Πολιορκία της Σμύρνης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η πολιορκία της Σμύρνης το 1402. Εικόνα από το Βιβλίο της Νίκης (Zafaranama) π. 1467, μία βιογραφία του Τιμούρ.
Από το ίδιο βιβλίο. Η μικρογραφίες είναι του Καμάλ ουντ-Ντιν Μπεζάντ, τώρα στη βιβλιοθήκη Τζον Γουόρκ Γκάρετ (ΜS 3) του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς.

Η πολιορκία της Σμύρνης (Δεκέμβριος 1402) διεξήχθη μεταξύ των Ιπποτών της Ρόδου, που κρατούσαν το λιμάνι και το την κάτω περιτειχισμένη πόλη, δηλ. το κάστρο, της Σμύρνης στη δυτική Μ. Ασία, και του στρατού του Μογγόλου εμίρη Τιμούρ. Οι Μογγόλοι απέκλεισαν το λιμάνι και επιτέθηκαν στις οχυρώσεις με λιθοβόλες πολιορκητικές μηχανές, ενώ οι υπερασπιστές, που αριθμούσαν μόνο 200 περίπου ιππότες, αντιμετώπισαν με βέλη και εμπρηστικά βλήματα. Μετά από δύο εβδομάδες ισχυρής αντίστασης ενάντια σε έναν πολύ ανώτερο αντίπαλο, το εξωτερικό τείχος καταστράφηκε από υπονόμευση και παραβιάστηκε. Κάποιοι από τη φρουρά κατάφεραν να διαφύγουν δια θαλάσσης, αλλά οι κάτοικοι και η ίδια η πόλη καταστράφηκαν.

Οι κύριες πηγές για την πολιορκία είναι οι Πέρσες ιστορικοί Σαράφ αλ-Ντιν Αλί Γιαζντί και Mιρκβάντ και ο Άραβας Aχμάντ ιμπν Αραμπσάχ, που έγραψαν στην υπηρεσία των διαδόχων του Τιμούρ. Για τους Ιππότες της Ρόδου, η επίσημη ιστορία του Τζάκομο Μπόσιο, που γράφτηκε στις αρχές του 17ου αι., είναι μία σημαντική πηγή. Για τους Βυζαντινούς υπάρχουν ο Μιχαήλ Δούκας και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ενώ για τους Γενοβέζους ο Aγκοστίνο Τζουστινιάνι. Από την Οθωμανική πλευρά, υπάρχει ο Νεσρί και το Kουνχούλ-αχμπάρ του Mουσταφά Αλί.

Προετοιμασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σμύρνη είχε καταληφθεί από μία Σταυροφορία το 1344 και έγινε παπική πόλη. Ωστόσο, οι Τούρκοι συνέχισαν να ελέγχουν την ακρόπολη της ενδοχώρας, αλλά το θαλάσσιο κάστρο επέτρεψε στους Σταυροφόρους να ελέγχουν το λιμάνι. Από το 1374 οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου ήταν επικεφαλής της άμυνάς του. [1] Το 1400 ο Τιμούρ ξεκίνησε έναν πόλεμο κατά της Οθωμανικής επικράτειας, που κορυφώθηκε με τη νίκη του στη μάχη της Άγκυρας στις 20 Ιουλίου 1402 [2].

Στον απόηχο της Άγκυρας, το φυλάκιο της Γενουατικής Μαόνας στη Νέα Φώκαια έστειλε κάποιον Γκαλεάτσο ως πρεσβευτή στο στρατόπεδο του Τιμούρ, για να συζητήσει όρους. Αυτός παρέμεινε εκεί τρεις ημέρες και επέστρεψε στη Νέα Φώκαια με συμφωνία στις 22 Σεπτεμβρίου. [3] Ένας ιππότης, ο αδελφός Ντομινίκ ντε Αλαμάνια, [[#cite_note-FOOTNOTEOn_17_February_1402,_the_grand_master_appointed_Dominic_commander_for_life_of_Rogera_(an_unidentified_place)_and_[[Foinikas,_Cyprus|Finica]]_on_Cyprus._These_commanderies_had_an_annual_revenue_totaling_1,000_florins._In_exchange,_Dominic_gave_the_order_11,200_florins_and_was_permitted_thereafter_to_remit_only_500_florins_per_year_from_Rogera_and_Finica.'"`UNIQ--ref-00000003-QINU`"'-5|[5]]] στάλθηκε στη συνέχεια στο νησί της Χίου, που ανήκε επίσης στη Γενουατική Mαόνα, προκειμένου να πείσει τους τοπικούς ηγέτες να μην συμμαχήσουν με τον Τιμούρ. [6] [7]

Ενώ οι δυνάμεις του Τιμούρ ερήμωσαν την ύπαιθρο της Μ. Ασίας, στοχεύοντας Τουρκικούς οικισμούς, οι Ιππότες της Ρόδου προετοίμασαν την άμυνα της Σμύρνης. Το 1398, υπό τη διεύθυνση του αδελφού Γκιγιόμ ντε Μουντ, είχε σκαφτεί μία βαθιά τάφρος κατά μήκος του ακρωτηρίου, για να χωρίσει το κάστρο από την ηπειρωτική χώρα. Το 1402 η φρουρά της Σμύρνης αριθμούσε 200 ιππότες υπό τη διοίκηση του Καστιλιανού Ινίγο δε Αλφάρο. [3] [6] [8] Η αμοιβή της φρουράς αυξήθηκε σε 100 φλωρίνια ανά ιππότη ετησίως. Για την κάλυψη των αυξημένων δαπανών άμυνας της Σμύρνης, η κεντρική μονή ενέκρινε έκτακτη επιχορήγηση 20.000 φλωρινών από τα μοναστήρια. [9] [10]

Οι αμυντικές προετοιμασίες το καλοκαίρι του 1402 επιβλέπονταν από τον ναύαρχο Μπουφίλο Πανιτσάτι, [[#cite_note-FOOTNOTESometimes_spelled_Panizati_or_Panizato._He_was_the_prior_of_[[Barletta]]_from_4_March_1395._He_was_promoted_to_admiral_prior_to_5_June_1402,_when_the_grand_master_authorised_a_payment_of_740_gold_[[ducat]]s_from_the_revenues_of_the_commandery_of_Cyprus_to_Buffilo_for_his_two_trips_to_Smyrna,_one_for_training_the_garrison_and_another_for_constructing_a_"[[palisade]]".'"`UNIQ--ref-0000000C-QINU`"'-11|[11]]] με σκοπό την ενίσχυση του συστήματος άμυνας πριν από την αναμενόμενη Μογγολική επίθεση. Πυρομαχικά, εφόδια, χρήματα και ενισχύσεις έφταναν συνεχώς στο λιμάνι. Η στάση της φρουράς ήταν σίγουρη. Σύμφωνα με τους Τιμουρίδες ιστορικούς, το φρούριο εθεωρείτο απόρθητο. [3] [6] [8] Οι Έλληνες Χριστιανοί κάτοικοι της υπαίθρου κατέφυγαν στην πόλη για προφύλαξη. [10]

Προκειμένου να αποφύγει το κόστος μίας πολιορκίας, ο Τιμούρ έστειλε δύο απεσταλμένους -τον μίρζα Πιρ Μουχάμαντ και τον σεΐχη Νουρ εντ-Ντιν-, στους Ιππότες, διατάζοντάς τους είτε να ασπαστούν το Ισλάμ, είτε να του αποδώσουν φόρο τιμής (τζίζια, jizya). [3] Η εντολή απορρίφθηκε, αν και ο Μπουονακούρσο Γκριμάνι, πρεσβευτής από την Κρήτη στον μεγάλο Διδάσκαλο Φιλιμπέρ ντε Ναγιάκ στη Ρόδο, αναφέρει ότι ο μεγάλος Διδάσκαλος έστειλε μία πρεσβεία στον Τιμούρ. [7] Σύμφωνα με τον παπικό συμβολαιογράφο της εποχής Ντήτριχ του Νήχαϊμ, η Σμύρνη θα είχε γλιτώσει, αν ο Ινίγο ύψωνε το λάβαρο του Τιμούρ στα τείχη, όπως τον είχε συμβουλεύσει κάποιος «Χριστιανός επίσκοπος», τον οποίο ο Ντήτριχ δεν κατονομάζει, αλλά μπορεί να ήταν ο Φραγκίσκος, επίσκοπος του Ναχσιβάν. [12]

Πολιορκία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ίδιος ο Τιμούρ, επικεφαλής του κεντρικού του στρατού, έφτασε εμπρός από τη Σμύρνη στις 2 Δεκεμβρίου 1402 (6 Ζουμάντα αλ-Αβάλ 805 κατά το Ισλαμικό ημερολόγιο). Στη συνέχεια διέταξε τον αριστερό στρατό υπό τον εγγονό του Μουχάμεντ Σουλτάν Μίρζα και τον δεξιό στρατό υπό τον γιο του Μιράν Σαχ να τους ενώσουν. Ο κεντρικός στρατός άρχισε να βομβαρδίζει αμέσως τις οχυρώσεις πέρα από τον ισθμό με βολές λίθων και άρχισε να εργάζεται για την υπονόμευση των τειχών. [3] Κάποια στιγμή η τάφρος γέμισε. [13] Μεγάλες καλυμμένες πλατφόρμες με τεράστιους ξύλινους τροχούς προσέγγιζαν στον εξωτερικό τοίχο. Η καθεμία μπορούσε να φιλοξενήσει 200 άνδρες. Εξοπλισμένοι με σκάλες, επιχείρησαν, προφανώς χωρίς επιτυχία, να σκαρφαλώσουν στον τοίχο. Η συνολική πολιορκητική δύναμη αριθμούσε περίπου 4.000 άνδρες. [10]

Σύμφωνα με τους Τιμουρίδες ιστορικούς, ο Τιμούρ διέταξε τον Μαλίκ Σαχ να κατασκευάσει μία μεγάλη ξύλινη πλατφόρμα σε σωρούς, για να φράξει την είσοδο στο λιμάνι, κάτι που χρειάστηκε τρεις ημέρες. Ο Δούκας, αντίθετα, λέει ότι το λιμάνι γέμισε με πέτρες, για να μπλοκάρουν τα πλοία. [3] Μέσα σε λίγες ημέρες είχαν φτάσει ο αριστερός και ο δεξιός στρατός και διατάχθηκε γενικός βομβαρδισμός. Δεν γίνεται αναφορά σε μπαρούτι, αλλά νάφθα και Ελληνικό πυρ που χρησιμοποιήθηκαν από τους υπερασπιστές. Σύμφωνα με τον Σαράφ αντ-Ντιν:

[Πολιορκητικά] μηχανήματα και κριοί έπλητταν τα τείχη και τους πύργους, αλλά οι ατρόμητοι πολιορκημένοι δεν σταμάτησαν ποτέ να ρίχνουν τροχοφόρα βέλη [sic], δοχεία με νάφθα, Ελληνικό πυρ, φλογοφόρα βέλη και πέτρες, χωρίς να υποχωρούν. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έβρεχε τόσο ασυνήθιστα, που φαινόταν ότι ο κόσμος επρόκειτο να πνιγεί σε έναν δεύτερο κατακλυσμό και να καταστραφεί. [14]

Τα εξωτερικά τείχη παραβιάστηκαν μετά από δύο μόνο ημέρες υπονόμευσης, όταν ο Τιμούρ διέταξε να ανάψουν τα ξύλινα υποστηρίγματα των σηράγγων. Το αποτέλεσμα ήταν μία έκρηξη, που κατέστρεψε το τείχος και έθαψε τους υπερασπιστές στα ερείπια. Οι δυνάμεις του Τιμούρ μπήκαν τότε στην πόλη. Μετά από μερικές μεμονωμένες μάχες, οι Ιππότες κατέφυγαν στα πλοία τους, ενώ οι Χριστιανοί κάτοικοι σφαγιάστηκαν. Μερικά πλοία που πλησίαζαν την πόλη για βοήθεια γύρισαν πίσω, όταν ήρθαν μπροστά στις πολιορκητικές μηχανές, είτε εξαιτίας του κινδύνου των λίθινων βλημάτων, είτε επειδή τα κεφάλια των σφαγιασμένων εκτοξεύοντο εναντίον τους. Η ίδια η πόλη ή τουλάχιστον το τμήμα της υπό τον έλεγχο των Σταυροφόρων, καταστράφηκε ολοσχερώς. [3] [13] [8] [10] Η πολιορκία είχε διαρκέσει σχεδόν 15 ημέρες. Μερικοί ιππότες κατάφεραν να δραπετεύσουν με γαλέρες [6] συμπεριλαμβανομένου του καστελάνου, Ινίγο δε Αλφάρο. [15]

Πριν αποσυρθεί από τη Σμύρνη, ο Τιμούρ διέταξε να κατεδαφιστεί το θαλάσσιο κάστρο και να ενισχυθεί το χερσαίο κάστρο που φύλαγε την ακρόπολη, που προηγουμένως κατείχαν οι Τούρκοι. [13]

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον απόηχο της πτώσης της Σμύρνης, το Γενουατικό φυλάκιο στην Παλαιά Φώκαια απειλήθηκε από τις δυνάμεις του Μουχάμαντ Σουλτάν. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Νέας Φώκαιας, παραδόθηκε χωρίς μάχη. Ο Γενουάτης Φραντσέσκο Β΄ Γκατιλούζιο, κύριος της Λέσβου, παραδόθηκε επίσης στον Μουχάμαντ Σουλτάν και προσφέρθηκε να αποτίσει φόρο υποτέλειας. Οι Γενουατικές αρχές στο νησί της Χίου και ο Οθωμανός πρίγκιπας Ίσα Τσελεμπή έστειλαν και οι δύο απεσταλμένους στον Τιμούρ στην Έφεσο (Σελτσούκ) προσφέροντας να δώσουν φόρο υποτέλειας. Ως αποτέλεσμα αυτών των παραδόσεων, ο Τιμούρ απέκτησε τον έλεγχο δύο νησιών του Αιγαίου, παρόλο που δεν είχε ναυτικό. [3] [8]

Η πολιορκία της Σμύρνης δεν αναφέρθηκε ευρέως στη δυτική Ευρώπη, [10] όμως την έκανε να αντιληφθεί τη στρατιωτική δύναμη του Τιμούρ. [16] Η είδηση της απώλειας της Σμύρνης είχε φτάσει στον βασιλιά Μαρτίνο της Αραγονίας, μέσω Ρωμιών/Βυζαντινών απεσταλμένων, στις 28 Φεβρουαρίου 1403, διότι εκείνη την ημέρα έγραψε μία επιστολή βαθιά επικριτική για τον Τιμούρ στον Ερρίκο Γ΄ της Καστίλης. Τον Μάρτιο πρότεινε την ιδέα μίας αντι-Μογγολιικής σταυροφορίας στον πάπα Βενέδικτο ΙΓ΄. Γενικότερα πάντως, η Ευρωπαϊκή στάση απέναντι στον Τιμούρ ήταν θετική, αφού είχε νικήσει τους Οθωμανούς που απειλούσαν τη Ρωμαϊκή/Βυζαντινή Αυτοκρατορία (και τη Σμύρνη) για δεκαετίες. [17] [18]

Σύμφωνα με τον Aντρέα Ρεντούζιο ντε Κέρο στο Χρονικό του Τρεβίζο (Chronicon Tarvisinum), ο Τιμούρ ήταν πολύ υπερήφανος για την κατάκτηση της Σμύρνης, καθώς είχε αυτή αντισταθεί σε τόσες πολλές Οθωμανικές απόπειρες πριν. [19]

Με τη Σμύρνη χαμένη και το Οθωμανικό κράτος σε ερειπωμένη κατάσταση, ο Φιλιμπέρ ντε Νελά βρήκε την ευκαιρία να καταλάβει την τοποθεσία της αρχαίας Αλικαρνασσού νοτιότερα στις ακτές της Μ. Ασίας κάποια στιγμή μεταξύ 1402 και 1408. Εκεί κατασκεύασε το Κάστρο του Αγίου Πέτρου (Πετρούνιον, αλλοιωμένο στα τουρκικά ως Μπόντρουμ). Αυτό το φρούριο παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Ιπποτών μέχρι το 1523 [20].

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Nicolle 2007, σελ. 8.
  2. Alexandrescu-Dersca Bulgaru 1977, σελ. 41.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 Alexandrescu-Dersca Bulgaru 1977.
  4. 4,0 4,1 Delaville Le Roulx 1913, σελίδες 284–86.
  5. [[#cite_ref-FOOTNOTEOn_17_February_1402,_the_grand_master_appointed_Dominic_commander_for_life_of_Rogera_(an_unidentified_place)_and_[[Foinikas,_Cyprus|Finica]]_on_Cyprus._These_commanderies_had_an_annual_revenue_totaling_1,000_florins._In_exchange,_Dominic_gave_the_order_11,200_florins_and_was_permitted_thereafter_to_remit_only_500_florins_per_year_from_Rogera_and_Finica.'"`UNIQ--ref-00000003-QINU`"'_5-0|↑]] [[#CITEREFOn 17 February 1402, the grand master appointed Dominic commander for life of Rogera (an unidentified place) and Finica on Cyprus. These commanderies had an annual revenue totaling 1,000 florins. In exchange, Dominic gave the order 11,200 florins and was permitted thereafter to remit only 500 florins per year from Rogera and Finica.[4]|On 17 February 1402, the grand master appointed Dominic commander for life of Rogera (an unidentified place) and Finica on Cyprus. These commanderies had an annual revenue totaling 1,000 florins. In exchange, Dominic gave the order 11,200 florins and was permitted thereafter to remit only 500 florins per year from Rogera and Finica.[4]]].
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Luttrell 1975, σελ. 308.
  7. 7,0 7,1 Knobler 1995.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Nicolle 2007, σελ. 50.
  9. 3,200 from Saint-Gilles; 3,000 from France; 2,500 from Amposta; 2,500 from England; 2,000 from Auvergne; 2,000 from Catalonia; 1,500 from Castile and León; 1,200 from Aquitaine; 1,000 from Germany and Bohemia; 800 from Champagne; and 800 from Toulouse.
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 Delaville Le Roulx 1913.
  11. [[#cite_ref-FOOTNOTESometimes_spelled_Panizati_or_Panizato._He_was_the_prior_of_[[Barletta]]_from_4_March_1395._He_was_promoted_to_admiral_prior_to_5_June_1402,_when_the_grand_master_authorised_a_payment_of_740_gold_[[ducat]]s_from_the_revenues_of_the_commandery_of_Cyprus_to_Buffilo_for_his_two_trips_to_Smyrna,_one_for_training_the_garrison_and_another_for_constructing_a_"[[palisade]]".'"`UNIQ--ref-0000000C-QINU`"'_11-0|↑]] [[#CITEREFSometimes spelled Panizati or Panizato. He was the prior of Barletta from 4 March 1395. He was promoted to admiral prior to 5 June 1402, when the grand master authorised a payment of 740 gold ducats from the revenues of the commandery of Cyprus to Buffilo for his two trips to Smyrna, one for training the garrison and another for constructing a "palisade".[4]|Sometimes spelled Panizati or Panizato. He was the prior of Barletta from 4 March 1395. He was promoted to admiral prior to 5 June 1402, when the grand master authorised a payment of 740 gold ducats from the revenues of the commandery of Cyprus to Buffilo for his two trips to Smyrna, one for training the garrison and another for constructing a "palisade".[4]]].
  12. Jackson 2014, σελ. 244.
  13. 13,0 13,1 13,2 Purton 2010, σελ. 190.
  14. Alexandrescu-Dersca Bulgaru 1977, σελ. 89: Les machines et les béliers mirent en pièces les murs et les tours, les assiégés intrépides ne cessaient de jeter des flèches en roue, des marmites de naphte, du feu grégeois, des flèches en fusée, et des pierres, sans se donner de relâche. Pendant ce temps il pleuvait si extraordinairement qu'il semblait que l'univers se dut abîmer et noyer par un second déluge.
  15. Morales Roca 1999, σελ. 80.
  16. Alexandrescu-Dersca Bulgaru 1977, σελ. 92.
  17. Knobler 1995, σελ. 346.
  18. Jackson 2014, σελ. 240.
  19. Jackson 2014, σελ. 245.
  20. Boase 1977.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Alexandrescu-Dersca Bulgaru, Marie-Mathilde (1977) [1942]. La campagne de Timur en Anatolie, 1402. London: Variorum. 
  • Boase, T. S. R. (1977). «Rhodes». Στο: H. W. Hazard. A History of the Crusades, Volume IV: The Art and Architecture of the Crusader States. Madison, WI: University of Wisconsin Press. σελίδες 229–50. 
  • Delaville Le Roulx, Joseph (1913). Les Hospitaliers à Rhodes jusqu'à la mort de Philibert de Naillac (1310–1421). Paris: Ernest Leroux. 
  • Jackson, Peter (2014). The Mongols and the West, 1221–1410. Routledge. 
  • Knobler, Adam (1995). «The Rise of Tīmūr and Western Diplomatic Response, 1390–1405». Journal of the Royal Asiatic Society. Third Series 5 (3): 341–49. 
  • Luttrell, Anthony (1975). «The Hospitallers at Rhodes, 1306–1421». Στο: H. W. Hazard. A History of the Crusades, Volume III: The Fourteenth and Fifteenth Centuries. Madison, WI: University of Wisconsin Press. σελίδες 278–313. 
  • Morales Roca, Francisco José (1999). Prelados, abades mitrados, dignidades capitulares y caballeros de las órdenes militares habilitados por el brazo eclesiástico en las cortes del Principado de Cataluña: Dinastías de Trastámara y de Austria, Siglos XV y XVI (1410–1599). Vol. I. Madrid: Hidalguía. 
  • Nicolle, David (2007). Crusader Castles in Cyprus, Greece and the Aegean 1191–1571. Oxford: Osprey. 
  • Purton, Peter (2010). A History of the Late Medieval Siege, 1200–1500. Woodbridge: Boydell Press. 
  • Sarnowsky, Jürgen (1991–92). «Die Johanniter und Smyrna 1344–1402». Römische Quartalschrift 86: 215–51 and 87: 47–98.