Μάχες του Βιμινάκιου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μακέτα του Βιμινάκιου

Οι μάχες του Βιμινάκιου ήταν μια σειρά από τρεις μάχες που έγιναν σε σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ των Αβάρων και Σλάβων συμμάχων τους και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 599. Οι Βυζαντινοί πέτυχαν μία καθοριστική νίκη όπου έπειτα τους επέτρεψε να εισβάλουν στην Παννονία, την καρδιά του Αβάρικου κρατιδίου.

Το καλοκαίρι του 599 ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος έστειλε τους στρατηγούς του Πρίσκο και Κομεντίολο σε εκστρατεία εναντίον των Αβάρων[1]. Οι στρατηγοί ένωσαν τις δυνάμεις τους στην Σιγγιδών και προωθήθηκαν από κοινού κατά μήκος του Δούναβη στο Βιμινάκιον[1].

Εν τω μεταξύ ο Άβαρος χαγάνος Βαϊανός μαθαίνοντας ότι οι Βυζαντινοί είχαν έρθει αποφασισμένοι να παραβιάσουν την ειρήνη, διέσχισε τον Δούναβη στο Βιμινάκιον και εισέβαλε στην Άνω Μοισία ενώ ανέθεσε μια μεγάλη δύναμη στους τέσσερις γιους του, οι οποίοι έλαβαν την εντολή να φρουρούν τον Δούναβη και να εμποδίσουν τους βυζαντινούς να τον διασχίσουν. Παρά την παρουσία των Αβάρων η Βυζαντινή στρατιά διέσχισε με σχεδίες τον Δούναβη και έστησε στρατόπεδο στην αριστερή του πλευρά, ενώ οι δύο διοικητές έμειναν στην πόλη του Βιμινάκιου, ο οποία διαμορφώθηκε σε νησί στον ποταμό[2]. Εδώ ο Κομεντιόλος αρρώστησε έτσι ώστε να μη μπορεί να αναλάβει περαιτέρω δράση, και ο Πρίσκος ανέλαβε τη διοίκηση όλου του στρατού[1].

Ενώ οι δύο στρατηγοί απουσίαζαν από το Βυζαντινό στρατόπεδο βρισκόμενοι στο Βιμινάκιο, οι Άβαροι επιτέθηκαν στο στρατόπεδο, μετά την μάχη οι Βυζαντινοί είχαν 300 νεκρούς και οι Άβαροι περίπου 4.000[3]. Μέσα στις επόμενες 10 ημέρες έγιναν άλλες δύο μάχες όπου η στρατηγική του Πρίσκου και η τακτική του Βυζαντινού στρατού ήταν εξαιρετικά επιτυχής. Στην πρώτη, εννέα χιλιάδες Αβάροι και οι Σλάβοι σύμμαχοί τους υποχώρησαν, ενώ η δεύτερη ήταν μοιραία για δεκαπέντε χιλιάδες Άβαρους και Σλάβους, εκ των οποίων ανάμεσά τους ήταν και οι τέσσερις γιοι του χαγάνου, χάθηκαν στα νερά στου Δούναβη[4].

Ο Πρίσκος στη συνέχεια εισέβαλε στην Παννονία, όπου κέρδισε μια σειρά μαχών, φτάνοντας στις όχθες του ποταμού Τίσα καταδιώκοντας τον ίδιο τον χαγάνο[4].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Theophylactus, Bekke, σελ. 315
  2. Theophylactus, Bekke, σελ. 316
  3. Theophylactus, Bekke, σελ. 317
  4. 4,0 4,1 Theophylactus, Bekke, σελ. 318

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]