Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιερώνυμος Βολφ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιερώνυμος Βολφ
Γέννηση13  Αυγούστου 1516[1]
Έτινγκεν[2]
Θάνατος8  Οκτωβρίου 1580[1]
Άουγκσμπουργκ[3]
ΥπηκοότηταΑγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Επιστημονική σταδιοδρομία
Ιδιότηταβιβλιοθηκονόμος και ιστορικός
Φοιτητές τουJohannes Busereuth

Ο Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 13 Αυγούστου 1516 - 8 Οκτωβρίου 1580) ήταν Γερμανός Ουμανιστής και φιλόλογος και θεωρείται ιδρυτής της Βυζαντινολογίας.

Πρώιμα χρόνια και σπουδές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιερώνυμος Βολφ γεννήθηκε το 1516 στο Έττινγκεν της Βαυαρίας. Ήταν απόγονος οικογένειας ευγενών που είχαν πτωχεύσει. Από παιδί έδειχνε ότι είχε μεγάλη ευφυΐα. Έχασε όμως την μητέρα του νωρίς, η οποία έπασχε μάλλον από κάποια κληρονομική αρρώστια και γι'αυτό ήταν πολλά χρόνια μέσα σε τρελοκομείο, όπου και πέθανε. Ο νεαρός Βολφ πήγε σχολείο στο Νέρντλινγκεν και σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων χρονών (1530) πήρε την θέση του γραμματέα κι αντιγραφέα χειρογράφων στο οχυρό του Χάρμπουργκ, όπου έμεινε πέντε χρόνια κι έμαθε λατινικά διαβάζοντας Βιργίλιο[4]. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, την ιστορία, και τον ουμανισμό. Τον κορόιδευαν όμως οι άλλοι γραφείς κι απομονώθηκε, περνώντες ατέλειωτες ώρες μελέτης[4]. Μια μέρα πήγε στην αγορά τη πόλης για να ψωνίσει καπέλο και μαχαίρια, αλλά τελικά αγόρασε ένα λεξικό αρχαίων ελληνικών και λατινικών[4]. Μέσα σε δυο χρόνια έμαθε τόσο καλά ελληνικά που μπορούσε να συζητά για πολλά θέματα όπως στη μητρική του[4].

Επαγγελματική σταδιοδρομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ταλέντο του έγινε τόσο φανερό που σημαντικοί ευγενείς τον προώθησαν κι έγινε βοηθός δικηγόρων στο Τύμπινγκεν κι έπειτα γραμματέας του επισκόπου του Βύρτσμπουργκ[4]. Το 1536 έχασε τον πατέρα του από δυστύχημα. Ο Ιερώνυμος επέστρεψε στο Έττινγκεν για να αναλάβει την ανατροφή και μόρφωση του μικρότερου αδερφού του, που έγινε ονομαστός γιατρός στην Νυρεμβέργη.

Σπούδασε στην Βιτεμβέργη από το 1537 μέχρι το 1539. Η Βιτεμβέργη ήταν το κέντρο του μεταρρυθμιστικού διαφωτισμού και του ουμανισμού κατά την ιστορική περίοδο της αναγέννησης κι η φήμη της τον έλκυσε. Δάσκαλοί του μάλιστα ήταν ο λόγιος Φίλιππος Μελάγχθων, από τον οποίο έμαθε ακόμα καλύτερα ελληνικά, κι ο ηγέτης της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης Μαρτίνος Λούθηρος. Εκεί έμαθε και αστρολογία που του καλλιέργησε τάσεις δεισιδαιμονίας, βλέποντας παντού αρνητικά σημάδια. Αναγκάστηκε όμως από έλλειψη πόρων να διακόψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στη γενέτειρά του για να εργαστεί.

Από το 1543 ως το 1545 διετέλεσε διευθυντής σχολείου στο Μιλχάουζεν της Θουριγγίας μετά από σύσταση του Μελάγχθονα[4]. Επέστρεψε για λίγο καιρό στην Νυρεμβέργη για να εργαστεί ως δάσκαλος. Αποφάσισε όμως λόγω παραισθήσεων ότι θα πέσει θύμα δολοφονίας (επειδή είδε "σημάδια") να ξαναφύγει άρον άρον και κατέληξε στο Τύμπιγκεν και τελικά στο Στρασβούργο. Το 1548 εγγράφηκε στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία, όπου και ήρθε σε επαφή με τον Ιωάννη Οπωρινό με τον οποίο και έγινε φίλος. Ο Οπωρινός αργότερα κυκλοφόρησε ως εκδότης τα έργα του Βολφ, ομιλίες του Ισοκράτη και του Δημοσθένη[4].

Από το 1550 μέχρι το 1551 ήταν ιδιωτικός δάσκαλος για παιδιά Γερμανών ευγενών από τη Βασιλεία και τα συνόδεψε στο Παρίσι. Εκεί όμως έμαθε οτι οι καθολικοί της Σορβόννης ίσως τον θεωρήσουν αιρετικό φορέα των ιδεών του Λούθηρου, φοβήθηκε οτι θα τον κάψουν στην πυρά και γι'αυτό παλι έφυγε ξαφνικά[4] με τα πόδια προς τη Βασιλεία.

Απέρριψε την πρόταση που το έκαναν να γίνει καθηγητής ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας[4]. Το 1551 έγινε προσωπικός γραμματέας και βιβλιοθηκάριος του τραπεζίτη βιβλιόφιλου Γιόχαν Γιάκομπ Φούγκερ στο Άουγκσμπουργκ. Ο Φούγκερ ήταν απόγονος σημαντικής εμπορικής δυναστείας, ενδιαφερόταν πολύ για την λογοτεχνία και την ιστορία και ήταν σημαντικός συλλέκτης βιβλίων της λατινικής κι ελληνικής γραμματείας. Απ' την πλούσια συλλογή του εξέδωσε ο Βολφ το βιβλίο που τον έκανε μετά θάνατον γνωστό, το Corpus Historiae Byzantinae το 1557. Την ίδια χρονιά διορίστηκε διευθυντής στο Γυμνάσιο της Αγίας Άννας και διευθυντής της δημοτικής βιβλιοθήκης του Άουγκσμπουργκ, βελτιώνοντας κατά πολύ τόσο την συλλογή βιβλίων όσο και το ίδιο το κτίριο που επεκτάθηκε σημαντικά[4].

Μετά από πολύχρονες διαπραγματεύσεις, πούλησε την πλούσια ιδιωτική συλλογή βιβλίων του το 1572, για 700 χρυσές λίρες (γκούλντες), ένα μεγάλο ποσό για την εποχή, που ελάμβανε σε δόσεις των 30 λιρών ετησίως.

Πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1580 στο Άουγκσμπουργκ. Δε νυμφεύθηκε ποτέ ούτε απέκτησε παιδιά[4].

Σήμερα η συλλογή του που περιλαμβάνει 600 από τα αρχικά περίπου 1000 βιβλία βρίσκεται στην κρατική βιβλιοθήκη του Νόιμπουργκ της Βαυαρίας.

Ο Βολφ είχε αρχίσει από παιδί να μεταφράζει τα έργα αρχαίων Ελλήνων στα λατινικά. Συνόδευε τις μεταφράσεις του με πλήθος υποσημειώσεων, επεξηγήσεων και σχολίων, ανάμεσα στα οποία ανέφερε κι οτι απειλείται η ζωή του από συναδέλφους του κι όλοι θέλουν το κακό του[4] . Το 1548 και 1549 ο Οπωρινός δημοσίευσε σπουδαία έργα του Ισοκράτη και του Δημοσθένη σε μετάφραση του Βολφ, που λογω της δυσκολίας των ελληνικών τους δεν είχαν μεταφράσει πριν ούτε ο Έρασμος ούτε ο Γκιγιόμ Μπυντέ[4]. Ακολούθησαν πολλά έργα Ρωμαίων, και περισσότερα έργα λογίων του Βυζαντίου όπως του Νικήτα Χωνιάτη, του Ιωάννη Ζωναρά και του Νικηφόρου Γρηγορά, πολλά από τα οποία διασώθηκαν χάρη στην εργασία του.

Μέχρι την εποχή του, δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ αρχαίων και μεσαιωνικών ελληνικών έργων, και μάλιστα τα δεύτερα συνεχώς επισκιάζονταν από το γενικότερο ενδιαφέρον για τoυς κλασικούς συγγραφείς. Αντίθετα, το ενδιαφέρον θα δημιουργηθεί από μια διαφορετική κατεύθυνση, εκείνη της ανακάλυψης και της αιτιολόγησης της ιστορίας που οδήγησε στην κατάκτηση του συνόλου σχεδόν της ανατολικής Ευρώπης από τους Οθωμανούς, τους οποίους ο Βολφ αισθάνθηκε απειλητικά σαν έφηβος κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βιέννης το 1529. Επικεντρώθηκε κυρίως στην ελληνική ιστορία και δημοσίευσε το έργο του το 1557 με τίτλο Corpus Historiae Byzantinae, το οποίο αποτελούσε περισσότερο μια συλλογή από βυζαντινές πηγές, παρά ένα πλήρες ιστορικό. Παρ 'όλα αυτά, ο αντίκτυπος του έργου του μακροπρόθεσμα υπήρξε τεράστιος διότι έθεσε τις βάσεις για τις επερχόμενες μελέτες της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας και χρησιμοποιήσε τον όρο "βυζαντινή" Ιστορία και "Βυζάντιο" για πρώτη φορά.

Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ 'της Γαλλίας ζήτησε τη συνάθροιση όλων των έργων της εποχής και κάλεσε πολλούς γνωστούς επιστήμονες από όλο τον κόσμο για να συμμετάσχουν στην προσπάθεια αυτή φέρνοντας σχετικά βιβλία. Το έργο του Βολφ έφτασε κει και υπήρξε καθοριστικό. Το αποτέλεσμα υπήρξε το τεράστιο Corpus Historiae Byzantinae 34 τόμων με παράλληλο ελληνικό κείμενο και λατινική μετάφραση. Αυτή η έκδοση παγίωσε και καθιέρωσε τον όρο “βυζαντινή” για τις σχετικές ιστορικές μελέτες.

  • Der Vater der deutschen Byzantinistik. Das Leben des Hieronymus Wolf von ihm selbst erzählt. Dt. von Hans-Georg Beck, München 1984 (Miscellanea Byzantina Monacensia ; 29)
  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 100706460. Ανακτήθηκε στις 17  Οκτωβρίου 2015.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10  Δεκεμβρίου 2014.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 Biographie, Deutsche. «Wolf, Hieronymus - Deutsche Biographie». www.deutsche-biographie.de (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2019. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]