Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο περιπλανώμενος (ποίημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο περιπλανώμενος
ΓλώσσαΑρχαία αγγλική γλώσσα
Ημερομηνία δημοσίευσης10ος αιώνας
Δημοσιεύθηκε στοΒιβλίο του Έξετερ

Ο περιπλανώμενος (αγγλικός τίτλος:The Wanderer) είναι παλαιοαγγλικό ποίημα που διατηρείται μόνο σε μια ανθολογία γνωστή ως το Βιβλίο του Έξετερ, ένα χειρόγραφο που χρονολογείται από τα τέλη του 10ου αιώνα. Το ποίημα περιλαμβάνει 115 σειρές παρηχητικών στίχων. Ο ποιητής και ο αντιγραφέας είναι ανώνυμοι, όπως συχνά στην παλαιά αγγλική λογοτεχνία, και μέσα στο χειρόγραφο το ποίημα είναι χωρίς τίτλο.[1]

Η ημερομηνία του ποιήματος - ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα ποιήματα στην παλαιά αγγλική γλώσσα - είναι αδύνατο να προσδιοριστεί. Ωστόσο, ορισμένες λέξεις επηρεασμένες από τα νορβηγικά και ορισμένες ασυνήθιστες μορφές ορθογραφίας, έχουν ενθαρρύνει μελετητές να το χρονολογήσουν στα τέλη του 9ου ή τις αρχές του 10ου αιώνα. Το ποίημα πιθανόν ήταν μέρος της προφορικής λογοτεχνικής παράδοσης που εκτεινόταν αρκετούς αιώνες παλαιότερα από τον χρόνο καταγραφής, στον 5ο ή τον 6ο αιώνα. Σύμφωνα μα τις συνήθειες του ύστερου Μεσαίωνα και του ρυθμού, το ποίημα πιθανότατα γράφτηκε για να απαγγέλλεται σε μεγάλες αίθουσες κατά τη διάρκεια εορτών πριν ή μετά τις μάχες ή ίσως ως μέρος τελετών που τιμούσαν τους πεσόντες πολεμιστές. [2]

Στο μελαγχολικό ποίημα, ο αφηγητής θυμάται τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασε στην υπηρεσία του κυρίου του, τις μάχες και τα χτυπήματα της μοίρας που του στέρησαν τη φυλή του. Σκέφτεται την απομόνωσή του ως ο τελευταίος της γενιάς του και υποστηρίζει ότι ο πολεμιστής πρέπει να παίρνει προσεκτικές αποφάσεις και να μην επιτρέπει στην απληστία ή τον θυμό να τον οδηγήσουν σε ενέργειες που θα καταδικάσουν τον ίδιο και τη φυλή του μακροπρόθεσμα. Το ρητά θρησκευτικό συμπέρασμα του ποιήματος, που πιθανόν είναι μεταγενέστερη προσθήκη, τονίζει τις αξίες της ανεκτικότητας και της πίστης στον ουράνιο Κύριο.[3]

Περιεχόμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Περιπλανώμενος μεταφέρει τις σκέψεις ενός μοναχικού εξόριστου άνδρα σε προχωρημένη ηλικία. Σκέφτεται την ευτυχία και τις δόξες του παρελθόντος που ήταν μέλος των πολεμιστών του κυρίου του και θρηνεί για τις σημερινές του κακουχίες και βάσανα. Ο πολεμιστής αυτοπροσδιορίζεται ως περιπλανώμενος που περπατά τα «μονοπάτια της εξορίας», περιπλανιέται σε ένα παγωμένο χειμωνιάτικο τοπίο θρηνώντας την κατεστραμμένη πατρίδα του και τους δικούς του. Θυμάται τις μέρες που ως νέος υπηρετούσε τον κύριό του, γλεντούσε μαζί με συντρόφους και έπαιρνε πολύτιμα δώρα από τον άρχοντα. Ωστόσο, η μοίρα στράφηκε εναντίον του όταν έχασε τον κύριό του, την οικογένειά του και τους συντρόφους του στη μάχη - υπερασπίζονταν την πατρίδα τους από μια επίθεση - και οδηγήθηκε στην εξορία. Ο αφηγητής αναλογίζεται τη ζωή περνώντας χρόνια στην εξορία και σε κάποιο βαθμό έχει ξεπεράσει την προσωπική του θλίψη. Περιγράφει γλαφυρά τη μοναξιά του και τη λαχτάρα του για τις λαμπρές μέρες του παρελθόντος και καταλήγει με μια προτροπή για πίστη στον Θεό, «στον οποίο βρίσκεται κάθε σταθερότητα».[4]

Ορισμένες αναγνώσεις του ποιήματος βλέπουν τον «περιπλανώμενο» να εξελίσσεται σε τρεις φάσεις: πρώτα ως ο «μοναχικός άνθρωπος» που παρακολουθεί τους θανάτους άλλων πολεμιστών και την κηδεία του κυρίου του, στη συνέχεια ως ο «άνθρωπος με θλίψη στην καρδιά» που στοχάζεται τις περασμένες δυσκολίες και τις μαζικές δολοφονίες των δικών του, και τελικά ως ο «σοφός άνθρωπος» που έχει καταλάβει ότι η ζωή είναι γεμάτη κακουχίες, παροδικότητα και βάσανα, και ότι η σταθερότητα βρίσκεται μόνο στον Θεό. Η «επίγεια δόξα» παρουσιάζεται ως παροδική, σε αντίθεση με το θέμα της σωτηρίας μέσω της πίστης στον Θεό. Άλλες αναγνώσεις δέχονται ότι ο εξόριστος αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ιστορία, και τη δική του, με φιλοσοφικούς όρους. Το ποίημα έχει κοινά στοιχεία με το Η μάχη του Μάλντον, ένα ποίημα για τη μάχη του Μάλντον το 991 στην οποία ο αγγλοσαξονικός στρατός ηττήθηκε από τους Βίκινγκς εισβολείς.[5]

Θέματα και μοτίβα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κριτικοί έχουν εντοπίσει στο ποίημα την παρουσία θεμάτων και τυπικών στοιχείων κοινών στις παλαιές αγγλικές ελεγείες, όπως το μοτίβο «θηρία της μάχης», [6]τον τύπο ubi sunt (πού είναι τώρα;), το θέμα της εξορίας, το θέμα των ερειπίων και το μοτίβο του ταξιδιού, όπως φαίνεται και στο ποίημα Ο θαλασσοπόρος.

Το μοτίβο των «θηρίων της μάχης», που απαντάται συχνά στην αγγλοσαξονική ηρωική ποίηση, τροποποιείται εδώ για να περιλαμβάνει όχι μόνο τον τυπικό αετό, το κοράκι και τον λύκο, αλλά και έναν «άνθρωπο με θλιμμένο πρόσωπο», που είναι ο πρωταγωνιστής του ποιήματος.

Ο τύπος ubi sunt (πού είναι τώρα;) στους στίχους 92–94 τονίζει την αίσθηση της απώλειας που διαπερνά το ποίημα:

} Η ψυχολογική και πνευματική πρόοδος του περιπλανώμενου περιγράφεται ως μια «πράξη θάρρους» κάποιου ο οποίος στο τέλος των συλλογισμών του, μέσω του ενστερνισμού των αξιών του Χριστιανισμού, αναζητά ένα νόημα πέρα ​​από το προσωρινό και την παροδική έννοια των γήινων αξιών. Αυτή η τελική παραίνεση για πίστη στον Θεό έχει υποστηριχθεί ότι είναι μεταγενέστερη προσθήκη, καθώς βρίσκεται στο τέλος ενός ποιήματος που κατά τα άλλα είναι εντελώς κοσμικό στις ανησυχίες του.[7]

Επιρροή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ποίημα έχει επηρεάσει πολλά έργα, μεταξύ άλλων τα ομώνυμα ποιήματα των Ουίσταν Ώντεν και Σέιμους Χίνι, τον Έζρα Πάουντ, Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν κλ.

Το 2016, η Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO) όρισε το Βιβλίο του Έξετερ, τη μεσαιωνική συλλογή ποιημάτων στην οποία εμφανίστηκε αρχικά το ποίημα, ως μέρος του Μητρώου Μνήμης του Κόσμου, το οποίο προστατεύει αρχαία έγγραφα που θεωρούνται απαραίτητα για την κατανόηση της εξέλιξης του πολιτισμού.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Hwǣr cwōm mearg? Hwǣr cwōm mago?  Hwǣr cwōm māþþumgyfa?

Hwǣr cwōm symbla gesetu?  Hwǣr sindon seledrēamas?

Πού πήγαν τα άλογα; Που είναι οι ιππότες; Που είναι ο γενναιόδωρος που χάριζε χρυσάφι;

Πού είναι τα καθίσματα της γιορτής; Που είναι οι χαρές της αίθουσας;