Κανγκράντε Α΄ ντελα Σκάλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κανγκράντε Α΄ ντελα Σκάλα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση9  Μαρτίου 1291[1] ή 9  Μαΐου 1291[1]
Βερόνα
Θάνατος22  Ιουλίου 1329
Τρεβίζο
Αιτία θανάτουδηλητηρίαση
Τόπος ταφήςScaliger Tombs
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα βενετική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακοντοτιέρος
συγγραφέας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΙωάννα της Σουαβίας (1308–1329)
ΤέκναΑλμποΐνο ντελα Σκάλα
Φραντσέσκο ντελα Σκάλα
Τζιλμπέρτο ντελα Σκάλα
ΓονείςΑλμπέρτο Α΄ ντελα Σκάλα και Βέρντε ντι Σαλιτσόλε
ΑδέλφιαΚοστάντσα ντελα Σκάλα
Αλμποΐνο Α΄ ντελα Σκάλα
Μπαρτολομέο Α΄ ντελα Σκάλα
ΟικογένειαΟίκος ντελα Σκάλα
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κανγκράντε ντελα Σκάλα, ιταλ.: Cangrande (είχε βαπτιστεί Can Francesco) della Scala (9 Μαρτίου 1291 – 22 Ιουλίου 1329) ήταν Ιταλός ευγενής, που ανήκε στον Οίκο ντελα Σκάλα (ή ντελα Σκάλα). Κυβέρνησε τη Βερόνα από το 1308 έως το 1387. Τώρα ίσως περισσότερο γνωστός ως ο κορυφαίος προστάτης τού ποιητή Δάντη Αλιγκέρι, ο Κανγκράντε ήταν στην εποχή του αναγνωρισμένος κυρίως ως επιτυχημένος πολεμιστής και αυταρχικός κυβερνήτης. Από τότε που έγινε μοναδικός κυβερνήτης της Βερόνας το 1311 ως το τέλος του το 1329, πήρε τον έλεγχο πολλών γειτονικών πόλεων, ιδιαίτερα της Βιτσέντσας, της Πάντοβας και του Τρεβίζο, και θεωρήθηκε ως ο ηγέτης της φατρίας των Γιβελλίνων (οπαδών του αυτοκράτορα) στη βόρεια Ιταλία.

Πρώιμη ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Βερόνα, ως ο τρίτος γιος του Aλμπέρτο Α΄ ντελα Σκάλα, κυβερνήτη της Βερόνας, και της Βέρντε ντα Σαλίτσολε. Βαπτίστηκε ως Can Francesco (cane = σκυλί), ίσως εν μέρει σαν λογοπαίγνιο ως φόρος τιμής στον θείο του Μαστίνο Α΄ ("μαντρόσκυλο"), ιδρυτή της δυναστείας των ντελα Σκάλα. Αλλά και η σωματική και πνευματική του πρόωρη ανάπτυξη σύντομα τού έδωσε το όνομα Can[e]grande, δηλαδή "μεγάλο σκυλί". Το θέμα των σκύλων αγκαλιάστηκε με ενθουσιασμό, και από την εξουσία τού Κανγκράντε και μετά οι άρχοντες ντελα Σκάλα χρησιμοποιούσαν ένα μοτίβο σκύλου στα κράνη τους, επίσης στους τάφους τους και σε άλλα μνημεία.

Ο Κανγκράντε Α΄ ανατράφηκε με μεγάλη στοργή από τον πατέρα του, ο οποίος έκανε το εξαιρετικό βήμα να τον ονομάσει ιππότη, όταν ήταν ακόμη παιδί, στις 11 Νοεμβρίου 1301. Μετά το τέλος τού Αλμπέρτο Α΄ το 1301, ο Κανγκράντε τέθηκε υπό την κηδεμονία τού μεγαλύτερου αδελφού του Μπαρτολομέο Α΄ ντελα Σκάλα, στη σύντομη βασιλεία του οποίου πιθανότατα συνάντησε για πρώτη φορά τον Δάντη, όταν ο ποιητής κατέφυγε στη Βερόνα μετά την εξορία του από τη Φλωρεντία.

Σωματική εμφάνιση και προσωπικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έγιππος ανδριάντας τού Κανγκράντε στο Μουσείο Καστελβέκιo, στη Βερόνα.

Οι έρευνες μετά την εκταφή του μουμιοποιημένου πτώματός του το 2004 δείχνουν, ότι ο Κανγκράντε Α΄ ήταν 1,73 μ. υψηλός με μακρύ πρόσωπο, προεξέχον σαγόνι και σγουρά καστανά μαλλιά. Σημαντική σωματική δύναμη και αντοχή μαρτυρούν οι σχεδόν αδιάκοπες στρατιωτικές εκστρατείες, που περιγράφονται από σύγχρονους ιστορικούς και ποιητές. Ήταν γνωστός για την ευθυμία του (επίσης είχε εξαγριωμένη ιδιοσυγκρασία, σε περιπτώσεις που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά) και την ανοιχτή διάθεσή του. Ήταν λάτρης τού λόγου με ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων. Ήταν ένας εύγλωττος ομιλητής, και η επιχειρηματολογία και η ομιλία για χάρη της συζήτησης ήταν ένα από τα αγαπημένα του χόμπι την εποχή της ειρήνης, όταν δεν ήταν για κυνήγι απλό ή με γεράκι. Η γενναιότητά του στη μάχη είναι καλά τεκμηριωμένη. Το έλεός του προς τους ηττημένους εχθρούς του εντυπωσίασε ακόμη και τους εχθρούς του, ανάμεσά τους τον ιστορικό και δραματουργό Aλμπερτίνο Μουσάτo από την Πάδουα, ο οποίος επαίνεσε την τιμητική μεταχείριση τού Κανγκράντε Α΄ στη Βιντσιγκουέρα ντι Σαν Μπονιφάτσιo, μετά τη σύγκρουση στη Νιτσέντσα το 1317. Ήταν ευσεβώς θρησκευόμενος, και νήστευε δύο φορές την εβδομάδα προς τιμήν της Παναγίας, στην οποία ήταν ιδιαίτερα αφοσιωμένος.

Το δεξί χέρι του αυτοκράτορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το παλάτσο Κανγκράντε στη Βερόνα.

Ο Κανγκράντε Α΄ είχε την πρώτη του στρατιωτική δράση στις εκστρατείες τού άλλου αδελφού του Αλμποΐνο Α΄ ντελα Σκάλα —ο οποίος διαδέχθηκε τον Μπαρτολομέο Α΄ το 1304— πολεμώντας μαζί με άλλους ηγέτες των Γιβελλίνων εναντίον τού ηγέτη των Γουέλφων (οπαδών του πάπα) Άτσο Η΄ των Έστε, κυρίου της Φερράρας. Το 1308 άρχισε να μοιράζεται την κυριαρχία της Βερόνας με τον Αλμποΐνο Α΄. Αυτό ήταν επίσης το έτος τού γάμου του με την Ιωάννα της Σουαβίας, κόρη του Κορράδου της Αντιόχειας και απόγονου τού βασιλιά της Γερμανίας Φρειδερίκου Β', μία ένωση που επρόκειτο να διαρκέσει για όλη τη ζωή του, αλλά δεν είχε τέκνα, αν και απέκτησε πολλά νόθα παιδιά.

Τον Νοέμβριο του 1310 ο βασιλιάς της Γερμανίας Ερρίκος Ζ' έφτασε στην Ιταλία, με σκοπό να συμφιλιώσει τους Γουέλφους και τους Γιβελλίνους υπό τη σημαία μίας ενωμένης αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα, σύντομα βρέθηκε να βασίζεται στην υποστήριξη των ηγετών των Γιβελλίνων, για να προωθήσει τους στόχους του, μεταξύ των οποίων ήταν εξέχοντες ο Κανγκράντε και ο Αλμποΐνο Α΄, τους οποίους έκανε βασιλικούς βικάριους της Βερόνας. Τον Απρίλιο του 1311, τα δύο αδέλφια οδήγησαν έναν βασιλικό στρατό, που απελευθέρωσε γρήγορα τη γειτονική (στη Βερόνα) Βιτσέντσα από την κυριαρχία της Πάντοβας, καθώς η πόλη αυτή είχε επαναστατήσει ενάντια στην εξουσία τού βασιλιά.

Από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο τού ίδιου έτους, ο Κανγκράντε Α΄ διοίκησε τα ιταλικά στρατεύματα στην πολιορκία της Μπρέσια, όπου η φατρία των Γουέλφων είχε λάβει τον έλεγχο σε πείσμα του Ερρίκου Z΄. Όταν οι Γουέλφοι παραδόθηκαν στις 16 Σεπτεμβρίου 1311, επιλέχθηκε να τεθεί επικεφαλής 300 ιπποτών στη θριαμβευτική είσοδο τού Ερρίκου Ζ΄ στην πόλη. Ξεκίνησε αργότερα για να συνοδεύσει τον βασιλιά στο ταξίδι τής στέψης του στη Ρώμη, αλλά επέστρεψε στη Βερόνα, όταν άκουσε ότι ο αδελφός του είχε αρρωστήσει επικίνδυνα. Στις 29 Νοεμβρίου 1311, ο Αλμποΐνο Α΄ απεβίωσε και ο Κανγκράντε Α΄ έγινε μοναδικός ηγεμόνας της Βερόνας σε ηλικία είκοσι ετών.

Αγώνας για τη Βιτσέντσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Φεβρουάριο του 1312 ο Κανγκράντε Α΄ έγινε κυβερνήτης της γειτονικής πόλης Βιτσέντσα της Βερόνας με μια πράξη πολιτικού οπορτουνισμού, εκμεταλλευόμενος τις διαμάχες αυτής της πόλης με τους πρώην επικυριάρχους της στην Πάντοβα. Το κυβερνών συμβούλιο της Πάδοβας αποφάσισε να αποσπάσει τη Βερόνα από τον Κανγκράντε Α΄, και να αψηφήσει τον αυτοκράτορα της Γερμανίας που είχε υποστηρίξει την εκλογή του, εκλέγοντάς τον αυτοκρατορικό βικάριο της Βιτσέντσας. Στις αρχές της άνοιξης του 1312 ο στρατός της Πάδοβας άρχισε να λεηλατεί τα εδάφη της Βιτσέντσας και της Βερόνας. Για περίπου δεκαοκτώ μήνες ο Κανγκράντε Α΄ δυσκολευόταν να υπερασπιστεί τη Βιτσέντσα, και ακόμη και την ίδια τη Βερόνα από αυτές τις επιδρομές.

Το τέλος του Ερρίκου Ζ' τον Αύγουστο του 1313 απελευθέρωσε τον Κανγκράντε Α΄ από το καθήκον του να παρέχει πόρους στην αυτοκρατορική παράταξη, και μια αλλαγή κυβέρνησης στην Πάντοβα τού έδωσε χρόνο να συγκεντρώσει έναν αρκετά μεγάλο στρατό. Από την άνοιξη του 1314 ακολούθησε την ίδια τιμωρητική τακτική με τους εχθρούς του, καίγοντας καλλιέργειες και πόλεις στην επικράτεια της Πάδοβας. Η καταστροφή των αγροτικών περιοχών επηρέασε πολύ την Πάντοβα, το διοικητικό συμβούλιο της οποίας αποφάσισε να τερματίσει τον πόλεμο μια για πάντα, καταλαμβάνοντας τη Βιτσέντσα με συντριπτική δύναμη. Ένας μεγάλος στρατός υπό τον πολεμιστή της Πάδοβας podestà Ποντσίνο de' Ποντσίνι προέλασε όλη τη νύχτα, και εισέβαλε στο προάστιο Βινσεντίν του Σαν Πιέτρo, τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Σεπτεμβρίου 1314.

Ο Κανγκράντε Α΄ απουσίαζε στη Βερόνα εκείνη την εποχή, αλλά σύντομα έμαθε για τα γεγονότα, και έφυγε αμέσως για τη Βιτσέντσα, καλύπτοντας την απόσταση σε τρεις ώρες. Φτάνοντας στην πόλη, ανέβηκε σε ένα άλογο πολέμου και χωρίς δισταγμό οδήγησε μια αυτοσχέδια επίθεση στους εισβολείς, που δεν είχαν ακόμη διεισδύσει πέρα από τα προάστια. Ο ιστορικός και δραματουργός Aλμπερτίνο Μουσάτo, ο οποίος ήταν με τις δυνάμεις της Πάδοβας, αφηγείται πώς αυτή η ξαφνική επίθεση εξελίχθηκε γρήγορα σε μια καταστροφή ολόκληρου του στρατού της Πάδοβας, κατά την οποία ο Κανγκράντε Α΄, όρθιος με τους αναβολείς του, παρότρυνε τους οπαδούς του να «σκοτώσουν τον δειλό εχθρό» πριν επιτεθεί πιο εμπρός, και μετά, με το μαχαίρι στο χέρι, τραβούσε όλους μπροστά του «όπως η φωτιά που φουντώνει ο άνεμος καταβροχθίζει τα καλαμάκια».

Η νίκη του Κανγκράντε Α΄ ήταν τόσο πλήρης, που μπόρεσε να συνάψει μια συνθήκη ειρήνης τον Οκτώβριο του 1314, στην οποία η Πάντοβα αναγνώρισε την υπεροχή του έναντι της Βιτσέντσας. Η στρατιωτική του φήμη ήταν επίσης πολύ ενισχυμένη. Τολμηρά πολεμικά κατορθώματα, όπως η επίθεσή του στη Βιτσέντσα, εξήψαν τη λαϊκή φαντασία, κέρδισαν ακόμη και τον απρόθυμο θαυμασμό ανδρών -όπως του Μουσάτο- που αντιτάχθηκαν θερμά στον αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης του Κανγκράντε Α΄. Τυποποιούσε τις ιδιότητες για τις οποίες επρόκειτο να γίνει ολοένα και πιο διάσημος: μια -σχεδόν απερίσκεπτη- γενναιότητα στη μάχη, σε συνδυασμό με μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους εχθρούς, με μερικούς από τους οποίους έγινε φίλος στην αιχμαλωσία. Μεταξύ των κρατουμένων του σε αυτήν την περίσταση ήταν οι σημαντικοί ευγενείς της Πάδοβας Τζάκοπο ντα Καρράρα και ο ανιψιός του Mαρσίλιo, οι οποίοι έγιναν σημαντικά πρόσωπα στην μετέπειτα σταδιοδρομία του Κανγκράντε Α΄.

Ένας πιστός Γιβελλίνος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη Βιτσέντσα ασφαλισμένη, ο Κανγκράντε Α΄ μπόρεσε να επιτεθεί σε περιοχές στα δυτικά της Βερόνας. Με τη βοήθεια του Ρινάλντο «Πασσερίνο» Μπονακόλσι, ηγεμόνα της Μάντοβας, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1316 επέτυχε την εξασφάλιση της υπεροχής των Γιβελλίνων στη Δυτική Λομβαρδία. Στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή του στον προσωπικό του στόχο: να κατακτήσει τη μαρκιωνία του Τρεβίζο, εξαπολύοντας μια ανεπιτυχή επίθεση στο Τρεβίζο τον Νοέμβριο του 1316.

Στις 16 Μαρτίου 1316 ο Κανγκράντε Α΄ αναγνώρισε επίσημα τον Φρειδερίκο Α΄ της Αυστρίας ως βασιλιά της Γερμανίας ("Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας"), λαμβάνοντας από αυτόν το αξίωμα του αυτοκρατορικού εκπροσώπου (vicarius) της Βερόνας και της Βιτσέντσας. Αυτό προκάλεσε την οργή τού πάπα Ιωάννη ΚΒ΄, ο οποίος δεν αναγνώρισε ούτε τον Φρειδερίκο Α΄, ούτε τον αντίπαλό του Λουδοβίκο Δ΄ της Βαυαρίας, ως αυτοκράτορες. Ο Κανγκράντε Α΄ αγνόησε τις απειλές τού πάπα για αφορισμό, και επαλήθευσε την προσήλωσή του στους Γιβελλίνους, επιτιθέμενος στους Γουέλφους της Μπρέσια, σε συνεννόηση με τον επίφοβο πολέμαρχο της Τοσκάνης ΟΥγκουτσιόνε ντελα Φατζουόλα. Ήταν έτοιμος να πολιορκήσει την πόλη τον Μάιο του 1317, όταν άκουσε ότι ο Βιτσέντσα επρόκειτο να προδοθεί σε μια ομάδα εξόριστων, που υποστηριζόταν από τα στρατεύματα της Πάδοβας υπό τον ευγενή των Γουέλφων κόμη Βιντσιγκουέρα ντι Σαν Μπονιφάτσιo, του οποίου η οικογένεια είχε εξοριστεί εδώ και πολύ καιρό από τη Βερόνα από τον θείο τού Κανγκράντε Α΄, Μαστίνο Α΄ ντελα Σκάλα.

Δεύτερος πόλεμος με την Πάντοβα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κανγκράντε Α΄ και ο ΟΥγκουτσιόνε ντελα Φαγκουόλα έφτασαν έξω από τη Βιτσέντσα με μεγάλη δύναμη στις 21 Μαΐου 1317. Ο Κανγρκάντε Α΄ μπήκε κρυφά στη Βιτσέντσα, και την επόμενη ημέρα την αυγή μεταμφιεσμένος σε Γουέλφο της Βιτσέντσα, ενθάρρυνε τους Παδουανούς να εισέλθουν στην πόλη, ορμώντας ξαφνικά επάνω τους αυτοπροσώπως με ένα μικρό σώμα στρατευμάτων, καθώς αυτοί κινούνταν για να εισέλθουν στις πύλες. Ταυτόχρονα η μεγαλύτερη δύναμη του Ουγκουτσιόνε επιτέθηκε από τα μετόπισθεν, αν και στην αρχή του χρόνου η συνήθης ορμητικότητα του Κανγκράντε Α΄ σχεδόν τού είχε κοστίσει ακριβά και τελείωσε αποφασιστικά τη μάχη. Ο Κανγκράντε Α΄ έδειξε μεγαλοψυχία στον παραδοσιακό του εχθρό Βιντσιγκουέρα ντι Σαν Μπονιφάτσιo, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά στη σύγκρουση, βάζοντάς τον να νοσηλευθεί στο δικό του ανάκτορο, και του έκανε μια υπέροχη κηδεία μετά το τέλος του λίγες εβδομάδες αργότερα.

Ο Κανγκράντε Α΄ έχασε λίγο χρόνο κατηγορώντας την Πάντοβα ότι παραβίασε τη συνθήκη ειρήνης του 1314. Τον Δεκέμβριο του 1317 η Βενετία, η οποία επέβλεπε αυτή τη συνθήκη, την κήρυξε τελικά άκυρη. Ο Κανγκράντε Α΄ ξεκίνησε αμέσως με έναν μεγάλο στρατό για να αιφνιδιάσει την πόλη Moνσελίτσε, ένα βασικό οχυρό της Πάδουας στις ανατολικές πλαγιές των Eυγκανέαν λόφων. Ο Moνσελίτσε προδόθηκε στην εμπροσθοφυλακή των Βερονέζων στις 21 Δεκεμβρίου, και σύντομα ακολούθησε η πλούσια πόλη Έστε, που περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις τού Κανγκράντε Α΄ και κλήθηκε να παραδοθεί. Η φρουρά αντιστάθηκε, οπότε ο Κανγκράντε Α΄ βούτηξε στην τάφρο και οδήγησε τις δυνάμεις του σε μια ολοκληρωτική επίθεση στα τείχη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η πόλη καταλήφθηκε, λεηλατήθηκε και κάηκε. Μετά από αυτό, πολλές άλλες πόλεις στην περιοχή παραδόθηκαν, φοβούμενες ότι θα έχουν παρόμοια μοίρα.

Μετά τα Χριστούγεννα ο Κανγκράντε Α΄ οδήγησε τον στρατό του στα τείχη της ίδιας της Πάντοβας, σε μια προσπάθεια να τρομοκρατήσει τον πληθυσμό να παραδοθεί. Το Μεγάλο Συμβούλιο της Πάδοβας, εκπροσωπούμενο από τον Τζάκοπο ντα Καρράρα, ένιωσε υποχρεωμένο να συμφωνήσει με οποιονδήποτε άλλο όρο εκτός από την άνευ όρων παράδοση, και στις 12 Φεβρουαρίου 1318 παραχώρησε ισόβια τα Moνσελίτσε, Έστε, Καστελμπάλντo και Moντανιάνα στον Κανγκράντε Α΄, και διέταξε την αποκατάσταση των πολιτών που εξορίστηκαν από την Πάδοβα.

Δεύτερη στρατιωτική εκστρατεία κατά του Τρεβίζο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρίτος πόλεμος με την Πάντοβα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ξίφος του Κανγκράντε Α΄.

Επιστροφή στη στρατιωτική δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίντριγκες και προδοσίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τελικός θρίαμβος επί της Πάντοβας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατάκτηση του Τρεβίζο και το τέλος του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τάφος του Κανγκράντε Α΄
Απόψεις του σώματος του Κανγκράντε Α΄ στον τάφο του

Σύγχρονη νεκροψία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υστεροφημία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάστρο στο Σοάβε.

Στη μυθοπλασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Allen, A. M. (1910). A History of Verona. London: Methuen & Co. 
  • Varanini, Gian Maria (1988). Gli Scaligeri 1277–1387. Verona: Mondadori. 
  • Marini, Paolo, επιμ. (2004). Cangrande Della Scala – La Morte e il corredo funebre di un principe nel medioevo. Venice: Marsilio Editori. ISBN 88-317-8492-7. 
  • Ettore Napione, επιμ. (2006). Il Corpo Del Principe – Richerche su Cangrande della Scala. Venice: Marsilio Editori. ISBN 88-317-9024-2. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]