Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιερή γλώσσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Λειτουργική γλώσσα)

Η ιερή γλώσσα ή λειτουργική γλώσσα είναι συχνά νεκρή γλώσσα, που χρησιμοποιείται για θρησκευτικούς λόγους από ανθρώπους που μιλούν κάποια άλλη γλώσσα στην καθημερινή ζωή τους.

Οι παραδόσεις εμπλεκόμενες στην θρησκευτική τελετουργία και λειτουργική πολύ συχνά δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη χρήση αρχαϊκών μορφών της γλώσσας, όπως συμβαίνει με την ελληνιστική Κοινή ή τη λατινική στην οποία τελείται η θεία λειτουργία στην Ελληνορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αντίστοιχα.

Η χρήση της ιερής γλώσσας αντιπροσωπεύει μια επιπλέον ανάπτυξη αυτής της πρακτικής. Η καθομιλούμενη γλώσσα αλλάζει τόσο από τη γλώσσα των ιερών κειμένων ώστε η λειτουργία καθίσταται ακατανόητη χωρίς ιδιαίτερη εκπαίδευση. Οι ιεραποστολικές συνήθως θρησκείες διαδίδουν την αρχαία γλώσσα σε πληθυσμούς που ποτέ δεν τη μιλούσαν, και για τους οποίους παραμένει ξένη γλώσσα. Εφόσον συνδεθεί μια γλώσσα με κάποια θρησκευτική λατρεία, οι οπαδοί αυτής της λατρείας συχνά της ιδιότητες που υπό κανονικές συνθήκες δε θα έδιναν στην μητρική τους γλώσσα. Η ιερή γλώσσα είναι ενδεδυμένη τον μανδύα της ιεροπρέπειας και της μαγείας που λείπει από τον καθημερινό λόγο και την ίδια στιγμή γίνεται και το σημείο ενσυνείδητου διαχωρισμού και συνεπώς ανάπτυξης εξουσιαστικών παραμέτρων- ανάμεσα στον κλήρο και τον ανεκπαίδευτο απλό λαό, που δεν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης στο ιδιαίτερο σώμα γνώσης που περιέχεται στα ιερά κείμενα.

Σημειώσεις παραπομπές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • 1: Βλ. Houston, Stephen, John Robertson, and David Stuart, 2000, "The Language of the Classic Maya Inscriptions" στο Current Anthropology, Vol 41, No. 3, 321-356.