2018. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2017.
- ↑ Olivier Masson (1964). «Kypriaka. I. Recherches sur les antiquités de Tamassos». Bulletin de correspondance hellénique 88: σελ. 199-238. doi:. http://www.persee.fr/doc/bch_0007-4217_1964_num_88_1_2274.
- ↑ Jean Pouilloux (1989). «L'époque classique à Chypre». Journal des savants, (3-4): σελ. 147-161. doi:. http://www.persee.fr/doc/jds_0021-8103_1989_num_3_1_1524.
- ↑ Antoine Hermary (1991). «Un combat homérique sur un vase chypriote archaïque». Mélanges de l'Ecole française de Rome. Antiquité (1): σελ. 167-175. doi:. http://www.persee.fr/doc/mefr_0223-5102_1991_num_103_1_1707.
- ↑ Anne Bouquillon; Sophie Descamps; Antoine Hermary; Benoît Mille (2006). «Une nouvelle étude de l'Apollon Chatsworth». Revue archéologique 2 (42): σελ. 227-261. doi:. http://www.cairn.info/revue-archeologique-2006-2-page-227.htm.
- ↑ Karageorghis Vassos (1968). «Chronique des fouilles et découvertes archéologiques à Chypre en 1967». Bulletin de correspondance hellénique 92 (1): σελ. 261-358. http://www.persee.fr/doc/bch_0007-4217_1968_num_92_1_2212.
- ↑ Sabine Fourrier (2002). «Les territoires des royaumes chypriotes archaïques : une esquisse de géographie historique». Cahiers du Centre d'Etudes Chypriotes 32: σελ. 135-146. doi:. http://www.persee.fr/doc/cchyp_0761-8271_2002_num_32_1_1408.
- ↑ Malick Ndoye (2010). Groupes sociaux et idéologie du travail dans les mondes homérique et hésiodique. Presses Universitaires de Franche-Comté.
- ↑ Frank Van Wonterghem; Maddoli Gianfranco (1985). «Temesa e il suo territorio. Atti del colloquio di Perugia e Trevi (30-31 maggio 1981)». L'Antiquité classique (54): σελ. 541-542. http://www-persee.ens-lyon.fr/doc/antiq_0770-2817_1985_num_54_1_2165_t1_0541_0000_1.