Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τάξη των προφητών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Τάξη των Προφητών αποτελεί κατηγορία πνευματικών λειτουργών κατά την Πρωτοχριστιανική Περίοδο, η οποία δεν περιλαμβάνει μόνο όσους προφήτες είχαν το χάρισμα, αλλά και εκείνους που είχαν χειροτονηθεί ως Προφήτες. Μέσω της χειροτονίας αποκτούσαν θεσμικό ρόλο στην εκκλησιαστική δομή, με σημαντική εξουσία και επιρροή κατά τους δύο πρώτους αιώνες της Εκκλησίας. [1]

Οι χειροτονημένοι Προφήτες συγκροτούσαν την Τάξη των Προφητών, η οποία κατείχε τη δεύτερη θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία, αμέσως μετά τους Αποστόλους. Ο ρόλος και η αποστολή τους αποτυπώνονται στη Θεία Τάξη της Εκκλησίας, όπως αυτή περιγράφεται σε εδάφια της Καινής Διαθήκης:

"...καὶ Αὐτός ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων, εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ".

— Απόστολος Παύλος, Επιστολή Προς Εφεσίους (Προς Εφεσίους 4:11-12)

"Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. Μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; ...Ζηλοῦτε οὖν τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα".

— Απόστολος Παύλος, Πρώτη Επιστολή Προς Κορινθίους (Α΄ Κορινθίους 12:28-31).

Από τα εδάφια αυτά φαίνεται ότι το προφητικό χάρισμα ήταν το δεύτερο από τα "κρείττονα" (σπουδαιότερα), μετά από το αποστολικό και δεν είχε σχέση με το ελεύθερο προφητικό χάρισμα που εκδηλωνόταν ευκαιριακά, αλλά ήταν κάτι μόνιμο, όπως και το αποστολικό χάρισμα, τα οποία "ἔθετο ό Θεός έν τῇ Εκκλησία". Πρόκειται λοιπόν για την αρχαιότερη και σημαντικότερη, μετά τους Αποστόλους, τάξη στην Εκκλησία.

Μία βασική διαφορά των "Προφητών" από τους "Αποστόλους" ήταν ότι, ενώ οι Απόστολοι επιλέγονταν απ' ευθείας από τον Ιησού Χριστό, οι Προφήτες επιλέγονταν απευθείας από το Άγιο Πνεύμα.

Αυτό φαίνεται στις Πράξεις 13/ιγ΄ 1 - 3:

Ήσαν δὲ ἐν Ἀντιοχείᾳ, κατά τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν, προφῆται καὶ διδάσκαλοι: ὁ τε Βαρνάβας, καὶ Συμεὼν ὁ καλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μανὴν τε Ἡρώδου τοῦ τετράρχου σύντροφος, καὶ Σαῦλος. Λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων, εἶπεν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον:

"Ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον, ὃ προσκέκλημαι αὐτούς."

Τότε, νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες τὰς χεῖρας αὐτοῖς, ἀπέλυσαν.

Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ (Παύλος) και ο Βαρνάβας, που τότε ανήκαν στην τάξη των προφητών, στάλθηκαν για ευαγγελισμό στην Κύπρο και στη Μικρά Ασία. Αυτή ήταν η πρώτη περιοδεία του Παύλου. Η επιλογή τους μάλιστα, έγινε καθώς "λειτουργούσαν". Αυτό δείχνει ότι οι απαρτίζοντες την τάξη των προφητών είχαν το δικαίωμα να τελούν τη Θεία Ευχαριστία.

Επίσης, στις Πράξεις 14/ιδ΄ 23, φαίνεται πως οι επιλεγέντες αυτοί Προφήτες από την Εκκλησία της Αντιοχείας, είχαν το δικαίωμα να χειροτονούν πρεσβυτέρους στις κατά τόπους Εκκλησίες. Είναι λοιπόν δεδομένη η εξουσία των προφητών, επί τού πρεσβυτερίου των κατά τόπους Εκκλησιών. Εξάγεται λοιπόν και ένα ακόμα συμπέρασμα, ότι το λειτούργημα των προφητών δεν ήταν ένα τοπικό λειτούργημα, αλλά η εμβέλειά του είχε ισχύ και σε ευρύτερες περιοχές από την Εκκλησία καταγωγής του προφήτη. Αυτό μπορούμε να το δούμε και σε ένα ακόμα χωρίο των Πράξεων των Αποστόλων. Μετά το τέλος της Αποστολικής Συνόδου το 49 μ.Χ., οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι που συμμετείχαν στη Σύνοδο των Ιεροσολύμων, εξέλεξαν "Ιούδαν, τον καλούμενον Βαρσαββᾶν, και Σιλᾶν, ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς."[2]

Αυτούς τους δύο Προφήτες τους έστειλαν στην Εκκλησία της Αντιοχείας, για να μεταφέρουν μαζί με τον Παύλο και το Βαρνάβα, τις αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου. Το ότι αυτοί οι δύο "ηγούμενοι" ανήκαν στην τάξη των Προφητών αναφέρεται στις Πράξεις 15/ιε΄ 32:

"Ἰούδας τε καὶ Σιλᾶς, καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν".

Όλα αυτά δείχνουν ότι οι Προφήτες εκτελούσαν με εξουσία περιοδείες μεταξύ των Εκκλησιών, υπό την εποπτεία των Αποστόλων. Αυτό το βλέπουμε και στο πρωτοχριστιανικό σύγγραμμα της Διδαχής των Αποστόλων (70 - 100 μ.Χ.). Η ιστορική αξία αυτού του συγγράμματος είναι μεγάλη, καθώς αποτελεί ένα από τα ελάχιστα κείμενα που διασώθηκαν από την πρώιμη εκείνη εποχή, όταν οι Απόστολος, ένας-ένας, έφευγαν από την επίγεια σκηνή, και άφηναν πίσω τους διαδόχους τους. Είναι δε σημαντικό, καθώς επιβεβαιώνει τα όσα είδαμε προηγουμένως και στην Αγία Γραφή.

Εκεί, μεταξύ άλλων διαβάζουμε για την τάξη των Προφητών:

"Τοὺς δὲ προφήτας ἐπιτρέπεται εὐχαριστεῖν ὅσα θέλουσιν." (Διδαχή 10/ι΄ 7)

"Περὶ δὲ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν κατὰ τὸ δόγμα τοῦ εὐαγγελίου, οὕτως ὁ ἀπόστολος ἐρχόμενος πρὸς ὑμᾶς δεχθήτω ὡς Κύριος· οὐ μενεῖ δὲ παρ' ὑμῖν, εἰ μὴ μίαν ἡμέραν· ἐὰν δὲ ἡ χρεία, καὶ τὴν ἄλλην· ἐὰν δὲ μείνῃ τρεῖς, ψευδοπροφήτης ἐστίν. Ὁ δὲ προφήτης λαλεῖν ἐν πνεύματι δοκιμάζεται, καὶ οὐ διακρίνετε· πᾶσα γὰρ ἁμαρτία ἀφεθήσεται, αὕτη δὲ ἡ ἁμαρτία οὐκ ἀφεθήσεται. Πᾶς δὲ ὁ λαλῶν ἐν πνεύματι προφήτης ἐστίν, ἐὰν δὲ ἔχῃ τοὺς τρόπους Κυρίου." (Διδαχή 11/ια΄ 3 - 12).

"Πᾶς δὲ προφήτης ἀληθινὸς, θέλων καθίδρυσαι πρὸς ὑμᾶς, ἄξιος ἐστὶ τῆς τροφῆς αὐτοῦ. Ὁμοίως δὲ καὶ διδακάλῳ ἀληθινῷ, ὡς γὰρ ὁ ἐργάτης ἄξιος τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ." (Εδ. 13).

"Χειροτονεῖτε οὖν ἑαυτοῖς ἐπισκόπους καὶ διακόνους ἀξίους τοῦ Κυρίου, ἄνδρας πρᾳεῖς καὶ ἀφιλάργυρους καὶ ἀληθεῖς καὶ δεδοκιμασμένους· ὑμεῖς γὰρ λειτουργεῖτε καὶ αὐτοὶ τὴν λειτουργίαν τῶν προφητῶν καὶ διδασκάλων· μὴ οὖν ὑπερίδητε αὐτούς, αὐτοὶ γὰρ εἰσὶν ὁἱ τετιμημένοι ὑμῶν μετὰ τὸν προφήτην καὶ διδάσκαλον." (Διδαχή 15/ιε΄ 1-2).

Στα παραπάνω μαθαίνουμε ότι οι Προφήτες, όπως και οι Απόστολοι, περιέρχονταν τις Εκκλησίες και φιλοξενούνταν από τους Χριστιανούς. Έπρεπε, λοιπόν, οι Χριστιανοί να είναι προσεκτικοί, επειδή κυκλοφορούσαν και απατεώνες, που παρίσταναν τους Προφήτες, ανήκοντας στη λεγόμενη "τάξη των Ψευδοπροφητών".

Μαθαίνουμε επίσης ότι οι Προφήτες κατείχαν ηγετική θέση, μετά τους Αποστόλους, και απολάμβαναν μεταξύ των Χριστιανών τιμή αντίστοιχη με αυτή των Αρχιερέων. Μάλιστα, φαίνεται ξεκάθαρα η υπεροχή τους απέναντι στους Πρεσβυτέρους των Εκκλησιών.

Τέλος, οι Προφήτες μπορούσαν να τελούν τη Θεία Ευχαριστία ("επιτρέπεται εὐχαριστεῖν ὅσα θέλουσιν"), χωρίς οι Χριστιανοί να τους εμποδίζουν.

Επιστρέφοντας στην Αγία Γραφή, ας δούμε κάποιους ακόμα "Προφήτες".

"Ἀναμιμνῄσκω σε ἀναζωπυρεῖν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὃ ἐστιν ἐν σοὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν μου", γράφει ο απόστολος Παύλος στον Τιμόθεο, τον οποίο είχε χειροτονήσει Προφήτη. (Β΄ Τιμόθεον 1/α΄ 6)
Αυτό φαίνεται από το ότι τού είχε δώσει εξουσία να χειροτονεί, καθώς και από το ότι είχε επιλεγεί από το Άγιο Πνεύμα και είχε χειροτονηθεί "δια προφητείας". (Α΄ Τιμόθεον 3/γ΄ 6. 4/δ΄ 13,14).
Παρόμοιες αποστολές δόθηκαν στον Τίτο στη Δαλματία και την Κρήτη[3], στον Τυχικό στην Ασία[4], στον Κρήσκη στη Γαλατία[5], στον Τιμόθεο στη Μακεδονία[6], στον Αρτεμά στην Κρήτη[7], και στον Έραστο στην Αχαϊα[8].
Μετά το θάνατο των αποστόλων, οι Προφήτες, ως διάδοχοί τους, συνέχισαν το έργο τους, χειροτονώντας και κηρύττοντας σε όλο τον κόσμο. Καθώς οι δεκαετίες περνούσαν και οι Προφήτες γερνούσαν, δεν μπορούσαν πλέον να γυρίζουν στις διάφορες Εκκλησίες. Έτσι, άρχισαν να εγκαθίστανται σε Εκκλησίες της επιλογής τους, όπου χειροτόνησαν τους δικούς τους διαδόχους, οι οποίοι ονομάστηκαν "Επίσκοποι" και υπάρχουν στην Εκκλησία ως σήμερα.
  • «Τὸ προφητικὸ χάρισμα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ ἐκ Θεοῦ προφῆτες καὶ οἱ ψευδοπροφῆτες»[1] Αρχειοθετήθηκε 2021-02-07 στο Wayback Machine.
  1. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2021. 
  2. Πράξεις 15/ιε΄ 22
  3. Τίτον 1/α΄ 5
  4. Β΄ Τιμ. 4/δ΄ 12
  5. Β΄ Τιμ. 4/δ΄ 10
  6. Φιλιπ. 2/β΄ 19
  7. Τίτον 3/γ΄ 12
  8. Β΄ Τιμ. 4/δ΄ 20
  • Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄ τού Βλασίου Ιω. Φειδά, σελ. 59..., (2η έκδοση 1994).
  • Πατρολογία Α', Στυλιανού Παπαδόπουλου, "Διδαχή των Αποστόλων"