Πρωτόπτερος ο αιθιοπικός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρωτόπτερος ο αιθιοπικός

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordate)
Υπερομοταξία: Οστεϊχθύες (Osteichthyes)
Ομοταξία: Σαρκοπτερύγιοι (Sarcopterygii)
Υφομοταξία: Δίπνοοι (Dipnoi)
Τάξη: Κερατοδοντόμορφα (Ceratodontiformes)
Οικογένεια: Πρωτοπτερίδες (Protopteridae)
Γένος: Πρωτόπτερος (Protopterus)
Είδος: Πρωτόπτερος ο αιθιοπικός
Διώνυμο
Protopterus aethiopicus
Heckel, 1851[1]
Συνώνυμα[2][3]
  • Lepidosiren arnaudii, de Castelnau 1855

Ο πρωτόπτερος ο αιθιοπικός (λατινική και επιστημονική ονομασία Protopterus aethiopicus) είναι είδος ψαριού που ζει σε γλυκό ή και υφάλμυρο νερό, και που μπορεί να αναπνέει στον αέρα. Συναντάται στην Ανατολική και την Κεντρική Αφρική, καθώς και στην περιοχή του ποταμού Νείλου. Κατέχει το μεγαλύτερο γνωστό γονιδίωμα σε σχέση με κάθε άλλο ζώο της Γης, με 133 δισεκατομμύρια ζεύγη βάσεων στο DNA του.[4] Από όλους τους ζωντανούς οργανισμούς τον ξεπερνούν ως προς αυτό μόνο το φυτό Paris japonica και το πρώτιστο Polychaos dubium με 150 δισεκατομμύρια και έως 670 δισεκατομμύρια ζεύγη βάσεων αντιστοίχως.

Το ψάρι αυτό αλιεύεται σε μεγάλους αριθμούς σε μεγάλο μέρος της γεωγραφικής κατανομής του, με αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες κιλά να αλιεύονται ετησίως στον κόλπο Μουάνζα της Λίμνης Βικτώριας.[5] Πωλείται κυρίως ως τροφή, αλλά αυτό διαφέρει πολύ από κοινότητα σε κοινότητα, καθώς άλλοι ντόπιοι το θεωρούν εκλεκτή τροφή, άλλοι απεχθάνονται τη γεύση του και μια τρίτη κατηγορία θεωρούν την κατανάλωσή του ταμπού (δηλαδή απαγορευμένη για μεταφυσικούς λόγους). Σε κάποιες περιοχές, μέρη του πρωτόπτερου του αιθιοπικού χρησιμεύουν ως παραδοσιακό φάρμακο.[5]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρωτόπτερος ο αιθιοπικός έχει λείο, μακρύ και κυλινδρικό σώμα, με βαθιά ριζωμένα λέπια. Η ουρά του είναι πολύ μακριά και έτσι το συνολικό μήκος του ψαριού μπορεί να φθάνει μέχρι τα δύο μέτρα[1], ενώ το βάρος του τα 50 κιλά. Τα στηθαία και τα λεκανιαία πτερύγια είναι επίσης πολύ μακρά και λεπτά. Τα νεογνά του, μόλις εκκολαφθούν, έχουν εξωτερικά βράγχια, αλλά σε ηλικία δύο έως τριών μηνών, οπότε μεταμορφώνονται στην ενήλικο μορφή, χάνουν τα εξωτερικά αυτά βράγχια. Το χρώμα των ώριμων ψαριών είναι κιτρινόγκριζο ή γκρίζο με ίχνη ρόδινου, με ακανόνιστες σκούρες γκρίζες κηλίδες, που δημιουργούν μια εμφάνιση παρόμοια με του τριχώματος της λεοπάρδαλης, εμφάνιση που εκτείνεται και στα πτερύγιά τους. Η απόχρωση είναι πιο σκουρόχρωμη στο επάνω μέρος του ψαριού και πιο ανοικτόχρωμη στο κάτω μέρος.[6] Κάποτε πιστευόταν ότι ανέπνεαν υποχρεωτικά αέρα, ωστόσο μια ερευνητική δημοσίευση του 2007 υποστηρίζει ότι οι αιθιοπικοί πρωτόπτεροι κατά βάση επαφίονται στην πρόσληψη του οξυγόνου από το νερό, εκτός και αν περιορίζονται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος.[7]

Υποείδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα αναγνωρίζονται γενικώς τα εξής τρία υποείδη στο είδος Protopterus aethiopicus:

Γεωγραφική κατανομή και ενδιαίτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Protopterus aethiopicus συναντάται στις αφρικανικές χώρες Ανγκόλα, Μπουρούντι, Αίγυπτο, Αιθιοπία, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Κένυα, Δημοκρατία του Κονγκό, Ρουάντα, Νότιο Σουδάν, Σουδάν, Τανζανία, Ουγκάντα και Ζάμπια. Ζει μεταξύ άλλων στις λεκάνες των μεγάλων ποταμών Νείλου και Κονγκό, που περιλαμβάνουν μεγάλες λίμνες, όπως τις Λίμνες Αλβέρτου, Εδουάρδου, Τανγκανίκα, Βικτώρια, Τουρκάνα, Νο και Κυόγκα.[1] Διαφορετικά είδη απαντώνται σε διαφορετικές περιοχές: Ο P. a. aethiopicus ζει στη λεκάνη του Νείλου και τις λίμνες της, όπως τη Βικτώρια και την Τανγκανίκα, ο P. a. congicus στον μέσο και τον άνω ρου του Κονγκό, και ο P. a. mesmaekersi στον κάτω ρου του Κονγκό.[1]

Τα ενήλικα ψάρια του είδους ζουν σε βάλτους, ποτάμια, πλημμυρικά νέρα ποταμών σε ποτάμιες πεδιάδες, καθώς και σε σε όλη την έκταση της κατανομής τους.[1] Τα νεαρά άτομα ζουν συχνά ανάμεσα στις ρίζες φυτών παπύρου.[1] Παρά το ότι υπό κανονικές συνθήκες ζουν μέσα στο νερό, τα ενήλικα ψάρια του είδους μπορούν να ζήσουν επί μήνες σε κοίτες ποταμών που δεν έχουν νερό αν δεν βρέξει, εξαιτίας της ικανότητάς τους να πέφτουν σε λήθαργο ή να χώνονται στο έδαφος δημιουργώντας έναν θύλακα αέρα και να αναπνέουν από ένα στενό άνοιγμα, ώστε να μη στεγνώσει το δέρμα τους.[1]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρωτόπτερος ο αιθιοπικός αναπαράγεται γενικώς κατά την εποχή των βροχών, οπότε το αρσενικό ετοιμάζει μια φωλιά σε μορφή λάκκου.[1] Περισσότερα από ένα θηλυκά μπορεί να γεννήσουν τα αβγά τους μέσα στην ίδια φωλιά.[1] Κατόπιν το θηλυκό ή τα θηλυκά εγκαταλείπουν τη φωλιά και το αρσενικό την προφυλάσσει από επιθέσεις για τις επόμενες οκτώ εβδομάδες και την οξυγονώνει τακτικά ώστε να επιβιώσουν τα αβγά.[1] Ερευνητικά πειράματα που διεξάχθηκαν με Protopterus aethiopicus στη λίμνη Μπαρίνγκο της Κένυα απεκάλυψαν ότι εκεί το ψάρι αυτό αναπαραγόταν εκεί τακτικά σε όλη τη διάρκεια του έτους, καθώς παρατηρήθηκαν δείγματα σε όλες τις αναπτυξιακές φάσεις σε όλες τις μηνιαίες δειγματοληψίες. Επιπροσθέτως, με βάση τις αναπτυξιακές καμπύλες από τα πειράματα του R. Dunbarck, φαίνεται ότι συνολικώς το είδος έχει μικρή αναπαραγωγική προσπάθεια και φθάνει στην ωριμότητα σε ηλικία τριών ετών περίπου.[8][9]

Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ενηλικοι αιθιοπικοί πρωτόπτεροι τρέφονται κατά μεγάλο μέρος με μαλάκια που ζουν στο γλυκό νερό, όπως αυτά του είδους μυδιού Mutela bourguignati.[1] Επίσης, περιστασιακά, τρώνε μικρά ψαράκια και έντομα. Ειδικά η δίαιτα των νεαρών πρωτόπτερων αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από έντομα.[1]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 Fishbase.org
  2. Haaramo, Mikko (2007). «Ceratodiformes – recent lungfishes». Mikko's Phylogeny Archive. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2016. 
  3. Froese, R.· Pauly, D. (2017). «Protopteridae». FishBase version (02/2017). Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2017. 
  4. I.J. Leitch (13 June 2007). «Genome sizes through the ages». Heredity (Nature Publishing Group) 99 (2): 121-122. doi:10.1038/sj.hdy.6800981. ISSN 0018-067X. PMID 17565357. 
  5. 5,0 5,1 Sayer, C.A.· L. Máiz-Tomé· W.R.T. Darwall (2018). Freshwater biodiversity in the Lake Victoria Basin: Guidance for species conservation, site protection, climate resilience and sustainable livelihoods. Cambridge, UK and Gland, Switzerland: IUCN. doi:10.2305/IUCN.CH.2018.RA.2.en. ISBN 9782831718965. 
  6. Animal-world.com
  7. Mlewa, C.M., κ.ά.: «Are Wild African Lungfish Obligate Air Breathers? Some Evidence from Radio Telemetry», African Zoology, τόμ. 42, no. 1, Απρίλιος 2007, σσ. 131-134, EBSCOhost
  8. Dunbrack, R., κ.ά.: «Marbled Lungfish Growth Rates in Lake Baringo, Kenya, Estimated by Mark-Recapture», Journal of Fish Biology, τόμ. 68, νo. 2, έτος 2006, σσ. 443-449, doi: 10.1111/j.0022-1112.2006.00906.x.
  9. Mlewa, Chrisestom Mwatete, και John M. Green: «Biology of the Marbled Lungfish, Protopterus Aethiopicus Heckel, in Lake Baringo, Kenya», African Journal of Ecology, τόμ. 42, νο. 4 (έτος 2004), σσ. 338-345, doi: 10.1111/j.1365-2028.2004.00536.x.