Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παλαιά γερμανική λογοτεχνία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το ποίημα Muspilli του 9ου αιώνα στο περιθώριο λατινικού κώδικα

Η Παλαιά Γερμανική λογοτεχνία ή Παλαιά Άνω Γερμανική λογοτεχνία (γερμανικά: Althochdeutsche Literatur) περιλαμβάνει τα κείμενα που γράφτηκαν στην παλαιά άνω γερμανική γλώσσα μεταξύ περίπου 750 και 1050. Με την ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνει κείμενα διαλέκτων της παλαιάς άνω γερμανικής, στις αλαμανικές και βαυαρικές γλώσσες, στη ρηνο-φραγκονική γλώσσα και στη λομβαρδική γλώσσα.[1]

Ο όρος «λογοτεχνία» όπως χρησιμοποιείται σε σχέση με την Παλαιά γερμανική λογοτεχνία έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από ό,τι σε μεταγενέστερες περιόδους της γερμανικής λογοτεχνίας: δεν περιορίζεται σε αμιγώς λογοτεχνικά έργα, αλλά περιλαμβάνει οτιδήποτε έχει γραφεί στη γλώσσα, συμπεριλαμβανομένων προσευχών, θεολογικών έργων και ποιημάτων.

Codex Abrogans, το παλαιότερο γραπτό στη γερμανική γλώσσα

Η γερμανόφωνη λογοτεχνία στον πρώιμο Μεσαίωνα ξεκινά γύρω στο 750, με τα παλαιότερα σωζόμενα γραπτά έγγραφα της παλαιάς άνω γερμανικής γλώσσας, την παλαιότερη γραπτή μορφή της σύγχρονης γερμανικής γλώσσας. Αυτή την περίοδο έγιναν οι πρώτες απόπειρες χρήσης του λατινικού αλφαβήτου.

Τα παλαιότερα διασωθέντα γραπτά κείμενα δεν είναι έργα που μπορούν να ταξινομηθούν ως λογοτεχνικά με την πραγματική έννοια, αλλά είναι γλωσσάρια με επεξηγήσεις στην παλαιά άνω γερμανική σε λατινικά κείμενα και μεταφραστικά έργα από τα λατινικά στη δημοτική γλώσσα, τα οποία δημιουργήθηκαν στα scriptoria των μοναστηριών ως ιεραποστολικό βοήθημα και ως βοήθεια για την κατανόηση λατινικών κειμένων. Ένα από τα παλαιότερα γλωσσάρια που έχουν διασωθεί είναι το Codex Abrogans, το οποίο θεωρείται το παλαιότερο γραπτό κείμενο στη γερμανική γλώσσα.[2]

Θρησκευτικά - ιστορικά έργα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώιμα λογοτεχνικά στοιχεία στα γερμανικά κατατάσσονται στη μοναστηριακή λογοτεχνία - βιβλική ποίηση, προσευχές και ύμνοι αγίων - που όπως και σε άλλες περιοχές ήταν καρπός της προσπάθειας για τη διάδοση του Χριστιανισμού. Σημαντικά δείγματα είναι τα δύο μεγάλα βιβλικά έπη του 9ου αιώνα, το παλαιοσαξονικό Χέλιαντ (αρχές του 9ου αι.) και το νότιο ρηνο-φραγκονικό Βιβλίο των Ευαγγελίων του μοναχού Ότφριντ φον Βάισενμπουργκ. Το παλαιότερο θρησκευτικό ποίημα στη γερμανική γλώσσα είναι η Προσευχή του Βέσομπρουν (Wessobrunner Gebet, γύρω στο 814), η οποία περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου και είναι μια έκκληση για αντίσταση στην αμαρτία. Το ποίημα Muspilli του 9ου αιώνα, που σώθηκε μόνο αποσπασματικά, αναφέρεται στο τέλος του κόσμου.[3]

Ένα από τα παλαιότερα κείμενα είναι το στρατιωτικό σύμφωνο μεταξύ του Καρόλου του Φαλακρού και του Λουδοβίκου του Γερμανικού, οι Όρκοι του Στρασβούργου (842), στο οποίο οι δύο βασιλιάδες για να γίνουν κατανοητοί από τους στρατιώτες ορκίσθηκαν στην καθομιλουμένη της χώρας τους.

Το παλαιότερο ιστορικό τραγούδι στη γερμανική γλώσσα είναι Το άσμα του Λουδοβίκου (881/882) που υμνεί τη νίκη του βασιλιά της Δυτικής Φραγκίας Λουδοβίκο Γ΄για τη νίκη του κατά των Βίκινγκς.

Οι Βαλκυρίες απελευθερώνουν αιχμαλώτους, εικονογράφηση του 1905 για τα Ξόρκια του Μέρζεμπουργκ

Εκτός από τη θρησκευτική λογοτεχνία, υπήρχε επίσης κοσμική ποίηση, η οποία παραδοσιακά μεταδιδόταν προφορικά. Είναι γνωστό από τον Άινχαρντ, τον βιογράφο του Καρλομάγνου, ότι στη βασιλική αυλή του Καρλομάγνου αυλικοί ποιητές τραγουδούσαν τα ηρωικά κατορθώματα προηγούμενων βασιλιάδων, αλλά αυτά δεν έχουν καταγραφεί, αποτέλεσαν όμως τη βάση μεταγενέστερης επικής ποίησης. Το μόνο σωζόμενο δείγμα της παλαιότερης προφορικής λογοτεχνικής παράδοσης της γερμανικής ηρωικής ποίησης στα παλαιά άνω γερμανικά είναι η Ωδή του Χίλντεμπραντ (περ. 800), μια άγρια εξιστόρηση μονομαχίας ανάμεσα σε πατέρα και γιο, το οποίο ήταν γραμμένο στην πρώτη και την τελευταία σελίδα - αρχικά κενές - ενός λατινικού θεολογικού χειρογράφου του 9ου αιώνα στο μοναστήρι της Φούλντα. Είναι ένα από τα παλαιότερα δείγματα του τρόπου με τον οποίο οι αντιγραφείς των μοναστηριών άρχισαν να αντιγράφουν και κοσμικά κείμενα.[4]

Άλλα παραδοσιακά μη θρησκευτικά κείμενα έχουν διασωθεί μόνο αποσπασματικά, όπως ξόρκια και ευλογίες, που στην πραγματικότητα αποτελούν μέρος μιας γερμανικής παγανιστικής θρησκευτικής πρακτικής, αλλά πολλά από αυτά έχουν ήδη επηρεαστεί από τον Χριστιανισμό. Αξιοσημείωτα είναι τα Ξόρκια του Μέρζεμπουργκ, μαγικά ξόρκια για την προστασία των ζώων ή για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, τα οποία καταγράφηκαν στην ανατολική φραγκονική γλώσσα στο μοναστήρι του καθεδρικού ναού του Μέρζεμπουργκ γύρω στο 950.[5]

Σε όλη αυτή την περίοδο κατά την οποία γράφονταν αυτά τα έργα υπήρχε επίσης μια ακμάζουσα λατινική λογοτεχνία πολύ μεγαλύτερης πολυπλοκότητας. Τόσο η ποίηση όσο και η πεζογραφία γνώρισαν άνθηση υπό τον Καρλομάγνο και τους άμεσους διαδόχους του, κατά την Καρολίγγεια Αναγέννηση. (8ος-9ος αι. μ.Χ.), η πιο σημαντική συνεισφορά της οποίας ήταν ότι τα κλασικά έργα της αρχαιότητας δεν χάθηκαν και διατέθηκαν σε ένα ευρύτερο κοινό. [6]

Γύρω στο 900, η συγγραφή λογοτεχνικών έργων στη γερμανική καθομιλουμένη σταμάτησε. Η μοναστηριακή μεταρρύθμιση που εξαπλώθηκε από το αββαείο του Κλυνύ της Γαλλίας σε όλη τη δυτική Ευρώπη το πρώτο μισό του 10ου αιώνα αποθάρρυνε τους μοναχούς να γράφουν κοσμικά έργα και τα θρησκευτικά έργα που γράφτηκαν στα λατινικά επισκίασαν την κοσμική λογοτεχνία (Οθωνική Αναγέννηση, 10ος αι. μ.Χ.). Επίσης, μια συνθήκη υπαγόρευε ότι όλα τα λογοτεχνικά έργα θα γράφονταν σε μοναστήρια ή τουλάχιστον από πρόσωπα κοντά στην Εκκλησία. Έτσι, από τα χρόνια μεταξύ 900 έως 1050 υπάρχουν ελάχιστα έργα στην καθομιλουμένη, κυρίως παροιμίες και ευχές καθώς και μεταφράσεις θρησκευτικών λατινικών έργων για την εκμάθηση των λατινικών. Αξιοσημείωτο είναι μόνο το μεταφραστικό έργο του μοναχού του Σανκτ Γκάλεν Νότκερ Λαμπέο (γύρω στο 950 -1022), ο οποίος μετέφρασε φιλοσοφικά κείμενα της αρχαιότητας στα παλαιά άνω γερμανικά σε υψηλό γλωσσικό επίπεδο. Με τον Νότκερ, η παλαιά άνω γερμανική κατέκτησε το καθεστώς μιας πλήρως ανεπτυγμένης λογοτεχνικής γλώσσας.[4]

Όταν γύρω στο 1050 άρχισε ξανά η παραγωγή λογοτεχνικών έργων, είχαν επέλθει σημαντικές μεταβολές στη γλώσσα, που από το 1050 περίπου ορίζεται ως Μέση άνω γερμανική. Θρησκευτικά έργα και διδακτικά κείμενα συνέχισαν να γράφονται αλλά εμφανίστηκαν και νέα λογοτεχνικά είδη, όπως διασκεδαστικές ιστορίες και ιπποτικοί έρωτες στις φεουδαρχικές αυλές.