Μεξικανική Επανάσταση
Μεξικανική Επανάσταση | |
---|---|
Κολάζ φωτογραφιών από τη Μεξικανική Επανάσταση | |
Χρονολογία | 20 Νοεμβρίου 1910 - 21 Μαΐου 1920 – |
Τόπος | Μεξικό |
Αποτέλεσμα | Νίκη επαναστατών
|
Η Μεξικανική Επανάσταση (ισπανικά: Revolución mexicana), γνωστή και ως Μεξικανικός Εμφύλιος Πόλεμος (ισπανικά: guerra civil mexicana), ήταν ένας μεγάλος ένοπλος αγώνας που διήρκεσε περίπου από το 1910 έως το 1920 και άλλαξε ριζικά τη μεξικάνικη κουλτούρα επιφέροντας δραστικές κυβερνητικές μεταβολές. Αν και η πρόσφατη έρευνα έχει επικεντρωθεί στις τοπικές και περιφερειακές πτυχές της Επανάστασης, ήταν μια πραγματικά εθνική επανάσταση.[3] Το ξέσπασμά της το 1910 προέκυψε από την αποτυχία του 31ετούς καθεστώτος του Πορφίριο Ντίας να βρει μια διαχειρίσιμη λύση για την προεδρική διαδοχή με αποτέλεσμα να υπάρξει πολιτική κρίση μεταξύ των ανταγωνιστικών ελίτ. Παράλληλα παρουσιάστηκε η ευκαιρία να εκδηλωθεί, σε κάποια μέρη, αγροτική εξέργερση[4]. Ο πλούσιος κτηματίας Φρανσίσκο Μαδέρο αμφισβήτησε τον Ντίας στις προεδρικές εκλογές του 1910 και μετά τη νοθεία των αποτελεσμάτων, επαναστάτησε υπό το Σχέδιο του Σαν Λουίς Ποτοσί[5]. Η ένοπλη σύγκρουση ανέτρεψε τον Ντίας από την εξουσία και ακολούθησαν νέες προεδρικές εκλογές το 1911, οι οποίες έφεραν τον Μαδέρο στην εξουσία.
Οι ρίζες της σύγκρουσης βρίσκονταν σε γενικές γραμμές στην αντίθεση προς το καθεστώς Ντίας, με την προεδρική εκλογή του 1910 να γίνεται ο καταλύτης για το ξέσπασμα της πολιτικής επανάστασης. Η επανάσταση ξεκίνησε από στοιχεία της μεξικανικής ελίτ που ήταν εχθρικά προς τον Ντίας, υπό την ηγεσία των Μαδέρο και Πάντσο Βίγια. Επεκτάθηκε προς τη μεσαία τάξη, την αγροτιά σε ορισμένες περιοχές, και τα συνδικάτα[6]. Τον Οκτώβριο του 1911, ο Μαδέρο εξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία στις εκλογές. Η αντιπολίτευση προς το δικό του καθεστώς αναπτύχθηκε τόσο από τους συντηρητικούς, οι οποίοι τον θεωρούσαν πολύ αδύναμο και πολύ φιλελεύθερο, όσο και από πρώην επαναστάτες μαχητές και τους άπορους, που τον θεωρούσαν υπερβολικά συντηρητικό.
Ο Μαδέρο και ο αντιπρόεδρός του, Πίνο Σουάρες, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν τον Φεβρουάριο του 1913 και εν συνεχεία δολοφονήθηκαν. Το αντι-επαναστατικό καθεστώς του Στρατηγού Βικτοριάνο Ουέρτα ήρθε στην εξουσία, υποστηριζόμενο από επιχειρηματικά συμφέροντα και υποστηρικτές της παλαιάς τάξης. Ο Ουέρτα παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τον Ιούλιο του 1914, οπότε αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό την πίεση μιας συμμαχίας διαφόρων περιφερειακών επαναστατικών δυνάμεων. Όταν η προσπάθεια των επαναστατών να καταλήξουν σε πολιτική συμφωνία απέτυχε, το Μεξικό βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο (1914 - 1915). Η παράταξη των Συνταγματικών (αγγ. constitutionalists) υπό τον πλούσιο κτηματία Βενουστιάνο Καράνσα αναδείχθηκε νικήτρια το 1915, κατατροπώνοντας τις επαναστατικές δυνάμεις του πρώην Συνταγματικού Πάντσο Βίγια και αναγκάζοντας τον επαναστάτη Εμιλιάνο Ζαπάτα να επιστρέψει στο αντάρτικο. Ο Ζαπάτα δολοφονήθηκε το 1919 από πράκτορες του Προέδρου Καράνσα.
Η ένοπλη σύγκρουση διήρκεσε σχεδόν μια δεκαετία, μέχρι περίπου το 1920, και είχε πολλές διακριτές φάσεις.[7] Με την πάροδο του χρόνου η Επανάσταση εξελίχθηκε από εξέγερση κατά της καθεστηκυίας τάξης του Ντίας σε ένα πολύπλευρο εμφύλιο πόλεμο σε συγκεκριμένες περιοχές, με συχνές διαμάχες για την εξουσία μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων στη Μεξικανική Επανάσταση. Ένα σημαντικό αποτέλεσμα της επανάστασης ήταν η διάλυση του Ομοσπονδιακού Στρατού το 1914, τον οποίο ο Φρανσίσκο Μαδέρο είχε κρατήσει ανέπαφο όταν εξελέγη το 1911 και ο Στρατηγός Ουέρτα χρησιμοποίησε για να εκδιώξει τον Μαδέρο. Οι Επαναστατικές δυνάμεις ενώθηκαν εναντίον του αντιδραστικού καθεστώτος του Ουέρτα και νίκησαν τις Ομοσπονδιακές δυνάμεις[8]. Αν και η σύγκρουση ήταν κυρίως εμφυλιοπολεμική, οι ξένες δυνάμεις που είχαν σημαντικά οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα στο Μεξικό συνέβαλαν στο αποτέλεσμα της διαμάχης για την εξουσία της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαδραμάτισαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο.[9]
Από έναν πληθυσμό δεκαπέντε εκατομμυρίων, οι απώλειες ήταν μεγάλες, αλλά οι αριθμητικές εκτιμήσεις ποικίλουν σε μεγάλο βαθμό. Περί το 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν, σχεδόν 200.000 πρόσφυγες κατέφυγαν στο εξωτερικό, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες.[10] Όλες οι κύριες προσωπικότητες που διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στη Μεξικανική Επανάσταση δολοφονήθηκαν, όπως ο Φρανσίσκο Μαδέρο (1913), ο Εμιλιάνο Ζαπάτα (1919), ο Βενουστιάνο Καράνσα (1920), ο Πάντσο Βίγια (1923), και ο Άλβαρο Ομπρεγκόν (1928).[11]
Πολλοί μελετητές θεωρούν την επικύρωση του Μεξικανικού Συντάγματος του 1917 ως το σημείο λήξης της ένοπλης σύγκρουσης. "Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες βελτιώθηκαν σύμφωνα με την επαναστατική πολιτική, έτσι ώστε η νέα κοινωνία πήρε σάρκα και οστά μέσα σε ένα πλαίσιο επίσημων επαναστατικών οργάνων", με το Σύνταγμα να παρέχει αυτό το πλαίσιο[12]. Η περίοδος 1920-1940 συχνά θεωρείται ως η περίοδος επαναστατικής ενοποίησης, με την κυβερνητική εξουσία να εδραιώνεται,[13] παρόλο που οι αντικληρικές διατάξεις του Συντάγματος του 1917 που εφαρμόστηκαν αυστηρά, οδήγησαν σε μια νέα μεγάλη εξέγερση βάσης εναντίον της κυβέρνησης (Πόλεμος των Κριστέρος). Οι επικεφαλής της περιόδου αυτής επιδίωξαν να επαναφέρουν το Μεξικό στο επίπεδο ανάπτυξης που είχε φτάσει το 1910, αλλά υπό νέες παραμέτρους κρατικού ελέγχου.[14]
Η ένοπλη σύγκρουση της Μεξικανικής Επανάστασης χαρακτηρίζεται συχνά ως το πιο σημαντικό κοινωνικοπολιτικό γεγονός στο Μεξικό και μία από τις μεγαλύτερες ανακατατάξεις του 20ού αιώνα[15]. Είχε ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό πειραματικό πρόγραμμα μεταρρύθμισης της κοινωνικής οργάνωσης[16]. Η επανάσταση διαπότισε το πολιτικό καθεστώς που την ακολούθησε με "κοινωνική δικαιοσύνη", μέχρι τη νεοφιλελεύθερη μεταρρυθμιστική διαδικασία στην οποία υπεβλήθη η χώρα, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980.[17]
Γεγονότα που προηγήθηκαν της Επανάστασης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1876, ο στρατηγός Πορφίριο Ντίας ανήλθε στην εξουσία στο Μεξικό, εγκαθιστώντας ένα δικτατορικό καθεστώς για πλέον των τριών δεκαετιών.[18][19] Ο Ντίας συνέχισε την πορεία των προκατόχων του Μπενίτο Χουάρες και Σεμπάστιαν Λέρδο ντε Τεχάδα, με στόχο τον εκσυγχρονισμό και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αλλά πίστευε ότι για τους σκοπούς αυτούς ήταν απαραίτητο να διασφαλιστεί η πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Για τον σκοπό αυτό, πέτυχε μια συμφωνία με τις μεγαλύτερες φατρίες φιλελεύθερων και συντηρητικών, εξασθένησε την επίδραση των αντικληρικών μεταρρυθμίσεων, κερδίζοντας έτσι την υποστήριξη του κλήρου και υποτάσσοντας τα ανώτερα στρώματα του στρατού και τους τοπικούς άρχοντες. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντίας, η μεξικανική οικονομία σημείωσε άνθιση, κατασκευάστηκαν σιδηροδρομικές και τηλεγραφικές γραμμές, δημιουργήθηκαν νέες επιχειρήσεις και αυξήθηκε η εισροή ξένων επενδύσεων.[20]
Κοινωνικοοικονομικές προϋποθέσεις για την επανάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπό τον Ντίας, το Σύνταγμα του 1857 συνέχισε να λειτουργεί επίσημα. Η χώρα διατήρησε τις προεδρικές εκλογές, στις οποίες ο Ντίας λάμβανε πάντα την πλειοψηφία των ψήφων. Απείχε από την εξουσία μόνο το 1880-1884 (όταν ο προστατευόμενος του ήταν πρόεδρος), αφού η τροποποίηση του Συντάγματος, που ξεκίνησε από αυτόν, του απαγόρευσε να κατέχει αυτή τη θέση για δύο συνεχόμενες θητείες.[21][22] Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του το Κογκρέσο δεν διαδραμάτιζε ουσιαστικό ρόλο. Η πολιτική καταπίεση έγινε ευρέως διαδεδομένη.
Αν και υπό τον Ντίας το Μεξικό πέτυχε σημαντικές οικονομικές επιτυχίες, δεν πρέπει να παροράται ότι αυτές επιτεύχθησαν, μεταξύ άλλων, μέσω της εκμετάλλευσης των αγροτικών και αυτόχθων πληθυσμών και της μείωσης του βιοτικού επιπέδου των μαζών. Το 1910, πάνω από το 95% του αγροτικού πληθυσμού δεν είχε ιδιόκτητη γη, ενώ οι εργαζόμενοι που απασχολούνταν σε αγροκτήματα με τις οικογένειές τους προς πληρωμή χρέους (ισπ. peones) αντιπροσώπευαν τα 2/3 του πληθυσμού της χώρας.[23][24]
Ο παραδοσιακός τρόπος καλλιέργειας της γης για τους αυτόχθονες πληθυσμούς ήταν η κοινοτική γεωργία. Ωστόσο, μεγάλος αριθμός μελών της κοινότητας απώλεσε τη γη του ως αποτέλεσμα της αυστηρής εφαρμογής του Νόμου του Λέρδο που εγκρίθηκε το 1856.[25][26] Σύμφωνα με αυτόν τον νόμο, οι αυτόχθονες πληθυσμοί ανακηρύχθηκαν ενοικιαστές και έπρεπε μέσα σε τρεις μήνες να υποβάλουν αίτηση για την απόκτηση των καλλιεργημένων εκτάσεων ως ιδιοκτήτες και στη συνέχεια να πληρώνουν ετήσια το 6% της αξίας τους. Εάν δεν πληρούνταν αυτοί οι όροι, τα οικόπεδα τίθονταν προς πώληση μέσω δημοπρασίας.[27]
Επιπλέον, οι αγρότες που είχαν ήδη καταχωρήσει την περιουσία τους θα μπορούσαν να χάσουν τη γη τους ως αποτέλεσμα εξαπάτησης.[ασαφές] Έτσι, ένα σημαντικό μέρος των κοινοτικών εκτάσεων αποκτήθηκε από γαιοκτήμονες (ισπ. latifundio) και κερδοσκόπους. Όταν το Μεξικό απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1821, το μερίδιο της κοινόχρηστης γης αντιπροσώπευε το 40% της γεωργικής γης και μέχρι το 1910 αυτό το ποσοστό είχε μειωθεί σε λιγότερο από 5%.[24]
Το 1883, εκδόθηκε διάταγμα για τον αποικισμό των "κενών" εδαφών (κοινόχρηστη γη που δεν καλλιεργείται ούτε πωλείται, ισπ. ejidos), το οποίο δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την κατάληψη κοινοτικών γαιών. Δεδομένου ότι οι αυτόχθονες αγρότες, που καλλιεργούσαν τα οικόπεδά τους ακόμη και πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων, συνήθως δεν είχαν έγγραφα πάνω τους, τα εδάφη τους κηρύχθηκαν "κενά" και πωλήθηκαν σε ενδιαφερόμενα μέρη. Κατά τα χρόνια της δικτατορίας του Ντίας, 54 εκατομμύρια εκτάρια, δηλαδή το 27% της έκτασης της χώρας, αποδείχθηκε ότι ανήκε σε μεγάλους ιδιοκτήτες γης, τους γαιοκτήμονες. Το μονοπώλιο τους οδήγησε σε αναποτελεσματική χρήση της γης, διαιωνίζοντας τον ποσοτικό και όχι τον ποιοτικό χαρακτήρα της γεωργίας.[26]
Μεγάλες εκτάσεις ανήκαν σε αμερικανικές και βρετανικές εταιρείες, για παράδειγμα, στην Μπάχα Καλιφόρνια, από 14,4 εκατομμύρια εκτάρια όλης της γης, 10,5 εκατομμύρια εκτάρια ανήκαν σε αμερικανικές εταιρείες. Το 1884, εγκρίθηκε ο λεγόμενος «Κώδικας Ορυχείων», σύμφωνα με τον οποίο ένας ξένος ιδιοκτήτης της γης μπορούσε να κατέχει τα ορυκτά σε αυτήν.
Η πολιτική των κυρίαρχων κύκλων οδήγησε σε όξυνση των ταξικών αντιθέσεων στην ύπαιθρο. Ορισμένες ινδιάνικες φυλές, όπως οι Γιακί στον βορρά της χώρας και οι Μάγια στον νότο, αντιτάχθηκαν στην κατάληψη της γης με όπλα στα χέρια τους. Το 1877-1884, τη χώρα σάρωσε ένα κύμα αγροτικών εξεγέρσεων, αλλά αυτές καταστάλθηκαν βάναυσα.[28] Η θέση της εργατικής τάξης ήταν πολύ δύσκολη. Η εργατική νομοθεσία δεν υπήρχε και η εκμετάλλευση των εργαζομένων δεν περιοριζόταν σε τίποτα. Η εργάσιμη ημέρα διαρκούσε 12-14 ώρες. Οι μισθοί πληρώνονταν συχνά όχι σε χρήματα, αλλά σε ομόλογα ή γραμματόσημα, τα οποία ήταν αποδεκτά μόνο στο εργοστασιακό κατάστημα.[26][29] Το εργατικό κίνημα μεγάλωνε στη χώρα και τα μεσαία στρώματα των πολιτών ήταν επίσης δυσαρεστημένα.[29] Επιπλέον, οι πολιτικές του Ντίας είχαν επιβαρύνει τους μεγάλους ιδιοκτήτες γης στις ακμάζουσες πολιτείες της Σονόρα, της Τσιουάουα και της Κοαουίλα.
Την 1η Ιουνίου 1906, ξέσπασε απεργία των Μεξικανών εργατών στα ορυχεία χαλκού στην Κανανέα που ανήκαν σε Αμερικανό πολίτη. Η δράση προετοιμάστηκε από μέλη του Φιλελεύθερου Κόμματος του Μεξικού. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με Αμερικανούς φρουρούς στις 1-2 Ιουνίου, σκοτώθηκαν δεκαοκτώ (18) Μεξικάνοι ενώ από την πλευρά των Αμερικανών σκοτώθηκαν τέσσερις και τραυματίστηκαν επτά. Αυτά τα γεγονότα υπήρξαν ο «προάγγελος της επανάστασης».[26][30][31]
Τον Φεβρουάριο του 1908, ο Ντίας παραχώρησε συνέντευξη στον Αμερικανό δημοσιογράφο Τζέιμς Κρίλμαν, στην οποία ανακοίνωσε ότι δεν θα κατέβει στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ο Πρόεδρος σημείωσε ότι γινόταν ογδόντα (80) ετών και ότι περίμενε τη στιγμή που ο μεξικανικός λαός θα μπορούσε να επιλέξει την κυβέρνησή του χωρίς φόβο εξέγερσης και χωρίς να βλάψει την εθνική φήμη και πρόοδο. Παρά το γεγονός ότι ο Ντίας μετέβαλε γνώμη σύντομα, αυτή η συνέντευξη χρησίμευσε ως καταλύτης για την πολιτική αλλαγή στο Μεξικό, καθορίζοντας την πορεία των περαιτέρω γεγονότων.[29][32]
Πολιτιστικές προϋποθέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τις αρχές του 20ου αιώνα, ο θετικισμός, μια ιδεολογία που κράτησε την ομάδα στην εξουσία, άρχισε να αμφισβητείται, γεγονός που οδήγησε στην απαξίωση του κοινωνικού δαρβινισμού. Τότε ήταν που η πλειοψηφία των μιγάδων (ισπ. mestizo) άρχισε να απαιτεί μεγαλύτερη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. Επιπλέον, η ομάδα των λεγόμενων «επιστημόνων», όσων δηλαδή υποστήριζαν τις ιδέες του φιλελευθερισμού, μαζί και η ομάδα κοντά στον Ντίας, έπαψε να θεωρείται ως εκ γενετής ανώτερη ή η μόνη ικανή να ασκήσει την εξουσία.[33][34][35]
Πολιτικές προϋποθέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1900, εμφανίστηκε το πρώτο εκτεταμένο κίνημα αντιπολίτευσης στο Μεξικό, στόχος του οποίου δεν ήταν να αλλάξει το καθεστώς Ντίας, αλλά να το εξαλείψει πλήρως. Οι ιδεολογικοί εμπνευστές αυτού του κινήματος ήταν τα αδέλφια Ρικάρδο και Ενρίκε Φλόρες Μαγκόνα. Το 1900, ο Ρικάρδο, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Χεσούς (αργότερα παραδοσιακό αστό πολιτικό), δημιούργησαν την εφημερίδα Regeneración (μτφ. Αναγέννηση), καταγγέλλοντας τα πεπραγμένα του καθεστώτος Ντίας. Το 1901, οι αδελφοί Μαγκόνα ίδρυσαν το Φιλελεύθερο Κόμμα του Μεξικού. Όπως τα περισσότερα κόμματα στη χώρα, αποτελείτο από πολλά πολιτικά σωματεία που βρίσκονταν σε διαφορετικές πόλεις. Το νέο κίνημα διώχθηκε από τις αρχές, και στα τέλη του 1903 οι αδελφοί Μαγκόνα κατέφυγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, το 1906, οργάνωσαν μια «φιλελεύθερη χούντα», η οποία εξέδωσε μανιφέστο που απαιτούσε κοινωνικοπολιτική αλλαγή στο Μεξικό. Η χούντα οργάνωσε αρκετές ένοπλες εξεγέρσεις στο Μεξικό (συμπεριλαμβανομένης της εξέγερσης στην Κανανέα), οι οποίες όμως απέτυχαν.[30]
Ο αναγνωρισμένος ηγέτης της φιλελεύθερης-δημοκρατικής αντιπολίτευσης ήταν ο Φρανσίσκο Μαδέρο, γόνος μιας οικογένειας επιχειρηματιών και γαιοκτημόνων.[26][36] Στις αρχές του 1900, οργάνωσε αρκετές εκστρατείες της αντιπολίτευσης στη γενέθλια πολιτεία του Κοαουίλα, αλλά υπήρξαν ανεπιτυχείς λόγω κυβερνητικών παρεμβάσεων. Ο Μαδέρο χρηματοδότησε επίσης την εφημερίδα Regeneración. Το 1908, δημοσίευσε το βιβλίο «Προεδρική Διαδοχή το 1910», το οποίο του προσέδωσε ευρεία αναγνώριση εντός της χώρας. Στο έργο του, ο Μαδέρο επέκρινε το υπάρχον καθεστώς και απαίτησε την απαγόρευση επανεκλογής. Το 1909 οργάνωσε το Κόμμα των Αντιπάλων της Επανεκλογής και το 1910 χρίστηκε υποψήφιος πρόεδρος για τις εκλογές του 1910.[33]
Αρνητικά συναισθήματα υπήρχαν επίσης στην κυρίαρχη ελίτ, κάποιοι από τους οποίους άρχισαν να θεωρούν τον στρατηγό Μπερνάρδο Ρέγιες ως διάδοχο του Ντίας. Ο Ρέγιες ήταν Κυβερνήτης της Πολιτείας Νουέβο Λεόν και υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα ως Υπουργός Άμυνας. Ωστόσο, οι υποστηρικτές του Ρέγιες (γνωστοί ως reyistas) δεν ήταν διατεθειμένοι να αντιταχθούν ανοιχτά στην επανεκλογή του Ντίας, οπότε πρότειναν τον Ρέγιες ως υποψήφιο αντιπρόεδρο στις εκλογές του 1910. Τον Ιανουάριο του 1909, οι υποστηρικτές του δημιούργησαν το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο ξεκίνησε μια δραστήρια εκστρατεία σε όλη τη χώρα. Ο ίδιος ο στρατηγός κρατήθηκε στο παρασκήνιο, ο κύριος υποκινητής ήταν ο γιος του. Μεταξύ των υποστηρικτών του ήταν ο στρατηγός Βικτοριάνο Ουέρτα, ο οποίος αργότερα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καταστολή του επαναστατικού κινήματος. Φοβούμενος την άνοδο της δημοτικότητας του Ρέγιες, ο Πορφίριο Ντίας τον έστειλε σε στρατιωτική αποστολή στην Ευρώπη. Έχοντας χάσει μια βασική φιγούρα, το Δημοκρατικό Κόμμα άρχισε να διαλύεται και οι υποστηρικτές του πέρασαν στο πλευρό του Μαδέρο (έγιναν γνωστοί ως maderistas). Ως αποτέλεσμα, ο τελευταίος παρέλαβε ένα καλά οργανωμένο, λειτουργικό και έμπειρο κομματικό μηχανισμό στη διάθεσή του.[33]
Τον Ιούνιο ωστόσο του 1910, ο Μαδέρο συνελήφθη επειδή βοήθησε τον Ρόκε Εστράδα που προσπαθούσε να οργανώσει μια απαγορευμένη συγκέντρωση υπέρ του. Μετά τις προεδρικές εκλογές της 26ης Ιουνίου, ο Μαδέρο αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και διέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 5 Οκτωβρίου.[29][33][36]
Πρώτο στάδιο. Η πτώση της δικτατορίας του Πορφίριο Ντίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταξύ των αρνητικών στοιχείων της δικτατορίας Ντίας ήταν η αυξημένη εξάρτηση της χώρας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και οι υψηλές κοινωνικές εντάσεις. Επομένως, ο τραπεζικός πανικός του 1907 που έλαβε χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες,[37] ο οποίος επιδεινώθηκε από την κακή συγκομιδή του 1910, προκάλεσε μια οξεία οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση στο Μεξικό.[33][38]
Το 1910, ο Πορφίριο Ντίας επανεξελέγη για άλλη μια φορά Πρόεδρος του Μεξικού.[39][40] Ο Φρανσίσκο Μαδέρο από τη φυλακή όπου βρισκόταν, δημοσίευσε "ένα γράμμα από τη φυλακή", το οποίο έμεινε γνωστό υπό την ονομασία "Σχέδιο Σαν Λουίς Ποτοσί". Σε αυτό εξέφραζε την άποψη ότι η επανεκλογή του Ντίαζ ήταν παράνομη και καλούσε τον κόσμο σε αγώνα ενάντια στο καθεστώς. Το σχέδιο περιελάμβανε επίσης μια υπόσχεση επιστροφής των αγροτικών εκτάσεων που είχαν ληφθεί "με ανήθικο τρόπο".[41] Η εξέγερση είχε προγραμματιστεί για τις 20 Νοεμβρίου. Αν και το σχέδιο δεν αντιμετώπιζε όλα τα κοινωνικά ζητήματα, έγινε καταλύτης για μαζικές λαϊκές εξεγέρσεις.[33]
Στα τέλη του 1910 ξέσπασαν κάποια μικρά τοπικά επαναστατικά κινήματα στις περιοχές Μεξικάλι και Τσιουάουα, από όπου προέκυψαν οι μετέπειτα γνωστοί επαναστάτες ηγέτες Πασκουάλ Ορόσκο και Πάντσο Βίγια.[42] Τον Φεβρουάριο του 1911, ο Μαδέρο επέστρεψε στο Μεξικό και τον Μάρτιο ξεκίνησε μια εξέγερση στην πολιτεία Μορέλος, με επικεφαλής τον Εμιλιάνο Ζαπάτα. Εκείνη τη στιγμή, δύο επαναστάσεις πραγματοποιούνταν στη χώρα: ο στόχος του Μαδέρο και των μεσαίων στρωμάτων ήταν να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση της χώρας, οι επαναστάτες στον νότο και στο κέντρο του Μεξικού, τυπικά υποταγμένοι στο Μαδέρο, επιδίωκαν να διαιρέσουν τα εδάφη των γαιοκτημόνων μεταξύ των χωρικών.[29][33]
Στο μήνυμα του Απριλίου προς το Κογκρέσο, ο Ντίας αναγνώρισε τα περισσότερα από τα αιτήματα των ανταρτών και δεσμεύτηκε να εφαρμόσει την αγροτική μεταρρύθμιση. Ωστόσο, οι επαναστάτες ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν αποφασιστικά το καθεστώς.[43] Τον Απρίλιο κατέλαβαν το μεγάλο λιμάνι του Ακαπούλκο. Στις 10 Μαΐου, τα αποσπάσματα του Βίγια και του Ορόσκο κατέλαβαν τη Σιουδάδ Χουάρες, η οποία ήταν ένα σημαντικό τελωνείο, ο έλεγχος του οποίου επέτρεψε την ελεύθερη λήψη όπλων και πυρομαχικών από τις Ηνωμένες Πολιτείες.[43][44] Επιπλέον, οι αντάρτες προχώρησαν σε επίθεση σχεδόν σε όλες τις πολιτείες, καταλαμβάνοντας τη μεγαλύτερη σιδηροδρομική διασταύρωση Τορρεόν. Έχοντας ως βάση τη Μορέλος, ο στρατός του Ζαπάτα κατέλαβε την πόλη Κουάουτλα και στη συνέχεια την πρωτεύουσα της πολιτείας, την Κουερναβάκα. Τον Μάιο, ο Ντίας παραιτήθηκε και μετανάστευσε στη Γαλλία.[32][43] Τον Ιούνιο ο Μαδέρο μπήκε στην πρωτεύουσα.[39]
Δεύτερο στάδιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προεδρικές εκλογές 1911
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την παραίτηση του Ντίας και του αντιπροέδρου Ραμόν Κοράλ, ο Φρανσίσκο Λεόν ντε λα Μπάρα έγινε ο προσωρινός πρόεδρος της χώρας. Του ανατέθηκε η διεξαγωγή νέων προεδρικών εκλογών. Την 1η Οκτωβρίου, προγραμματίστηκαν οι εκλογές του εκλεκτορικού κολεγίου, το οποίο στις 15 Οκτωβρίου επρόκειτο να εκλέξει πρόεδρο.[43]
Αν και ο Μαδέρο δεν κατείχε καμία θέση, σχεδόν όλοι οι διορισμοί εξαρτιόνταν από αυτόν. Ωστόσο, η ισορροπία δυνάμεων στη μεταπολιτευτική κυβέρνηση αντανακλούσε έναν συμβιβασμό μεταξύ νικητών και ηττημένων. Μόνο τέσσερα μέλη του υπουργικού συμβουλίου ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της επανάστασης, τρία μέλη ήταν συντηρητικά και δύο από την παλιά ελίτ. Ωστόσο, ο Μαδέρο είχε δυσκολίες στον διορισμό προσωρινών κυβερνητών, αφού τα κοινοβούλια ορισμένων πολιτειών, τα οποία αποτελούνταν από υποστηρικτές του Ντίας, αρνήθηκαν να εγκρίνουν τους προτεινόμενους υποψηφίους του.
Εν τω μεταξύ, έγινε διάσπαση στις τάξεις των μαδερίστας. Η μετριοπαθής πτέρυγα αντιπροσώπευε τα συμφέροντα των λατιφουντιστών (σ.σ. γαιοκτημόνων) και αυτά της μεγάλης εθνικής αστικής τάξης, που δεν ενδιαφέρονταν για ριζικές αλλαγές. Αυτή η τάση υποστηρίχθηκε από τον Φρανσίσκο Μαδέρο. Η ριζοσπαστική πτέρυγα των μαδερίστας εξέφρασε τα ενδιαφέροντα ενός ευρύτερου κύκλου της αστικής τάξης και μέρους της μικροαστικής διανόησης. Οι ριζοσπάστες υποστήριζαν την πλήρη εξάλειψη της ελίτ του Ντίας από την οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας και επιζητούσαν πραγματικές δημοκρατικές αλλαγές.[45]
Το Κόμμα των Αντιπάλων της Επανεκλογής διαλύθηκε. Αντ' αυτού, ο Μαδέρο δημιούργησε το Συνταγματικό Προοδευτικό Κόμμα, ενώνοντας έτσι τους υποστηρικτές του.[46][47] Υποστηρίχθηκε από τους ηγέτες των φιλελεύθερων. Στις 27-28 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε κοινή διάσκεψη των Φιλελευθέρων και των Συνταγματικών-Προοδευτικών, όπου ο Μαδέρο επιλέχθηκε ομόφωνα ως υποψήφιος πρόεδρος από τους δεύτερους. Ο αντιπρόεδρος εξελέγη χωριστά και ο Χοσέ Μαρία Πίνο Σουάρες επελέγη ως υποψήφιος για τη θέση αυτή από τη μετριοπαθή πτέρυγα των Μαδερίστας.[48] Άλλα κόμματα πρότειναν επίσης τους υποψηφίους τους. Το Εθνικό Καθολικό Κόμμα υποστήριξε την υποψηφιότητα του Μαδέρο ως προέδρου και του Λεόν ντε λα Μπάρα ως αντιπροέδρου. Ο Εμίλιο Βάσκες Γκόμες έθεσε υποψηφιότητα για πρόεδρος με το Κόμμα των Ακραίων Φιλελευθέρων (ισπ. Partido Liberal Puro).[49]
Ο στρατηγός Ρέγιες, που επέστρεψε στο Μεξικό, πρότεινε επίσης την υποψηφιότητά του για την προεδρία. Για να έχει περισσότερο χρόνο για την προεκλογική εκστρατεία, το κόμμα του Ρέγιες ζήτησε από το Κογκρέσο να αναβάλει την ημερομηνία των εκλογών. Μετά την άρνηση του Κογκρέσου, ο Ρέγιες απέσυρε την υποψηφιότητά του και σύντομα μετακόμισε στο Τέξας, όπου άρχισε τις προετοιμασίες για αντικυβερνητική εξέγερση.
Στις 15 Οκτωβρίου, ο Μαδέρο κέρδισε τις εκλογές με το 99.27% των ψήφων.[50][51] Ο Πίνο Σουάρες εξελέγη αντιπρόεδρος.[52] Στη νέα κυβέρνηση τοποθετήθηκαν αρκετοί συγγενείς του Μαδέρο: ο αδελφός του Γκουστάβο Μαδέρο έγινε υπουργός Εσωτερικών, ο θείος του Ερνέστο Μαδέρο έγινε υπουργός Οικονομικών[53] και οι ξάδερφοί του Ραφαέλ Ερνάντες και Χοσέ Γκονσάλες Σάλας έγιναν υπουργοί Ανάπτυξης και Άμυνας, αντίστοιχα. Στην κυβέρνηση μπήκαν επίσης εκπρόσωποι του παλιού καθεστώτος, για παράδειγμα, ο Μανουέλ Καλέρο, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντίας.[54]
Προεδρία του Φρανσίσκο Μαδέρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μαδέρο δεν βιαζόταν να λύσει το αγροτικό ζήτημα, στρέφοντας έτσι τους αγρότες εναντίον του. Τον Νοέμβριο του 1911, ο Ζαπάτα κήρυξε τον Μαδέρο προδότη της επανάστασης, έχοντας καταλήξει στο Σχέδιο Αγιάλα που προέβλεπε τη διαίρεση της γης των λατιφουντιστών.[52] Την 1η Δεκεμβρίου ξεκίνησε η ανταρσία του Μπερνάρδο Ρέγιες. Ο στρατηγός πέρασε τα σύνορα των ΗΠΑ, όπου τον υποδέχθηκαν 600 υποστηρικτές του. Ωστόσο, λόγω της έλλειψης υποστήριξης από τον πληθυσμό και της εγκατάλειψης, η εκτέλεση δεν ήταν επιτυχής και στις 25 Δεκεμβρίου, ο Ρέγιες παραδόθηκε στις αρχές.[55] Τον Μάρτιο του 1912, ο Πασκουάλ Ορόσκο ανακοίνωσε μια εξέγερση εναντίον του Μαδέρο, ο οποίος κατέλαβε σχεδόν ολόκληρη την πολιτεία Τσιουάουα μέσα σε δύο εβδομάδες. Ο Μαδέρο διόρισε τον στρατηγό Βικτοριανό Ουέρτα, ο οποίος είχε πολεμήσει στην προηγούμενη εκστρατεία του 1910-1911 ως ο αρχηγός των κυβερνητικών δυνάμεων στο βόρειο τμήμα στο πλάι του Ντίας. Τον Μάιο ο Ουέρτα προκάλεσε μια συντριπτική ήττα στον Ορόσκο στο Ρεγιάνο.[43][52]
Ο Πάντσο Βίγια παρέμεινε πιστός στον Μαδέρο, αλλά καταδικάστηκε σε θάνατο με κατηγορίες κατασκευασμένες από τον Ουέρτα. Σώθηκε με την παρέμβαση του προέδρου για να ξεκινήσει η έρευνα. Φυλακίστηκε, αλλά αργότερα διέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες.[52]
Στις αρχές Οκτωβρίου, η εξέγερση καταστάλθηκε. Ο Ζαπάτα περικυκλώθηκε στο Μορέλος, ο Ορόσκο έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά στις 10 Οκτωβρίου στη Βερακρούς, ο ανιψιός του πρώην δικτάτορα, Φέλιξ Ντίας, ξεσήκωσε μια εξέγερση. Στις 22 Οκτωβρίου, η πόλη καταλήφθηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις και ο Ντίας συνελήφθη σχεδόν χωρίς μάχη.[43][56]
Οι στρατιωτικές ανταρσίες επηρέασαν την οικονομική κατάσταση της χώρας. Για να γεμίσει τα ταμεία, ο Μαδέρο διέταξε την εισαγωγή του πρώτου στην ιστορία του Μεξικού φόρου στην παραγωγή πετρελαίου, που προκάλεσε δυσαρέσκεια στις αμερικανικές εταιρείες.[57]
Ο Μαδέρο είδε τη λύση στο αγροτικό ζήτημα με τη δημιουργία ενός στρώματος μεσαίων και μικρών ιδιοκτητών γης, παρόμοιο με τους αγρότες των Ηνωμένων Πολιτειών. Θεωρούσε την κοινοτική ιδιοκτησία γης οπισθοδρομική. Αποφασίστηκε η διανομή «κενής» κρατικής γης στους αγρότες με τη μορφή μικρών οικοπέδων, καθώς και η διάθεση χρημάτων για άρδευση και γεωργική ανάπτυξη. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της κενής γης βρισκόταν στον βορρά και οι αγρότες του πυκνοκατοικημένου κέντρου και του νότου δεν ήθελαν να μετακινηθούν. Επιπλέον, οι αγρότες δεν υποστήριζαν τη διαίρεση της γης, αλλά την επιστροφή των εκτάσεων που είχαν αφαιρεθεί κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ντίας.[52] Επίσης, ο υπουργός Ανάπτυξης Ραφαέλ Ερνάντες κάλεσε τους κυβερνήτες των πολιτειών να μοιράσουν τις κοινόχρηστες εκτάσεις μεταξύ των αγροτών που τις καλλιεργούσαν. Στα τέλη του 1912, 60 βουλευτές παρουσίασαν ένα νομοσχέδιο για την αποκατάσταση της κοινοτικής ιδιοκτησίας γης για εξέταση από το Κογκρέσο, αλλά δεν ψηφίστηκε ποτέ.
Η πολιτική της κυβέρνησης στο εργασιακό ζήτημα ήταν πιο επιτυχημένη. Η δημιουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων που απαγορεύονταν υπό τον Ντίας ενθαρρύνθηκε με κάθε δυνατό τρόπο. Δημιουργήθηκε το Τμήμα Εργασίας, με τη βοήθεια της κυβέρνησης, διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ επιχειρηματιών και εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι των κλωστοϋφαντουργικών επιχειρήσεων πέτυχαν πολλές παραχωρήσεις: η εργάσιμη ημέρα μειώθηκε σε 10 ώρες την ημέρα και 9 ώρες τη νύχτα, θεσπίστηκε άδεια 15 ημερών και δεν επιτρεπόταν η απασχόληση παιδιών κάτω των 14 ετών (όλες αυτές οι παραχωρήσεις ήταν εθελοντικές για τους εργοδότες). Ωστόσο, παρά την ευνοϊκή θέση της κυβέρνησης απέναντι στο προλεταριάτο, ο αριθμός των αναρχοσυνδικαλιστικών σωματείων αυξήθηκε στη χώρα. Στην Πόλη του Μεξικού, δημιουργήθηκε το «Σπίτι των εργαζομένων του κόσμου» (ισπ. Casa del Obrero Mundial) το οποίο εξέδωσε τη δική του εφημερίδα και είχε αντίκτυπο σε χιλιάδες εργαζόμενους. Το σωματείο αυτό πραγματοποίησε μια σειρά απεργιών, συνοδευόμενων από αποκλεισμούς επιχειρήσεων και συγκρούσεις με την αστυνομία.[58]
«Τραγικό δεκαήμερο»
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η διακυβέρνηση του Μαδέρο ήταν βραχύβια - τον Φεβρουάριο του 1913, έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα στην Πόλη του Μεξικού. Την 9η Φεβρουαρίου, αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί με επικεφαλής τον στρατηγό Μανουέλ Μονδραγκόν, συνοδευόμενοι από δύο συντάγματα πυροβολικού και 300 δόκιμους, απελευθέρωσαν τον Φέλιξ Ντίας και τον Μπερνάρδο Ρέγιες. Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια να καταλάβουν την κατοικία του Μαδέρο - το Εθνικό Παλάτι, κατά τη διάρκεια του οποίου πέθανε ο στρατηγός Ρέγιες, οι αντάρτες κατάφεραν να κερδίσουν μια θέση στο φρούριο του οπλοστασίου της πρωτεύουσας.[59][60]
Ο στρατηγός Ουέρτα ήταν υπεύθυνος για την καταστολή της ανταρσίας. Ωστόσο, ο τελευταίος συνδέθηκε με τους συνωμότες και, επιπλέον, ο ίδιος σκόπευε να αναλάβει την προεδρία. Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά ως το «τραγικό δεκαήμερο». Ο Ουέρτα δημιούργησε την εικόνα της μάχης με τους αντάρτες, περιορίζοντας τον εαυτό του μόνο σε περιστασιακούς βομβαρδισμούς του οπλοστασίου και διαβόητα ανεπιτυχείς επιθέσεις. Έτσι, ο Ντίας και ο Ουέρτα προσπάθησαν να κουράσουν τον πληθυσμό, προκαλώντας αδιαφορία για την αλλαγή κυβέρνησης.[60]
Στις 18 Φεβρουαρίου, οι υποστηρικτές του Ουέρτα συνέλαβαν τον Μαδέρο και στις 19 Φεβρουαρίου παραιτήθηκαν αυτός και ο Πίνο Σουάρες.[61] Ο Ουέρτα έγινε προσωρινός πρόεδρος, με επίσημη τήρηση του Συντάγματος.[62] Ο Φέλιξ Ντίας δεν μπήκε στην κυβέρνηση, αλλά σύμφωνα με τη συμφωνία που συνήφθη με τον Ουέρτα, διατήρησε το δικαίωμα σχηματισμού υπουργικού συμβουλίου. Επιπλέον, ο Ουέρτα δεσμεύτηκε ότι θα υποστηρίξει την υποψηφιότητά του στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Ο Μονδραγκόν έλαβε τη θέση του υπουργού Άμυνας, ο Ροδόλφο Ρέγιες, ο γιος του Μπερνάρδο Ρέγιες, έγινε υπουργός Δικαιοσύνης. Στις 23 Φεβρουαρίου, με εντολή του Ουέρτα, ο Μαδέρο και ο Πίνο Σουάρες σκοτώθηκαν στον δρόμο προς τη φυλακή.[60]
Τρίτο στάδιο. Το καθεστώς του στρατηγού Ουέρτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χαρακτηριστικά καθεστώτος Ουέρτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βικτοριάνο Ουέρτα ακολούθησε μια πολιτική του κλασικού βοναπαρτισμού. Ήταν έτοιμος να στηριχθεί σε διάφορες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις αν παρείχαν υποστήριξη στο καθεστώς του.[63][64][65]
Στον αγροτικό τομέα, η Ούερτα αρχικά σκόπευε να συνεχίσει τη γραμμή του Μαδέρο για τη διανομή κενών κρατικών γαιών και δε σκόπευε να προχωρήσει στη διαίρεση των μεγάλων κτημάτων. Τον Απρίλιο του 1913, τα εδάφη που ελήφθησαν κατά τη δικτατορία του Ντίας επεστράφησαν σε 78 κοινότητες των Ινδιάνων Γιακί και Μάγια (ως ανταμοιβή για την υποχρεωτική στρατολόγηση).[66][67] Οι υπουργοί του Ουέρτα πρότειναν δύο γραμμές δράσης: την έκδοση των κρατικών τίτλων, με τους οποίους οι αγρότες θα μπορούσαν να αποκτήσουν γη και ένα νομοσχέδιο για την επιβολή προοδευτικού φόρου στα μεγάλα ακίνητα. Ωστόσο, αυτές οι πρωτοβουλίες απορρίφθηκαν από το Κογκρέσο.
Ο Ουέρτα ήταν φιλικά διακείμενος απέναντι στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Δημιουργήθηκε μια υπηρεσία απασχόλησης, το καθεστώς δεν κατέστειλε τις οικονομικές απεργίες και το κράτος συμμετείχε ενεργά στις διαδικασίες διαιτησίας. Το Εθνικό Γραφείο Εργασίας διερευνούσε τις συνθήκες εργασίας των γυναικών. Το 1913, το «Σπίτι των εργαζομένων του κόσμου» επετράπη να γιορτάσει την 1η Μαΐου. Στα τέλη Μαΐου, η ηγεσία του σωματείου οργάνωσε μια κοινή διαδήλωση με τους φιλελεύθερους, όπου ορισμένοι ομιλητές, ιδιαίτερα ο Αντόνιο Ντίας Σότο-ι-Γάμα, αντιτάχθηκαν ανοιχτά στη δικτατορία. Οι συλλήψεις έγιναν μεταξύ των ηγετών του σωματείου και το ίδιο το «Σπίτι των εργαζομένων του κόσμου» δεν έκλεισε. Όταν όμως η θέση της ηγεσίας του σωματείου έγινε πιο ριζοσπαστική καθώς η στρατιωτική επιβολή του καθεστώτος επιδεινώθηκε, το σπίτι έκλεισε και 20 από τους ηγέτες του φυλακίστηκαν. Ο Σότο-ι-Γάμα κατάφερε να διαφύγει και αργότερα προσχώρησε στους ζαπατίστας.[68]
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ουέρτα, έγιναν πολλές προτάσεις για τον έλεγχο της βιομηχανίας του πετρελαίου. Τον Σεπτέμβριο του 1913, ο βουλευτής Κερίδο Μορένο υπέβαλε πρόταση εθνικοποίησης της βιομηχανίας του πετρελαίου. Λίγο αργότερα, διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών, αλλά η ίδια η πρωτοβουλία δεν αναπτύχθηκε. Την άνοιξη του 1914, η κυβέρνηση εξέταζε το ανεκπλήρωτο έργο εθνικοποίησης των εταιρειών πετρελαίου από το κράτος.[69]
Οι δαπάνες για την εκπαίδευση, που ήταν 7,2% επί Ντίας και 7,8% υπό Μαδέρο, αυξήθηκαν στο 9,9% (μόνο οι μισές, ωστόσο, έφτασαν στον προορισμό τους).[70] Ο υπουργός Παιδείας Χόρχε Βέρα Εστανιόλ υποσχέθηκε ότι θα χτίσει 5.000 σχολεία. Η κυβέρνηση Ουέρτα άρχισε να αναπτύσσει προγράμματα για να βοηθήσει τους Ινδιάνους - ιατροί και δάσκαλοι στάλθηκαν στα χωριά τους.[71] Ο πρόεδρος προσπάθησε να διατηρήσει καλές σχέσεις με την εκκλησία, κάτι που όμως δεν τον εμπόδισε να κλείσει την εφημερίδα της καθολικής εκκλησίας La Union Popular (μτφ. Η Λαϊκή Ένωση), η οποία τον επέκρινε, και αφού διέλυσε το Κογκρέσο τον Οκτώβριο, συνέλαβε τον αρχηγό του Καθολικού Κόμματος, Φεδερίκο Γαμπόα.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1913, το καθεστώς Ουέρτα αναγνωρίστηκε από χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία, η Ισπανία, η Κίνα και η Ιαπωνία. Από τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, το δικτατορικό καθεστώς δεν έλαβε αναγνώριση μόνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τον Μάρτιο ανέλαβε καθήκοντα ένας νέος πρόεδρος, ο Γούντροου Ουίλσον, ο οποίος είχε τη φήμη του υπερασπιστή των δημοκρατικών αξιών. Καθώς οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπάργκο όπλων στο Μεξικό, η κυβέρνηση Ουέρτα απέστειλε εκπροσώπους στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία για να προμηθευτεί τουφέκια και πυρομαχικά.[66][72] Η ιαπωνική εταιρεία Mitsui έλαβε παραγγελία για την προμήθεια 70 χιλιάδων τυφεκίων και 145 εκατομμυρίων φυσιγγίων.[73] Η Γερμανία ήταν πολύ δραστήρια στη στήριξη της δικτατορίας Ουέρτα. Πολλές συμφωνίες συνήφθησαν με Γερμανούς βιομήχανους για την προμήθεια δεκάδων χιλιάδων τυφεκίων Mauser και φυσιγγίων για τα όπλα αυτά.[74] Τον Μάρτιο του 1914, το εργοστάσιο Krupp έλαβε μια παραγγελία για την προμήθεια όπλων και οβίδων για τον ορεινό στρατό του Ουέρτα.
Η νέα κυβέρνηση, ωστόσο, δεν υποστηρίχθηκε από τις πλουσιότερες βόρειες πολιτείες του Μεξικού. Ο Κυβερνήτης της Πολιτείας Κοαουίλα Βενουστιάνο Καράνσα ανακοίνωσε τη μη αναγνώριση της κυβέρνησης. Παρουσίασε το Σχέδιο Γκουανταλούπε, στόχος του οποίου ήταν η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.[43] Ο Καράνσα διορίστηκε Ανώτατος Διοικητής του στρατού των Συνταγματικών.[66]
Μέχρι το φθινόπωρο του 1913, ο Ουέρτα είχε αντικαταστήσει πλήρως τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου και ο Μονδραγκόν και ο Ρέγιες έχασαν τις θέσεις τους. Νέες προεδρικές εκλογές ήταν προγραμματισμένες για τις 26 Οκτωβρίου, αλλά παραβιάζοντας τη συμφωνία που είχε συναφθεί, ο Φέλιξ Ντίας στάλθηκε για αποστολή στην Ιαπωνία.[66][75] Έτσι ο Ουέρτα προσπάθησε να περιβάλλει τον εαυτό του με άτομα που ήταν προσωπικά πιστά σε αυτόν για να παραμείνει στην εξουσία, διατηρώντας την επίφαση της τήρησης του συντάγματος. Ωστόσο, υπήρχαν πολλοί υποστηρικτές του Μαδέρο στο Κογκρέσο, οι οποίοι σχημάτισαν ένα ισχυρό μπλοκ αντιπολίτευσης. Στις 8 Οκτωβρίου, με εντολή του Ουέρτα, δολοφονήθηκε ο γερουσιαστής της αντιπολίτευσης Μπελισάριο Ντομίνγκες.[66] Τα μέλη του Κογκρέσου ζήτησαν έρευνα για την εξαφάνιση του Ντομίνγκες και απείλησαν να μετακινηθούν από την Πόλη του Μεξικού σε ένα ασφαλέστερο μέρος - αυτό ήταν ένας σαφής υπαινιγμός της πιθανότητας μετακίνησης σε έδαφος Συνταγματικών. Ο Ουέρτα διέλυσε το Κογκρέσο στις 10 Οκτωβρίου και συνέλαβε πολλούς βουλευτές. Νέες εκλογές για το Κογκρέσο επρόκειτο να διεξαχθούν ταυτόχρονα με τις προεδρικές εκλογές. Ο Φέλιξ Ντίας επετράπη να επιστρέψει και να συνεχίσει την προεκλογική του εκστρατεία. Ο προσωρινός πρόεδρος δεν μπορούσε να προταθεί, αλλά ο στρατός και οι υπάλληλοι διατάχθηκαν να γράψουν το όνομα του Ουέρτα στα ψηφοδέλτια. Επιπλέον, ο Ουέρτα έκανε ό, τι μπορούσε για να περιπλέξει την εκλογική διαδικασία και λόγω της χαμηλής συμμετοχής, οι προεδρικές εκλογές κηρύχθηκαν άκυρες.[43]
H εξέγερση των Συνταγματικών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ουέρτα προσπάθησε να δημιουργήσει επωφελείς συμφωνίες με όλους τους επαναστάτες: Ζαπάτα, Ορόσκο, Βίγια. Ωστόσο, μόνο ο Ορόσκο συμφώνησε να σταθεί στο πλευρό των ομοσπονδιακών δυνάμεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα συμπεριελαμβανόταν ένας εκπρόσωπός του στην κυβέρνηση, και θα πραγματοποιούταν αγροτική μεταρρύθμιση στο Μεξικό.[76] Ο Ζαπάτα δεν αναγνώρισε ούτε τη νομιμότητα του Ουέρτα ούτε την ηγετική προσωπικότητα του Καράνσα, οπότε δεν υπήρξε επαφή μεταξύ των Συνταγματικών και των στρατευμάτων του.[66]
Μέχρι τον Απρίλιο του 1913, οι Συνταγματικοί είχαν πετύχει μεγάλες κατακτήσεις στη Σονόρα, ενώ τα στρατεύματα του Ουέρτα κράτησαν μόνο τον νότο. Εκεί αναδείχθηκαν οι επαναστάτες διοικητές Άλβαρο Ομπρεγκόν και Πλουτάρκο Έλιας Κάγιες. Τον Μάιο και τον Ιούνιο, ο Ομπρεγκόν προκάλεσε δύο μεγάλες ήττες στις κυβερνητικές δυνάμεις στις πόλεις Σάντα Ρόσα και Σάντα Μαρία. Μέχρι το καλοκαίρι, στην πολιτεία Μορέλος όπου πολεμούσε ο Ζαπάτα, οι ομοσπονδιακές δυνάμεις κατάφεραν να διατηρήσουν μόνο τις μεγάλες πόλεις.[77] Εκείνη τη στιγμή, ο εμφύλιος πόλεμος είχε αποκτήσει έναν ολικό χαρακτήρα, με το να έχει επεκταθεί σε όλη τη χώρα. Και γι' αυτό, η εξωτερική και η εσωτερική οικονομία πέρασαν σε πλήρη παρακμή.[66]
Το σημείο καμπής αυτής της εκστρατείας ήταν η κατάληψη της Τορρεόν από τους Συνταγματικούς. Ο διοικητής των δυνάμεων που κατέλαβαν την πόλη ήταν ο Πάντσο Βίγια, ο οποίος επέστρεψε στο Μεξικό στις 6 Μαρτίου 1913. Ένωσε τις μονάδες που έπαιρναν διαταγές από αυτόν σε "Βόρεια Μεραρχία", η οποία αριθμούσε 8 χιλιάδες άτομα. Τα στρατεύματά του μπήκαν στην πόλη τη νύχτα της 1ης Οκτωβρίου 1913. Μετά τη μάχη, στο κυβερνητικό στρατόπεδο σκοτώθηκαν 800 άτομα, ενώ τα αποθέματα πυρομαχικών και 18 όπλα κατασχέθηκαν. Στις 26 Νοεμβρίου, ο στρατός του Ορόσκο ηττήθηκε στην Τιέρα Μπλάνκα.[77]
Η διάσπαση του Κογκρέσου και η διακοπή των εκλογών δυσαρέστησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Πρόεδρο Ουίλσον προσωπικά. Επιπλέον, η επανάσταση έθεσε σε κίνδυνο την ιδιοκτησία των αμερικανικών μονοπωλίων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ανησυχώντας για τα αντιαμερικανικά συναισθήματα στο Μεξικό, έστειλαν τις ναυτικές τους δυνάμεις, καταλαμβάνοντας το λιμάνι της Βερακρούς στις 21 Απριλίου 1914. Αλλά λόγω της πατριωτικής έξαρσης μεταξύ των Μεξικανών, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη συνέχιση της παρέμβασης. Η κατοχή έληξε στις 23 Νοεμβρίου 1914.[66]
Τον Απρίλιο, οι Συνταγματικοί υπό τη διοίκηση του στρατηγού Πάμπλο Γκονσάλες Γκάρσα κατέλαβαν το Μοντερέι. Τον Μάιο, ο Ζαπάτα κατέλαβε τη Χοχούτλα. Στις 23 Ιουνίου 1914, η Βίγια κατέλαβε τη Σακατέκας. Η μάχη για την Πόλη του Μεξικού, στην οποία σκοτώθηκαν από 5 έως 6 χιλιάδες ομοσπονδιακοί στρατιώτες και περίπου χίλιοι μαχητές της Βόρειας Μεραρχίας, ήταν η πιο αιματηρή μάχη εναντίον του Ουέρτα. Στις 6-7 Ιουλίου, ο Ομπρεγκόν προκάλεσε μια μεγάλη ήττα στο κυβερνητικό στρατόπεδο κοντά στη Γουαδαλαχάρα. Στις 15 Ιουλίου, ο Ουέρτα ανακοίνωσε την παραίτησή του και στις 20 Ιουλίου έφυγε από τη χώρα. Η Πόλη του Μεξικού παραδόθηκε χωρίς μάχη. Στις 18 Αυγούστου 1914, ο Καράνσα εισήλθε πανηγυρικά στην πόλη.[66][78]
Τέταρτο στάδιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διαφωνίες στο επαναστατικό στρατόπεδο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Καράνσα δεν ανέλαβε προσωρινός πρόεδρος (αλλιώς δεν θα μπορούσε να είναι υποψήφιος στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές), διατηρώντας τη θέση του ανώτατου αρχηγού. Το πολιτικό πρόγραμμα του Καράνσα δεν προέβλεπε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και απέφευγε το αγροτικό ζήτημα, κάτι το οποίο δυσαρέστησε τους αγρότες που προσχώρησαν σε αυτόν. Αρκετές συμπλοκές σημειώθηκαν μεταξύ των υποστηρικτών του Καράνσα και του Βίγια. Σε μια προσπάθεια επίλυσης των διαφορών, ο Άλβαρο Ομπρεγκόν πραγματοποίησε αρκετές συναντήσεις με τον Βίγια.[78] Για την επίλυση ζητημάτων εξουσίας και των επερχόμενων μετασχηματισμών, συμφωνήθηκε να συγκληθεί Συνέλευση των διοικητών των επαναστατικών στρατευμάτων. Ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου 1914 στην Πόλη του Μεξικού και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αγουασαλιέντες.[78][79]
Οι σύνεδροι της Συνέλευσης χωρίστηκαν σε τρεις κύριες φατρίες: τους υποστηρικτές του Βίγιας, τους υποστηρικτές του Καράνσα και μια ομάδα αξιωματικών του στρατού του Ομπρεγκόν. Πρόεδρος του συνεδρίου ήταν ο στρατηγός Αντόνιο Βιγιαρεάλ, ο οποίος υποστήριξε τον Καράνσα και τον Ομπρεγκόν.[78] Μετά από πρόταση του Βίγια, εκπρόσωποι του Ζαπάτα κλήθηκαν στη Συνέλευση, οι οποίοι έλαβαν την ιδιότητα του παρατηρητή. Δεδομένου ότι ο Ζαπάτα φοβόταν να στείλει τους άπειρους στην πολιτική διοικητές στο Αγουασαλιέντες, 29 σύμβουλοί του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Αντόνιο Ντίας Σότο-ι-Γάμα, έλαβαν στρατιωτικούς βαθμούς για να συμμετάσχουν στη συνάντηση.[79]
Στις 31 Οκτωβρίου, στη Συνέλευση αποφασίστηκε ότι ο Βίγια και η Καράνσα έπρεπε να παραιτηθούν. Την 1η Νοεμβρίου, οι αντιπρόσωποι εξέλεξαν τον στρατηγό Εουλάλιο Γκουτιέρες ως τον προσωρινό πρόεδρο του Μεξικού. Ο Καράνσα δεν αναγνώρισε τις αποφάσεις της Σύμβασης Αγουασαλιέντες και τον Νοέμβριο, αφήνοντας την πρωτεύουσα, πήγε στη Βερακρούς.[78] Μετά την άρνηση του Καράντσα να παραιτηθεί, τα μέλη της Συνέλευσης τον κήρυξαν επαναστάτη. Ο Πρόεδρος Γκουτιέρες διόρισε τον Βίγια ως τον Γενικό Διοικητή των δυνάμεων της Συνέλευσης. Ο Άλβαρο Ομπρεγκόν έπρεπε να επιλέξει ένα από τα αντιμαχόμενα μέρη. Οι πιο αποτελεσματικές μονάδες του στρατού του, με διοικητή τον Μανουέλ Ντιέγκας, πήραν την πλευρά του Καράνσα, οπότε ο Ομπρεγκόν δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κάνει το ίδιο.[79]
Με την έναρξη του τελικού σταδίου της επανάστασης, το τυπικό πλεονέκτημα ήταν στο πλευρό των δυνάμεων της Σύμβασης. Οι κύριες σιδηροδρομικές γραμμές από τα σύνορα των ΗΠΑ έως την Πόλη του Μεξικού ήταν υπό τον έλεγχο του Βίγια, ενώ η ίδια η πρωτεύουσα απειλούταν από τα στρατεύματα του Ζαπάτα. Ταυτόχρονα, τα εδάφη που υπάγονταν στον Καράνσα ήταν διάσπαρτα και δεν είχαν άμεση επικοινωνία: στην ακτή του Ειρηνικού, στην πολιτεία Χαλίσκο, βρίσκονταν τμήματα του Νιέγκας, στην πολιτεία Οαξάκα βρισκόταν ο αδελφός του Καράνσα, Χεσούς, και στα βορειοανατολικά, στο Ταμπίκο και στην Κοαουίλα, οι δυνάμεις ήταν υπό τη διοίκηση του στρατηγού Βιγιαρεάλ.[79]
Ο Βίγια ενώθηκε με τον Ζαπάτα, και πάρολο που είχε την ευκαιρία να νικήσει τον μικρό στρατό του Καράνσα στη Βερακρούς, προτίμησε την επίθεση στην Κοαουίλα και στο Χαλίσκο. Έτσι, προσπάθησε να εξασφαλίσει τις πλευρές του στρατού του, ώστε να μην χάσει τον έλεγχο των σιδηροδρόμων μέσω των οποίων λάμβανε πυρομαχικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, η Κοαουίλα φιλοξενούσε τα μόνα κοιτάσματα άνθρακα στη χώρα, επίσης απαραίτητα για τη σιδηροδρομική επικοινωνία. Ως εκ τούτου, η κατάληψη της Βερακρούς αφέθηκε στον Ζαπάτα, ο οποίος τη θεωρούσε φέουδό του. Ωστόσο, οι μονάδες του είχαν συνηθίσει κυρίως στον ανταρτοπόλεμο, ενώ δεν είχαν πρακτικά πυροβολικό, κάτι που τις έκανε ακατάλληλες για ένα τέτοιο έργο.[79]
Ο Καράνσα διέταξε τον Ομπρεγκόν, ο οποίος αρχικά σκόπευε να μεταφέρει τις δυνάμεις του από τη Βερακρούς στις ακτές του Ειρηνικού, να απομακρύνει τα στρατεύματα από την Πόλη του Μεξικού. Η εκκένωση άρχισε στις 18 Νοεμβρίου: οι μονάδες διατάχθηκαν να υποχωρήσουν προς τη Βερακρούς. Στις 24 Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε η απόσυρση των στρατευμάτων του Καράνσα από την πρωτεύουσα. Στις 27 του μήνα, ο Ζαπάτα πλησίασε την πόλη και στις 30 Νοεμβρίου πλησίασε και ο Βίγια. Στις 4 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των δύο επαναστατικών ηγετών που συμφώνησαν για τις κατευθύνσεις της επίθεσης. Ωστόσο, και οι δύο διοικητές δεν προσπάθησαν να απομακρυνθούν από τα βασικά τους ερείσματα: ο Βίγια από την πολιτεία Τσιουάουα και ο Ζαπάτα από την πολιτεία Μορέλος. Ως εκ τούτου, ο Βίγια έπρεπε να νικήσει τον Καράνσα στα βόρεια και ο Ζαπάτα έπρεπε να πάρει την Πουέμπλα και τη Βερακρούς. Στις 6 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε στην Πόλη του Μεξικού μια πανηγυρική πομπή 50 χιλιάδων στρατιωτών των στρατών του Βίγια και του Ζαπάτα, οι οποίοι οδήγησαν την πομπή με ανοιχτό αυτοκίνητο. Στο τέλος της πορείας, οι δύο διοικητές μαζί με τον προσωρινό πρόεδρο Γκουτιέρες, χαιρέτησαν τους κατοίκους από το μπαλκόνι του Εθνικού Παλατιού. Στις 9 Δεκεμβρίου, ο Ζαπάτα έφυγε από την Πόλη του Μεξικού και άρχισε τις προετοιμασίες για μια επίθεση στην Πουέμπλα, και στις 10 Δεκεμβρίου, έφυγε και ο Βίγια. Μετά από αυτό, μετά από εντολή τους, έγινε ένα κύμα καταστολής στην πρωτεύουσα, κατά τη διάρκεια του οποίου σκοτώθηκαν 150-200 άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των τριών πρώην στρατηγών του ομοσπονδιακού στρατού του Ουέρτα. Αν και τέτοιες ενέργειες εφαρμόζονταν από όλους τους Μεξικανούς στρατιωτικούς ηγέτες της περιόδου, προκάλεσαν την οργή του προσωρινού προέδρου, ο οποίος απείλησε τον Βίγια με τη μεταφορά της Σύμβασης στο Σαν Λουίς Ποτοσί.[79]
Στα μέσα Δεκεμβρίου 1914, ο Βίγια κατέλαβε την πρωτεύουσα του Χαλίσκο, τη Γουαδαλαχάρα, από την οποία περνούσαν οι σιδηροδρομικές επικοινωνίες. Ταυτόχρονα, άλλα αποσπάσματα του Βίγια κατέλαβαν το Σαλτίγιο, το διοικητικό κέντρο της Κοαουίλα. Κατά την κατάληψη της πόλης, ανάμεσα στα αρχεία του πρώην προέδρου του συνεδρίου Βιγιαρεάλ, βρέθηκαν επιστολές του Προέδρου Γκουτιέρες, όπου ζητούσε από τον Ομπρεγκόν να εναντιωθεί στον Καράνσα και στον Βίγια. Ο Βίγια διέταξε αμέσως τη σύλληψη του προσωρινού προέδρου, ο οποίος ωστόσο κατάφερε να διαφύγει στο Σαν Λουίς Ποτοσί.[43] Ο Ρόκε Γκονσάλες Γκάρσα έγινε ο νέος προσωρινός πρόεδρος.[80] Στις 15 Δεκεμβρίου, τα στρατεύματα του Ζαπάτα, εξοπλισμένα με πυροβολικό που έστειλε ο Βίγια, κατέλαβαν την Πουέμπλα. Ωστόσο, στις 5 Ιανουαρίου 1915, ο Άλβαρο Ομπρεγκόν ανακατέλαβε την πόλη. Στις 28 Ιανουαρίου, ο Ομπρεγκόν κατέλαβε την Πόλη του Μεξικού ουσιαστικά χωρίς αγώνα. Οι υπέρμαχοι της Σύμβασης μετακινήθηκαν από την πρωτεύουσα στην Κουερναβάκα - το κέντρο του Μορέλος, το οποίο χρησίμευσε ως η κύρια βάση του Ζαπάτα. Η πλειοψηφία των υπέρμαχων της Σύμβασης ήταν πλέον υπέρ του Ζαπάτα.[79]
Στις 6 Ιανουαρίου 1915, ο Καράνσα εξέδωσε διάταγμα για την επιστροφή των εδαφών, των βοσκοτόπων και των υδάτινων πόρων που αφαιρέθηκαν από τα χωριά, τα οποία άρχισαν αμέσως να ενσωματώνονται σε πραγματικές ενέργειες. Οι κυβερνήτες του Καράνσα έλαβαν ευρείες εξουσίες για να πραγματοποιήσουν τη μεταρρύθμιση. Επιπλέον, προσπάθησαν να κερδίσουν το προλεταριάτο. Με εντολή του Ομπρεγκόν, εισπράχθηκε φόρος από την εκκλησία και τους επιχειρηματίες υπέρ των φτωχών και δημιουργήθηκε επίσης ένα ταμείο κοινωνικής βοήθειας. Μαζί με τον αναρχικό ηγέτη Γκεράρδο Μουρίγιο Ομπρεγκόν ξεκίνησαν μια εκστρατεία προπαγάνδας εναντίον των Ζαπάτα και Βίγια. Η εκστρατεία αυτή υποστηρίχθηκε από τους αναρχικούς ηγέτες του «Σπιτιού των εργαζομένων του κόσμου» που άνοιξε μετά την απέλαση του Ουέρτα, οι οποίοι θεωρούσαν την αγροτιά αντιδραστική τάξη. Με πρωτοβουλία τους, δημιουργήθηκαν «κόκκινα τάγματα» με αρκετές εκατοντάδες εργάτες, για να συμπληρώσουν τον στρατό του Ομπρεγκόν.[81]
Οι αντίπαλοι του Καράνσα δεν ξέχασαν τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Στο Μορέλος, ο Ζαπάτα ξεκίνησε την εφαρμογή του Σχεδίου Αγιάλα: άρχισε η επιστροφή στους αγρότες των εδαφών που τους είχαν αφαιρεθεί άδικα. Επιπλέον, τα οικόπεδα που επιστρέφονταν θα μπορούσαν να μεταφερθούν σε κοινόχρηστη και ιδιωτική ιδιοκτησία. Κι ενώ συμμετείχε σε ενεργές εχθροπραξίες, ο Βίγια ακολούθησε μια πιο προσεκτική αγροτική πολιτική, όπου οι αποφάσεις του εξαρτώνταν από τις στρατιωτικές του ανάγκες. Το φθινόπωρο του 1914, για λογαριασμό του Καράνσα, ο πρώην υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησης Μαδέρο, Μανουέλ Μπονίγια, ανέπτυξε ένα μεταρρυθμιστικό έργο για τη διανομή ακαλλιέργητων γαιών. Σύμφωνα με αυτό το έργο, οι αγρότες κλήθηκαν να εξαγοράσουν την απαλλοτριωμένη γη με τη χρήση των κρατικών δανείων χαμηλού επιτοκίου. Ο Βίγια, από την άλλη πλευρά, υποστήριζε τη δωρεάν διανομή γης, ιδιαίτερα μεταξύ των βετεράνων υποστηριχτών του. Τον Μάιο του 1915, δημοσίευσε το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο όλη η γη των γαιοκτημόνων (ισπ. haciendas) που ξεπερνούσε ένα ορισμένο μέγεθος έπρεπε να διανεμηθεί στους αγρότες. Οι ιδιοκτήτες της απαλλοτριωμένης γης έλαβαν αποζημίωση και οι νέοι ιδιοκτήτες έπρεπε να αγοράσουν αυτά τα οικόπεδα από το κράτος σε μικρές δόσεις. Επιπλέον, στην πατρίδα του στην Τσιουάουα, ο Βίγια προσφέρθηκε να μοιράσει γη δωρεάν. Εκτός από τους αγροτικούς μετασχηματισμούς, ο Βίγια ακολούθησε μια πολιτική βοήθειας για τους φτωχούς: θεσπίστηκαν συντάξεις για βετεράνους με ειδικές ανάγκες και στην πρωτεύουσα της πολιτείας Τσιουάουα χρηματοδοτήθηκε ένα δωρεάν νοσοκομείο για τον άμαχο πληθυσμό.[79]
Ωστόσο, αυτά τα μέτρα δεν μπορούσαν να διορθώσουν τη δεινή κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας. Πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν, ο όγκος της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής μειώθηκε, κάτι το οποίο προκάλεσε ανεργία και άνοδο των τιμών. Οι τιμές αυξήθηκαν επίσης λόγω του πληθωρισμού: έως το 1916, περίπου 20 διαφορετικά νομίσματα κυκλοφορούσαν στο Μεξικό, που εκδόθηκαν από τους διοικητές των πολεμικών στρατών και κυβερνητών πολιτειών. Για να ολοκληρωθεί η δεινή κατάσταση, το 1915 ξέσπασε επιδημία τύφου στη χώρα, που οδήγησε σε μεγάλο αριθμό θανάτων.[79]
Στις αρχές του 1915 οι μάχες συνεχίστηκαν. Μέχρι τον Μάρτιο, 160.000 άνθρωποι είχαν συμμετάσχει στον εμφύλιο πόλεμο: 80 χιλιάδες με τον Καράνσα, 50 χιλιάδες με τον Βίγια, 20 χιλιάδες με τον Ζαπάτα και 10 χιλιάδες μαχητές διαφόρων ανεξάρτητων διοικητών. Τον Απρίλιο, δύο μάχες έλαβαν χώρα κοντά στην πόλη Σελάγια μεταξύ των στρατευμάτων του Καράνσα υπό τη διοίκηση του Ομπρεγκόν και των υποστηρικτών του Βίγια. Στην τελευταία μάχη στις 13-15 Απριλίου, στην οποία συμμετείχαν 25 χιλιάδες εκ μέρους του Βίγια και 15 χιλιάδες εκ μέρους του Καράνσα, ο Βίγια ηττήθηκε, έχοντας απωλέσει 4 χιλιάδες άτομα και 5 χιλιάδες τραυματίες. Οι απώλειες του Όμπρεγκον ήταν 138 νεκροί και 276 τραυματίες. Τέλος, ο στρατός του Βίγια ηττήθηκε στη μάχη του Λεόν, η οποία διήρκεσε περισσότερο από ένα μήνα. Μέχρι το τέλος του 1915, όλα τα εδάφη ήταν υπό τον έλεγχο του Καράνσα. Ο Βίγια στράφηκε στον ανταρτοπόλεμο. Για να πολεμήσει τον Ζαπάτα, ο Καράνσα εξόπλισε έναν στρατό 30.000 ατόμων, ο οποίος είχε επίσης τη μοναδική αεροπορική μοίρα στο Μεξικό. Ο διοικητής αυτών των δυνάμεων, Πάμπλο Γκονσάλες, κατέλαβε την πρωτεύουσα του Μορέλος, Κουερναβάκα, στις 2 Μαΐου 1916, μετά την οποία ο Ζαπάτα πέρασε σε ανταρτοπόλεμο.[79]
Τον Φεβρουάριο του 1915, οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες και οι Μεξικανοί αντιπολιτευτές αποκατέστησαν τις σχέσεις με τον Βικτοριανό Ουέρτα, ο οποίος βρισκόταν στην Ισπανία. Η Γερμανία συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής επρόκειτο να γίνουν αντίπαλοί της. Ο Ουέρτα κλήθηκε να ηγηθεί μιας ανταρσίας που θα χρηματοδοτούνταν από τη Γερμανία εναντίον του Καράνσα: αφού θα καταλάμβανε την εξουσία, θα ξεκινούσε έναν πόλεμο εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, αποσπώντας την προσοχή τους από το ευρωπαϊκό πόλεμο. Επιπλέον, η Γερμανία σκόπευε να στερήσει την Αντάντ από τις προμήθειες μεξικανικού πετρελαίου.[82] Στις 12 Απριλίου, ο Ουέρτα έφτασε στη Νέα Υόρκη, όπου τον Ιούνιο συναντήθηκε με τον Πασκουάλ Ορόσκο, τα στρατεύματα του οποίου είχαν ήδη ξεκινήσει μια ανταρσία στην Τσιουάουα. Στις 24 Ιουνίου, ο Ουέρτα και ο Ορόσκο προσπάθησαν να διασχίσουν τα σύνορα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού, αλλά συνελήφθησαν από την ομοσπονδιακή αστυνομία των ΗΠΑ.[83] Και οι δύο συνωμότες μπήκαν στη φυλακή και στη συνέχεια σε κατ' οίκον περιορισμό. Στις 3 Ιουλίου, ο Ορόσκο διέφυγε της σύλληψης, αλλά την 1η Σεπτεμβρίου σκοτώθηκε από την αστυνομία του Τέξας. Ο Ουέρτα μεταφέρθηκε σε κανονικό κελί. Λόγω της επιδείνωσης της υγείας του τον Ιανουάριο του 1916, ο πρώην πρόεδρος αφέθηκε ελεύθερος για τη θεραπεία της κίρρωσης του ήπατος και πέθανε λίγο μετά τη χειρουργική επέμβαση.[84]
Τον Οκτώβριο του 1915, ο Αμερικανός πρόεδρος αναγνώρισε την κυβέρνηση του Καράνσα, καθώς ο δεύτερος έδειξε «καλή συμπεριφορά» απέναντι στα αμερικανικά συμφέροντα. Από εκείνη τη στιγμή, η σχέση μεταξύ Ουίλσον και Καράνσα βελτιώθηκε. Ωστόσο, αφού ο Καράνσα εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε σε ξένες εταιρείες να ανοίγουν πηγάδια στον έδαφος του Μεξικού χωρίς την άδεια της μεξικανικής κυβέρνησης, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να ξεκινήσουν τη δεύτερη επέμβασή τους. Η εισβολή ανακοινώθηκε με την πρόφαση της τιμωρητικής αποστολής εναντίον του εναπομείναντος στρατού του Βίγια, που βρισκόταν στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού. Τον Μάρτιο του 1916, ένα αμερικανικό απόσπασμα 10.000 ατόμων υπό τη διοίκηση του Ταξίαρχου Τζον Πέρσινγκ εισήλθε στο έδαφος του Μεξικού, όπου υπήρξαν συγκρούσεις με τα στρατεύματα του Καράνσα. Ωστόσο, η ετοιμότητα των Μεξικανών να αποκρούσουν την επίθεση, η προοπτική μιας παρατεταμένης σύγκρουσης και το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονταν να συμμετάσχουν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησαν στην αποχώρηση των στρατευμάτων τους στις 5 Φεβρουαρίου 1917.[43]
Έγκριση του νέου Συντάγματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Δεκέμβριο του 1916, συγκλήθηκε το Συντακτικό Συνέδριο (ισπ. Congreso Constituyente) στην πόλη Σαντιάγο ντε Κερέταρο, στην οποία στις 5 Φεβρουαρίου 1917 υιοθετήθηκε ένα νέο Σύνταγμα (εξακολουθεί να ισχύει). Το άρθρο 27 του Συντάγματος δήλωνε ότι όλη η γη είναι ιδιοκτησία του κράτους. Όπως και στο Σύνταγμα του 1857, απαγορεύτηκε στις αστικές και εκκλησιαστικές οργανώσεις να κατέχουν γη. Η εκκλησία διαχωρίστηκε από το κράτος και η ακίνητη περιουσία της έγινε ιδιοκτησία του έθνους. Ωστόσο, επετράπη η ιδιοκτησία γης σε αγροτικές κοινότητες, ινδιάνικες φυλές και κατοίκους μεμονωμένων αγροκτημάτων. Το ίδιο άρθρο ουσιαστικά αποκατέστησε την ιδιοκτησία της κοινόχρηστης γης, αφού ακύρωσε όλες τις συναλλαγές που ξεκίνησαν το 1856 (έτος του Νόμου Λέρδο), οι οποίες έπρεπε να επιστραφούν. Τα εδάφη των κοινοτήτων κηρύχθηκαν αναφαίρετα. Το Σύνταγμα προέβλεπε την αγροτική μεταρρύθμιση με τη διαίρεση της γης των λατιφουντιστών και την παραχώρησή της στους αγρότες. Όλοι οι φυσικοί πόροι κηρύχθηκαν ιδιοκτησία του κράτους. Το Σύνταγμα διακήρυττε την ισότητα όλων των πολιτών, εγγυόταν 8ωρη εργάσιμη ημέρα, το δικαίωμα δημιουργίας συνδικάτων και απεργιών.[79]
Στις 11 Μαρτίου 1917, πραγματοποιήθηκαν οι προεδρικές εκλογές τις οποίες κέρδισε ο Βενουστιάνο Καράνσα. Όπως και ο Μαδέρο, ο Καράνσα δεν βιαζόταν να πραγματοποιήσει τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις. Ο αγώνας των ομοσπονδιακών δυνάμεων εναντίον των ανταρτών συνεχίστηκε για αρκετά ακόμη χρόνια. Το 1919, ο Ζαπάτα σκοτώθηκε[85] και ο Βίγια συνέχισε τον ανταρτοπόλεμο μέχρι το 1920, όταν ως αποτέλεσμα των εξεγέρσεων των στρατηγών Άλβαρο Ομπρεγκόν και Πάμπλο Γκονσάλες, ο Καράνσα σκοτώθηκε κατά την εκκένωση της Πόλης του Μεξικού προς τη Βερακρούς.[86] Το 1923, καθώς οι προεδρικές εκλογές πλησίαζαν, ο Βίγια αποφάσισε να εμπλακεί ξανά με την πολιτική. Λίγο αργότερα, με εντολή του Ομπρεγκόν, δολοφονήθηκε.[87][88][89]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ alvaro-1880-1928 / «Obregón Salido Álvaro» Check
|url=
value (βοήθεια). Dicentennial of Mexico. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2013.[νεκρός σύνδεσμος] - ↑ [https: // memoriapoliticademexico. org / biografias / elias-calle-plutarco-1877-1945 / «Elías Calles Campuzano Plutarco»] Check
|url=
value (βοήθεια). Bicentenario de México. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2013. - ↑ Alan Knight, "Mexican Revolution: Interpretations" in Encyclopedia of Mexico, vol. 2, p. 873. Chicago: Fitzroy Dearborn 1997.
- ↑ John Tutino, From Insurrection to Revolution: Social Bases of Agrarian Violence, 1750–1940. Princeton: Princeton University Press 1986, p. 327.
- ↑ Friedrich Katz, The Secret War in Mexico: Europe, the United States, and the Mexican Revolution. Chicago: University of Chicago Press 1981, p. 35.
- ↑ Katz, The Secret War in Mexico p. 35.
- ↑ «MEXICAN REVOLUTION 1910–1920».
- ↑ Christon Archer, "Military, 1821–1914" in Encyclopedia of Mexico, vol. 2, p. 910. Chicago: Fitzroy and Dearborn 1997.
- ↑ Friedrich Katz, The Secret War in Mexico: Europe, the United States, and the Mexican Revolution. Chicago: University of Chicago Press 1981.
- ↑ Michael LaRosa and German R. Mejia (2007). An Atlas and Survey of Latin American History. M.E. Sharpe. σελ. 150. ISBN 978-0-7656-2933-3.
- ↑ Wasserman, Mark. "Mexican Revolution". Encyclopedia of Latin American History and Culture, v.4, 36
- ↑ John Womack, Jr. “The Mexican Revolution” in Mexico Since Independence, ed. Leslie Bethell. Cambridge: Cambridge University Press 1991, p. 125
- ↑ Knight,"Mexican Revolution: Interpretations", pp. 869–873.
- ↑ Gentleman, Judith, "Revolutionary Consolidation, 1920-1940". Encyclopedia of Latin American History and Culture, v. 4,16-17
- ↑ Knight, Alan (1 May 1980). «The Mexican Revolution». History Today 30 (5): 28. http://web.ebscohost.com/ehost/pdfviewer/pdfviewer?vid=4&hid=21&sid=e69bc72f-b6f3-42c1-99ce-adaea35eecd4%40sessionmgr13. Ανακτήθηκε στις 5 November 2011.
- ↑ Cockcroft, James (1992). Mexico: Class Formation, Capital Accumulation, & the State. Monthly Review Press.
- ↑ Centeno, Ramón I. (2018-02-01). «Zapata reactivado: una visión žižekiana del Centenario de la Constitución» (στα αγγλικά). Mexican Studies/Estudios Mexicanos 34 (1): 36–62. doi: . ISSN 0742-9797. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-04-13. https://web.archive.org/web/20180413043525/http://msem.ucpress.edu/content/34/1/36. Ανακτήθηκε στις 2018-11-20.
- ↑ Garza, James A. "Porfirio Díaz", in Encyclopedia of Mexico, vol. 1, p. 406. Chicago: Fitzroy Dearborn, 1997
- ↑ «Mexico - The age of Porfirio Díaz». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 3 Αυγούστου 2021.
- ↑ Holden, R.H. Mexico and the Survey of Public Lands: The Management of Modernization, 1876 – 1911. DeKalb: Northern Illinois University Press 1993.
- ↑ Garner, Paul. Porfirio Díaz. New York: Pearson 2001, σελ. 98.
- ↑ Schell, William Jr., "Politics and Government: 1876–1910" in Encyclopedia of Mexico. Chicago: Fitzroy Dearborn 1997, σελ. 1111–1117.
- ↑ History of Modern Latin America 1800 to the Present, Meade, σελ. 162
- ↑ 24,0 24,1 Katz, Friedrich (1974). «Labor Conditions on Haciendas in Porfirian Mexico: Some Trends and Tendencies». The Hispanic American Historical Review 54 (1): 1–47. doi: . ISSN 0018-2168. https://www.jstor.org/stable/2512838.
- ↑ Stevens, D.F. "Ley Lerdo" in Encyclopedia of Latin American History and Culture, vol. 3, σελ. 409. New York: Charles Scribner's Sons 1996.
- ↑ 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 Cumberland, Charles C. (15 Απριλίου 2014). Mexican Revolution: Genesis under Madero. University of Texas Press. ISBN 978-0-292-75056-2. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 2 Αυγούστου 2021.
- ↑ «Ley Lerdo | Encyclopedia.com». www.encyclopedia.com. Ανακτήθηκε στις 2 Αυγούστου 2021.
- ↑ Pineda Gómez, Francisco (1997). La irrupción zapatista, 1911. Ediciones Era. ISBN 9684113862.
- ↑ 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 M, Luis Garfias (1979). The Mexican Revolution: A Historic Politico-military Compendium. Ediciones Lara.
- ↑ 30,0 30,1 30,2 Meade, "A History of Latin America: 1800 to the Present," σελ. 323.
- ↑ «La huelga de Cananea». Relatos e Historias en México (στα Ισπανικά). 3 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 2 Αυγούστου 2021.
- ↑ 32,0 32,1 de Planque, Louis· Jackson, William Henry· Underwood, Underwood &· Gómez, Emilio Vázquez· Service, Bain News· Magazine, Pearson’s· American Press Association, New York· Bain, George Grantham· Casasola, Agustín V. «Mexico During the Porfiriato - The Mexican Revolution and the United States | Exhibitions - Library of Congress». www.loc.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2021.
- ↑ 33,0 33,1 33,2 33,3 33,4 33,5 33,6 Garciadiego, Javier (2006). Introducción histórica a la Revolución mexicana. Secretaría de Educación Pública. ISBN 9709765167.
- ↑ Priego, Natalia. Positivism, Science, and 'The Scientists' in Porfirian Mexico. Liverpool: Liverpool University Press 2016.
- ↑ «The Mexican Revolution: November 20th, 1910». NEH-Edsitement (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2021.
- ↑ 36,0 36,1 «Francisco Madero | president of Mexico». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 3 Αυγούστου 2021.
- ↑ Chen, James. «Bank Panic of 1907 Definition». Investopedia (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2021.
- ↑ «Porfirio Diaz». Oxford Reference (στα Αγγλικά). doi:10.1093/oi/authority.20110803095716364. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2021.
- ↑ 39,0 39,1 «8. Mexico (1906-present)». uca.edu (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2021.
- ↑ «Porfirio Diaz | Presidency & Facts». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2021.
- ↑ Stuart F. Voss, "Plan of San Luis Potosí". Encyclopedia of Latin American History and Culturevol. 4, p. 421. New York: Charles Scribner's Sons 1996.
- ↑ «Chihuahua, cuna de la Revolución Mexicana». Cambio 16 de Chihuahua (στα Ισπανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2021.
- ↑ 43,00 43,01 43,02 43,03 43,04 43,05 43,06 43,07 43,08 43,09 Gutiérrez, Harim (2007). Historia de México: De la era revolucionaria al sexenio del cambio. Pearson Educación. ISBN 9702609569.
- ↑ «WikiMexico - Revolución Maderista». www.wikimexico.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2021.
- ↑ Stacy, Lee (2002). Mexico and the United States. Marshall Cavendish. ISBN 978-0-7614-7402-9.
- ↑ Braderman, Eugene Maur (1940). «Mexico's Political Evolution». World Affairs 103 (4): 240–245. ISSN 0043-8200. https://www.jstor.org/stable/20663494.
- ↑ «Los diputados renovadores. De la XXVI Legislatura al Congreso Constituyente | Historia Mexicana». historiamexicana.colmex.mx. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2021.
- ↑ LaFrance, David. "Francisco I. Madero" in Encyclopedia of Latin American History and Culture, vol. 3. New York: Charles Scribner's Sons 1996.
- ↑ «Memoria Política de México». www.memoriapoliticademexico.org. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2021.
- ↑ «List of heads of state of Mexico – Acervo Lima». wiki.acervolima.com. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2021.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ «Distant Neighbors (Hispanic Reading Room, Hispanic Division)». www.loc.gov. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2021.
- ↑ 52,0 52,1 52,2 52,3 52,4 Arroyo, Antonio Vanegas· Posada, José Guadalupe· Rodríguez, Ignacio Eduardo· Sun, The New York· Gómez, Emilio Vázquez· French, Herbert A.· Service, Bain News· Lartigue, Aurelio· Co, C. S. Hammond and. «The Presidency of Madero to his Assassination - The Mexican Revolution and the United States | Exhibitions - Library of Congress». www.loc.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2021.
- ↑ «Salón de los Retratos de los Ex Secretarios de la SHCP». www.apartados.hacienda.gob.mx. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2021.
- ↑ Instituto Nacional de Estudios Históricos de la Revolución Mexicana, Secretaría de Gobernación (1994). Diccionario histórico y biográfico de la Revolución Mexicana (primera edición). México, D.F. ISBN 9-688-05562-X.
- ↑ «Bernardo Reyes, mientras los otros siguen su camino, cuentame a mí tu historia». web.archive.org. 21 Οκτωβρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2021.
- ↑ «Felix Diaz». web.archive.org. 18 Ιουλίου 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2021.
- ↑ «Oil and gas in Mexico» (PDF). Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2021.
- ↑ Tortolero Cervantes,. "Francisco I. Madero" in Encyclopedia of Mexico, Chicago: Fitzroy Dearborn 1997, pp. 766-67.
- ↑ Ross, Stanley. Francisco I. Madero, Apostle of Democracy, Columbia University Press, New York, 1955.
- ↑ 60,0 60,1 60,2 Katz, Friedrich (1983). The Secret War in Mexico: Europe, the United States, and the Mexican Revolution. University of Chicago Press. ISBN 978-0-226-42589-4.
- ↑ «Vista de La Decena Trágica». moderna.historicas.unam.mx. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2021.
- ↑ «Victoriano Huerta as President - The Mexican Revolution and the United States | Exhibitions - Library of Congress». www.loc.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2021.
- ↑ Richmond, Douglas W. "Victoriano Huerta" in Encyclopedia of Mexico, vol. 1.
- ↑ Meyer, Michael C. Mexican Rebel: Pascual Orozco and the Mexican Revolution, 1910–1915. Lincoln: University of Nebraska Press 1967.
- ↑ Paz, Fernando (2006). La política económica de la Revolución Mexicana, 1911-1924. UNAM. ISBN 970323710X.
- ↑ 66,0 66,1 66,2 66,3 66,4 66,5 66,6 66,7 66,8 Knight, Alan (1990). The Mexican Revolution. University of Nebraska Press. ISBN 978-0-8032-7772-4.
- ↑ Delgado de Cantú G. M. Historia de México. Pearson Educación, 2007. Vol. 2. ISBN 9789702603566.
- ↑ «Antonio Díaz Soto y Gama, 1880 - 1967». www.bibliotecas.tv. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2021.
- ↑ Rancaño, Mario Ramírez (2005). «La república castrense de Victoriano Huerta». Estudios de Historia Moderna y Contemporánea de México (30): 167–213. ISSN 0185-2620. https://www.redalyc.org/articulo.oa?id=94120201005.
- ↑ Ruiz, Ramón Eduardo (1963). Mexico: The Challenge of Poverty and Illiteracy. Huntington Library.
- ↑ Meyer, Michael C. (1968-08-01). «The Mexican Revolution: Federal Expenditure and Social Change Since 1910». Hispanic American Historical Review 48 (3): 509–511. doi: . ISSN 0018-2168. https://doi.org/10.1215/00182168-48.3.509.
- ↑ Flores, Juan José (2005). Historia de México. Cengage Learning Editores. ISBN 9706863206.
- ↑ Kerber Palma, Víctor (00/2018). «El misterioso caso de las armas compradas a la empresa Mitsui en la Revolución Mexicana» (στα es). Relaciones. Estudios de historia y sociedad 39 (154): 225–250. doi: . ISSN 0185-3929. http://www.scielo.org.mx/scielo.php?script=sci_abstract&pid=S0185-39292018000200225&lng=es&nrm=iso&tlng=es.
- ↑ Pedraja, René De La (16 Νοεμβρίου 2015). Wars of Latin America, 1899-1941. McFarland. ISBN 978-0-7864-8257-3.
- ↑ «Felix Diaz sent to Japan.; Huerta Makes Him Ambassador and Puts Him Out of Politics.» (στα αγγλικά). The New York Times. 1913-07-18. ISSN 0362-4331. https://www.nytimes.com/1913/07/18/archives/felix-diaz-sent-to-japan-huerta-makes-him-ambassador-and-puts-him.html. Ανακτήθηκε στις 2021-08-09.
- ↑ Alej, Norma Leticia Orozco /· Orozco, ro. «Pascual Orozco, héroe polémico». El Heraldo de Chihuahua | Noticias Locales, Policiacas, de México, Chihuahua y el Mundo (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2021.
- ↑ 77,0 77,1 Runyon, Robert· Service, Bain News· McDowell, Irvin· Company, Rand McNally Map· Company, National Railway Publication· Co, W. H. Horne· Posada, José Guadalupe· Waite, Charles B.· Burlingame, Charles. «The War Against Huerta - The Mexican Revolution and the United States | Exhibitions - Library of Congress». www.loc.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2021.
- ↑ 78,0 78,1 78,2 78,3 78,4 Beiza, Jose; Villicana, Héctor (2004). Historia Nacional. Cengage Learning Editores. ISBN 9706864091.
- ↑ 79,00 79,01 79,02 79,03 79,04 79,05 79,06 79,07 79,08 79,09 79,10 Fernández, Íñigo (2004). Historia de México. Pearson Educación. ISBN 9702605245.
- ↑ "González Garza, Roque", Enciclopedia de México, vol. 6. Mexico City, 1996, ISBN 1-56409-016-7.
- ↑ «17 de febrero de 1915: Pacto entre la Revolución Constitucionalista y la Casa del Obrero Mundial». IMER (στα Ισπανικά). Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2021.
- ↑ Tuchman, Barbara W. The Zimmermann Telegram (New York: NEL Mentor, 1967).
- ↑ Blum, Howard. Dark Invasion: 1915 - Germany's Secret War, Harper, 2014.
- ↑ Stacy, Lee. Mexico and the United States, Marshall Cavendish, 2002.
- ↑ Flores, Juan José (2005). Historia de México. Cengage Learning Editores. ISBN 9706863206.
- ↑ «Venustiano Carranza». web.archive.org. 5 Μαρτίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2021.
- ↑ «Valenzuela, Georgette José, Campaña, rebelión y elecciones presidenciales de 1923 a 1924 en México [artículo]». web.archive.org. 18 Ιανουαρίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2021.
- ↑ «Villa: La fiera emboscada, por Carlos Betancourt Cid». web.archive.org. 8 Ιουνίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2021.
- ↑ Katz, Friedrich, The Life and Times of Pancho Villa. Stanford, CA: Stanford University Press, 1998.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Mexican Revolution στο Wikimedia Commons