Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κακάπο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κακάπο
Νεαρό κακάπο φωτογραφημένο στο νησί Κόντφις
Νεαρό κακάπο φωτογραφημένο στο νησί Κόντφις
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Ψιττακόμορφα (Psittaciformes)
Οικογένεια: Ψιττακίδες (Psittacidae)
Υποοικογένεια: Γλαυκοπίνες (Strigopinae)
Γένος: Γλαύκοψ [i] (Strigops) G. R. Gray, 1845 F
Είδος: S. habroptila
Διώνυμο
Strigops habroptila (Γλαύκοψ η αβρόπτιλος)
G. R. Gray, 1845

Το Κακάπο είναι ψιττακόμορφο πτηνό της οικογενείας των Ψιττακιδών (παπαγάλοι), που απαντά αποκλειστικά σε αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές της Νέας Ζηλανδίας. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Strigops habroptila και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2]

Το κακάπο ανήκει σε εκείνα τα πτηνά που έχουν κινήσει το ενδιαφέρον των ερευνητών -και όχι μόνον- για τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και τις «παραδοξότητες» της ηθολογίας τους, στοιχεία που, σε συνδυασμό με τον ελάχιστο εναπομείναντα πληθυσμό του, προκάλεσαν την κινητοποίηση όλων των εμπλεκομένων φορέων για την σωτηρία του. Στις κυριότερες «αποκλίσεις» του από τους άλλους παπαγάλους συμπεριλαμβάνονται:

  • Απώλεια πτητικής ικανότητας
  • Δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της νύκτας
  • Μεγάλο βάρος και, μεγάλη έως πολύ μεγάλη εποχική διακύμανσή του
  • Χαμηλός μεταβολισμός
  • Αποκλειστικά φυτικό διαιτολόγιο
  • Καθορισμός του φύλου των απογόνων
  • Εξαιρετικά ιδιόμορφη φωνή

Το κακάπο είναι είδος Άκρως Απειλούμενο (CR).[1] Τον Ιούλιο του 2012, μόνον 124 άτομα είχαν απομείνει, τόσο λίγα, που στα περισσότερα από αυτά έχουν δοθεί ονόματα.[3] Η προσπάθεια για τη διάσωση του πτηνού είναι πολύ παλαιά. Λόγω της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην Πολυνησία και την εισαγωγή θηρευτών όπως γάτες, αρουραίοι, νυφίτσες και κουνάβια, το κακάπο σχεδόν αφανίστηκε. Οι προσπάθειες διατήρησης ξεκίνησαν στη δεκαετία του 1890, αλλά δεν ήσαν πολύ επιτυχείς, μέχρι την εφαρμογή του «Σχεδίου για την Ανάκαμψη του Κακάπο» (Kakapo Recovery Plan), στη δεκαετία του 1980. Από τον Απρίλιο του 2012, όλα τα σωζόμενα πουλιά φυλάσσονται σε κάποια νησιά, προσεκτικά επιλεγμένα χωρίς θηρευτές, το Κόντφις (Codfish), το Άνκορ (Anchor) και το Λιτλ Μπάριερ (Little Barrier), όπου τελούν υπό στενή προστασία και παρακολούθηση.[4][5] Επίσης, δύο μεγάλα νησιά από την περιοχή Φιόρντλαντ, τα Ρεζολούσιον (Resolution) και Σεκρετέρι (Secretary), έχουν αποτελέσει το αντικείμενο, μεγάλης κλίμακας, δραστηριοτήτων οικολογικής αποκατάστασης, μέσω προετοιμασίας αυτοσυντηρούμενων οικοσυστημάτων με κατάλληλο βιότοπο για το είδος. Η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας είναι πρόθυμη να παραχωρήσει τα συγκεκριμένα νησιά γι’ αυτό το σκοπό.

Η συνολική επιστημονική ονομασία του πτηνού «συμπυκνώνεται» με ακρίβεια σε τέσσερις ελληνικές λέξεις, οι οποίες παραπέμπουν σε κάποιες από τις πολλές του ιδιαιτερότητες: Strigops < Στριξ «κουκουβάγια» + Όψις, habroptila < Αβρός «μαλακός» + Πτίλον «πτερό». Σε ελεύθερη μετάφραση: «το πτηνό με πρόσωπο κουκουβάγιας και μαλακό πτέρωμα», δηλαδή από μόνη της η απόδοση της ονομασίας, δίνει μία αδρή περιγραφή του είδους. [i]

Η λαϊκή και παγκοσμίως καθιερωμένη του ονομασία Κακάπο,[6] είναι η απ’ ευθείας απόδοση της λέξης kākāpō, των ιθαγενών της Νέας Ζηλανδίας Μάορι, και προέρχεται από τις λέξεις kākā «παπαγάλος» + «νύκτα». Το πολυνησιακό kākā και η παραλλαγή ʻāʻā, ήσαν όροι που περιέγραφαν τις Ψιττακίδες του Ν. Ειρηνικού. Για παράδειγμα, οι γηγενείς ονόμαζαν έτσι, το εξαφανισμένο σήμερα Cyanoramphus zealandicus της Ταϊτής, και γενικότερα τα μέλη του γένους Cyanoramphus της Νέας Ζηλανδίας.

Για τον ορθό τονισμό της λέξης φαίνεται ότι είναι αποδεκτές όλες οι εκδοχές, διότι στην αυθεντική λέξη των Μάορι τονίζονται όλες οι συλλαβές: kākāpō. Επομένως, μπορεί επίσης να αποδοθεί ως «Κάκαπο», «Κακάπο» και «Κακαπό».[εκκρεμεί παραπομπή]

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ιστορική Κατανομή του κακάπο. Με λαδί χρώμα οι περιοχές όπου βρέθηκαν απολιθώματα

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1845, από τον Άγγλο ορνιθολόγο Τζόρτζ Ρόμπερτ Γκρέι (George Robert Gray), στη Νότια Νήσο της Νέας Ζηλανδίας. Έχει τόσο πολλά ασυνήθιστα χαρακτηριστικά που τοποθετήθηκε αρχικά στη δική του «φυλή» (tribe), Strigopini. Πρόσφατες φυλογενετικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει τη μοναδική θέση του γένους, καθώς και τη συγγένειά του με το Nestor, επίσης από τη Νέα Ζηλανδία.[7][8][9] Κάποιοι ερευνητές, θεωρούν ότι τα χαρακτηριστικά του είναι τέτοια που, πρέπει να τοποθετηθεί στην ξεχωριστή οικογένεια Γλαυκοπίδες (Strigopidae).[10] Ωστόσο, κανένας σημαντικός φορέας δεν έχει κάνει ακόμη αποδεκτή αυτή την πρόταση, όπως η ITIS [11] και η IUCN,[1] γι’ αυτό ακολουθείται επί του παρόντος η κατά Howard & Moore ταξινομική, που εξακολουθεί να κατατάσσει το είδος στην οικογένεια Psittacidae.[2]. Ο κοινός πρόγονος των γενών Strigops και Nestor είχε αποσπαστεί από τα υπόλοιπα είδη παπαγάλων, όταν η Νέα Ζηλανδία διαχωρίστηκε από την Γκοντβάνα, περίπου 82 εκατομμύρια χρόνια πριν. Περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια πριν, διαχωρίστηκαν και τα δύο γένη μεταξύ τους.[7][8][9] Παλαιότεροι ορνιθολόγοι θεωρούσαν ότι το κακάπο ενδέχεται να σχετίζεται με τους παπαγάλους του γένους Pezoporus της Αυστραλίας, λόγω του παρόμοιου χρωματισμού τους, αλλά αυτό έρχεται σε αντίφαση με πρόσφατες μελέτες [12][13] και, το κρυπτικό (καμουφλάζ) χρώμα φαίνεται να είναι η προσαρμογή στις εδαφικές συνθήκες, δηλαδή υπήρξε εξελικτική σύγκλιση (convergent evolution) στα δύο γένη.

Το γένος Strigops είναι μονοτυπικό, δεν περιλαμβάνει δηλαδή άλλο είδος, εκτός από το Strigops habroptila.[2] Παλαιότερα, το είδος ονομαζόταν Strigops habroptilus, αλλά σήμερα αυτή η ονομασία θεωρείται συνώνυμο (synonym) και ακολουθείται η κατά David and Gosselin (2002b) συμφωνία ονοματοδοσίας.[1]

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κακάπο απαντά ως ενδημικό είδος της Νέας Ζηλανδίας. Παλαιότερα αφθονούσε και στα τρία μεγάλα νεοζηλανδέζικα νησιά (Βόρειο, Νότιο, Στιούαρντ) και μάλιστα, ήταν το 3ο πιο κοινό πουλί σε αυτά.[14] Κατόπιν, άρχισε η σταδιακή του μείωση και εξαφάνιση από τις μεγάλες του επικράτειες. Σήμερα, όπως προαναφέρθηκε, όλα τα σωζόμενα πουλιά επιτηρούνται σε κάποια νησιά, προσεκτικά επιλεγμένα χωρίς θηρευτές, το Κόντφις (Codfish), το Άνκορ (Anchor) και το Λιτλ Μπάριερ (Little Barrier), όπου τελούν υπό στενή προστασία και παρακολούθηση.[4][5]

Φαίνεται ότι το κακάπο -όπως και πολλά άλλα είδη πτηνών της Νέας Ζηλανδίας- έχει εξελιχθεί για να καταλαμβάνει ένα συγκεκριμένο οικολογικό θώκο, που συνήθως βρίθει από διάφορα είδη θαλασσίων θηλαστικών (τα μόνα μη-θαλάσσια θηλαστικά στη Νέα Ζηλανδία είναι τρία είδη μικρών νυχτερίδων). Πριν από την άφιξη του ανθρώπου, το κακάπο βρισκόταν και στα τρία κύρια νησιά της Νέας Ζηλανδίας σε ποικιλία ενδιαιτημάτων, συμπεριλαμβανομένων εδαφών με τοπικά αγρωστώδη (tussocklands), αλλά και σε θαμνώδεις ή παράκτιες περιοχές. Επίσης κατοικούσε στα δάση, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κυριαρχούνται από την οικογένεια Ποδοκαρπίδες, δηλαδή τα κωνοφόρα του Νοτίου Ημισφαιρίου (Rimu, Matai, Kahikatea, Totara), οξιές, τάουα (Beilschmiedia tawa) και ράτα (Metrosideros umbellata). Μάλιστα, στο Φιόρντλαντ (Fiordland) της Νέας Ζηλανδίας, περιοχές διαβρωμένες από χιονοστιβάδες, γεμάτες σάρες υπό κλίση, με αναγεννητική και καρποφόρα βλάστηση -μερικά ντόπια φυτά ονομάζονται Tutu, Hebes και Coprosmas- είναι γνωστές ακόμη και σήμερα ως «Κήποι του Κακάπο».[15]

Πορτρέτο ενήλικου κακάπο

Ο σκελετός του κακάπο διαφέρει από εκείνον των άλλων παπαγάλων, σε διάφορα σημεία που σχετίζονται με την απώλεια πτητικής ικανότητας:

  • Έχει το μικρότερο λόγο μεγέθους πτερύγων προς μέγεθος σώματος από κάθε παπαγάλο.
  • Τα φτερά των πτερύγων του είναι μικρότερα, πιο στρογγυλεμένα, λιγότερο ασύμμετρα και, έχουν λιγότερα ραχιαία μυστάκια που συνδέονται μεταξύ τους, για να σταθεροποιήσουν την πτέρυγα.
  • Το στέρνο είναι μικρό και έχει χαμηλή, υπολειπόμενη τρόπιδα και μικρότερη εξωτερική άκανθα. Όπως και σε άλλα πτηνά που έχουν απωλέσει την πτητική τους ικανότητα -ωστόσο και σε ορισμένους «ιπτάμενους» παπαγάλους-, οι κλείδες δεν συντήκονται για να σχηματίσουν το δίκρανο (furcula) (το κοινώς λεγόμενο «γιάντες»), αλλά απλώς βρίσκονται σε επαφή με κάθε κορακοειδές οστό.
  • Η γωνία μεταξύ του στέρνου και εκάστου κορακοειδούς είναι διευρυμένη (αμβλεία), ενώ και η λεκάνη είναι μεγαλύτερη απ’ ότι στους άλλους παπαγάλους.
  • Τα οστέινα τμήματα των πτερύγων και των ταρσών που βλέπουν προς το σώμα (proximal) είναι δυσανάλογα μεγάλα, ενώ εκείνα που βλέπουν προς τα έξω (distal) είναι δυσανάλογα μικρά.
  • Τόσο οι θωρακικοί όσο και ο υπερκορακοειδής, μύες, είναι σημαντικά υποανεπτυγμένοι. Μεταξύ των τενόντων που συνδέουν τους θωρακικούς μυς με τα οστά του καρπού δεν εμφανίζονται κάποια διακριτές μυικές ίνες, ενώ ακόμη και ο στερνοκορακοειδής μυς είναι ατροφικός.[16]

Το κακάπο είναι ένα μεγάλος παπαγάλος με «στρουμπουλό» παρουσιαστικό. Τα ώριμα ενήλικα άτομα έχουν μήκος σώματος 59-64 εκατοστά.[17] Αφού είναι ανίσχυρες για πτήση, οι πτέρυγες χρησιμοποιούνται για ισορροπία, στήριξη, ή ανάσχεση τυχόν μεγάλης πτώσης, όταν το πουλί πηδάει από δέντρο σε δέντρο. Σε αντίθεση με άλλα πουλιά που ζουν στο έδαφος, τα κακάπο μπορούν να συσσωρεύουν μεγάλες ποσότητες σωματικού λίπους ως αποθηκευτικό ενεργειακό μέσο, καθιστώντας τα ως τους βαρύτερους παπαγάλους.[18]

Η άνω επιφάνεια του σώματος είναι πρασινοκιτρινωπή στο χρώμα των βρύων (moss), ανάμικτο με μαύρες ή σκούρες καφετί ραβδώσεις ή κηλίδες. Οι συγκεκριμένοι χρωματικοί συνδυασμοί προσφέρουν εξαιρετική κάλυψη μέσα στη φυσική βλάστηση, αφού σε αυτό το περιβάλλον, δύσκολα μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει το πουλί. Διαφορετικά άτομα μπορεί να έχουν έντονες διαφορές ως προς το βαθμό και την ένταση των χρωματικών τόνων, μάλιστα, μουσειακά δείγματα δείχνουν ότι μερικά πουλιά είχαν εντελώς κίτρινο χρωματισμό. Το στήθος και οι πλευρές είναι κιτρινοπράσινες με κίτρινες ραβδώσεις. Η κοιλιά, η περιοχή κάτω από την ουρά, ο λαιμός και το πρόσωπο είναι κατά κύριο λόγο κιτρινωπά, με ραβδώσεις ανοικτοπράσινες και αχνά καφεγκρίζα στίγματα.

Επειδή τα φτερά, που συνθέτουν τις πτέρυγές του, δεν έχουν τη δύναμη και την ακαμψία που απαιτούνται για να υποστηρίξουν πτήση, είναι εξαιρετικά απαλά, δικαιολογώντας απόλυτα το όνομα του είδους, habroptila. Το κακάπο έχει εμφανή δίσκο προσώπου που τον συνθέτουν συγκεκριμένα μικρά φτερά, δίνοντάς του κάποια όψη κουκουβάγιας. Έτσι, δικαιολογείται και η ονομασία του γένους, Strigops (βλ. και Ονοματολογία). Μάλιστα, οι πρώτοι Ευρωπαίοι άποικοι που κατέφθασαν στη Νέα Ζηλανδία, ονόμασαν το κακάπο «κουκουβάγια-παπαγάλο» (owl-parrot), ονομασία που χρησιμοποιείται ακόμη και στις μέρες μας. Το ράμφος περιβάλλεται από λεπτές σμήριγγες, κάποιες διακριτές τρίχες δηλαδή εν είδει μουστακιού, που τις χρησιμοποιεί το πουλί για να ανιχνεύει το έδαφος κατά την «πλοήγηση», καθώς περπατά με το κεφάλι χαμηλωμένο. Η κάτω γνάθος (γναθοθήκη) έχει περίπου το χρώμα του ελεφαντόδοντου (ivory), ενώ η άνω (ρινοθήκη) είναι μπλε-γκρι. Τα πόδια είναι μεγάλα, φολιδωτά και, όπως όλοι οι παπαγάλοι, τα κακάπο ανήκουν στην ομάδα των ζυγοδάκτυλων πτηνών, έχουν δηλαδή τους δύο δακτύλους να στρέφονται προς τα εμπρός και τους άλλους δύο προς τα πίσω. Τα νύχια των ποδιών είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένα, χρήσιμα για αναρρίχηση. Τα άκρα των πηδαλιωδών φτερών της ουράς, συχνά φθείρονται από τη συνεχή επαφή τους με το έδαφος. Η ίριδα των οφθαλμών είναι σκούρα καφέ.[18]

Ενήλικο κακάπο

Στα κακάπο εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός, με τα θηλυκά να είναι ελαφρύτερα, ενώ έχουν πιο στενό και λιγότερο «θολωτό» κεφάλι, στενότερο και, αναλογικά μακρύτερο ράμφος, μικρότερο κήρωμα και ρουθούνια, λεπτότερους ταρσούς και πόδια, χρώματος ροζ- γκρι και, ουρά αναλογικά μακρύτερη. Ενώ το χρώμα των φτερών της θηλυκιάς δεν είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο του αρσενικού, ο τόνος είναι πιο αχνός, με λιγότερο κίτρινο και ποικιλία στις αποχρώσεις. Έχει την τάση να αντιστέκεται περισσότερο και να είναι πιο επιθετική από ό, τι τα αρσενικά, όταν την χειρίζονται οι επιστήμονες στις έρευνές τους. Τέλος, τα θηλυκά που ωοτοκούν διαθέτουν ένα χαρακτηριστικό «μπάλωμα» στο γυμνό δέρμα της κοιλιάς.[18]

Τα νεαρά άτομα ξεχωρίζουν από τους ενήλικες, επειδή το πτέρωμά τους είναι γενικά πιο θαμπό λαδί με λεπτότερες, πιο ομοιόμορφες, μαύρες ρίγες και λιγότερο κίτρινο.[19][20] Η ουρά και οι πτέρυγες είναι συγκριτικά μικρές, επίσης και το ράμφος είναι μικρότερο με πιο έντονη καμπύλη κοντά στο άκρο, απ’ ό, τι στους ενήλικες. Έχουν μόνο τρεις πρωτογενείς αντηρίδες (struts) στην κάτω επιφάνεια της γναθοθήκης, αντί για τις πέντε των ενηλίκων. Το πρόσωπό τους είναι πιο ανοιχτόχρωμο γκρι, με πιο σκουρόγκριζους χαλινούς(lores).[21] Ο οφθαλμικός δακτύλιος είναι πιο ανοικτόχρωμος και περιβάλλεται από μικρά φτερά που μοιάζουν με βλεφαρίδες, που δεν εμφανίζεται στους ενήλικες. Τέλος, τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά είναι μικρότερα από εκείνα των ενηλίκων με μυτερές άκρες.[20]

Το κακάπο είναι ο πιο ογκώδης και διμορφικός παπαγάλος [16], με τα αρσενικά να ζυγίζουν 30%-40% περισσότερο από τα θηλυκά.[22] Το βάρος του ενήλικα κυμαίνεται εποχιακά, αντανακλώντας την εναπόθεση και τη χρήση των αποθεμάτων λίπους για αναπαραγωγή.[23] Το μέγεθος αυτών των διακυμάνσεων του βάρους φαίνεται να είναι μεγαλύτερο από ό, τι σε οποιοδήποτε άλλο επίγειο πουλί, με εποχική αύξηση κατά μέσο όρο 25%, αλλά μερικές φορές να φθάνει μέχρι το 100%, στα πτηνά με ελεύθερη διαβίωση, χωρίς συμπληρωματική τεχνητή τροφή.[23]

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Φύλο Μήκος ουράς Άνοιγμα εκάστης πτέρυγας Μήκος ράμφους Μήκος ταρσού Βάρος
Αρσενικό 19,5-27,2 24,0-28,0 3,88-4,31 5,68-6,38 1,6-4,0
Θηλυκό 21,0-24,0 25,0-28,5 3,62-3,89 5,19-5,67 0,9-2,0

(Πηγές:[18][20] Οι διαστάσεις σε εκατοστά, το βάρος σε κιλά)

Συγκριτικό μέγεθος κακάπο και ανθρώπου

Το ράμφος του κακάπο είναι προσαρμοσμένο για να «αλέθει» την τροφή του σε πολύ λεπτά κομμάτια. Για το λόγο αυτό, έχει πολύ μικρό μυώδη στόμαχο (gizzard) σε σύγκριση με άλλα πτηνά του μεγέθους του. Είναι γενικά φυτοφάγο και τρέφεται με διάφορα ενδημικά φυτά, σπόρους, φρούτα, γύρη, ακόμη και και το σομφό των δέντρων. Μελέτη του 1984, έδειξε ότι στη διατροφή του κακάπο περιλαμβάνονται 25 διαφορετικά είδη φυτών.[24] Αγαπά ιδιαιτέρως τον καρπό του δένδρου Ριμού (Dacrydium cupressinum), μάλιστα αποτελεί την αποκλειστική τροφή του στην εποχή της καρποφορίας του.

Το κακάπο κάνει αλλαγές στη διατροφή του ανάλογα με την εποχή. Τα φυτά που καταναλώνονται πιο συχνά κατά τη διάρκεια του έτους περιλαμβάνουν είδη, όπως τα Lycopodium ramulosum, L. fastigium, Schizaea fistulosa, Blechnum minus, B. procerum, Cyathodes juniperina, Dracophyllum longifolium, Olearia colensoi και Thelymitra venosa. Μεμονωμένα φυτά του ίδιου είδους, συχνά αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο. Το πτηνό αφήνει εμφανή στοιχεία στις περιοχές σίτισης, που έχουν εμβαδόν από 10 × 10 μέτρα έως 50 × 100 μέτρα.[24] Πιστεύεται, ότι ο πρόλοβος του πτηνού διαθέτει ειδική χλωρίδα (βακτηρίδια) που βοηθάει στη ζύμωση και πέψη της φυτικής ύλης.[25]

Η ηθολογία του κακάπο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον σε όλες τις εκφάνσεις της. Κατ΄αρχήν, είναι κυρίως νυκτόβιο είδος. Κουρνιάζει υπό κάλυψη στα δέντρα ή στο έδαφος κατά τη διάρκεια της ημέρας και κινείται γύρω από τα εδάφη του κατά τη διάρκεια της νύκτας.[24] Αν και δεν μπορεί να πετάξει, είναι εξαιρετικός αναρριχητής ανεβαίνοντας μέχρι το θόλο των ψηλότερων δένδρων. Όταν κατεβαίνει από αυτά, χρησιμοποιεί μια τεχνική που λέγεται κατ’ ευφημισμόν «κατάβαση-αλεξίπτωτο»: ανοίγει τις πτέρυγές του και κάνει μικρές, διαδοχικές πτώσεις από ένα ψηλότερο σε ένα χαμηλότερο κλαδί, μέχρι να φθάσει στο έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί και «πετάει» για λίγα μέτρα, πάντοτε προς τα κάτω και υπό γωνία μικρότερη από 45°.[18]

Έχοντας απωλέσει την πτητική του ικανότητα, το κακάπο έχει αναπτύξει ισχυρά πόδια. Ο κλασσικός τρόπος κίνησής του είναι ένας γρήγορος βηματισμός, σαν ελαφρύ «τρέξιμο», με τον οποίο μπορεί να διανύσει πολλά χιλιόμετρα.[20] Ένα θηλυκό είχε παρατηρηθεί να κάνει δύο «ταξίδια μετ’ επιστροφής», κάθε βράδυ κατά τη διάρκεια της ωοτοκίας, από τη φωλιά της σε μια πηγή τροφίμων μέχρι 1 χλμ. μακριά,[26] ενώ το αρσενικό μπορεί να περπατήσει από τη θέση κουρνιάσματος μέχρι την αρένα επίδειξης (βλ. Αναπαραγωγή), μέχρι 5 χλμ μακριά κατά την περίοδο του ζευγαρώματος (Οκτώβριος-Ιανουάριος).[27]

Τα νεαρά πτηνά έχουν τη συνήθεια, όταν παλεύουν παίζοντας, να «κλειδώνουν» συχνά το λαιμό του αντιπάλου κάτω από το πηγούνι τους.[28] Επίσης, τα κακάπο είναι περίεργα από τη φύση τους και, έχει γίνει γνωστό ότι συναναστρέφονται με τους ανθρώπους. Το προσωπικό και οι εθελοντές στα καταφύγια προστασίας των πτηνών, έχουν αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με κάποια άτομα, τα οποία έχουν ξεχωριστή προσωπικότητα.

Το κακάπο έχει τη χαρακτηριστική συνήθεια να κρατάει κάποιο φύλλο με το ένα πόδι και να το απογυμνώνει από τα θρεπτικά του μέρη, χρησιμοποιώντας το ράμφος του και, αφήνοντας ένα σβώλο από φυτικές ίνες. Αυτά τα μικρά συσσωματώματα φυτικών ινών είναι ένα διακριτό σημάδι της παρουσίας του πουλιού.[29][30] Ένα ακόμη, από τα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία του πτηνού, είναι η καλά ανεπτυγμένη αίσθηση της όσφρησης, που έρχεται να συμπληρώσει τις νυκτερινές του συνήθειες. Μπορεί να διακρίνει διαφορετικές οσμές όταν αναζητεί την τροφή του, μια ιδιότητα που έχει παρατηρηθεί μόνο σε αυτό και ακόμη ένα είδος παπαγάλου.[31]

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του κακάπο είναι η δυνατή και ευχάριστη μυρωδιά που αναδίδει, η οποία έχει περιγραφεί ως «η μυρωδιά που βγαίνει από παλαιά και υγρά αντικείμενα» (musty).[32] Μάλιστα, δεδομένης της καλά ανεπτυγμένης αίσθησης της όσφρησης, αυτή η μυρωδιά μπορεί να λειτουργεί ως κοινωνικό χημειοερέθισμα (chemosignal). Ωστόσο, η συγκεκριμένη μυρωδιά λειτουργεί και εις βάρος του πτηνού, ειδοποιώντας συχνά κάποια αρπακτικά για την παρουσία του.[33]

Όπως πολλοί παπαγάλοι, το κακάπο έχει ποικιλία στις φωνές που αρθρώνει. Εκείνο, όμως, που αποτελεί καθοριστικό διαφοροποιητικό στοιχείο για το είδος, είναι το χαρακτηριστικό του κάλεσμα προς τα θηλυκά, όταν βρίσκεται στα εδάφη αναπαραγωγής και συγκεκριμένα στην «αρένα επίδειξης». Το κάλεσμα αυτό είναι μοναδικό, όχι μόνον ανάμεσα στα πτηνά, αλλά και σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο (βλ. Αναπαραγωγή).

Λεκ, Μπόουλ και Μπουμ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κακάπο είναι ο μοναδικός μη-ιπτάμενος παπαγάλος στον κόσμο [34] και το μοναδικό πτηνό, γενικά, με απώλεια πτητικής ικανότητας που χρησιμοποιεί «αρένα επίδειξης», το λεκ (lek), κατά την περίοδο αναπαραγωγής.[35] Η λέξη λεκ προέρχεται από το σουηδικό lekställe «χώρος ζευγαρώματος» και αυτή με τη σειρά της από το επίθημα -lek «παιγνιά», που απαντά σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες (λ.χ. αγγλ. –loch).

Τα αρσενικά συγκεντρώνονται σταδιακά σε έναν ειδικό χώρο -«αρένα»- και ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να προσελκύσουν τα θηλυκά. Εκείνα, με τη σειρά τους, ακούνε τα αρσενικά να ανταγωνίζονται και επιλέγουν τον σύντροφο της προτίμησής τους, με βάση την ποιότητα της επίδειξης. Το ζευγάρι δεν σχηματίζει κάποιο μόνιμο «δεσμό» και οι εταίροι ανταποκρίνονται μόνο για να ζευγαρώσουν. Κατά τη διάρκεια της περιόδου «φλερταρίσματος», τα αρσενικά αφήνουν τα εδάφη τους, για να έλθουν στις κορυφές των λόφων και τις κορυφογραμμές, όπου βρίσκεται η αρένα επίδειξης, το «λεκ», και ανταγωνίζονται για τις καλύτερες θέσεις. Το «λέκ» μπορεί να απέχει μέχρι και 7 χιλιόμετρα από τον συνήθη χώρο όπου ζουν, ενώ κρατούν και απόσταση, κατά μέσον όρο, 50 μέτρων μεταξύ τους. Τα αρσενικά παραμένουν στα «λεκ» καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, ενώ μπορεί και να δώσουν μάχη για να εξασφαλίσουν τα καλύτερα πόστα. Αντιμετωπίζει ο ένας τον άλλον με ανορθωμένα φτερά και νύχια, τεντωμένες πτέρυγες, ανοικτά ράμφη, ενώ αρθρώνουνν δυνατές στριγγλιές και βρυχηθμούς. Οι μάχες αυτές, μπορεί να προκαλέσουν τραυματισμούς ή ακόμα και να αποβούν μοιραίες για κάποια πουλιά.[22]

Το καμουφλάζ του κακάπο μέσα στη βλάστηση

Κάθε «λεκ» περιλαμβάνει κοιλότητες σκαμμένες στο έδαφος από τα αρσενικά, που ονομάζονται «μπόουλς» (bowls). Κάθε μπόουλ έχει βάθος 10 εκατοστών, περίπου και, μήκος τόσο ώστε να χωράει το σώμα του πουλιού. Τα καλύτερα «μπόουλς», κατασκευάζονται συνήθως κοντά σε βράχια, όχθες ή κορμούς δένδρων, δομές που βοηθούν στην εντονότερη ανάκλαση του ήχου, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο ως ενισχυτές.[35] Επίσης, κάθε «μπόουλ» εκτός από την κοιλότητα, περιλαμβάνει και ένα δίκτυο από μικρά μονοπάτια-διόδους, που μπορεί να εκτείνονται και σε ακτίνα 10 μέτρων γύρω από τη θέση κατασκευής ή 50 μέτρα κατά μήκος της ράχης του λόφου όπου βρίσκεται.[34] Οι δίοδοι αυτές, διατηρούνται επισταμένως καθαρές από διάφορα σκουπίδια, ή άλλα αντικείμενα. Μάλιστα, όταν οι ερευνητές θέλουν να ελέγξουν εάν ένα «μπόουλ» είναι σε χρήση από τον κάτοχό του, τοποθετούν κατά τη διάρκεια της ημέρας μερικά κλαδάκια στις διόδους. Εάν το «μπόουλ» είναι σε χρήση, την επομένη ημέρα δεν υπάρχει ίχνος από αυτά, διότι το αρσενικό το έχει επισκεφθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας και τα έχει απομακρύνει. Για να προσελκύσουν τα θηλυκά, τα αρσενικά αρθρώνουν δυνατούς, υπόκωφους ήχους, χαμηλής συχνότητας -κάτω των 100 Hz-, που ονομάζονται «μπουμς». Κάθε μπουμ (boom), παράγεται από το πουλί, όταν εκείνο φουσκώνει με ιδιαίτερο τρόπο τη θωρακική του κοιλότητα, γεμίζοντας με αέρα τους πνεύμονες [20][36] κάτι ανάλογο με τους βατράχους που φουσκώνουν τους φωνητικούς τους σάκους. Οι ήχοι αυτοί είναι μοναδικοί, όχι μόνον στον κόσμο των πτηνών, αλλά στη φύση, γενικότερα και, δεν μπορούν εύκολα να κατηγοριοποιηθούν σε μια ομάδα γνωστών ακουσμάτων, επειδή έχουν κάτι το απόκοσμο. Μοιάζουν λίγο με τον μπάσο ήχο ενός μεμβρανόφωνου κρουστού, σε συνδυασμό με τον ήχο ενός ηλεκτρονικού οργάνου σε χαμηλές συχνότητες, ενώ κατ’ ουδένα τρόπο φαίνεται ότι μπορεί να αρθρώνονται από ένα πτηνό τέτοιας εμφάνισης και μεγέθους.[εκκρεμεί παραπομπή]

Κάθε φωνητική «παράσταση» από «μπουμς» είναι ένας κύκλος που διαιρείται σε τρία στάδια: ξεκινάει αρχικά με σιγανά γρυλίσματα, τα οποία βαθμιαία αυξάνουν σε ένταση και «όγκο», διότι το κακάπο έχοντας χαμηλωμένο το κεφάλι, φουσκώνει τη θωρακική του κοιλότητα σταδιακά. Όταν ο θώρακας γεμίσει επαρκώς, στο κυρίως στάδιο, ακούγεται το πρώτο δυνατό «μπουμ» που, ανάλογα με την ποσότητα αέρα στο θώρακα του πτηνού, ακολουθείται από 10-20 επόμενα, αδειάζοντας σιγά-σιγά τους πνεύμονες. Τέλος, το κακάπο συνοδεύει το «κυρίως μενού», με έναν υψηλής συχνότητας, μεταλλικό, τσίγκινο ήχο (ching), για να κλείσει ο πρώτος κύκλος.[37] Το αρσενικό, στη συνέχεια, ξεκουράζεται για λίγο και αρχίζει να ξαναφουσκώνει το στήθος του, για να ξεκινήσει ο επόμενος κύκλος. Τα «μπούμς», ανάλογα με το κάθε άτομο και τη θέση του μέσα στο «λεκ», μπορεί να ακούγονται σε απόσταση τουλάχιστον ενός χιλιομέτρου μακριά. Στη μεγάλη αυτή απόσταση, φαίνεται ότι συνηγορούν η χαμηλή (μπάσα) συχνότητα του ήχου, αλλά και ο άνεμος, ο οποίος όταν πνέει ισχυρός, μπορεί να διαδώσει τον ήχο τουλάχιστον 5 χιλιόμετρα μακριά από το «λεκ».[34] Τα αρσενικά παράγουν «μπουμς», κατά μέσον όρο 8 ώρες κάθε νύκτα, όσο διαρκεί η αναπαραγωγική περίοδος. Έτσι, κάθε αρσενικό παράγει εκατοντάδες ή και χιλιάδες «μπουμς» μέσα σε αυτό το διάστημα, που μπορεί να είναι 3-4 μήνες, στη διάρκεια των οποίων το αρσενικό μπορεί να χάσει το μισό βάρος του σώματός του, εξηγώντας εν μέρει το ασυνήθιστα μεγάλο του βάρος,[εκκρεμεί παραπομπή] μέσα στην οικογένεια Ψιττακίδες. Κάθε αρσενικό κινείται ανάμεσα σε διαφορετικά «μπόουλς» μέσα στο «λεκ», έτσι ώστε τα «μπουμς» να αποστέλλονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ωστόσο, υπάρχει και το τίμημα: η χροιά και η ένταση των «μπόουλς», μπορούν επίσης να προσελκύσουν θηρευτές, προδίδοντας τη θέση τους και, με μοιραία κατάληξη για τα αρσενικά.

Τα θηλυκά προσελκύονται από τα «μπουμς» των ανταγωνιζομένων αρσενικών και, όπως εκείνα, μπορεί να χρειαστεί να περπατήσουν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το έδαφός τους, μέχρι να φθάσουν στα «λεκ». Μόλις κάποιο θηλυκό εισέλθει στην αρένα επίδειξης, το πλησιέστερο αρσενικό εκτελεί μια σειρά από επιδεικτικές κινήσεις (displays), μετακινούμενο από τη μία πλευρά στην άλλη και παράγοντας θορύβους με το ράμφος του.[18] Κατόπιν, γυρίζει την πλάτη του στο θηλυκό, απλώνει τις πτέρυγές του και περπατά προς τα πίσω, προς το μέρος της. Στη συνέχεια ακολουθεί το ζευγάρωμα που, αναλόγως, μπορεί να διαρκέσει από 2 έως 14 λεπτά. Αμέσως μετά, το θηλυκό επιστρέφει στην επικράτειά του για να ωοτοκήσει και να μεγαλώσει τους νεοσσούς. Το αρσενικό, όμως, συνεχίζει τα «μπουμς», με σκοπό να προσελκύσει το επόμενο θηλυκό.

Το θηλυκό κακάπο γεννά έως 3 αυγά σε κάθε περίοδο αναπαραγωγής,[36] στο έδαφος, κάτω από φυτική κάλυψη ή σε κοιλότητες όπως κουφάλες δένδρων. Το θηλυκό επωάζει τα αυγά έχοντας πάντοτε το νου της σ’ αυτά, αλλά αναγκάζεται να τα αφήνει για λίγο κάθε βράδυ, όταν φεύγει σε αναζήτηση τροφής. Οι θηρευτές βρίσκουν τότε την ευκαιρία να φάνε τα αυγά, αλλά μπορεί και τα έμβρυα να πεθάνουν από το κρύο κατά την απουσία της μητέρας. Αν όλα πάνε καλά. η εκκόλαψη πραγματοποιείται μέσα σε 30 ημέρες.[23] Οι γκριζόχρωμοι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και αρκετά αβοήθητοι. Μετά την εκκόλαψη των αυγών, το θηλυκό τροφοδοτεί τους νεοσσούς για τρεις μήνες, αλλά αυτοί εξακολουθούν να παραμένουν με την μητέρα για μερικούς μήνες ακόμη -μέχρι και 6-, μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος.[36] Είναι εξίσου ευάλωτοι στα αρπακτικά, όπως τα αυγά και, πολλοί έχουν σκοτωθεί από τα ίδια αρπακτικά που επιτίθενται στους ενήλικες.

Σεξουαλική ωριμότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επειδή το κακάπο είναι εξαιρετικά μακρόβιο (βλ. Προσδόκιμο ζωής), τείνει να έχει μια «εφηβεία» πριν από την έναρξη της αναπαραγωγικής ωριμότητας.[38] Έτσι, τα αρσενικά δεν αρχίζουν να «μπουμάρουν» μέχρι να γίνουν περίπου 5 ετών,[20] ενώ για τα θηλυκά πιστευόταν ότι φθάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα σε ηλικία 9 ετών. Αυτή όμως η άποψη καταρρίφθηκε το 2008, όταν δύο 6-χρονα θηλυκά, η Apirama και η Rakiura εναπόθεσαν αυγά.[39] Βέβαια, σε γενικές γραμμές, τα θηλυκά αρχίζουν να αναζητούν αρσενικά μεταξύ 9 και 11 ετών.[23]

Τα κακάπο δεν αναπαράγονται κάθε χρόνο, έχοντας ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αναπαραγωγής μεταξύ των πουλιών. Η αναπαραγωγή «πυροδοτείται» μόνο σε χρονιές που τα δέντρα προτίμησης είναι σε μεγάλη καρποφορία (βλ. Τροφή), παρέχοντας αφθονία τροφίμων. Για παράδειγμα, στο δένδρο Rimu, αυτό συμβαίνει μόνο κάθε 3-5 χρόνια, έτσι, στα δάση όπου κυριαρχεί το συγκεκριμένο είδος (Dacrydium cupressinum), όπως εκείνα στο νησί Κόντφις (Codfish Island), το κακάπο αναπαράγεται, αντιστοίχως, αραιά.[40] Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του συστήματος αναπαραγωγής του κακάπο, είναι ότι το θηλυκό μπορεί να καθορίσει το φύλο των απογόνων που παράγει, ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται. Έτσι, ένα θηλυκό που τρώει τροφές πλούσιες σε πρωτεΐνες παράγει περισσότερους αρσενικούς απογόνους (τα αρσενικά έχουν 3% -40% περισσότερο σωματικό βάρος από ό, τι τα θηλυκά, βλ. Μάζα). Επομένως, η αφθονία τροφής, επηρεάζει όχι μόνον το ποσοστό αναπαραγωγής αλλά και την αναλογία αρσενικών-θηλυκών, προς όφελος των πρώτων σε καλές περιόδους. Υπάρχει λοιπόν ένας φυσικός «αλγόριθμος» στο είδος: ένα θηλυκό κακάπο, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι σε θέση να παράγει αυγά, ακόμη και όταν υπάρχουν λίγοι διαθέσιμοι πόροι, ενώ ένα αρσενικό θα είναι πιο ικανό προς διαιώνιση του είδους, όταν υπάρχουν πολλά αρσενικά για να ζευγαρώσουν με πολλά θηλυκά.[41] Αυτό υποστηρίζει την υπόθεση Τράιβερς-Ουίλαρντ (Trivers-Willard) της εξελικτικής βιολογίας: παραγωγή περισσοτέρων αρσενικών όταν οι γενικότερες περιβαλλοντικές συνθήκες είναι καλές και, περισσοτέρων θηλυκών όταν είναι πτωχές σε πόρους.

Η σχέση μεταξύ αναλογίας των φύλων και μητρικής διατροφής έχει επιπτώσεις στη διατήρηση του είδους, επειδή σε ένα πληθυσμό σε αιχμαλωσία, παρέχεται διατροφή υψηλής ποιότητας, οπότε θα παράγονται λιγότερα θηλυκά και ως εκ τούτου λιγότερα πολύτιμα άτομα για τη μακρόχρονη ανάκαμψη του είδους.[42]

Το κακάπο είναι από τους μακροβιότερους παπαγάλους -οι οποίοι ούτως ή άλλως ζουν πολύ- και από τα μακροβιότερα όντα στη Φύση. Το προσδόκιμο επιβίωσης ενός υγιούς ατόμου είναι 95 χρόνια. Αυτός ο αριθμός, ωστόσο, είναι ο μέσος όρος διότι έχουν καταγραφεί άτομα που έχουν επιβιώσει για 120 έτη.[18][38]

Το κακάπο υπήρξε πολύ επιτυχημένο είδος της Νέας Ζηλανδίας, στην προ-ανθρώπου εποχή,[14] διότι είχε αναπτύξει ειδικές προσαρμογές για να αποφεύγει αποτελεσματικά τη θήρευση από τα τότε ιθαγενή αρπακτικά πτηνά, τα οποία ήσαν οι μόνοι θηρευτές του στο παρελθόν. Ωστόσο, αυτές οι ικανότητες δεν είχαν καμία χρησιμότητα όταν τα πουλιά ήρθαν αντιμέτωπα με τα αρπακτικά θηλαστικά τα οποία εισήχθησαν στη Νέα Ζηλανδία, μετά την εγκατάσταση του ανθρώπου, διότι αυτά κυνηγούσαν με διαφορετικούς τρόπους. Ως κυνηγοί, τα πουλιά συμπεριφέρονται πολύ διαφορετικά από τα θηλαστικά, έχοντας ως βασικό όπλο την ισχυρή τους όραση για να βρουν το θήραμα και ως εκ τούτου, συνήθως, (με την εξαίρεση τις κουκουβάγιες) κυνηγούν την ημέρα. Εκτός από τα δύο σωζόμενα αρπακτικά πτηνά της Νέας Ζηλανδίας, το Falco novaeseelandiae και το Circus approximans, υπήρχαν δύο άλλα αρπακτικά πτηνά πριν καταφθάσουν οι πρώτοι άνθρωποι στα νησιά: το †Harpagornis moorei και το †Circus eylesi.[14] Τα τέσσερα αυτά είδη έψαχναν για θήραμα στο φως της ημέρας και, για να τα αποφύγουν, οι πρόγονοι του κακάπο εξέλιξαν σταδιακά, καμουφλαρισμένο πτέρωμα και έγιναν νυκτόβια πτηνά. Επιπλέον, όταν το κακάπο αισθάνεται να απειλείται, ακινητοποιείται ακαριαία, έτσι ώστε να είναι πιο αποτελεσματικό το καμουφλάρισμά τους. Βέβαια, δεν ήταν απόλυτα ασφαλές τη νύχτα, με την κουκουβάγια †Sceloglaux albifacies, όπως αποδεικνύεται από απομεινάρια των φωλιών της σε ασβεστολιθικές αποθέσεις του Canterbury και, φαίνεται ότι το κακάπο ήταν μεταξύ των θηραμάτων της.[43]

Όμως τα θηλαστικά, σε αντίθεση με τα πουλιά, βασίζονται στην αίσθηση της όσφρησης και της ακοής για να βρουν θήραμα και, συχνά κυνηγούν τη νύχτα,[14] οπότε οι προσαρμογές του κακάπο ήσαν άχρηστες εναντίον των καινούργιων θηρευτών του. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για την τεράστια μείωση των πληθυσμών του, μετά την εισαγωγή σκύλων, γατών και μουστελιδών. Άλλωστε, μια τυπική παλαιότερη μέθοδος κυνηγιού των κακάπο από τους ανθρώπους, ήταν η απελευθέρωση ειδικά εκπαιδευμένων σκύλων.[44]

Το Κακάπο και ο Άνθρωπος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Βαλσαμωμένο κακάπο σε μουσείο της Γερμανίας

Ο πρώτος, χρονικά και, κυριότερος παράγοντας για την παρακμή του κακάπο ήταν αναμφίβολα η άφιξη των πρώτων ανθρώπων στη Νέα Ζηλανδία και τα γύρω νησιά. Στη λαογραφία των Μάορι αναφέρεται ότι το είδος ήταν κοινό σε όλη τη χώρα, όταν οι Πολυνήσιοι έφτασαν για πρώτη φορά εκεί, περίπου 700 χρόνια πριν,[45] κάτι στο οποίο συνηγορούν και τα απολιθώματα.[46] Οι Μάορι άρχισαν να κυνηγούν τα κακάπο για να τα φάνε, αλλά και για το δέρμα και τα φτερά τους, με τα οποία έφτιαχναν πανωφόρια. Επίσης χρησιμοποίησαν τα αποξηραμένα κρανία των πουλιών σαν στολίδια για τα αυτιά. Λόγω της ανικανότητάς του να πετάξει, της έντονης οσμής που αναδίδει και της συνήθειάς του να ακινητοποιείται όταν απειλείται, το κακάπο υπήρξε πολύ εύκολη λεία για τους Μάορι και τα σκυλιά τους. Τα αυγά και νεοσσοί του, επίσης, καταστρέφονταν από το Κιόρε Rattus exulans, έναν αρουραίο που έφεραν οι Μάορι στη Νέα Ζηλανδία.[47] Επιπλέον, η εσκεμμένη εκκαθάριση της βλάστησης από τους Μάορι μείωσε τα ενδιαιτήματα του πτηνού. Παρά το γεγονός ότι τα κακάπο είχαν ήδη εξαφανιστεί σε πολλές περιοχές της Νέας Ζηλανδίας, όταν κατέφθασαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι,[48] ήσαν ακόμη παρόντα στο κεντρικό τμήμα του Βόρειου Νησιού (North Island) και σε κάποιες δασώδεις περιοχές του Νότιου.[46]

Στη δεκαετία του 1840, οι Ευρωπαίοι άποικοι εκκαθάρισαν τεράστιες εκτάσεις γης για καλλιέργεια και βόσκηση, προκαλώντας περαιτέρω μείωση των οικοτόπων του είδους. Έφεραν μαζί τους περισσότερα σκυλιά και άλλα αρπακτικά θηλαστικά, όπως κατοικίδιες γάτες, αρουραίους και νυφίτσες.[42] Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν λίγα πράγματα για το κακάπο, μέχρι που ο Τζόρτζ Ρόμπερτ Γκρέι (George Robert Gray), το περιέγραψε και το καταχώρησε ως νέο είδος, το 1845. Δεδομένου ότι οι Μάορι σιγά-σιγά άρχισαν να μειώνονται, οι Ευρωπαίοι και τα σκυλιά τους πήραν τη θέση τους. Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα, το κακάπο δεν ήταν παρά ένα «αξιοπερίεργο» της φύσης και, χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν ή σκοτώθηκαν για ζωολογικούς κήπους, μουσεία ή συλλέκτες. Τα περισσότερα αιχμαλωτισθέντα άτομα έχαναν τη ζωή τους μέσα σε λίγους μήνες. Από το 1870, τουλάχιστον, οι συλλέκτες γνώριζαν ότι ο πληθυσμός των κακάπο είχε μειωθεί δραματικά, αλλά αντί να ξεκινήσουν τη διάσωσή τους, πρωταρχικό μέλημά τους ήταν να συλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερα «δείγματα» πριν το πουλί να εξαφανιστεί.

Στη δεκαετία του 1880, μεγάλος αριθμός από μουστελίδες (κουνάβια και νυφίτσες) εισήχθησαν στη Νέα Ζηλανδία για να βοηθήσουν στη μείωση του αριθμού των κουνελιών, που όντως ήσαν πραγματική μάστιγα για τη χώρα,[49] εκείνα όμως έτρωγαν, επίσης σε μεγάλο βαθμό, πολλά ενδημικά είδη συμπεριλαμβανομένου του κακάπο. Άλλα ξενικά προς τη χώρα εισηγμένα ζώα, όπως ελάφια, ανταγωνίζονταν με το πτηνό για την τροφή, αλλά και προκάλεσαν την εξαφάνιση κάποιων, προτιμώμενων από το κακάπο, φυτικών ειδών. Το τελευταίο κακάπο φαίνεται να πιάστηκε στο Βόρειο Νησί, το 1895.[50]

Πρώτες προσπάθειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1891, η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας ανακήρυξε τη νήσο Ρεζολούσιον (Resolution) ως καταφύγιo για το είδος. Το 1894, η κυβέρνηση διόρισε τον Ρίιτσαρντ Χένρι (Richard Henry) ως επιτηρητή, έναν οξυδερκή φυσιοδίφη ο οποίος γνώριζε ότι πολλά αυτόχθονα είδη ήταν σε πτωτική τάση, και άρχισε να συλλαμβάνει και να μετακινεί κακάπο αλλά και κίβι από την ηπειρωτική χώρα στο προστατευόμενο νησί. Σε έξι χρόνια, πάνω από 200 κακάπο είχαν μεταφερθεί στη νήσο Ρεζολούσιον. Όμως, μέχρι το 1900, αρκετές νυφίτσες είχαν κολυμπήσει μέχρι το νησί και το αποίκησαν, αφανίζοντας τον εκεί πληθυσμό μέσα σε 6 χρόνια.[51]

Το 1903, τρία κακάπο μεταφέρθηκαν από τη νήσο Ρεζολούσιον στο καταφύγιο του νησιού Λιτλ Μπάριερ (Little Barrier Island), ΝΑ του Όκλαντ, αλλά άγριες γάτες βρίσκονταν στην περιοχή και τα συγκεκριμένα άτομα εξοντώθηκαν. Το 1912, επίσης τρία κακάπο μεταφέρθηκαν σε ένα άλλο καταφύγιο, το νησί Κάπιτι (Kapiti) ΒΔ του Ουέλλινγκτον. Ένα από αυτά επέζησε τουλάχιστον μέχρι το 1936, παρά την παρουσία αδέσποτων γατών.[51] Μέχρι το 1920, το κακάπο είχε εξαφανιστεί από το Βόρειο Νησί της Νέας Ζηλανδίας, ενώ η επικράτεια και οι αριθμοί του στο Νότιο Νησί, ήταν σε πτωτική τάση.[48] Ένα από τα τελευταία καταφύγια του είδους ήταν η άγρια περιοχή Φιόρντλαντ (Fiordland). Εκεί, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, κάποιοι είχαν συχνά δει ή ακούσει το πτηνό και, μερικές φορές, θηρευόταν από κυνηγούς ή εργάτες. Μέχρι το 1940, οι αναφορές για το πτηνό είχαν αρχίσει να σπανίζουν.

Από το 1950 μέχρι το 1980

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δεκαετία του 1950, ιδρύθηκε η Υπηρεσία Άγριας Ζωής της Νέας Ζηλανδίας (New Zealand Wildlife Service) και άρχισε να κάνει τακτικές αποστολές για να αναζητήσει το κακάπο, ως επί το πλείστον στο Φιόρντλαντ και εκεί που είναι τώρα το Εθνικό Πάρκο Καχουράνγκι (Kahurangi) στο βορειοδυτικό Νότιο Νησί. Μετά από επτά αποστολές στο Φιόρντλαντ, μεταξύ 1951 και 1956, βρέθηκαν μόνο λίγες ενδείξεις. Τέλος, το 1958 ένα (1) άτομο πιάστηκε και απελευθερώθηκε στο Μίλφορντ Σάουντ (Milford Sound) του Φιόρντλαντ. Έξι ακόμη άτομα πιάστηκαν το 1961. Το ένα απελευθερώθηκε και τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν στο Καταφύγιο Πτηνών του Όρους Μπρους (Bruce Bird Reserve) κοντά στο Μάστερτον (Masterton), στο Βόρειο Νησί. Μέσα σε λίγους μήνες, τέσσερα από τα πουλιά είχαν πεθάνει και το πέμπτο πέθανε μετά από περίπου τέσσερα χρόνια. Στα επόμενα 12 χρόνια, οι αποστολές βρήκαν μερικά σημάδια του πτηνού, υπογραμμίζοντας ότι οι αριθμοί εξακολουθούσαν να μειώνονται. Μόνο ένα πουλί συνελήφθη το 1967, που πέθανε το επόμενο έτος.

Στις αρχές του 1970, δεν ήταν πλέον βέβαιο ότι το κακάπο ανήκε ακόμη στα υπάρχοντα είδη. Όμως, στο τέλος του 1974, επιστήμονες εντόπισαν αρκετά αρσενικά και έκαναν τις πρώτες επιστημονικές παρατηρήσεις για τα καλέσματα, «μπουμς», του πτηνού. Οι παρατηρήσεις αυτές οδήγησαν τον ερευνητή του είδους Ντον Μέρτον (Don Merton) να προβεί στις πρώτες αναφορές ότι, το κακάπο έχει ένα σύστημα αναπαραγωγής «λεκ».[47] Από το 1974 έως το 1976, 14 άτομα ανακαλύφθηκαν, αλλά όλα ήσαν αρσενικά. Αυτό ήγειρε την υποψία ότι το είδος θα εξαφανιζόταν, γιατί μπορεί να μην υπήρχαν επιζώντα θηλυκά. Ένα αρσενικό πουλί που πιάστηκε στην περιοχή Μίλφορντ το 1975, βαφτίστηκε " Richard Henry" και μεταφέρθηκε στο νησί Μοντ (Maud). Όλα τα πουλιά που εντόπισε η Υπηρεσία Άγριας Ζωής, μεταξύ 1951-1976, βρίσκονταν σε απομονωμένες σε σχήμα U παγετωνικές κοιλάδες, πλαισιωμένες από σχεδόν κάθετους βράχους και περιβάλλονταν από ψηλά βουνά. Τέτοιες «ακραίες» περιοχές είχε επιβραδύνει τον αποικισμό από τα θηλαστικά. Ωστόσο, ακόμη και εκεί, νυφίτσες ήσαν παρούσες και, από το 1976, τα κακάπο είχαν εξαφανιστεί από τη βάση των κοιλάδων και, μόνο λίγα αρσενικά επιζούσαν ψηλά, στα πιο απόμακρα σημεία των γκρεμών.[18]

Πριν το 1977 δεν είχαν πραγματοποιηθεί αποστολές στο νησί Στιούαρντ για να αναζητήσουν το πουλί, κατόπιν όμως άρχισαν οι πρώτες αναφορές από εκεί.[18] Μια αποστολή στο νησί ανακάλυψε ένα «μπόουλ» με τις διόδους του και, από τότε, αρκετές δεκάδες κακάπο. Η εύρεση μιας περιοχής 8.000 εκταρίων, η οποία είχε θάμνους και είχε αναγεννηθεί μετά από πυρκαγιά, έδωσε ελπίδες ότι εκεί θα περιελαμβάνονταν και θηλυκά. Ο συνολικός πληθυσμός υπολογίστηκε σε 100 έως 200 πτηνά.[52]

Οι μουστελίδες δεν είχαν αποικίσει ποτέ τη νήσο Στιούαρντ (Steward), αλλά άγριες γάτες ήσαν παρούσες. Κατά τη διάρκεια έρευνας, βρέθηκε ότι οι γάτες σκότωναν τα πουλιά με ποσοστό θήρευσης 56% ετησίως.[53] Με το ρυθμό αυτό, τα πουλιά δεν μπορούσαν να επιβιώσουν στο νησί και ως εκ τούτου, εφαρμόστηκε εντατικός έλεγχος των γατών το 1982, μετά τον οποίο δεν σημειώθηκε κάποιος θάνατος κακάπο από αυτή την αιτία.[18] Ωστόσο , για να εξασφαλιστεί η επιβίωση των υπόλοιπων πτηνών, οι επιστήμονες αποφάσισαν αργότερα ότι αυτός ο πληθυσμός θα πρέπει να μεταφερθεί σε νησιά χωρίς θηρευτές, κάτι που έγινε πραγματικότητα μεταξύ του 1982 και του 1997.[54]

Το «Σχέδιο για την Ανάκαμψη του Κακάπο»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Φελίξ, ένα από τα κακάπο του «Σχεδίου για την Ανάκαμψη του Κακάπο» της Νέας Ζηλανδίας

Το 1989, τέθηκε σε εφαρμογή το «Σχέδιο για την Ανάκαμψη του Κακάπο» (Kakapo recovery Plan) και συστάθηκε μια ομάδα για την εφαρμογή του.[55] Η πρώτη ενέργεια ήταν να μετεγκατασταθούν όλα τα εναπομείναντα κακάπο σε κατάλληλα νησιά για να αναπαραχθούν. Ωστόσο, υπήρχε μεγάλη δυσκολία διότι, κανένα από τα νησιά της Νέας Ζηλανδίας δεν ήταν ιδανικό για την εγκατάσταση των πτηνών, χωρίς πρώτα την εκτενή αποκατάσταση της φυτοκάλυψης και την εξόντωση των εισαχθέντων θηρευτών και των ανταγωνιστών θηλαστικών. Τελικά, τέσσερα νησιά επιλέχθηκαν: το Μοντ (Maud), το Λίτλ Μπάριερ (Little Barrier), το Κόντφις (Codfish) και το Μάνα (Mana).[54] Εξήντα πέντε κακάπο (43 αρσενικά και 22 θηλυκά) μεταφέρθηκαν με επιτυχία πάνω στα τέσσερα νησιά. Το Λίτλ Μπάριερ, τελικά αποδείχθηκε ακατάλληλο λόγω της τραχύτητας του τοπίου, του πυκνού δάσους και της συνεχούς παρουσίας αρουραίων, οπότε, εκκενώθηκε από τα πουλιά το 1998.[56] Αργότερα, ακολούθησαν διαδοχικές μετεγκαταστάσεις σε διαφορετικά νησιά, διότι το πρόγραμμα βρισκόταν σε δυναμική κατάσταση και, δεν μπορούσε να προβλεφθεί η παρουσία θηρευτών ή άλλων αρνητικών παραγόντων. Τελικά, σήμερα τα 124 εναπομείναντα κακάπο βρίσκονται σε τρία νησιά, το Κόντφις, το Άνκορ και το Λιτλ Μπάριερ.

Αν και η αναπαραγωγική ικανότητα των θηλυκών μπορεί να βελτιωθεί με συμπληρωματική διατροφή, η επιβίωση των νεοσσών παρεμποδίζεται από την παρουσία αρουραίων της Πολυνησίας. Από τους 21 νεοσσούς που εκκολάφθηκαν μεταξύ 1981 και 1994, οι 9 σκοτώθηκαν είτε από τους αρουραίους ή έχασαν τη ζωή τους και στη συνέχεια φαγώθηκαν από αρουραίους.[57] Η προστασία των φωλιών έχει ενταθεί από το 1995 με τη χρήση παγίδων και θέσεων με δηλητήριο, από τη στιγμή που έχει εντοπιστεί μια φωλιά. Μια μικρή βιντεοκάμερα με υπέρυθρη πηγή φωτός παρακολουθεί τη φωλιά συνεχώς και, είναι προγραμματισμένη να τρομάζει τους αρουραίους με μικρές «εκρήξεις» και φώτα φλας. Για να αυξηθεί το ποσοστό επιτυχίας της ωοτοκίας, ένας υπάλληλος του προγράμματος τοποθετεί μια μικρή, θερμοστατικά ελεγχόμενη ηλεκτρική κουβέρτα πάνω στα αυγά ή τους νεοσσοούς, κάθε φορά που το θηλυκό αφήνει την φωλιά για να τραφεί. Το ποσοστό επιβίωσης των νεοσσών αυξήθηκε από το 29% σε μη προστατευόμενες φωλιές έως το 75% σε προστατευόμενες.[57]

Για τη συνεχή παρακολούθηση του πληθυσμού των κακάπο, κάθε πτηνό είναι εξοπλισμένο με ραδιοπομπό, ενώ τεχνητή επώαση των αυγών και σίτιση με τα χέρια έχουν χρησιμοποιηθεί, κατά καιρούς, για να βελτιωθεί η κατάσταση των αυγών και των νεοσσών.[23] Το μότο της επίσημης ιστοσελίδας του προγράμματος είναι: «7 δισεκατομμύρια άνθρωποι στη Γη και λιγότερα από 150 κακάπο. Η ώρα είναι κρίσιμη».[58]

Η Λίστα με τα Κακάπο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα, τα κακάπο είναι τόσο λίγα που, τους έχουν δοθεί ονόματα και καταγράφεται λεπτομερώς το γενεαλογικό τους δένδρο και το ιστορικό τους. Συνολικά ζουν 124 πουλιά, 60 θηλυκά και 64 αρσενικά. Η τελευταία απώλεια ήταν ένα θηλυκό με το όνομα 'Φούξια', που πέθανε το Μάρτιο του 2013. Σε κάθε πουλί, εκτός από μερικούς νεοσσούς, έχει δοθεί ένα όνομα από τους υπαλλήλους του προγράμματος «Σχέδιο για την Ανάκαμψη του Κακάπο». Είναι ένας στοργικός τρόπος για το προσωπικό συντήρησης να αναφέρονται σε μεμονωμένα πουλιά, και μια σκληρή υπενθύμιση τού πόσο λίγα έχουν απομείνει. Πολλά από τα μεγαλύτερα πουλιά έχουν αγγλικά ονόματα, αλλά στα νεαρότερα έχουν δοθεί ονόματα Μάορι. Μερικά κακάπο, όπως ο 'Ρίτσαρντ Χένρι' και ο 'Άραβας', έχουν ονομαστεί προς τιμήν ανθρώπων που έχουν παράσχει βοήθεια στις προσπάθειες διατήρησης του είδους.

Το Κακάπο στους Μάορι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κακάπο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πλούσια παράδοση και τις πεποιθήσεις των Μάορι. Ο ακανόνιστος κύκλος αναπαραγωγής του πουλιού, εξαρτώμενος από την καρποφορία συγκεκριμένων φυτών, όπως του Rimu, οδήγησαν εύλογα τους Μάορι στη δοξασία ότι το πουλί έχει την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον. Άλλη δοξασία, βασίζεται στο ότι οι Μάορι έχουν δει τα πουλιά να τοποθετούν κάποιους καρπούς στο νερό για να τους διατηρήσουν. Από αυτό το «μύθο» προέρχεται η πρακτική των Μάορι να εμβαπτίζουν τροφή σε νερό για τον ίδιο σκοπό.[59]

Παρά τις δοξασίες, οι Μάορι θεωρούσαν το κακάπο ως ξεχωριστή «λιχουδιά» [45] και το κυνηγούσαν, όταν ήταν ακόμα ευρέως διαδεδομένο.[60] Μια πηγή αναφέρει ότι «η σάρκα του μοιάζει με αρνί στη γεύση και την υφή»,[59] παρόλο που οι ευρωπαίοι έποικοι έχουν περιγράψει ότι έχει «δριμεία και ελαφρώς στυφή (sic) γεύση».[45]

Εκτός από το κρέας του, οι Μάορι χρησιμοποιήσουν το δέρμα και τα φτερά του κακάπο, είτε ως σύνολο, είτε έβγαζαν τα φτερά και τα έραβαν πάνω σε ίνες λιναριού για τη δημιουργία ιδιαίτερων, περίτεχνων ενδυμάτων, που φοριούνταν ως μανδύες ή πανωφόρια.[60][61][62] Για κάθε έναν από αυτούς τους μανδύες, απαιτούνταν έως και 11.000 φτερά,[63] που τους καθιστούσε όχι μόνον πολύ όμορφους, αλλά και πολύ ζεστούς.[61][63] Οι μανδύες αυτοί είχαν υψηλή αξία και, οι λίγοι που εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι σήμερα θεωρούνται taonga, «θησαυροί». Μάλιστα, μια παλαιά παροιμία των Μάορι λέει: «Έχεις μια κάπα κακάπο και εξακολουθείς να διαμαρτύρεσαι για το κρύο», που χρησιμοποείται για να περιγράψει κάποιον που δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος.[60]

Παρά το γεγονός αυτό, το κακάπο θεωρείτο ως ένα στοργικό κατοικίδιο ζώο από τους Μάορι. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από τους ευρωπαίους εποίκους στη Νέα Ζηλανδία κατά τον 19ο αιώνα, μεταξύ των οποίων από τον George Edward Grey, ο οποίος έγραψε κάποτε σε μια επιστολή προς συγγενή του, ότι η συμπεριφορά του κακάπο που είχε ως κατοικίδιο, προς αυτόν και τους φίλους του, «μοιάζει περισσότερο με αυτή ενός σκύλου απ’ ότι ενός πουλιού».[59]

i. ^ Για την ορθογραφία της λέξης Γλαύκοψ, ακολουθείται η κατ΄αντιστοιχίαν απόδοση της λέξης Έποψ «τσαλαπετεινός» (και όχι Έπωψ) και άρα Γλαυκοπίδες κατά το Εποπίδες [64][65][66]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 BirdLife International (2013). Strigops habroptila στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 14 Μαρτίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 181
  3. Mussen
  4. 4,0 4,1 «Kakapo Habitat». Kākāpō Recovery Programme. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014. 
  5. 5,0 5,1 Johnston, Kirsty (15 Απριλίου 2012). «Kakapo relocated to raise chicks». stuff.co.nz. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014. 
  6. λήμματα της Βικιπαίδειας σε όλες τις γλώσσες
  7. 7,0 7,1 Wright et al
  8. 8,0 8,1 Grant-Mackie et al
  9. 9,0 9,1 de Kloet & de Kloet
  10. Christidis L, Boles
  11. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=714021
  12. Schodde & Mason
  13. Leeton et al
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Gibbs
  15. Johnson
  16. 16,0 16,1 Livezey
  17. BirdLife International. (2000) Threatened Birds of the World. Lynx Edicions and BirdLife International, Barcelona and Cambridge
  18. 18,00 18,01 18,02 18,03 18,04 18,05 18,06 18,07 18,08 18,09 Powlesland et al
  19. Westerskov
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 20,5 Higgins
  21. Reischek, 1884
  22. 22,0 22,1 Clout & Merton
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 Eason et al
  24. 24,0 24,1 24,2 Best
  25. Lopez-Calleja & Bozinovic
  26. Powlesland et al, 1992
  27. Best & Powlesland
  28. Diamond et al
  29. Gray
  30. Atkinson & Merton
  31. Hagelin
  32. «Up Close & Personal». Kākāpō Recovery Programme. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014. 
  33. Kakapo (Strigops habroptilus)". Wild Magazine.
  34. 34,0 34,1 34,2 Merton et al, 1984
  35. 35,0 35,1 Lindsey & Morris
  36. 36,0 36,1 36,2 Cockrem
  37. «Meet the Kakapo: Breeding». Kākāpō Recovery Programme. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Σεπτεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014. 
  38. 38,0 38,1 editor, Erik Hirschfeld (2007). Rare Birds Yearbook 2008. England: MagDig Media Lmtd. p. 151. ISBN 978-0-9552607-3-5
  39. Forest and Bird Magazine, Number 328, May 2008 (page 5)
  40. Cottam et al
  41. Understanding Evolution contributors (April 2006). "Conserving the Kakapo". Understanding Evolution. University of California, Berkeley. Retrieved 22 March 2008. Cite uses deprecated parameters (help)
  42. 42,0 42,1 Sutherland
  43. Worthy & Holdaway
  44. Henry
  45. 45,0 45,1 45,2 Tipa
  46. 46,0 46,1 Heather & Robertson
  47. 47,0 47,1 Merton, 1976
  48. 48,0 48,1 Williams
  49. Murphy & Dowding
  50. Best, Elsdon (1977) [1942]. «Bird Lore: How Birds Were Taken — Kākāpō (Strigops habroptilus. Forest Lore of the Maori. Memoirs of the Polynesian Society. 18. Dominion Museum bulletin. 14. Wellington, New Zealand: E.C. Keating, Government Printer. σελίδες 170–175. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014. 
  51. 51,0 51,1 Hill & Hill
  52. Powlesland et al, 1995
  53. Karl & Best
  54. 54,0 54,1 Lloyd & Powlesland
  55. Powlesland, 1989
  56. "Hauturu, or Little Barrier Island". Kakapo Recovery Programme. Retrieved 2009-01-05
  57. 57,0 57,1 Elliott et al
  58. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2013. 
  59. 59,0 59,1 59,2 Riley
  60. 60,0 60,1 60,2 Morris & Smith
  61. 61,0 61,1 Kakapo then and now; An Iwi Perspective". Web.archive.org. 16 April 2007. Archived from the original on 16 April 2007. Retrieved 2012-01-15
  62. Kakapo feather cloak". Search the collection database. British Museum. Retrieved 1 August 2010
  63. 63,0 63,1 Crowe
  64. Πάπυρος Λαρούς, τ. 6, σ. 752
  65. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 24, σ. 449
  66. Μπαμπινιώτης σ. 665
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. Holmiae. (Laurentii Salvii).
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Anon. 2008. How to make a big-boned bird breed. New Scientist 199(2673): 16.
  • Anon. 2008. Kakapo set to breed. Forest and Bird: 3.
  • Anon. 2009. Long lost Kakapo rediscovered after 21 years. Available at: #https://web.archive.org/web/20130507123316/http://www.wildlifeextra.com/go/news/kakapo-rediscovered.html.
  • Atkinson, I. A. E. and Merton, D. V. (2006). "Habitat and diet of kakapo (Strigops habroptilus) in the Esperance Valley, Fiordland, New Zealand". Notornis 53 (1): 37–54.
  • H.A. Best (1984). "The Foods of Kakapo on Stewart Island as Determined from Their Feeding Sign" (PDF). New Zealand Journal of Ecology 7: 71–83
  • H.A. Best and R.G. Powlesland (1985). Kakapo. Dunedin: John McIndoe and New Zealand Wildlife Service
  • Christidis L, Boles WE (2008). Systematics and Taxonomy of Australian Birds. Canberra: CSIRO Publishing. p. 200. ISBN 978-0-643-06511-6.
  • Clout, M.; Merton, D. 1998. Saving the Kakapo: the conservation of the world's most peculiar parrot. Bird Conservation International 8: 281-296.
  • Clout, M.N., Elliott, G.P. and Robertson, B.C. 2002. Effects of supplementary feeding on the offspring sex ratio of kakapo: a dilemma for the conservation of a polygynous parrot. Biological Conservation 107(1): 13-18.
  • J.F. Cockrem (2002). "Reproductive biology and conservation of the endangered kakapo (Strigops habroptilus) in New Zealand". Avian and Poultry Biology Reviews 13 (3): 139–144. doi:10.3184/147020602783698548.
  • Collar, N. J.; Butchart, S. H. M. 2013. Conservation breeding and avian diversity: chances and challenges. International Zoo Yearbook.
  • Cottam Yvette, Don V. Merton, and Wouter Hendriks (2006). "Nutrient composition of the diet of parent-raised kakapo nestlings". Notornis 53 (1): 90–99.
  • Cresswell, M. 1996. Kakapo recovery plan 1996-2005. Department of Conservation, Wellington.
  • Crowe Andrew (2001). Which New Zealand Bird?. Penguin.
  • David, N.; Gosselin, M. 2002. Gender agreement of avian species names. Bulletin of the British Ornithologists' Club 122: 14-49.
  • Diamond, Judy; Daryl Eason, Clio Reid & Alan B. Bond (2006). "Social play in kakapo (Strigops habroptilus) with comparisons to kea (Nestor notabilis) and kaka (Nestor meridionalis)". Behaviour 143 (11): 1397–1423. doi:10.1163/156853906778987551. Cite uses deprecated parameters (help)
  • Eason, D.K.; Elliott, G.P.; Merton, D.V.; Jansen, P.W.; Harper, G.A.; Moorhouse, R.J. 2006. Breeding biology of kakapo (Strigops habroptilus) on offshore island sanctuaries, 1990-2002. Notornis 53(1): 27-36.
  • Elliott, G.P.; Merton, D.V.; Jansen, P.W. (2001). "Intensive management of a critically endangered species: the kakapo". Biological Conservation 99 (1): 121–133. doi:10.1016/S0006-3207(00)00191-9.
  • George Gibbs (2007). Ghosts of Gondwana; The history of life in New Zealand. Craig Potton Publishing.
  • Grant-Mackie, E.J.; J.A. Grant-Mackie, W.M. Boon & G.K. Chambers (2003). "Evolution of New Zealand Parrots". NZ Science Teacher 103. Cite uses deprecated parameters (help)
  • Gray, R.S. (1977). The kakapo (Strigops habroptilus, Gray 1847), its food, feeding and habitat in Fiordland and Maud Island. MSc thesis. Massey University, Palmerston North, New Zealand.
  • Hagelin, Julie C. (January 2004). "Observations on the olfactory ability of the Kakapo Strigops habroptilus, the critically endangered parrot of New Zealand". Ibis 146 (1): 161–164. doi:10.1111/j.1474-919X.2004.00212.x. Cite uses deprecated parameters (help)
  • Harper, G. A.; Elliott, G. P.; Eason, D. K.; Moorhouse, R. J. 2006. What triggers nesting of Kakapo (Strigops habroptilus)? Notornis 53(1): 160-163.
  • Heather Barrie and Hugh Robertson, illustrated by Derek Onley, The Field guide to the birds of New Zealand, Viking, revised edition, 2005
  • Henry, R. (1903). The habits of flightless birds of New Zealand: with notes on other flightless New Zealand birds. Wellington: Government Printer
  • Higgins, P. J. 1999. Handbook of Australian, New Zealand and Antarctic birds: parrots to dollarbirds. Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Hill, S.; Hill, J. 1987. Richard Henry of Resolution Island. Dunedin, John McIndoe.
  • Hirschfeld, E. 2008. Rare Birds Yearbook 2009: the world's 190 most threatened birds. MagDig Media Ltd., Shrewsbury, UK.
  • IUCN. 2001. IUCN Red List categories and criteria: version 3.1. IUCN, Gland & Cambridge.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 13 November 2013).
  • P. N. Johnson (1975). "Vegetation associated with kakapo (Strigops habroptilus Gray) in Sinbad Gully, Fiordland, New Zealand". New Zealand Journal of Botany 14: 151–159.
  • Karl, B.J; Best, H.A. (1982). "Feral cats on Stewart Island: their foods and their effects on kakapo". New Zealand Journal of Zoology 9: 287–294
  • de Kloet, R. S.; de Kloet, S. R. (2005). "The evolution of the spindlin gene in birds: Sequence analysis of an intron of the spindlin W and Z gene reveals four major divisions of the Psittaciformes". Molecular Phylogenetics and Evolution 36 (3): 706–721. doi:10.1016/j.ympev.2005.03.013. PMID 16099384
  • Leeton, P.R.J., Christidis, L., Westerman, M. & Boles, W.E. (1994). Molecular phylogenetic relationships of the Night Parrot (Geopsittacus occidentalis) and the Ground Parrot (Pezoporus wallicus). Auk 111: 833–843
  • Lindsey Terrence and Morris Rod, "Collins Field Guide to New Zealand Wildlife", Harper Collins Publishers ( New Zealand) limited, 2000
  • Livezey, Bradley C. (July 1992). "Morphological corollaries and ecological implications of flightlessness in the kakapo (Psittaciformes: Strigops habroptilus)". Journal of Morphology 213 (1): 105–145. doi:10.1002/jmor.1052130108
  • Lopez-Calleja, M. Victoria; Bozinovic, F. (2000). "Energetics and nutritional ecology of small herbivorous birds". Revista chilena de historia natural 73 (3): 411–420. doi:10.4067/S0716-078X2000000300005.
  • Lloyd, B. D.; Powlesland, R. G. 1994. The decline of Kakapo Strigops habroptilus and attempts at conservation by translocation. Biological Conservation 69: 75-85.
  • Merton, D. 1997. Kakapo update. PsittaScene 9(1): 3-4.
  • Merton, D. 1998. Kakapo update.
  • Merton, D. 2009. Kakapo news. PsittaScene 21(3): 18.
  • Merton, D.V.; Morris, R.D.; Atkinson, I.A.E. (1984). "Lek behaviour in a parrot: the Kakapo Strigops habroptilus of New Zealand". Ibis 126 (3): 277–283. doi:10.1111/j.1474-919X.1984.tb00250.x.
  • Merton, D.; Clout, M. 1998. Red Data Bird: Kakapo Strigops habroptilus. World Birdwatch 20: 20-21.
  • Merton, D.; Clout, M. 1999. Kakapo: back from the brink. Wingspan 9(2): 14-17.
  • Merton, D.; Reed, C.; Crouchley, D. 1999. Recovery strategies and techniques for three free-living, critically-endangered New Zealand birds: Kakapo Strigops habroptilus, Black Stilt Himantopus novaezelandiae and Takahe Porphyrio mantelli. In: Roth, T.L.; Swanson, W.F.; Blattman, L.K. (ed.), Proceedings 7th world conference on breeding endangered species, pp. 151–162. Cincinnati Zoo and Botanical Garden, Cincinnati.
  • Merton, D. V. 2006. The Kakapo: some highlights and lessons from five decades of applied conservation. Journal of Ornithology 147(5): 4.
  • Merton, D.V. (1976). Conservation of the kakapo: a progress report. In Proc. Science in Nat. Parks. . National Parks Authority, Wellington, N.Z. National Parks Series No. 6: 139–148.
  • Morris Rod, Hal Smith (1995). Wild South: Saving New Zealands endangered birds. New Zealand: Random House.
  • Murphy, E and Dowding, J. (1995). "Ecology of the stoat in Nothofagus forest: home range, habitat use and diet at different stages of the beech mast cycle" (PDF). New Zealand Journal of Ecology 19 (2): 97–109.
  • Mussen, Deirdre (8 February 2009). "Kakapo back to nest after 21 years". Sunday Star-Times. Archived from the original on 8 February 2009.
  • Powlesland, R. G.; Merton, D. V.; Cockrem, J. F. 2006. A parrot apart: the natural history of the Kakapo (Strigops habroptila), and the context of its conservation management. Notornis 53(1): 3-26.
  • Powlesland, R.G.; Roberts, A.; Lloyd, B. D. and Merton, D.V. (1995). "Number, fate and distribution of kakapo (Strigops habroptilus) found on Stewart Island, New Zealand, 1979–92" (PDF). New Zealand Journal of Zoology 22 (3): 239–248. doi:10.1080/03014223.1995.9518039.
  • R.G. Powlesland; B.D. Lloyd; H.A. Best; D.V. Merton (1992). "Breeding Biology of the Kakapo Strigops-Habroptilus on Stewart Island, New Zealand". IBIS 134 (4): 361–373. doi:10.1111/j.1474-919X.1992.tb08016.x.
  • Powlesland, R.G. (1989). Kakapo recovery plan 1989–1994. Wellington: Department of Conservation.
  • Raubenheimer, D.; Simpson, S. J. 2006. The challenge of supplementary feeding: can geometric analysis help save the Kakapo? Notornis 53(1): 100-111.
  • Reischek, A. 1884. Notes on New Zealand ornithology. Transactions of the New Zealand Institute 17: 187-198.
  • Reischek, A. 1930. Yesterdays in Maoriland, New Zealand in the eighties. Jonathan Cape, London.
  • Riley Murdoch (2001). Maori Bird Lore; An introduction. Viking Sevenseas NZ LTD.
  • Robertson, H.A., Karika, I. and Saul, E.K. 2006. Translocation of Rarotonga monarchs Pomarea dimidiata within the Southern Cook Islands. Bird Conservation International 16(3): 197-215.
  • Schodde, R. & Mason, I.J. (1981). Nocturnal Birds of Australia. Illustrated by Jeremy Boot. Melbourne: Lansdowne Edns 136 pp. 22 pls [35–36]
  • Sutherland, William J. (2002). "Conservation biology: Science, sex and the Kakapo". Nature 419 (6904): 265–266. doi:10.1038/419265a. PMID 12239554.
  • Tipa, Rob (2006). "Kakapo in Māori lore". Notornis 53 (1).
  • G. R. Williams (1956). "The Kakapo (Strigops habroptilus, Gray): a review and reappraisal of a near-extinct species". Notornis 7 (2): 29–56.
  • Worthy, T.H.; Holdaway, R.N. (2002). The Lost world of the Moa: Prehistoric life in New Zealand. Christchurch: Canterbury University Press. p. 718.
  • Westerskov, K.E. 1981. Reischek’s 1890 paper on ‘the kakapo (Strigops habroptilus) in the wild and in captivity.’ Notornis 28: 263-280.
  • Wright, T.F.; Schirtzinger E. E., Matsumoto T., Eberhard J. R., Graves G. R., Sanchez J. J., Capelli S., Muller H., Scharpegge J., Chambers G. K. & Fleischer R. C. (2008). "A Multilocus Molecular Phylogeny of the Parrots (Psittaciformes): Support for a Gondwanan Origin during the Cretaceous". Mol Biol Evol 25 (10): 2141–2156. doi:10.1093/molbev/msn160. PMC 2727385. PMID 18653733. Cite uses deprecated parameters (help)