Ντιονίσιε Μιλιβόγεβιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ντιονίσιε Μιλιβόγεβιτς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση13ιουλ. / 25  Ιουλίου 1898γρηγ.
Rabrovac
Θάνατος15  Μαΐου 1979
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταθεολόγος

Ο Ντιονίσιε Μιλιβόγεβιτς (Σερβική κυριλλική: Дионисије Миливојевић; 26 Ιουλίου 1898 - 15 Μαΐου 1979) ήταν Σέρβος Ορθόδοξος επίσκοπος, που υπηρέτησε ως Επίσκοπος της Αμερικής και του Καναδά από το 1939 έως το 1964.

Στην νεότητά του, ήταν ένας από τους ηγέτες του ευαγγελικού Κινήματος Μπογκομόλτσι, που κέρδισε την υποστήριξη του Επισκόπου Νικολάι Βελιμίροβιτς.[1]

Το 1964, προχώρησε σε σχίσμα με την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία και ίδρυσε την Ελεύθερη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ήταν ένας σφοδρός αντικομμουνιστής και πίστευε ότι οι κληρικοί στη Γιουγκοσλαβία είχαν συμμαχήσει με την κυβερνώσα Ένωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας πολύ εύκολα, και ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας των εκκλησιών της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία. [2]

Νεανικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρχικό όνομα του Ντιονίσιε ήταν Ντραγκολιούμπ Μιλιβόγεβιτς και γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1898 στο Ράμπροβατς κοντά στην Σμετρέβσκα Παλάνκα. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, εγγράφηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Δύο χρόνια αργότερα, εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, στο τμήμα της Ορθόδοξης Θεολογίας, όπου αποφοίτησε.[2] Στην νεότητά του, ανήκε σε ένα χιλιαστικό κίνημα πριν προσκολληθεί στην Ανατολική Ορθόδοξη εκκλησία. [1]

Μετά την αποφοίτησή του, παντρεύτηκε. Η σύζυγός του πέθανε λίγο αργότερα, οπότε πήγε στη Μονή Χιλανδαρίου, όπου έγινε μοναχός και του δόθηκε το μοναστικό όνομα Ντιονίσιε. Πριν αναλάβει το αξίωμα του Βοηθού Επισκόπου, ήταν επικεφαλής ενός μοναστηριού, καθηγητής στο σεμινάριο στο Σρέμσκι Καρλόβτσι και επικεφαλής της μοναστικής σχολής στο Μοναστήρι του Βίσοκι Ντέτσανι. Την ίδια στιγμή, ήταν ένας από τους ηγέτες του Κινήματος Μπογκομόλτσι, στο οποίο ήταν ενεργός από τα φοιτητικά του χρόνια. Ήταν συντάκτης στην εφημερίδα της οργάνωσης Χριστιανική Κοινότητα, μέχρι το 1933.[2][1]

Τοποθετήθηκε στην θέση του Επισκόπου της Μοράβιτσα και Βοηθού Επισκόπου του Πατριάρχη Γκαβρίλο το 1938 και χρίσθηκε τον Αύγουστο του ίδιου έτους στην εκκλησία Σαμπόρνα. Στα τέλη του 1939, επιλέχθηκε ως Επισκόπος της Αμερικής και του Καναδά.[2] Έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές Απριλίου 1940. [3]

Επίσκοπος της Αμερικής και του Καναδά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανέλαβε τη διοίκηση της Επισκοπής της Αμερικής και του Καναδά στις 15 Απριλίου 1940, την παραμονή του ξεσπάσματος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.[2]

Ξεκίνησε τη δουλειά του στην Επισκοπή από το Μοναστήρι του Αγίου Σάββα στο Λίμπερτβιλ, του Ιλινόι. Πρώτα μετέφερε τα κεντρικά γραφεία της Επισκοπής από το Σικάγο στο μοναστήρι, το οποίο ανακαινίστηκε εντελώς. Μεταξύ 1941 και 1943, αύξησε την ιδιοκτησία του μοναστηρίου κατά 73 στρέμματα. Το 1950, αγόρασε μια φάρμα 1.400 στρεμμάτων με κτήρια για ηλικιωμένους και ένα καταφύγιο για παιδιά στο Σάντελαντ, κοντά στο Σπρίνγκμπορο, στη Πενσυλβάνια. Στο Τζάκσον της Καλιφόρνιας αγόρασε 173 στρέμματα γης. Οργάνωσε μια σειρά ενοριών και εκκλησιαστικών σχολείων σε δήμους. Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του επισκόπου Ντιονίσιε ήταν η πρωτοβουλία του για την διάσωση Σέρβων από τα στρατόπεδα κρατήσεων της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Αυστρίας μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με τα αρχεία, 16.000 Σέρβοι και περίπου 30 ιερείς μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ και τον Καναδά με βάση εγγυητικές επιστολές που υπογράφηκαν από τον Ντιονίσιε.[2]

Σχίσμα με τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία και θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τάφος του Επισκόπου Ντιονίσιε (πίσω), Λίμπερτβιλ, Ιλινόι

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η στάση της της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στις κομμουνιστικές αρχές είχε γίνει μια σταθερή πηγή τριβής μεταξύ του Επισκόπου Ντιονίσιε και του Σέρβου Πατριάρχη Γερμανού στο Βελιγράδι. Όπως οι περισσότερες εκκλησίες υπό τον κομμουνισμό, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε βρει ένα modus vivendi για να αποκτήσει το χώρο που χρειαζόταν για να λειτουργήσει. Οι ιερείς της διασποράς ισχυρίστηκαν ότι οι "κόκκινοι ιερείς" του Βελιγραδίου είχαν δώσει την συγκατάθεσή τους πολύ νωρίς.[4]

Ο Ντιονίσιε γνώρισε την Ραντμίλα Μιλεντίγεβιτς, την κόρη ενός πρώην βασιλικού αξιωματικού που έφυγε από τη Γιουγκοσλαβία το 1953. Την άφησε να ζει σε κατοικίες ιδιοκτησίας της εκκλησίας. Υπήρχαν εικασίες τόσο ότι η Μιλεντίγεβιτς ήταν ερωμένη του, όσο και ότι αυτή ήταν πράκτορας των Γιουγκοσλαβικών Αρχών οι οποίες την χρησιμοποίησαν, για να παραπλανήσει και να δυσφημίσει τον επίσκοπο Ντιονίσιε. Και οι δύο αρνήθηκαν με κατηγορηματικό τρόπο αυτές τις κατηγορίες. Η σχέση τους πήρε τις διαστάσεις ενός δημόσιου σκάνδαλου, και το 1961 η Μιλεντίγεβιτς έφυγε από το Σικάγο. [4]

Μια αντιπροσωπεία από την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία στάλθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να συναντήσει τον Ντιονίσιε και παρέμεινε μαζί του για δύο μήνες κατά τη διάρκεια του 1962. Μετά την επιστροφή τους στο Βελιγράδι, η ομάδα γενικά μίλησε θετικά για τον Ντιονίσιε, αλλά εξέδωσε επίσης τους ισχυρισμούς σχετικά με την προσωπική του ζωή. Για τον λόγο αυτό, η Αγία Συνέλευση των Επισκόπων ζήτησε από την Αγία Σύνοδο να ξεκινήσει δίκη κατά του Ντιονίσιε στις 10 Μαΐου 1963, την ίδια μέρα που η Επισκοπή του χωρίστηκε σε τρεις νεοσύστατες.[5]

Μια νέα αντιπροσωπεία συναντήθηκε με τον Ντιονίσιε τον Ιούλιο του 1963, όταν τους παρουσίασε γραπτή απάντηση στην επιστολή τους. Την ίδια στιγμή, δημοσίευσε ανακοίνωση εναντίον της Συνέλευσης, υποστηρίζοντας ότι όλα όσα έκαναν ήταν να καθησυχάσουν το κομμουνιστικό καθεστώς στο Βελιγράδι. Απομακρύνθηκε από την θέση του επισκόπου σε έκτακτη συνέλευση στις 27 Ιουλίου 1963. Ο Ντιονίσιε κάλεσε στη συνέχεια όλες τις ενορίες που αντιτίθεντο στο Βελιγράδι να ενωθούν μαζί του, και συγκάλεσε μια κληρικολαϊκή συνέλευση στις 10-14 Νοεμβρίου 1963, όταν όλες οι αποφάσεις από το Βελιγράδι απορρίφθηκαν μέχρι την πτώση του κομμουνισμού, ξεκινώντας ένα σχίσμα με την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο διάδοχος του Ντιονίσιε, Ιρινέι Κοβάτσεβιτς, ανακηρύχθηκε σε αυτή τη συνέλευση.[5]

Στα μέσα Οκτωβρίου του 1963, ο Επισκόπος Ντιονίσιε ήταν στην πρώτη γραμμή της εκστρατείας των ντόπιων Σέρβων κατά της επίσκεψης του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οργάνωσαν συνέντευξη Τύπου, διαδηλώσεις και έκαναν αρνητικά σχόλια για το ξενοδοχείο Fairmont του Σαν Φρανσίσκο όπου διέμενε. Ο Τίτο ακύρωσε αρκετές προγραμματισμένες συναντήσεις του, καθώς και την περιοδεία του στη Δυτική Ακτή. [4]

Καθαιρέθηκε στην Αγία Συνέλευση των Επισκόπων τον Μάρτιο του 1964.[2][5][4] Στην Αυστραλία, ξεκίνησε την πρώτη κληρικολαϊκή συνέλευση στο Μελβούρνη στις 31 Οκτωβρίου 1964, όπου δημιουργήθηκε η σχισματική Επισκοπή της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας.[2] Οι κληρικοί που ήταν πιστοί στον Επίσκοπο Ντιονίσιε ήταν κοινώς γνωστοί ως οι raskolnici (σχισματικοί) και εκείνοι που ήταν πιστοί στο Βελιγράδι, οι federalci (φεντεραλιστές). [2][6]

Η διαμάχη οδήγησε σε διχόνοια ακόμη και την εξορισμένη βασιλική οικογένεια.[4] Ο Βασιλιάς Πέτρος Β ́ αρχικά τάχθηκε με τους σχισματικούς, αλλά αργότερα απέσυρε την υποστήριξή του. Ο Πρίγκιπας Ανδρέας υποστήριξε τους σχισματικούς, και οι πρίγκηπες Τομισλάβ και Αλέξανδρος τους φεντεραλιστές. Ο Πέτρος Β ́ θάφτηκε στη Μοναστήρι του Αγίου Σάββα το 1970, ακόμα υπό τον έλεγχο των οπαδών του Ντιονίσιε . Υποτίθεται ότι είτε αυτό σημαίνει την ανανεωμένη υποστήριξή του για τον Ντιονίσιε πριν από το θάνατό του, είτε ότι το πτώμα του μεταφέρθηκε από το νοσοκομείο του Ντένβερ όπου πέθανε χωρίς άδεια.[6]

Ο Ντιονίσιε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την έδρα της εκκλησίας στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα και μεταφέρθηκε στο κοντινό Γκρέισλεϊκ του Ιλινόι μετά από απόφαση του δικαστηρίου υπέρ της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας όσον αφορά την ιδιοκτησία του μοναστηρίου. [4] Αυτός και ο Μητροπολίτης Ιρινέι Κοβάτσεβιτς έχτισαν μια νέα έδρα, το Νέο μοναστήρι Γκρατσάνιτσα στη Τρίτη Λίμνη, στο Ιλινόι. Ολοκληρώθηκε η κατασκευή το 1984.[6]

Από το 1977, η ομάδα πήρε το όνομα Ελεύθερη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η εκκλησία ανέπτυξε ξανά φιλικούς δεσμούς με την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1992.[7]

Ο Ντιονίσιε πέθανε στις 15 Μαΐου 1979 στο Μοναστήρι του Αγίου Σάββα στο Λίμπερτβιλ, Ιλινόι. Θάφτηκε στην εκκλησία του μοναστηριού.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Aleksov, Bojan (2006). Religious Dissent Between the Modern and the National: Nazarenes in Hungary and Serbia 1850-1914. Otto Harrassowitz Verlag. σελίδες 160–. ISBN 978-3-447-05397-6. 
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 Spasović, Stanimir· Miletić, Srboljub. «ИСТОРИЈА СРПСКЕ ПРАВОСЛАВНЕ ЦРКВЕ У АУСТРАЛИЈИ, НОВОМ ЗЕЛАНДУ И ЈУЖНОЈ АФРИЦИ — ЕПИСКОП ДИОНИСИЈЕ (Миливојевић)». svetosavlje.org (στα Serbian). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2020. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  3. «Odlazak na dužnost u Ameriku episkopa Srpske pravoslavne crkve g. Dionisija» (στα Serbian). Vreme: σελ. 11. 31 March 1940. https://digitalna.nb.rs/wb/NBS/novine/vreme/1940/03/31?pageIndex=00011. Ανακτήθηκε στις 20 April 2020. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 Hockenos 2003.
  5. 5,0 5,1 5,2 Spasović, Stanimir· Miletić, Srboljub. «ИСТОРИЈА СРПСКЕ ПРАВОСЛАВНЕ ЦРКВЕ У АУСТРАЛИЈИ, НОВОМ ЗЕЛАНДУ И ЈУЖНОЈ АФРИЦИ — НАСТАНАК РАСКОЛА НА СЕВЕРНОАМЕРИЧКОМ КОНТИНЕНТУ». svetosavlje.org (στα Serbian). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 23 Απριλίου 2020. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  6. 6,0 6,1 6,2 Miladinović, Ivan (21 October 2018). «SUSRET SA ISTORIJOM: Cilj raskola u Crkvi bio da oslabi Srbe» (στα Serbian). Večernje novosti. https://www.novosti.rs/vesti/naslovna/reportaze/aktuelno.293.html:756018-SUSRET-SA-ISTORIJOM-Cilj-raskola-u-Crkvi-bio-da-oslabi-Srbe. Ανακτήθηκε στις 22 April 2020. 
  7. Puzović 1996, σελ. 94.