Σπονδύλωμα (βοτανική)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σπείρες φύλλων στο χορτοειδές Lilium michiganense.

Στη βοτανική, ένα σπονδύλωμα (whorl), είναι μία διάταξη από σέπαλα, πέταλα, φύλλα, κλαδιά ή παράφυλλα που φύονται ακτινοειδώς από ένα σημείο και περιβάλλουν το στέλεχος ή τυλίγονται γύρω του.[1][2] Ένα σπονδύλωμα αποτελείται από τουλάχιστον τρία στοιχεία· ένα ζεύγος αντικριστών φύλλων δεν ονομάζεται σπονδύλωμα.

Η μορφολογία των περισσότερων αγγειόσπερμων ανθέων βασίζεται σε τέσσερα σπονδυλώματα:

  • τον κάλυκα, ένα σπονδύλωμα από σέπαλα στη βάση, πάνω από την οποία είναι:
  • η στεφάνη, ένα σπονδύλωμα από πέταλα,
  • το ανδρείον (androecium), ένα σπονδύλωμα από στήμονες (ο καθένας εκ των οποίων περιλαμβάνει ένα νήμα και έναν ανθήρα), και
  • το γυναικείον (gynoecium), ένα σπονδύλωμα αποτελούμενο από τα θηλυκά τμήματα ενός άνθους: το στίγμα, τον στύλο και τις ωοθήκες.

Ένα λουλούδι που στερείται κάποια από αυτά τα ανθικά δομικά στοιχεία λέγεται ελλιπές ή ατελές.[3] Δεν αποτελούνται όλα τα άνθη από σπονδυλώματα, δεδομένου ότι τα διάφορα μέρη μπορούν να είναι διατεταγμένα σπειροειδώς, όπως στα Μαγνολιοειδή.

Είναι αρκετά ασυνήθιστο να αναπτυχθούν τα φύλλα σε σπείρες, εκτός από είδη φυτών με πολύ βραχέα μεσογονάτια διαστήματα. Ωστόσο, αναφέρεται ότι αυτό συμβαίνει σε ορισμένα δέντρα, όπως το Brabejum stellatifolium [Σημ. 1][4] και σε άλλα Πρωτεοειδή (Proteaceae), όπως σε μερικά είδη Βαγξίας (Banksia). Σε ορισμένα παραδείγματα, όπως αυτά που απεικονίζονται, πυκνά μεσογονάτια εντός των σπειρών εναλλάσσονται με μακρά μεσογονάτια μεταξύ των σπειρών.

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Brabejum (από το αρχαίο ελληνικό βραβείον) "έπαθλο, σκήπτρο"
  2. Το γυναικείον (gynoecium) (από το αρχαίο ελληνικό «γυνή» (gyne), που σημαίνει γυναίκα και το «οἶκος», που σημαίνει σπίτι), συνηθέστερα χρησιμοποιείται ως συλλογικός όρος για τα τμήματα ενός λουλουδιού που παράγει ωάρια και που τελικά εξελίσσεται σε καρπό και σπόρους (βλέπε σχετική φωτογραφία).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «whorl». thedictionary. Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2012. 
  2. Lindley, John. A Glossary of Technical Terms Used in Botany, p.100, Bradbury and Evans, London, 1848.
  3. Beentje, H.; Williamson, J. (2010). The Kew Plant Glossary: an Illustrated Dictionary of Plant Terms. Royal Botanic Gardens, Kew: Kew Publishing. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  4. CRC World Dictionary of Plant Names: Common Names, Scientific Names, Eponyms, Synonyms and Etymology: Volume I A -C. CRC Press. σελ. 338. ISBN 0-8493-2675-3.  [1] CRC World Dictionary of Plant Names: Common Names, Scientific Names, Eponyms, Synonyms and Etymology: Volume I A -C.
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Whorl (botany) (έκδοση 638996018) της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).