Νυκτέας
Νυκτέας | |
---|---|
Πληροφορίες ασχολίας | |
Περίοδος ακμής | 14ος αιώνας π.Χ. |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Polyxo |
Τέκνα | Νυκτηίς Αντιόπη η Βοιωτή[1] Nyctimene |
Γονείς | Υριέας και Χθόνιος και Clonia |
Αδέλφια | Λύκος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | βασιλιάς της Θήβας |
Στην ελληνική μυθολογία ο Νυκτέας (Νυκτεύς) ήταν ο πατέρας της Αντιόπης και της Νυκτείδας, γιος (κατά την επικρατέστερη εκδοχή) του Υριέα και της Νύμφης Κλωνίας ή Κλονίης, και αδελφός του Λύκου, εγγονός επομένως του θεού Ποσειδώνα. Τον θεωρούσαν όμως κάποτε και γιο του Χθονίου, δηλαδή έναν από τους «Σπαρτούς», τους ανθρώπους που γεννήθηκαν από τα δόντια του δράκοντα που τα είχε σπείρει ο Κάδμος.
Μαζί με τον αδελφό του, ο Νυκτέας σκότωσε τον Φλεγύα και στη συνέχεια κατέφυγε μαζί του στη Θήβα, όπου και ανέλαβε την αντιβασιλεία για αρκετό καιρό. Εκεί πήρε ως σύζυγό του την Πολυξώ και απέκτησαν μαζί δύο κόρες, τη Νυκτεΐδα και την Αντιόπη. Σύμφωνα με τον Παυσανία[2], ο Νυκτεύς σκοτώθηκε κατά την εκστρατεία ενάντια στη Σικυώνα, εκστρατεία που είχε γίνει για να εκδικηθούν τον βασιλιά της Εποπέα, ο οποίος είχε απαγάγει την Αντιόπη. Ωστόσο, η Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου (Γ΄ 5.5) αναφέρει[3] ότι ο Νυκτέας αυτοκτόνησε όταν η κόρη του διέφυγε με τη θέλησή της στη Σικυώνα, αφού πρώτα ζήτησε από τον αδελφό του τον Λύκο να την τιμωρήσει.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Амфион» (Ρωσικά)
- ↑ Ἀντιόπης ἐν Ἕλλησι τῆς Νυκτέως ὄνομα ἦν ἐπὶ κάλλει, καί οἱ καὶ φήμη προσῆν Ἀσωποῦ θυγατέρα, ὃς τὴν Θηβαί̈δα καὶ Πλαταιίδα ὁρίζει, καὶ οὐ Νυκτέως εἶναι[...]ὡς δὲ οἱ Θηβαῖοι σὺν ὅπλοις ἦλθον, ἐνταῦθα τιτρώσκεται μὲν Νυκτεύς, ἐτρώθη δὲ κρατῶν τῇ μάχῃ καὶ Ἐπωπεύς. Παυσανία Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίο Β', κεφ. 6.2.
- ↑ ἡ δὲ ὡς ἔγκυος ἐγένετο, τοῦ πατρὸς ἀπειλοῦντος εἰς Σικυῶνα ἀποδιδράσκει πρὸς Ἐπωπέα καὶ τούτῳ γαμεῖται. Νυκτεὺς δὲ ἀθυμήσας ἑαυτὸν φονεύει, δοὺς ἐντολὰς Λύκῳ παρὰ Ἐπωπέως καὶ παρὰ Ἀντιόπης λαβεῖν δίκας. Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη, Γ', 5.5.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969