Μεταλλεία Χαλκιδικής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι δήμοι Χαλκιδικής του σχεδίου Καποδίστριας

Τις πρώτες αναφορές για τα μεταλλεία (ορυχεία) της Χαλκιδικής μας τις παρέχει ο Γάλλος περιηγητής Πιέρ Μπελόν που στα μέσα του 16ου αι. την επισκέφθηκε και στη συνέχεια έξέδωσε σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1555· εκεί περιγράφει τη λειτουργία περίπου 500-600 καμίνων των οποίων η παραγωγή πρέπει να μη ήταν ευκαταφρόνητη, καθόσον ο φόρος που αποδίδονταν κυμαίνονταν ανάμεσα στα δεκαοκτώ με τριάντα χιλιάδες δουκάτα ανά μήνα. Η εκμετάλλευση ενεργούνταν, όπως περιγράφει, από εταιρεία· λίγο αργότερα όμως ανέλαβαν το έργο οι περικείμενες κοινότητες, οι οποίες κατόπιν τούτου εντελώς απηλλάγησαν από κάθε παρέμβαση της οσμανικής εποπτείας.

Μαντεμοχώρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Η Χαλκιδική ήτο εν τη εκκαιδεκάτη εκατονταετηρίδι ονομαστή δια τα μεταλλεία αυτής, όπως πάσα σχεδόν η της Μακεδονίας παραλία επί των αρχαιοτέρων της Ελλάδος χρόνων, ήτοι επί Φιλίππου και επί των Αθηναίων».

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος

Για την κατάσταση των κοινοτήτων αυτών πριν από το 1821 έγραψε αρκετά ο διπλωμάτης, δημοσιολόγος και περιηγητής Ντέιβιντ Ούρκχαρτ. Κατ΄αυτόν [1] οι κοινότητες της Χαλκιδικής, γνωστές τότε ως Μαντεμοχώρια (τουρκ. Madem=μετάλλευμα) ή Μαδεμοχώρια, αποτελούσαν πριν την επανάσταση του 1821 ομοσπονδία αυτόνομη δώδεκα κωμοπόλεων με 360 χωριά. Οι κωμοπόλεις αυτές ονομάζονταν:
Γαλάτιστα, Βάβδος, Ριανά, Στανός, Βαρβάρα, Λιαρίγκοβη (Αρναία), Νοβοσέλο (Νεοχώρι), Μαχαλάς (Στάγειρα), Ίσβορος (Στρατονίκη), Χωρούδα, Ρεβινίκια (Μεγάλη Παναγιά) και Ιερισσός που καθεμιά είχε υπό την δικαιοδοσίαν της ορισμένο αριθμό χωριών. Κάθε κωμόπολη έστελνε κατ΄ έτος τον αντιπρόσωπόν της στην πρωτεύουσα που ήταν τότε ο Μαχαλάς. Και οι δώδεκα αυτοί αντιπρόσωποι εξέλεγαν τέσσερις άρχοντες που ονομάζονταν τότε βικελίδες με έναν γραμματέα ο καθένας και ασκούσαν την ανωτάτην διοικητική και δικαστική εξουσία της όλης ομοσπονδίας. Οι μόνοι οσμανίδες που υπήρχαν στα Μαντεμοχώρια ήταν ένας αξιωματικός ο μαδέμ-αγάς και μερικοί γύρω απ΄ αυτόν, στρατιώτες όχι περισσότεροι από είκοσι.

Στα τέλη όμως του 1806 ο διαβόητος σε ισχύ και πλούτο Ισμαήλμπεης των Σερρών πέτυχε από την Υψηλή Πύλη να ανατεθεί σ΄ αυτόν ο διορισμός του μαδέμ-αγά. Οι χωρικοί εργάζονταν για δικό τους λογαριασμό στα μεταλλεία και κατέβαλλαν έκτοτε στο θησαυροφυλάκιο της Κωνσταντινούπολης ετήσιο φόρο 220 οκάδων αργύρου καθαρού. Εκτός όμως από αυτά κάθε οικογένεια πλήρωνε κατ΄ αποκοπήν την αξία κάποιου ποσού σίτου και κριθαριού για τη διατροφή του μαδέμ-αγά, των στρατιωτιών του και των βικελίδων. Με την πάροδο όμως του χρόνου ελαττώθηκε η πρόσοδος από τα μεταλλεία είτε εξαιτίας της ατέλειας της επεξεργασίας είτε ίσως της απροθυμίας πλέον των Μαδεμοχωριτών. Το περίεργο είναι ότι για να αποφύγουν κάθε αφορμή επέμβασης προτιμούσαν να συμπληρώνουν τις 220 οκάδες αργύρου αγοράζοντας ισπανικά τάληρα που τα λιώνανε και τα στέλνανε στη συνέχεια στο θησαυροφυλάκιο της Κωνσταντινούπολης.[2]

Η κατάσταση μετά την ελληνική επανάσταση του 1821[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι αυτονόητο ότι όλα άλλαξαν μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 στην οποία συμμετείχαν οι Χαλκιδικιώτες. Οι κωμοπόλεις και τα χωριά καταστράφηκαν και οι κάτοικοι διασκορπίσθηκαν. Οι Μαδεμοχωρίτες αποδεκατισμένοι επανήλθαν αργότερα στα ίδια, αλλά υπάχθηκαν στην άμεση δικαιοδοσία του πασά και του καδή της Θεσσαλονίκης, από τον οποίον διορίζονταν ο μαδέμ-αγάς που είχε απόλυτη επί των κατοίκων εξουσία ζωής και θανάτου. Εκτός όμως απ΄αυτό υποχρεώθηκαν να πληρώνουν χαράτσι, δέκατον και τους επιβεβλημένους κοινώς άλλους φόρους.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ντέιβιντ Ούρκχαρτ, Η Τουρκία και οι πόροι της, 1833
  2. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους «Ειδικαί περιπέτειαι. Χαλκιδική», τόμ. Πέμπτος, σσ. 549-552, Εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδη, 1887
  3. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους «Ειδικαί περιπέτειαι. Χαλκιδική», τόμ. Πέμπτος, σσ. 553, Εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδη, 1887