Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μωαβίας Α΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μουαουίγια ιμπν Αμπί Σουφιάν
Πρώτος Χαλίφης δυναστείας Ομεϋαδών
Χαλίφης Ομεϋαδών στη Δαμασκό
Περίοδος661–680
ΠροκάτοχοςΑλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ
(ως τέταρτος Χαλίφης)
ΔιάδοχοςΓιαζίντ Α΄
(ως δεύτερος Χαλίφης Ομεϋαδών)
Γέννηση608
Μέκκα, Σαουδική Αραβία
Θάνατος680
Δαμασκός, Συρία
ΑπόγονοιΓιαζίντ του Μωαβία
ΠατέραςΑμπού Σουφυάν ιμπν Χαρμπ
ΜητέραΧιντ κόρη του Ούτμπα
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Μωαβίας Α΄ (608680) (εξελληνισμένη απόδοση του Μουαουίγια ιμπν Αμπί Σουφυάν, αραβικά: معاوية ابن أبي سفيان), ήταν ο πρώτος χαλίφης της δυναστείας των Ομεϋαδών ή Ομαγιαδών.

Ο Μωαβίας διακρίθηκε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, έγινε στρατηγός του αραβικού στρατού, κατακτητής και κυβερνήτης της επαρχίας της Συρίας, ο πρώτος ναύαρχος των Αράβων και τέλος χαλίφης και ιδρυτής της δυναστείας που θα διαρκέσει μέχρι το 750 μ.Χ.

Επί χαλιφείας του Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ, όντας διοικητής της Συρίας (θέση που ανέλαβε από το 640), ο Μωαβίας ανέλαβε την αρχηγία της φατρίας των Ομαγιάδων εναντίον της χασιμιτικής φατρίας του Αλή, μια που ήταν και ο γιος του προσωπικού εχθρού και διώκτη του Μωάμεθ, Αμπού Σουφυάν. Ο Μωαβίας συναντήθηκε με τα στρατεύματα του Αλή στο Σιφφίν, μια πόλη κοντά στον Ευφράτη, το 657. Η μάχη δεν έδωσε λύση στην έριδα των δύο φατριών. Μετά από 6 μήνες τα συριακά στρατεύματα ανακήρυξαν χαλίφη τον Μωαβία. Στη καινούρια του πρωτεύουσα, τη Δαμασκό έχτισε πολλά τζαμιά, δημόσια οικήματα και το πρώτο ανάκτορο των χαλιφών. Επίσης, δημιούργησε την κληρονομική μοναρχία - για πρώτη φορά στην αραβική αυτοκρατορία - φροντίζοντας να ορίσει διάδοχό του, το γιό του Γιαζίντ τον Α' και να ζητήσει από τους αξιωματούχους του, να δηλώσουν από πριν την υποταγή τους στον μελλοντικό μονάρχη.

Επί της χαλιφείας του Ομάρ, με την επιμονή του Μωαβία, κυβερνήτη της Δαμασκού, δημιουργήθηκε ο πρώτος αραβικός στόλος και αυτός ανακηρύχθηκε ο πρώτος διοικητής του. Το 648 πρωτοεισέβαλλε στην Κύπρο και συγκεκριμένα στη πόλη της Σαλαμίνας, το 649 λεηλάτησε τα νησιά της Ρόδου και της Κω και το 650 κατέλαβε το συριακό νησί της Αράδου. Το 677 υπέγραψε με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Δ', 30ετή ανακωχή. Πέθανε το 680 και στο θρόνο ανέβηκε ο πρωτότοκος γιος του, Γιεζίντ ο Α'. [1]

Το πλήρες όνομά του, κατά τη συνήθεια των Αράβων ήταν "Μουαουίγια" ο γιος του Αμπού Σουφυάν ιμπν Χαρμπ, (που ήταν) γιος του Χαρμπ ιμπν Ουμαγιά, (που ήταν) γιος του Ουμαγιά ιμπν Αμπντ Σαμς, (που ήταν) γιος του Αμπντ Σαμς ιμπν Αμπντ Μανάφ, (που ήταν) γιος Αμπντ Μανάφ ιμπν Κουσαΐ προ-προπάππου του Μωάμεθ σύμφωνα με τη γενεαλογία που παραθέτει ο Άραβας ιστορικός Ιμπν Καθίρ.[2] Μητέρα του ήταν η Χιντ μπιντ Ούτμπα, μάλλον κακής φήμης στη κοινωνία της Μέκκας, μια που την κατηγορούσαν για μοιχεία καθώς και για το οξύθυμο του χαρακτήρα τους, αλλά επίσης και μια φανατική εχθρός του Μωάμεθ. Πρωτοστατούσε στις εκδηλώσεις εχθρότητας απέναντι στο πρόσωπο του και μάλιστα, σε μια πράξη βαρβαρότητας, έβρασε και έφαγε το συκώτι του σκοτωμένου στη μάχη της Ουχούντ, Χάμζα, θείου του προφήτη.[3] Η Χιντ ταπεινωμένη, θα προσηλυτιζόταν στο Ισλάμ τη μέρα που ο Μωάμεθ νικητής έμπαινε στη Μέκκα και κατέστρεφε τα είδωλα της Κάαμπα.

Ο πατέρας του, ο Αμπού Σουφυάν ήταν τρίτος ξάδελφος του Προφήτη Μωάμεθ καθώς και θετός αδελφός του, ήταν ο ιδρυτής του κλάδου των Σουφιανιδών από την Εθνική Αραβική δυναστεία των Κουραϊσιτών. Οι δυο άνδρες ανατράφηκαν στην έρημο από την Χαλιμά, μια γυναίκα από ταπεινή φυλή ποιμένων με διαφορά μερικών ετών. Θεωρούνταν καλός ποιητής και όταν πέθανε ο Χαρμπ, ο αρχηγός της πατριάς των Ουμαγιάδων, ο Αμπου Σουφυάν έγινε ο αρχηγός. Τότε παντρεύτηκε ανάμεσα σε άλλες γυναίκες, την κόρη του Ουτμπά, Χιντ, επίσης αρχηγού της πατριάς των Αμπντου Σαμς. Ο Αμπού Σουφυάν, λόγω και της εγγύτητας των ηλικιών ήταν παιδικός φίλος του Μωάμεθ εκτός από συγγενής, αλλά η πορεία του Μωάμεθ, τους έκανε να ψυχρανθούν και στο τέλος να γίνουν εχθροί.[4]

Όταν το καραβάνι του Αμπού Σουφυάν γύριζε φορτωμένο εμπορεύματα και χρήματα από τη Συρία, ο Μωάμεθ διέταξε να επιδράμουν εναντίον του, και στην περιοχή αυτή έγινε η πρώτη μάχη μεταξύ Μουσουλμάνων και Κουραϊσιτών, Η μάχη του Μπαντρ. Στην επόμενη μάχη που δόθηκε ο Αμπού Σουφυάν σαν αρχηγός του στρατού των Κουραϊσιτών, οι γιοί του και η γυναίκα του η Χιντ βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης στο Ουχούντ,[5] και αργότερα και στη ανεπιτυχή πολιορκία της Μεδίνας κατά τη λεγόμενη Μάχη της Τάφρου. Τελικά, το 630 και πριν ο Μωάμεθ κατακτήσει τη Μέκκα ο Αμπού Σουφυάν δήλωσε μουσουλμάνος με το συνηθισμένο τυπικό της εποχής, παραδεχόμενος δηλαδή τη μοναδικότητα του Θεού και τη μοναδικότητα του Μωάμεθ, αν και με δυσκολία.[6] Μια ‘’αποκάλυψη’’ που έστειλε ο Θεός στον Μωάμεθ μετά τη νίκη στη Χουναϊν, πρόσθεσε και τους νέο προσηλυτισθέντες σε αυτούς που δικαιούνταν μερίδιο από τα λάφυρα και έτσι χάρισε στον Αμπού Σουφυάν 100 καμήλες και στους γιούς του Μωαβία και Ζαγίντ από άλλες εκατό στον καθένα τους.[7] Ο Μωαβίας έγινε τελικά γαμπρός του προφήτη Μωάμεθ, αφού ο δεύτερος είχε παντρευτεί την αδερφή του πρώτου, Ουμ Χαμπίμπαχ μπίντ Αμπού Σουφυάν, και όσο ζούσε ο προφήτης υπήρξε και γραμματέας του (κατέγραφε τις «αποκαλύψεις» του Θεού).

Διοικητής της Συρίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
τζαμί της Δαμασκού της εποχής του Μωαβία Α΄

Στην επόμενη περίοδο –του Αμπού Μπακρ – συμμετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Συρο –Παλαιστίνης, στην αρχή, υπό την αρχηγία του μεγαλύτερου αδερφού του, Γιαζίντ ιμπν Αμπού Σουφυάν, στρατηγού του Αμπού Μπακρ. Μετά το θάνατο του αδερφού του Γιαζίντ από τη πανώλη του 640,ο Μωαβίας διορίστηκε κυβερνήτης της Δαμασκού, από τον Ομάρ. Καθώς οι κυβερνήτες των άλλων πόλεων γερνούσαν και πέθαιναν, σιγά-σιγά ήρθαν και αυτές κάτω από τη διοίκηση του Μωαβία. Όταν ο πρώτος ξάδελφος του Οθμάν έγινε Χαλίφης, ο Μωαβίας αναγνωρίστηκε και επίσημα κυβερνήτης της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Ιορδανίας (645), ο Οθμάν πολλές κατηγορήθηκε για Νεποτισμό στους στενούς συγγενείς του.[8] Σύντομα, επηρεασμένος από τον Βυζαντινό πολιτισμό της περιοχής, υιοθέτησε αρκετά στοιχεία του πολιτισμού αυτού και μάλιστα στο ντύσιμο, στις συνήθειες του και στο σπίτι του, κάτι που ήρθε σε έντονη αντίθεση με το σπαρτιάτικο στυλ ζωής των υπόλοιπων Αράβων. Ζούσε στο παλάτι που χτίστηκε ειδικά για αυτόν, το Κασρ αλ Χάντρα, το οποίο το περιστοίχισε φρουρούς και το γέμισε με σκλάβους και σκλάβες. Χρησιμοποίησε πολλούς χριστιανούς σε ανώτερα κυβερνητικά αξιώματα, όπως φοροεισπράκτορες, γραμματείς και γιατρούς.

Ταυτόγχρονα με την άνοδο του στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας, άρχισαν και οι διαμαρτυρίες για πλουτισμό, διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας. Οι φωνές αυτές βέβαια, δεν περιορίζονταν στον Μωαβία αλλά επεκτείνονταν σε όλη τη διακυβέρνηση και τα πρόσωπα της διοίκησης του χαλίφη Οθμάν. Μετά τη δολοφονία του Οθμάν, η θέση του Μωαβία ισχυροποιήθηκε ακόμα περισσότερο. Οι Κουραϊσίτες και οι υποστηρικτές τους, του ανέθεσαν να εκδικηθεί το θάνατο του συγγενή του άλλωστε, χαλίφη και κατ’ επέκταση του έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για να αναλάβει τη πλήρη εξουσία μετά τον Οθμάν.[9] Και πράγματι έτσι έγινε.

Όταν ο Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ, ανακήρυξε τον εαυτό του χαλίφη, και ζήτησε τη δήλωση υποταγής του Μωαβία σε αυτόν, ο Μωαβίας αρνήθηκε να το κάνει. Ο Άλι ετοίμασε στρατό για να εισβάλλει στη Συρία και να αναγκάσει με τη δύναμη των όπλων, τον Μωαβία να υποταχθεί. Οι δυο στρατοί τελικά συναντήθηκαν στο Σιφφίν, δίπλα στο ποταμό Ευφράτη αλλά κανείς δεν κατάφερε να νικήσει τον άλλο. Έτσι, αποφασίστηκε να μην συνεχίσουν να πολεμάνε αλλά να διαπραγματευθούν εν ευθέτω χρόνω, με σύμβουλο και οδηγητή την σοφία του Κορανίου. Ορίστηκαν δυο διαπραγματευτές, και μετά από 6 μήνες συνήλθαν στην πόλη Νταουμάτ αλ Ζαντάλ, για να δώσουν την ετυμηγορία τους. Εκεί, τελικά, απλώς διατρανώθηκε σε όλους η απόφαση του Μωαβία να μην εγκαταλείψει την εξουσία και τη δυνατότητα να γίνει ο επόμενος χαλίφης. Τελικά υπήρχε ένας άτυπος συμβιβασμός αφού στον Μωαβία κατοχυρώθηκε η Συρία, η Αίγυπτος και το δυτικό κομμμάτι της σημερινής Σαουδικής Αραβίας ενώ στον Άλι το Ιράκ και το ανατολικό κομμάτι της Σαουδικής Αραβίας. .[10]

Μόλις ο Μωαβίας έμαθε για το δολοφονία του Αλί, υιοθέτησε τον χαλιφικό τίτλο του ‘’Αρχηγού των Πιστών’’ και ζήτησε και πήρε όρκο υποταγής από τους Άραβες της Συρίας. Αμέσως μετά, βάδισε επικεφαλής 60.000 αντρών προς τη Κούφα, εναντίον του γιού του Άλι που από τη πλευρά του είχε πάρει τον όρκο υποταγής στο χαλίφη από τους Άραβες του Ιράκ, και ετοιμάστηκε να πολεμήσει τον Χασάν ιμπν Αλί και τους 40.000 άντρες που αυτός διοικούσε. Ο Χασάν αποφάσισε να μην πολεμήσει. Δήλωσε την υποταγή του στον Μωαβία ξεσηκώνοντας τους Χαριτζίτες του στρατοπέδου του, που του επιτέθηκαν. Εκείνος ξέφυγε και διέφυγε στις φυλές του Ραμπάχ και του Χαμαντάν στην Μανταϊν (πρώην Κτησιφών) που του πρόσφεραν καταφύγιο και προστασία. Όταν έφτασε ο απεσταλμένος του Μωαβία, ο Χασάν απαιτώντας ορισμένους όρους μικρής σημασίας για τον Μωαβία, (ζήτησε 5000 ντιράμ ετησίως για την οικονομική του υποστήριξη, ζήτησε να του παραχωρείται ο φόρος που μάζευε το χαλιφάτο από τις περιοχές του Αχβάζ και της Περσίας και τρίτο, ζήτησε από τον Μωαβία να αφεθούν ελεύθεροι οι μουσουλμάνοι να εκλέξουν όποιον χαλίφη επιθυμούν αυτοί μετά το θάνατο του Μωαβία) [11] υπέγραψε τη δήλωση υποταγής την οποία ο Μωαβίας παρέλαβε σε μια επίσημη τελετή μέσα στο μεγάλο τζαμί της Κούφας. Η δήλωση υπογράφηκε το 663.

Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Μωαβία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το τέμενος Ούκμπα στο Καϊρουάν στα Βόρεια της Τυνησίας

Το 664 τελικά, ο Μωαβίας αναγνωρίστηκε χαλίφης από όλους τους Άραβες. Διαχειρίστηκε την εξουσία συνολικά 40 χρόνια, από τα οποία τα 20 τελευταία σαν χαλίφης

Το 647 εμφανίστηκε και πάλι ο βυζαντινός στρατός στην Μικρά Ασία. Οι Άραβες νίκησαν και έσπρωξαν πίσω τον βυζαντινό στρατό και μάλιστα κατάφεραν να φτάσουν στην Αρμενία μέχρι το Ταμπαριστάν και ένωσαν αυτά τα εδάφη, με αυτά των ομοφύλων τους που βρίσκονταν από την άλλη πλευρά- τη δυτική-της Κασπίας θάλασσας. Ένα σώμα στρατού, κατευθύνθηκε βόρεια, έφτασε μέχρι την Τιφλίδα και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Εκεί έγιναν για πολύ καιρό εχθροπραξίες με τους Βυζαντινούς αλλά οι Άραβες του Μωαβία με τη συνδρομή και του νεότευκτου στόλους τους, απώθησαν τους Βυζαντινούς μέχρι το Βόσπορο. Ο Μωαβίας μάλιστα έφτασε μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 670 όπου προσπάθησε ανεπιτυχώς να την κατακτήσει. Επιστρέφοντας πέρασε από το Αμόριο, και κατέστρεψε πολλές στρατιωτικές βάσεις των Βυζαντινών.

Στην Αφρική, οι Βέρβεροι στασίαζαν συχνά και το 663 οι Άραβες ανέλαβαν εκστρατεία εναντίον τους. To 672 ο στρατηγός του Αμρ, Οκμπα, ίδρυσε τη πόλη Καϊρουάν στα νότια της Τυνησίας, και την έκανε πρωτεύουσα της βόρειας Αφρικής.

Κατά τα πρώτα χρόνια της χαλιφείας του η Χεράτ και η Καμπούλ στασίασαν καθώς και η Γάζνα, η Μπαλχ, η Κανταχάρ και άλλες. Καταπολέμησε αποφασιστικά τις εξεγέρσεις και μάλιστα ένας από τους ανιψιούς του, γιος του Ζιγιάντ, το 676 πέρασε τον Ωξο ποταμό και κατέκτησε τη Μπουχάρα. Το 678 ένας από τους γιούς του χαλίφη Οθμάν ιμπν Αφφάν απώθησε τις ορδές των Τούρκων που άρχισαν να εμφανίζονται στη περιοχή και κατέκτησε τη Σαμαρκάνδη.

Οι ναυτικές επιχειρήσεις του Μωαβία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δηνάριο του Άραβα Χαλίφη Μωαβία Α΄ με απεικόνιση του Πέρση βασιλιά της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών Χοσρόη Β΄.

Ο Μωαβίας ξεκίνησε τις Αραβικές ναυτικές επιχειρήσεις εναντίον των Βυζαντινών στην ανατολική Μεσόγειο, κατελήφθησαν με ευκολία στις ακτές η Τρίπολη του Λιβάνου και η Βηρυτός (635), η Γιάφα (636) και κατόπιν η Τύρος και η Άκρα (638).[12][13] Μετά τις μεγάλες του επιτυχίες με της οποίες κατακτήθηκε από τους Άραβες ολόκληρος ο Λίβανος ορίστηκε Εμίρης της Συρίας (639). Ο Χαλίφης Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ του είχε απαγορεύσει ναυτική εκστρατεία στην Κύπρο λόγω ανυπαρξίας του Αραβικού ναυτικού, μετά τον θάνατο του (644) ο διάδοχος του Οθμάν ιμπν Αφφάν αν και αρνήθηκε το πρώτο του αίτημα τελικά το δέχτηκε (647).[14] Ο Μωαβίας ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε μεγάλη απειλή λόγω των επιθέσεων που δεχόταν στις παραλιακές πόλεις του Λιβάνου και την επίσης μεγάλη ανικανότητα του Βυζαντινού ναυτικού χάρη στην οποία θα μπορούσε να κατακτήσει εύκολα το νησί. Η περίοδος της επιδρομής δεν έχει καταγραφεί με ακρίβεια, οι ιστορικοί πιστεύουν την περίοδο (647-650), μια επιγραφή στην Κυπριακή πόλη Σόλοι πιστοποιεί την περίοδο (648-650).[14] Ο Μωαβίας ηγήθηκε ο ίδιος στην επιδρομή τον συνόδευσαν η σύζυγος του Κάτβα Κουραϊσίτη και ο στρατιωτικός διοικητής Ουμπάντα ιμπν αλ-Σαμίτ.[14][15] Η Κάτβα πέθανε κάποια στιγμή ενώ βρισκόταν με τον σύζυγο της στο νησί και ο Μωαβίας παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την αδελφή της Φακχιτάχ Κουραϊσίτη.[15] Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή δεν ηγήθηκε ο ίδιος ο Μωαβίας στην εκστρατεία αλλά ο στρατηγός του Κάϊσος, αποβιβάστηκε στην Σαλαμίνα της Κύπρου και κατόπιν κατέλαβε ολόκληρο το νησί. Σε οποιαδήποτε περίπτωση από τις δύο η Κύπρος έγινε από τότε υποτελής στους Άραβες, πλήρωναν σε αυτούς τον φόρο που πλήρωναν μέχρι τότε στους Βυζαντινούς.[13][16] Ο Μωαβίας τοποθέτησε μια φρουρά και ίδρυσε ένα τζαμί για να διατηρήσει την εξουσία του στην Κύπρο, από τότε το νησί έγινε πεδίο μάχης ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Άραβες με επιδρομές και από τις δύο πλευρές.[16] Οι κάτοικοι της Κύπρου παρέμειναν στην τύχη τους αλλά τα αρχαιολογικά ευρήματα έδειξαν ότι επικρατούσε στο νησί εκείνη την περίοδο μεγάλη ευημερία.[17]

Μετά την μεγάλη του επιτυχία ο Μωαβίας έκλεισε με αίτημα του αυτοκράτορα Κώνστα Β΄ τριετή ειρήνη με τους Βυζαντινούς (650-653), το διάστημα αυτό ενίσχυσε ισχυρά τον στόλο του.[18] Με την λήξη της ειρήνης προχώρησε σε εκστρατεία στα νησιά του Αιγαίου, η Ρόδος και η Κως έπεσαν εύκολα στους Άραβες (654). Οι Άραβες έλιωσαν σε χυτήριο τον Κολοσσό της Ρόδου που είχε κατεδαφιστεί από σεισμό (225), πούλησαν το λιωμένο μέταλλο σε έναν Εβραίο έμπορο από την Έδεσσα Μεσοποταμίας που το μετέφερε στην πατρίδα του με 900 καμήλες.[18][19] Ο Μωαβίας συνέλεξε επίσης πολλά λάφυρα από τις λεηλασίες του στην Ρόδο και τα παρέδωσε στον Οθμάν ιμπν Αφφάν.[20] Ο Κώνστας Β΄ ανησύχησε έντονα και αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει με τον στόλο του. Ο Μωαβίας απάντησε με νέα εκστρατεία από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, συνέτριψε τον Βυζαντινό στόλο στην "μάχη των Μαστών" ανοιχτά της Λυκίας (655), ο ίδιος ο Κώνστας Β΄ γλύτωσε την ζωή του την τελευταία στιγμή με την αυτοθυσία ενός στρατιώτη. Ο Κώνστας Β΄ δραπέτευσε κατόπιν για την Σικελία με στόχο την μόνιμη διαμονή του, οι Άραβες επιτέθηκαν στην ίδια την Κωνσταντινούπολη αλλά απέτυχαν να την καταλάβουν. Οι κυβερνήτες του Αραβικού στόλου ήταν πιθανότατα ή ο διοικητής της Αιγύπτου Αβδαλλάχ Ιμπν Σαάντ Ιμπν Αμπί Σαρ ή ο υποδιοικητής του ίδιου του Μωαβία Αβούλ Αβάρ.[21] Οι Άραβες εν τω μεταξύ μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες είχαν κατακτήσει και την Αρμενία (650), κατόπιν ο Μωαβίας υπέγραψε στην Δαμασκό ανακωχή τριών ετών με τον απεσταλμένο των Βυζαντινών Προκόπιο.[22] Ο διοικητής της Αρμενίας Θεόδωρος Ρεστουνί δήλωσε την υποταγή του στον Μωαβία (653), την αναγνώρισε και ο ίδιος ο Κώνστας Β΄ που βρισκόταν εκείνη την χρονιά στην Αρμενία.[23] Τα επόμενα χρόνια (655) ο υποστράτηγος του Μωαβία κατέλαβε το Ερζερούμ, έδιωξε τον Ρεστουνί στην Συρία και ενσωμάτωσε την Αρμενία στο Αραβικό Χαλιφάτο.[23]

Ο Μωαβίας Α΄ πέθανε από ασθένεια στην Δαμασκό τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 680 μ.Χ. σε ηλικία περίπου 80 ετών.[24][25] Οι μεσαιωνικές πηγές διαφωνούν σχετικά με την ημερομηνία του θανάτου του, άλλοι την καταγράφουν στις 7 Απριλίου, άλλοι στις 21 Απριλίου και άλλοι στις 29 Απριλίου.[26] Ο γιος και διάδοχος του Γιαζίντ Α΄ που βρισκόταν μακριά από την Δαμασκό κλήθηκε να διαδεχτεί τον πατέρα του, η ημερομηνία διαδοχής ήταν σύμφωνα με τον Αμπού Μιχνάφ στις 7 Απριλίου και σύμφωνα με τον Νεστοριανό χρονικογράφο Ελάιτζα οφ Νισιβηνός στις 21 Απριλίου.[27][28] Στην τελευταία του διαθήκη ο Μωαβίας Α΄ έγραψε στην οικογένεια του "Να φοβάστε και να δοξάζετε τον παντοδύναμο θεό, αυτός προστατεύει όσους τον φοβούνται, δεν υπάρχει προστασία για όσους δεν φοβούνται τον θεό".[29]

  1. οι πληροφορίες του κειμένου είναι από το βιβλίο του Will Durant Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού, έκδοση του 1958, τόμος Δ', σελ. 235 και εξής
  2. Οι Σιίτες πιστεύουν βασιζόμενοι στους ιστορικούς Rabi’ul Abrar by Allamah Zamakhshari, Volume 3 page 551, Ibn Abi al Hadeed in Sharh Nahjul Balagha Volume 10 page 130, αλλά και σε άλλους, ότι ο Μωαβίας δεν ήταν παιδί του Αμπού Σουφυάν, αλλά παιδί ενός γάμου Nikah όπως λεγόταν στη προισλαμική Αραβία – ‘’γάμος’’ της γυναίκας στη συγκεκριμένη περίπτωση της Hinda, με 4 άντρες – και κατά συνέπεια αγνώστου πατρός. <άρθρο the true merits of Mu’awiya bin Hind>
  3. Martin Lings:Muhammad life based on earliest sources, σελ. 189
  4. στο ίδιο, σελ. 71
  5. στο ίδιο, σελ. 189
  6. στο ίδιο, σελ. 295
  7. Martin Lings:Muhammad life based on earliest sources, σελ.308
  8. http://www. maaref-foundation.com
  9. Muawiyyah ibn Abi Sufian του Mohammad Razi, σελ. 11, 2011
  10. Muawiyyah ibn Abi Sufian του Mohammad Razi, σελ. 15, 2011
  11. Muawiyyah ibn Abi Sufian του Mohammad Razi, ανέβηκε στο διαδίκτυο τον Δεκέμβρη του 2011, σελ.33
  12. Jandora 1986, σ. 112
  13. 13,0 13,1 Bosworth 1996, σ. 157
  14. 14,0 14,1 14,2 Lynch 2016, σ. 539
  15. 15,0 15,1 Morony 1987, σσ. 215–216
  16. 16,0 16,1 Lynch 2016, σ. 540
  17. Lynch 2016, σ. 541-542
  18. 18,0 18,1 Ostrogorsky George, History of the Byzantine state, σ. 116
  19. "AM 6145, AD 652/-3". The Chronicle of Theophanes Confessor. Oxford, UK: Clarendon Press. 1997. σ. 481
  20. Bosworth 1996, σ. 158
  21. Bosworth 1996, σ. 157-158
  22. Kaegi 1995, σσ. 184–185
  23. 23,0 23,1 Kaegi 1995, σ. 185
  24. Hinds 1993, σ. 264
  25. Morony 1987, σσ. 210, 212–213
  26. Morony 1987, σ. 210
  27. Morony 1987, σσ. 209, 213–214
  28. Wellhausen 1927, σ. 139
  29. Morony 1987, σ. 213

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Muawiyah I στο Wikimedia Commons