Μαγυαροποίηση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι Ούγγροι (Μαγυάροι) στο βασίλειο της Ουγγαρίας και της Κροατίας το 1890. Εδώ φαίνονται τα ποσοστά αυτών που δήλωσαν τα Ουγγρικά ως μητρική γλώσσα στην απογραφή του 1890.

Η μαγυαροποίηση είναι η διαδικασία της αφομοίωσης (ή της πολιτιστικής αφομοίωσης) κατά την οποία οι μη Ούγγροι υιοθετούσαν την ουγγρική εθνική ταυτότητα και γλώσσα, είτε οικειοθελώς είτε λόγω της κοινωνικής πίεσης, συχνά με τη μορφή της αναγκαστικής πολιτικής που ακολουθούσε το ουγγρικό κράτος προπολεμικά.[1]

Στην εποχή της εθνικής αφύπνισης, οι Ούγγροι διανοούμενοι μετέφεραν τις ιδέες του λεγόμενου πολιτικού έθνους και έθνους κράτους από τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες (ειδικά τις αρχές της πολυεθνικής Γαλλίας του 18ου αιώνα) που περιείχε την ιδέα της αφομοίωσης, γλωσσικά και πολιτισμικά, των μειονοτήτων.[2]

Ο Ουγγρικός Νόμος περί εθνικοτήτων (1868) εγγυόταν ότι όλοι οι πολίτες του Βασιλείου της Ουγγαρίας (τότε μέρος της Διπλής Μοναρχίας), ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, αποτελούσαν πολιτικά "ένα ενιαίο έθνος, το αδιαίρετο, ενιαίο ουγγρικό έθνος", και δεν μπορούσε να υπάρξει διαφοροποίηση μεταξύ τους εκτός από την επίσημη χρήση των γλωσσών και μετά μόνο εφόσον επιβαλλόταν από πρακτικούς λόγους.[3] Παρά τον νόμο, η χρήση των μειονοτικών γλωσσών παραγκωνίστηκε σχεδόν παντού από την διοίκηση, ακόμη και στο δικαστικό σύστημα. Ακόμη και οι προσφυγές στον νόμο για τις εθνικότητας αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση ή κατάχρηση. Η ουγγρική γλώσσα υπερεκπροσωπούνταν στα δημοτικά σχολεία και σχεδόν όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και μετά χρησιμοποιούσαν τα ουγγρικά.

Κατά τη διάρκεια του μεγάλου 19ου αιώνα, οι Ούγγροι πολιτικοί και διανοούμενοι είχαν αυστηρή στάση στην σύγχρονη φιλελεύθερη αντίληψη του εθνικού ζητήματος, η οποία βασιζόταν αυστηρά στην ατομικότητα. Με τη συνεχή αναφορά στην έννοια του ατομικισμού, προσπάθησαν να μειώσουν με το θέμα των μειονοτήτων σε ένα απλό ζήτημα για τα γλωσσικά και πολιτιστικά δικαιώματα, αρνούμενοι τα συλλογικά δικαιώματα για την δημιουργία πολιτικών αυτόνομων εθνοτήτων.[4]

Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούσε εξολοκλήρου στα ουγγρικά, όπως και όλη η οικονομία και η κοινωνική ζωή πάνω από το κατώτερο επίπεδο. Το 1910, το 96% των δημοσίων υπαλλήλων, το 91.2% όλων των δημοσίων υπαλλήλων, το 96.8% των δικαστών και εισαγγελέων, το 91.5% των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το 89% των ιατρών είχαν την ουγγρική ως μητρική γλώσσα.[5] Η διαδικασία του εξουγγρισμού κινούταν με εξαιρετικά γρήγορη ταχύτητα στις πόλης. Σχεδόν όλοι οι Εβραίοι και οι Γερμανοί, αλλά και πολλοί Σλοβάκοι και Ρουθήνιοι της μεσαίας τάξης είχε εξουγγριστεί.

Το ποσοστό του πληθυσμού με τα ουγγρικά ως μητρική γλώσσα αυξήθηκε κατά σχεδόν οχτώ μονάδες σε 30 χρόνια, από 46.6% το 1880 σε 54.5% το 1910. Η απογραφή του 1910 (και τις προηγούμενες απογραφές) δεν καταχώρησε την εθνικότητα αλλά τη μητρική γλώσσα (και τη θρησκεία), με αποτέλεσμα να λαμβάνει κατά καιρούς κριτική.

Ωστόσο, ο περισσότερους εξουγγρισμός γινόταν στο κέντρο της χώρας και στην μεσαία τάξη που είχε πρόσβαση στην εκπαίδευση, όντας αποτέλεσμα της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης. Δεν άγγιξε πολύ τους αγροτικούς πληθυσμούς στην ουγγρική επαρχία και τα γλωσσικά σύνορα δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά από την γραμμή που βρίσκονταν έναν αιώνα νωρίτερα.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «page60» (PDF). umd.edu. 
  2. Stefan Berger and Alexei Miller (2015). Nationalizing Empires. Central European University Press. σελ. 409. ISBN 9789633860168. 
  3. 3,0 3,1 «Hungary – Social and economic developments». Encyclopædia Britannica. 2008. http://www.britannica.com/eb/article-34807/Hungary#411318.hook. Ανακτήθηκε στις 2008-05-20. 
  4. Oskar Krejčí (2005). Geopolitics of the Central European Region: The View from Prague and Bratislava. ÚPV SAV Slovak Academy of Science Institute of Political Science of SAS Published at lulu. σελ. 281. ISBN 9788022408523. 
  5. Lendvai, Paul: The Hungarians: A Thousand Years of Victory in Defeat. Princeton University Press, 2004. p. 301.