Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πουρνάρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Περνιά)
Πουρνάρι (Πρίνος)
Δρυς η κοκκοφόρος
Δρυς η κοκκοφόρος
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Φηγώδη (Fagales)
Οικογένεια: Φηγοειδή (Fagaceae)
Γένος: Δρυς (Quercus)
Διώνυμο
Δρυς η κοκκοφόρος
Quercus coccifera

L.
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Πουρνάρι (αποσαφήνιση).
Quercus coccifera

Το πουρνάρι ή πρίνος ή περνιά (κυπρ.), (επιστ. Δρυς η κοκκοφόρος, Quercus coccifera, L.) είναι ένα είδος αείφυλλης σκληρόφυλλης δρυός με ευρεία εξάπλωση γύρω από τη Μεσόγειο[1]. Οφείλει την ονομασία του στους κόκκους ερυθρού χρώματος που σχηματίζουν οι προνύμφες του κοκκοειδούς ημίπτερου εντόμου Kermes vermilio μέσα στα φύλλα, όπου φωλιάζουν και νυμφώνονται.[2] Οι νύμφες του εντόμου χρησιμοποιούνται εδώ και χιλιετίες για την παρασκευή κόκκινης βαφής.

Ταξινομικό καθεστώς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Quercus coccifera ανήκει στο Τμήμα Cerris, όπως και οι πλείστες αείφυλλες μεσογειακές δρύες. Αναγνωρίζονται δύο υποείδη, το υποείδος coccifera με εξάπλωση στη Δυτική Μεσόγειο και το υποείδος calliprinos, το οποίο επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα δύο υποείδη διαφοροποιούνται κυρίως στο μέγεθος με το υποείδος calliprinos να λαμβάνει πιο συχνά διαστάσεις μεγάλου δέντρου. Το πουρνάρι διασταυρώνεται με σειρά άλλων σκηρόφυλλων μεσογειακών δρυών, όπως την αριά (Quercus ilex) και τη λατζιά (Quercus alnifolia) δίνοντας υβρίδια με ενδιάμεσα μορφολογικά χαρακτηριστικά.[3][4]

Μορφολογική περιγραφή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πουρνάρι φύεται ως αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους 1-6 m. Ο φλοιός είναι τεφρόχρωμος, αρχικά λείος, αργότερα με φολιδωτό ή σχισμένο ξηρόφλοιο στον κορμό και στους γέρικους κλάδους. Τα φύλλα είναι απλά, διατεταγμένα κατ’ εναλλαγή, δερματώδη, με λεία επιφάνεια, μήκους 1-5 cm και πλάτους 0,5-2,8 cm. Τα νεύρα γενικά δεν εξέχουν. Οι παρυφές είναι συνήθως οδοντωτές με εξέχοντα ή στραμμένα προς την κορυφή κοντά ή μακριά, αιχμηρά δόντια και σπανιότερα μέχρι λειόχειλες. Η κορυφή είναι οξεία ή αμβλεία και η βάση στρογγυλεμένη ή ελαφρά καρδιοειδής και ο μίσχος βραχύς, σπάνια μακρύτερος των 5 mm. Τα άνθη είναι μονογενή - οι αρσενικοί ίουλοι φύονται μοναχικοί στις άκρες των νεαρών κλαδίσκων, ενώ τα θηλυκά άνθη εμφανίζονται μονήρη ή σε ζεύγη στις μασχάλες των φύλλων. Οι καρποί (βαλανίδια) εμφανίζονται μοναχικοί ή κατά ζεύγη. Ο ποδίσκος έχει μήκος 8-12 mm, ενώ το κύπελλο έχει διάμετρο 1-3 cm και μήκος 1-2,5 cm, καλύπτοντας συνήθως πάνω από το μισό του μήκους του βαλανιδιού, είναι άτριχο ή χνοώδες, καλυμμένο με χαλαρά πεπιεσμένα ή ισχυρά κυρτά προς τα έξω λέπια. Το κάρυο (βαλανίδι) έχει μήκος 1,5-3 (-3,5) cm και διάμετρο 0,8-1,5 cm και είναι χρώματος θαμπού καστανού. Το ενδοκάρπιο έχει πυκνό τρίχα.[5]

Περιοχή εξάπλωσης - Βιότοπος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πουρνάρι είναι σημαντικό συστατικό στοιχείο της μεσογειακής σκληρόφυλλης βλάστησης. Φύεται από την Ιβηρική χερσόνησο και το Μαρόκο στα δυτικά μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας και της Παλαιστίνης στα ανατολικά.

Χρήσεις - Οικολογική σημασία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέρα από την παραγωγή κόκκινης βαφής, τα βαλανίδια του πουρναριού χρησιμοποιούνται στην ιατρική ως στυπτικά. Επίσης το πουρνάρι χρησιμοποιείται για βόσκηση αιγών. Το πουρνάρι είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό κατά της υπερβόσκησης αναπτύσσοντας αμυντικούς μηχανισμούς, όπως ισχυρά δόντια στα φύλλα. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα ξηρανθεκτικό είδος, αφού φύεται στα όρια της ερήμου (Συρία, Ιορδανία, Λιβύη). Ακόμη, πρεμνοβλαστάνει εύκολα μετά από πυρκαγιά, παίζοντας σημαντικό οικολογικό ρόλο, αφού προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση.

  1. votaniki. «Quercus coccifera». Βοτανική (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2019. 
  2. «Δρυς η κοκκοφόρος». mythotopia.eu. Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2023. 
  3. Neophytou, Ch.; Palli G., Aravanopoulos F.A. (2007). «Morphological differentiation and hybridization between Quercus alnifolia Poech and Quercus coccifera L. (Fagaceae) in Cyprus». Silvae Genetica 56 (6): 271-277. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-18. https://web.archive.org/web/20110718202452/http://www.bfafh.de/inst2/sg-pdf/56_6_271.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-03-01. 
  4. Jiménez, P.; López de Heredia U., Collada C., Lorenzo Z. & Gil L. (2004). «High variability of chloroplast DNA in three Mediterranean evergreen oaks indicates complex evolutionary history». Heredity 93 (5): 510-515. https://archive.org/details/sim_heredity_2004-11_93_5/page/510. Ανακτήθηκε στις 2008-08-03. 
  5. Meikle, R.D. (1985). Flora of Cyprus. London: Bentham Moxon Trust. σελίδες 1481–1482. ISBN 0-950487-63-5.