Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μωαβίας Α΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μουαουίγια ιμπν Αμπί Σουφιάν
Πρώτος Χαλίφης δυναστείας Ομεϋαδών
Χαλίφης Ομεϋαδών στη Δαμασκό
Περίοδος661–680
ΠροκάτοχοςΑλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ
(ως τέταρτος Χαλίφης)
ΔιάδοχοςΓιαζίντ Α΄
(ως δεύτερος Χαλίφης Ομεϋαδών)
Γέννηση608
Μέκκα, Σαουδική Αραβία
Θάνατος680
Δαμασκός, Συρία
ΕπίγονοιΓιαζίντ του Μωαβία
ΠατέραςΑμπού Σουφυάν ιμπν Χαρμπ
ΜητέραΧιντ κόρη του Ούτμπα
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Μωαβίας Α΄ (608680) (εξελληνισμένη απόδοση του Μουαουίγια ιμπν Αμπί Σουφυάν, αραβικά: معاوية ابن أبي سفيان), ήταν ο πρώτος χαλίφης της δυναστείας των Ομεϋαδών ή Ομαγιαδών.

Ο Μωαβίας διακρίθηκε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, έγινε στρατηγός του αραβικού στρατού, κατακτητής και κυβερνήτης της επαρχίας της Συρίας, ο πρώτος ναύαρχος των Αράβων και τέλος χαλίφης και ιδρυτής της δυναστείας που θα διαρκέσει μέχρι το 750 μ.Χ.

Επί χαλιφείας του Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ, όντας διοικητής της Συρίας (θέση που ανέλαβε από το 640), ο Μωαβίας ανέλαβε την αρχηγία της φατρίας των Ομαγιάδων εναντίον της χασιμιτικής φατρίας του Αλή, μια που ήταν και ο γιος του προσωπικού εχθρού και διώκτη του Μωάμεθ, Αμπού Σουφυάν. Ο Μωαβίας συναντήθηκε με τα στρατεύματα του Αλή στο Σιφφίν, μια πόλη κοντά στον Ευφράτη, το 657. Η μάχη δεν έδωσε λύση στην έριδα των δύο φατριών. Μετά από 6 μήνες τα συριακά στρατεύματα ανακήρυξαν χαλίφη τον Μωαβία. Στη καινούρια του πρωτεύουσα, τη Δαμασκό έχτισε πολλά τζαμιά, δημόσια οικήματα και το πρώτο ανάκτορο των χαλιφών. Επίσης, δημιούργησε την κληρονομική μοναρχία - για πρώτη φορά στην αραβική αυτοκρατορία - φροντίζοντας να ορίσει διάδοχό του, το γιό του Γιαζίντ τον Α' και να ζητήσει από τους αξιωματούχους του, να δηλώσουν από πριν την υποταγή τους στον μελλοντικό μονάρχη.

Επί της χαλιφείας του Ομάρ, με την επιμονή του Μωαβία, κυβερνήτη της Δαμασκού, δημιουργήθηκε ο πρώτος αραβικός στόλος και αυτός ανακηρύχθηκε ο πρώτος διοικητής του. Το 648 πρωτοεισέβαλλε στην Κύπρο και συγκεκριμένα στη πόλη της Σαλαμίνας, το 649 λεηλάτησε τα νησιά της Ρόδου και της Κω και το 650 κατέλαβε το συριακό νησί της Αράδου. Το 677 υπέγραψε με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Δ', 30ετή ανακωχή. Πέθανε το 680 και στο θρόνο ανέβηκε ο πρωτότοκος γιος του, Γιεζίντ ο Α'. [1]

Το πλήρες όνομά του, κατά τη συνήθεια των Αράβων ήταν Μουαουίγια ο γιος του Αμπού Σουφυάν, (που ήταν) γιος του Χαρμπ, (που ήταν) γιος του Ουμαγιά, (που ήταν) γιος του Αμπντούλ Σαμς, (που ήταν) γιος του Άμπντι Μανάφ (που ήταν) γιος του Κουσάι, σύμφωνα με τη γενεαλογία που παραθέτει ο Άραβας ιστορικός Ιμπν Καθίρ.[2]

Μητέρα του ήταν η Χιντ μπιντ Ούτμπα, μάλλον κακής φήμης στη κοινωνία της Μέκκας, μια που την κατηγορούσαν για μοιχεία καθώς και για το οξύθυμο του χαρακτήρα τους, αλλά επίσης και μια φανατική εχθρός του Μωάμεθ. Πρωτοστατούσε στις εκδηλώσεις εχθρότητας απέναντι στο πρόσωπο του και μάλιστα, σε μια πράξη βαρβαρότητας, έβρασε και έφαγε το συκώτι του σκοτωμένου στη μάχη της Ουχούντ, Χάμζα, θείου του προφήτη.[3] Η Χιντ ταπεινωμένη, θα προσηλυτιζόταν στο Ισλάμ τη μέρα που ο Μωάμεθ νικητής έμπαινε στη Μέκκα και κατέστρεφε τα είδωλα της Κάαμπα.

Ο πατέρας του, ο Αμπού Σουφυάν ήταν συγγενής του Προφήτη καθώς και θετός αδελφός του, καθώς και οι δυο ανατράφηκαν στην έρημο από την ίδια γυναίκα, τη Χαλιμά, με διαφορά μερικών ετών. Θεωρούνταν καλός ποιητής και όταν πέθανε ο Χαρμπ, ο αρχηγός της πατριάς των Ουμαγιάδων, ο Αμπου Σουφυάν έγινε ο αρχηγός. Τότε παντρεύτηκε ανάμεσα σε άλλες γυναίκες, την κόρη του Ουτμπά, Χιντ, επίσης αρχηγού της πατριάς των Αμπντου Σαμς. Ο Αμπού Σουφυάν, λόγω και της εγγύτητας των ηλικιών ήταν παιδικός φίλος του Μωάμεθ εκτός από συγγενής, αλλά η πορεία του Μωάμεθ, τους έκανε να ψυχρανθούν και στο τέλος να γίνουν εχθροί.[4] Όταν το καραβάνι του Αμπού Σουφυάν γύριζε φορτωμένο εμπορεύματα και χρήματα από τη Συρία, ο Μωάμεθ διέταξε να επιδράμουν εναντίον του, και στην περιοχή αυτή έγινε η πρώτη μάχη μεταξύ Μουσουλμάνων και Κουραϊσιτών, Η μάχη του Μπαντρ. Στην επόμενη μάχη που δόθηκε ο Αμπού Σουφυάν σαν αρχηγός του στρατού των Κουραϊσιτών, οι γιοί του και η γυναίκα του η Χιντ βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης στο Ουχούντ,[5] και αργότερα και στη ανεπιτυχή πολιορκία της Μεδίνας κατά τη λεγόμενη Μάχη της Τάφρου. Τελικά, το 630 και πριν ο Μωάμεθ κατακτήσει τη Μέκκα ο Αμπού Σουφυάν δήλωσε μουσουλμάνος με το συνηθισμένο τυπικό της εποχής, παραδεχόμενος δηλαδή τη μοναδικότητα του Θεού και τη μοναδικότητα του Μωάμεθ, αν και με δυσκολία.[6] Μια ‘’αποκάλυψη’’ που έστειλε ο Θεός στον Μωάμεθ μετά τη νίκη στη Χουναϊν, πρόσθεσε και τους νέο προσηλυτισθέντες σε αυτούς που δικαιούνταν μερίδιο από τα λάφυρα και έτσι χάρισε στον Αμπού Σουφυάν 100 καμήλες και στους γιούς του Μωαβία και Ζαγίντ από άλλες εκατό στον καθένα τους.[7]

Ο Μωαβίας έγινε τελικά γαμπρός του προφήτη Μωάμεθ, αφού ο δεύτερος είχε παντρευτεί την αδερφή του πρώτου, Ουμ Χαμπίμπαχ μπίντ Αμπού Σουφυάν, και όσο ζούσε ο προφήτης υπήρξε και γραμματέας του (κατέγραφε τις «αποκαλύψεις» του Θεού).

Διοικητής της Συρίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
τζαμί της Δαμασκού της εποχής του Μωαβία Α΄

Στην επόμενη περίοδο –του Αμπού Μπακρ – συμμετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Συρο –Παλαιστίνης, στην αρχή, υπό την αρχηγία του μεγαλύτερου αδερφού του, Γιαζίντ ιμπν Αμπού Σουφυάν, στρατηγού του Αμπού Μπακρ. Μετά το θάνατο του αδερφού του Γιαζίντ από τη πανώλη του 640,ο Μωαβίας διορίστηκε κυβερνήτης της Δαμασκού, από τον Ομάρ. Καθώς οι κυβερνήτες των άλλων πόλεων γερνούσαν και πέθαιναν, σιγά-σιγά ήρθαν και αυτές κάτω από τη διοίκηση του Μωαβία. Όταν ο Οθμάν έγινε χαλίφης, ο Μωαβίας αναγνωρίστηκε και επίσημα κυβερνήτης της Συρίας το 645 καθώς και της Παλαιστίνης και της Ιορδανίας από τον συγγενή του, που πολλές κατηγορήθηκε για φαβοριτισμό.[8] Σύντομα, επηρεασμένος από τον Βυζαντινό πολιτισμό της περιοχής, υιοθέτησε αρκετά στοιχεία του πολιτισμού αυτού και μάλιστα στο ντύσιμο, στις συνήθειές του και στο σπίτι του, κάτι που ήρθε σε έντονη αντίθεση με το σπαρτιάτικο στυλ ζωής των υπόλοιπων Αράβων. Ζούσε στο παλάτι που χτίστηκε ειδικά για αυτόν, το Κασρ αλ Χάντρα, το οποίο το περιστοίχισε φρουρούς και το γέμισε με σκλάβους και σκλάβες. Χρησιμοποίησε πολλούς χριστιανούς σε ανώτερα κυβερνητικά αξιώματα, όπως φοροεισπράκτορες, γραμματείς και γιατρούς.

Ταυτόγχρονα με την άνοδο του στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας, άρχισαν και οι διαμαρτυρίες για πλουτισμό, διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας. Οι φωνές αυτές βέβαια, δεν περιορίζονταν στον Μωαβία αλλά επεκτείνονταν σε όλη τη διακυβέρνηση και τα πρόσωπα της διοίκησης του χαλίφη Οθμάν. Μετά τη δολοφονία του Οθμάν, η θέση του Μωαβία ισχυροποιήθηκε ακόμα περισσότερο. Οι Κουραϊσίτες και οι υποστηρικτές τους, του ανέθεσαν να εκδικηθεί το θάνατο του συγγενή του άλλωστε, χαλίφη και κατ’ επέκταση του έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για να αναλάβει τη πλήρη εξουσία μετά τον Οθμάν.[9] Και πράγματι έτσι έγινε.

Όταν ο Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ, ανακήρυξε τον εαυτό του χαλίφη, και ζήτησε τη δήλωση υποταγής του Μωαβία σε αυτόν, ο Μωαβίας αρνήθηκε να το κάνει. Ο Άλι ετοίμασε στρατό για να εισβάλλει στη Συρία και να αναγκάσει με τη δύναμη των όπλων, τον Μωαβία να υποταχθεί. Οι δυο στρατοί τελικά συναντήθηκαν στο Σιφφίν, δίπλα στο ποταμό Ευφράτη αλλά κανείς δεν κατάφερε να νικήσει τον άλλο. Έτσι, αποφασίστηκε να μην συνεχίσουν να πολεμάνε αλλά να διαπραγματευθούν εν ευθέτω χρόνω, με σύμβουλο και οδηγητή την σοφία του Κορανίου. Ορίστηκαν δυο διαπραγματευτές, και μετά από 6 μήνες συνήλθαν στην πόλη Νταουμάτ αλ Ζαντάλ, για να δώσουν την ετυμηγορία τους. Εκεί, τελικά, απλώς διατρανώθηκε σε όλους η απόφαση του Μωαβία να μην εγκαταλείψει την εξουσία και τη δυνατότητα να γίνει ο επόμενος χαλίφης. Τελικά υπήρχε ένας άτυπος συμβιβασμός αφού στον Μωαβία κατοχυρώθηκε η Συρία, η Αίγυπτος και το δυτικό κομμμάτι της σημερινής Σαουδικής Αραβίας ενώ στον Άλι το Ιράκ και το ανατολικό κομμάτι της Σαουδικής Αραβίας. .[10]

Μόλις ο Μωαβίας έμαθε για το δολοφονία του Αλί, υιοθέτησε τον χαλιφικό τίτλο του ‘’Αρχηγού των Πιστών’’ και ζήτησε και πήρε όρκο υποταγής από τους Άραβες της Συρίας. Αμέσως μετά, βάδισε επικεφαλής 60.000 αντρών προς τη Κούφα, εναντίον του γιού του Άλι που από τη πλευρά του είχε πάρει τον όρκο υποταγής στο χαλίφη από τους Άραβες του Ιράκ, και ετοιμάστηκε να πολεμήσει τον Χασάν ιμπν Αλί και τους 40.000 άντρες που αυτός διοικούσε. Ο Χασάν αποφάσισε να μην πολεμήσει. Δήλωσε την υποταγή του στον Μωαβία ξεσηκώνοντας τους Χαριτζίτες του στρατοπέδου του, που του επιτέθηκαν. Εκείνος ξέφυγε και διέφυγε στις φυλές του Ραμπάχ και του Χαμαντάν στην Μανταϊν (πρώην Κτησιφών) που του πρόσφεραν καταφύγιο και προστασία. Όταν έφτασε ο απεσταλμένος του Μωαβία, ο Χασάν απαιτώντας ορισμένους όρους μικρής σημασίας για τον Μωαβία, (ζήτησε 5000 ντιράμ ετησίως για την οικονομική του υποστήριξη, ζήτησε να του παραχωρείται ο φόρος που μάζευε το χαλιφάτο από τις περιοχές του Αχβάζ και της Περσίας και τρίτο, ζήτησε από τον Μωαβία να αφεθούν ελεύθεροι οι μουσουλμάνοι να εκλέξουν όποιον χαλίφη επιθυμούν αυτοί μετά το θάνατο του Μωαβία) [11] υπέγραψε τη δήλωση υποταγής την οποία ο Μωαβίας παρέλαβε σε μια επίσημη τελετή μέσα στο μεγάλο τζαμί της Κούφας. Η δήλωση υπογράφηκε το 663.

Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Μωαβία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το τέμενος Ούκμπα στο Καϊρουάν στα Βόρεια της Τυνησίας

Το 664 τελικά, ο Μωαβίας αναγνωρίστηκε χαλίφης από όλους τους Άραβες. Διαχειρίστηκε την εξουσία συνολικά 40 χρόνια, από τα οποία τα 20 τελευταία σαν χαλίφης

Το 647 εμφανίστηκε και πάλι ο βυζαντινός στρατός στην Μικρά Ασία. Οι Άραβες νίκησαν και έσπρωξαν πίσω τον βυζαντινό στρατό και μάλιστα κατάφεραν να φτάσουν στην Αρμενία μέχρι το Ταμπαριστάν και ένωσαν αυτά τα εδάφη, με αυτά των ομοφύλων τους που βρίσκονταν από την άλλη πλευρά- τη δυτική-της Κασπίας θάλασσας. Ένα σώμα στρατού, κατευθύνθηκε βόρεια, έφτασε μέχρι την Τιφλίδα και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Εκεί έγιναν για πολύ καιρό εχθροπραξίες με τους Βυζαντινούς αλλά οι Άραβες του Μωαβία με τη συνδρομή και του νεότευκτου στόλους τους, απώθησαν τους Βυζαντινούς μέχρι το Βόσπορο. Ο Μωαβίας μάλιστα έφτασε μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 670 όπου προσπάθησε ανεπιτυχώς να την κατακτήσει. Επιστρέφοντας πέρασε από το Αμόριο, και κατέστρεψε πολλές στρατιωτικές βάσεις των Βυζαντινών.

Στην Αφρική, οι Βέρβεροι στασίαζαν συχνά και το 663 οι Άραβες ανέλαβαν εκστρατεία εναντίον τους. To 672 ο στρατηγός του Αμρ, Οκμπα, ίδρυσε τη πόλη Καϊρουάν στα νότια της Τυνησίας, και την έκανε πρωτεύουσα της βόρειας Αφρικής.

Κατά τα πρώτα χρόνια της χαλιφείας του η Χεράτ και η Καμπούλ στασίασαν καθώς και η Γάζνα, η Μπαλχ, η Κανταχάρ και άλλες. Καταπολέμησε αποφασιστικά τις εξεγέρσεις και μάλιστα ένας από τους ανιψιούς του, γιος του Ζιγιάντ, το 676 πέρασε τον Ωξο ποταμό και κατέκτησε τη Μπουχάρα. Το 678 ένας από τους γιούς του χαλίφη Οθμάν ιμπν Αφφάν απώθησε τις ορδές των Τούρκων που άρχισαν να εμφανίζονται στη περιοχή και κατέκτησε τη Σαμαρκάνδη.

  1. οι πληροφορίες του κειμένου είναι από το βιβλίο του Will Durant Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού, έκδοση του 1958, τόμος Δ', σελ. 235 και εξής
  2. Οι Σιίτες πιστεύουν βασιζόμενοι στους ιστορικούς Rabi’ul Abrar by Allamah Zamakhshari, Volume 3 page 551, Ibn Abi al Hadeed in Sharh Nahjul Balagha Volume 10 page 130, αλλά και σε άλλους, ότι ο Μωαβίας δεν ήταν παιδί του Αμπού Σουφυάν, αλλά παιδί ενός γάμου Nikah όπως λεγόταν στη προισλαμική Αραβία – ‘’γάμος’’ της γυναίκας στη συγκεκριμένη περίπτωση της Hinda, με 4 άντρες – και κατά συνέπεια αγνώστου πατρός. <άρθρο the true merits of Mu’awiya bin Hind>
  3. Martin Lings:Muhammad life based on earliest sources, σελ. 189
  4. στο ίδιο, σελ. 71
  5. στο ίδιο, σελ. 189
  6. στο ίδιο, σελ. 295
  7. Martin Lings:Muhammad life based on earliest sources, σελ.308
  8. http://www. maaref-foundation.com
  9. Muawiyyah ibn Abi Sufian του Mohammad Razi, σελ. 11, 2011
  10. Muawiyyah ibn Abi Sufian του Mohammad Razi, σελ. 15, 2011
  11. Muawiyyah ibn Abi Sufian του Mohammad Razi, ανέβηκε στο διαδίκτυο τον Δεκέμβρη του 2011, σελ.33

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Muawiyah I στο Wikimedia Commons