Θάνατος της Σίντι Τζέιμς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σύνθια "Σίντι" Ελίζαμπεθ Τζέιμς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση12 Ιουνίου 1944
Όλιβερ, Βρετανική Κολομβία, Καναδάς
Θάνατος2 - 8 Ιουνίου 1989 (44 ετών)
Ρίτσμοντ, Βρετανική Κολομβία, Καναδάς
Αιτία θανάτουΔηλητηρίαση από φάρμακα κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες
Χώρα πολιτογράφησηςΑμερική
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΡόι Μέικπις (γάμος το 1966 - διαζύγιο το 1982)

Η Σύνθια Ελίζαμπεθ Τζέιμς (Αγγλικά: Cynthia Elizabeth James, του γένους Χακ, 12 Ιουνίου 1944 – π. 2 Ιουνίου — 8 Ιουνίου 1989) ήταν μια Καναδή νοσοκόμα που εξαφανίστηκε από το Ρίτσμοντ της Βρετανικής Κολομβίας στις 25 Μαΐου του 1989. Βρέθηκε νεκρή περίπου δύο εβδομάδες αργότερα στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού, δεμένη χειροπόδαρα με ένα μαύρο καλσόν, ενώ μια νάιλον κάλτσα ήταν τυλιγμένη γύρω από το λαιμό της. Μια αυτοψία έδειξε ότι πέθανε από υπερβολική δόση μορφίνης, διαζεπάμης και φλουραζεπάμης.[1] Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Τζέιμς πέθανε κάτω από ένα «άγνωστο συμβάν». [2]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σύνθια "Σίντι" Ελίζαμπεθ Χακ γεννήθηκε στην πόλη Όλιβερ της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά στις 12 Ιουνίου του 1944 από την νοικοκυρά Ματίλντα "Τίλεϊ" Μανκ (14 Μαρτίου του 1922 – 13 Ιανουαρίου του 2012), και τον Όττο Χακ (3 Μαΐου του 1920 – 25 Ιουνίου του 2010), έναν δάσκαλο αγγλικών και πρώην συνταγματάρχη στη Βασιλική Καναδική Πολεμική Αεροπορία. Και οι δύο γονείς της ήταν ρωσικής καταγωγής. Ήταν ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας, με τρεις μεγαλύτερους αδερφούς (Νταγκ, Ρότζερ και Κεν) και δύο μικρότερες αδερφές (Μαρλίν και Μέλανι). Η Σίντι πέρασε μέρος των εφηβικών της χρόνων στην Οτάβα λόγω της συμμετοχής του πατέρα της στην αεροπορία και φοίτησε το λύκειο στην περιοχή. [3] Κατέγραψε στα ιδιωτικά της ημερολόγια ότι η παιδική της ηλικία είχε χαρακτηριστεί από την αυστηρότητα του πατέρα της, η οποία περιλάμβανε σωματική τιμωρία. Επίσης εκμυστηρεύτηκε αργότερα σε φίλους της ότι ο Όττο ήταν αλκοολικός και είχε βίαια ξεσπάσματα. Η ανασφάλεια που ένιωθε από μικρή είχε ως αποτέλεσμα να έχει άγχος και να παθαίνει κρίσεις πανικού.

Το 1962 ο Όττο μετατέθηκε στη Γαλλία. Όμως η Σίντι αρνήθηκε κατηγορηματικά να ακολουθήσει την οικογένεια της και καθώς είχε κλείσει τα 18 οι γονείς της δεν μπορούσαν να την αναγκάσουν να τους ακολουθήσει. Παρόλα αυτά τους επισκέφτηκε στις καλοκαιρινές διακοπές. Ωστόσο λίγο αργότερα εκείνη μετακόμισε στο Βανκούβερ και ξεκίνησε τις σπουδές της [4] σε μια σχολή νοσηλευτικής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σε επιστολές προς την οικογένεια της, η Σίντι περιστασιακά αναφερόταν σε έναν ασκούμενο που είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια των σπουδών της. Υποστήριξε ότι οι δυο τους είχαν κάποια στιγμή αρραβωνιαστεί και ότι, αφού διαπίστωσε ότι είχε καρκίνο σε τελικό στάδιο, ο άνδρας αυτοκτόνησε ενώ το ζευγάρι ήταν σε ένα ταξίδι για σκι. Κανένας από τους γονείς ή τα αδέρφια της, ωστόσο, δεν γνώρισε ποτέ τον άντρα και η Σίντι δεν τον κατονόμασε.

Το καλοκαίρι του 1965, η Σίντι γνώρισε τον Ρόι Μέικπις (8 Ιουνίου του 1926 – 4 Δεκεμβρίου 2013), έναν Νοτιοαφρικανό ψυχίατρο 18 χρόνια μεγαλύτερο της. [5] Εκείνος ήταν τότε παντρεμένος με την Λόις Γκουέν Πάρσονσον και είχαν δύο κόρες μαζί, την Μάριον και την Γκουέν Ντίαν. Εντούτοις, σύντομα χώρισε και δημιούργησε δεσμό με την Σίντι. Οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 9 Δεκεμβρίου του 1966, την ίδια χρονιά που αποφοίτησε από τη σχολή της και έλαβε το Πτυχίο Επιστήμης στη Νοσηλευτική (BSN). Η Σίντι ενημέρωσε τους δικούς της για τον γάμο της μέσω μιας επιστολής, κάτι που έκανε έξαλλο τον πατέρα της. Οι γονείς της Σίντι ήταν δύσπιστοι για το γάμο λόγω της διαφοράς ηλικίας του ζευγαριού και ο πατέρας της θεώρησε ότι ο Ρόι είχε εκμεταλλευτεί την "αφέλεια και την ευπιστία" της κόρης του. Όταν τα πρώτα σύννεφα ήρθαν στη σχέση του ζευγαριού, ξεκίνησε και η περίεργη συμπεριφορά της Σίντι. Μια επιστολή που υποτίθεται ότι έλαβε από τη μητέρα της, στην οποία εξέφραζε την απογοήτευση της για το γάμο της κόρης της, αποδείχτηκε αργότερα ότι την είχε γράψει η ίδια η Σίντι. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο κλεινόταν στον εαυτό της, παρουσίαζε συμπτώματα κατάθλιψης, είχε νεύρα και ξεσπάσματα, έβαζε τα κλάματα με το παραμικρό και γενικά έδινε την εντύπωση ότι δεν ήταν ευτυχισμένη. Επίσης, από κάποια στιγμή και έπειτα απέκτησε μια ανεξήγητη φοβία στο νερό.

Η οικογένεια της κατέθεσε μετέπειτα ότι η συμβίωση του ζευγαριού ήταν προβληματική και ότι οι δυο τους ήταν κατά καιρούς συναισθηματικά απόμακροι. Εν τω μεταξύ, ο άντρας της προσπαθούσε να τη βοηθήσει αλλά δεν τον άφηνε. Τον έδιωχνε κάθε φορά που αυτός προσπαθούσε να την πλησιάσει και έλεγε στους φίλους της ότι την κακοποιεί συστηματικά, κάτι που εκείνος το αρνήθηκε κατηγορηματικά. Εντούτοις, ο Μέικπις ανέφερε όμως ότι "την χαστούκισε δύο φορές" κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Ενώ είχε άδεια ως ψυχίατρος στη χώρα καταγωγής του, τη Νότια Αφρική, ο Ρόι απέτυχε δύο φορές να αποκτήσει την ιατρική του άδεια στον Καναδά και αντ' αυτού δέχτηκε μια δουλειά ως Επίκουρος Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας.

Η Σίντι εργάστηκε από το 1966 έως το 1975, ως παιδιατρική νοσοκόμα στο Γενικό Νοσοκομείο του Βανκούβερ, στο οποίο εργάστηκε για μια μέρα και ο σύζυγος της. Το 1973, ο Ρόι ανέλαβε δουλειά ως διευθυντής υπηρεσιών υγείας στην εταιρεία BC Hydro. Τον Απρίλιο του 1975, η Σίντι προσλήφθηκε ως συντονιστής ομάδας στο Blenheim House του Βανκούβερ, μια εγκατάσταση που φροντίζει παιδιά με διαταραχές συμπεριφοράς. Εργάστηκε εκεί για περίπου 12 χρόνια, και έγινε γνωστή από τους συναδέλφους της για την ικανότητα και τον επαγγελματισμό της.

Καταγγελίες για παρενόχληση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μια περίοδο σχεδόν επτά ετών μεταξύ 1982 και 1989, η Σίντι ανέφερε περίπου 90 περιστατικά εγκληματικής δραστηριότητας στη Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία (RCMP). Οι καταγγελίες της περιλάμβαναν πράξεις καταδίωξης, βανδαλισμού, εμπρησμού, παρενόχλησης, εκφοβισμού, εισβολές στο σπίτι και σωματικές επιθέσεις που διαπράχθηκαν από άγνωστο άτομο ή άτομα. [6]

1982[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα επεισόδια ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1982, [7] τέσσερις μήνες μετά τον χωρισμό της από τον Ρόι. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, είπε στους φίλους και στα μέλη της οικογένειας της ότι υποψιαζόταν ότι ένας ύποπτος άντρας κρυβόταν γύρω από το σπίτι της. Σύντομα ακολούθησε μια σειρά από άσεμνα τηλεφωνήματα, το πρώτο από τα οποία ελήφθη στις 7 Οκτωβρίου του 1982. Η μητέρα της Σίντι είπε ότι, αν και ήταν απρόθυμη να συζητήσει τις εμπειρίες της, έδειξε ότι τα τηλεφωνήματα γινόντουσαν από ένα άτομο που άλλαζε την φωνή του συνεχώς, και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, επικρατούσε απλώς σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. Η Σίντι περιέγραψε ορισμένες από τις κλήσεις ως σεξουαλικού και βίαιου χαρακτήρα.

Στις 11 Οκτωβρίου του 1982, η Σίντι έλαβε ένα τηλεφώνημα που αποτελούνταν από δυνατούς αναπνευστικούς θορύβους και την επόμενη μέρα, έλαβε άλλη μια κλήση με έναν απειλητικό ψίθυρο, που έλεγε: «Θα σε πάρω ένα βράδυ, Σίντι». Ανέφερε τις άσεμνες κλήσεις στο RCMP, το οποίο επισκέφτηκε το σπίτι της και της πρότεινε να κρατήσει μια λίστα με κάθε κλήση και το περιεχόμενο της, καθώς και να πάρει έναν μη καταχωρημένο αριθμό. Λίγο μετά την αποχώρηση του αξιωματικού, η Σίντι έλαβε μια κλήση στην οποία μια φαινομενική αντρική φωνή είπε: «Αναθεματισμένη σκύλα. Θα σε πάρω. Περίμενε. Έχω ανοίξει το φερμουάρ μου, μιλάω με το παλλόμενο μου...» προτού τερματίσει απότομα την κλήση. Κάποια στιγμή, η Σίντι ένιωσε ότι κάποιος την παρακολουθεί και έκλεισε τις κουρτίνες του σπίτι της. Τότε δέχτηκε ξανά ένα περίεργο τηλεφώνημα, στο οποίο ο άγνωστος άντρας της είπε ότι με το να τραβάει τις κουρτίνες δεν θα τον κάνει να πιστέψει πως δεν βρίσκεται στο σπίτι.

Δύο μέρες αργότερα, η Σίντι ανέφερε στην Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία (RCMP) ότι άκουσε βήματα έξω από το σπίτι της και ξύπνησε το πρωί και βρήκε τα φώτα της βεράντας της σπασμένα. Στις 15 Οκτωβρίου του 1982, ανέφερε στις αρχές ότι κάποιος πέταξε μια πέτρα από ένα από τα παράθυρα της και μπήκε στο σπίτι της, αν και τίποτα άλλο δεν είχε διαταραχθεί. Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 19 Οκτωβρίου του 1982, ανέφερε ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι της και της έσκισε ένα μαξιλάρι στο κρεβάτι.

Ο Πάτρικ ΜακΜπράιντ, αστυφύλακας του RCMP του Βανκούβερ, υποψιάστηκε ότι ο ένοχος ήταν ο εν διαστάσει σύζυγος της, Ροι Μέικπις, ο οποίος όμως το αρνήθηκε. Η ίδια η Σίντι έκανε αντικρουόμενες δηλώσεις σχετικά με τον Ρόι, λέγοντας στις αρχές ότι δεν πίστευε ότι ήταν ικανός να τη βασανίσει, αλλά αποκάλυψε επίσης σε φίλους και συναδέλφους ότι την κακοποιούσε βίαια κατά τη διάρκεια του γάμου τους.[8] Στις 20 Οκτωβρίου του 1982, δύο ένοικοι που νοίκιασαν το υπόγειο του σπιτιού της Σίντι ανέφεραν στην αστυνομία ότι άκουσαν περίεργους θορύβους στον επάνω όροφο, στον κεντρικό όροφο, αφού έφυγε για τη δουλειά της. Ένας γείτονας της διπλανής πόρτας ενημέρωσε τον ΜακΜπράιντ ότι είχε δει έναν άνδρα να στέκεται έξω από το σπίτι σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, και μια φορά να μπαίνει από την είσοδο της μπροστινής αυλής. Ο γείτονας επέμεινε ότι ο άνδρας δεν έμοιαζε με τον πρώην σύζυγο της Σίντι.

Η Σίντι ξεκίνησε ταυτόχρονα μια σχέση με τον Πάτρικ ΜακΜπάιντ, η οποία διήρκεσε περίπου ένα χρόνο. Ο Πάτρικ, ο οποίος είχε χωρίσει πρόσφατα από τη σύζυγο του, μετακόμισε στο σπίτι της Σίντι στις 31 Οκτωβρίου του 1982. Εκείνη είπε στους φίλους της ότι ο ΜακΜπάιντ είχε προσφερθεί να μείνει για περίπου δύο εβδομάδες, βοηθώντας την στην επιτήρηση σε περίπτωση που ο δράστης έφτανε στο σπίτι της. Αρκετές μέρες αφότου εγκαταστάθηκε στο σπίτι της Σίντι, ο Πάτρικ βρήκε τον Ρόι να κάθεται στο σταθμευμένο αυτοκίνητο του σε ένα δρομάκι πίσω από το σπίτι της. Όταν τον ρώτησε γιατί βρίσκεται εκεί, ο Μέικπις ισχυρίστηκε ότι προσπαθούσε να πιάσει τον εισβολέα της Σίντι «στα πράσα» και στη συνέχεια έφυγε αφού ο Πάτρικ τον ενημέρωσε ότι είχε μετακομίσει εκεί.

Στα μέσα Νοεμβρίου, ο ΜακΜπράιντ δήλωσε ότι ο ίδιος έλαβε ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα στο σπίτι ενώ ήταν παρούσα η Σίντι και ότι ο καλών δεν είπε κουβέντα. Ο Πάτρικ αρχικά υποψιάστηκε ότι η κλήση μπορεί να είχε γίνει από έναν τερματικό σταθμό αεροδρομίου, καθώς μπορούσε να ακούσει μια γυναικεία φωνή στο βάθος της γραμμής μέσω ενός συστήματος δημόσιας διεύθυνσης, αν και στην πορεία εντοπίστηκε ότι προερχόταν από ένα ανταλλακτήριο συναλλάγματος στο προάστιο του Ρίτσμοντ του Βανκούβερ. Αργότερα, τον Νοέμβριο του 1982, η Σίντι βρήκε ένα σημείωμα στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου της, το οποίο περιείχε μια εικόνα ενός πτώματος ξαπλωμένο κάτω από ένα ιατρικό σεντόνι. Στις 28 Νοεμβρίου του 1982, ο Πάτρικ παρατήρησε ότι οι τηλεφωνικές γραμμές έξω από το σπίτι είχαν κοπεί σε πέντε διαφορετικά σημεία. Η Σίντι, η οποία παρέμεινε εγκάρδια και φιλική με τον Ρόι παρά τον χωρισμό τους, κατά καιρούς τον προσκαλούσε στο σπίτι της με τον Πάτρικ να είναι παρόν, καθώς και οι δύο άνδρες είχαν κοινό ενδιαφέρον για την εύρεση του παρενοχλητή της και συχνά συζητούσαν την υπόθεση μαζί. Ο ΜακΜπράιντ έφυγε από το σπίτι της Σίντι την 1η Δεκεμβρίου του 1985, αν και οι δυο τους συνέχισαν να βγαίνουν περιστασιακά, έχοντας συχνά δείπνα μαζί στο Βανκούβερ και στο Μπέλινγκχαμ, της Ουάσιγκτον, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Την εβδομάδα των Χριστουγέννων του 1982, η Σίντι βρήκε ένα σημείωμα έξω από το σπίτι της που έγραφε «Καλά Χριστούγεννα», με μια φωτογραφία μιας γυναίκας με τον λαιμό της κομμένο και βαμμένο με κόκκινο μελάνι.

1983 – 1984[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βράδυ της 27ης Ιανουαρίου του 1983, η Άγκνες Γούντκοκ, μια φίλη και συνεργάτιδα από το ίδρυμα Blenheim House, επισκέφτηκε το σπίτι της Σίντι και τη βρήκε πεσμένη και χωρίς τις αισθήσεις της στην αυλή της, με μια νάιλον κάλτσα τυλιγμένη γύρω από τον λαιμό της. Όταν συνήλθε, η Σίντι είπε στην Άγκνες ότι είχε δεχτεί επίθεση πισώπλατα από έναν άγνωστο ενώ περπατούσε προς το εξωτερικό γκαράζ της και ότι το άτομο την έφερε στο γκαράζ, όπου περίμενε ένας άλλος άνδρας και οι δύο την στραγγάλισαν. Ισχυρίστηκε ότι οι άντρες έβαλαν ένα μαχαίρι στον κόλπο της και απείλησαν να σκοτώσουν τη μικρότερη αδερφή της, τη Μέλανι, εάν ανέφερε την επίθεση στις αρχές. Οι γιατροί που εξέτασαν τη Σίντι μετά την επίθεση δεν βρήκαν συγκεκριμένα στοιχεία σεξουαλικής επίθεσης. Ο ντεντέκτιβ Ντέιβιντ Μπόιουερ-Σμιθ παρέμεινε διχασμένος σχετικά με τον ισχυρισμό της. Μετά από αίτημα της αστυνομίας, η Σίντι κλήθηκε να δει έναν ψυχίατρο, αλλά αρνήθηκε, καθώς φοβόταν ότι κάτι τέτοιο θα τη στιγμάτιζε. Αντίθετα, συμφώνησε να επισκεφτεί έναν γενικό ιατρό με εμπειρία στη συμβουλευτική.

Η Σίντι μετακόμισε από την κατοικία της σε ένα σπίτι στο Δυτικό Βανκούβερ την 1η Φεβρουαρίου του 1983. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα αργότερα, έλαβε ένα απειλητικό γράμμα που έγραφε: «Τρέξε λαγέ, τρέχα! Θα σου δείξω πόσο καλός είμαι. Σύντομα, μπαμ, μπαμ, και θα είσαι νεκρή." Μετά από μια σειρά από περαιτέρω άσεμνες κλήσεις, η Σίντι μετακόμισε ξανά σε άλλο σπίτι τον Απρίλιο του 1983. Ο Μέικπις, ο οποίος είχε κάνει συνεχείς προσπάθειες να συμφιλιωθεί με τη γυναίκα του, την γέμισε με πολλά πλούσια δώρα το καλοκαίρι του 1983 και πλήρωσε τα αεροπορικά εισιτήρια της για την Ινδονησία για να μπορέσει να επισκεφτεί τον αδερφό της, Ρότζερ, που βρισκόταν εκεί. Αρκετές εβδομάδες μετά την επιστροφή από το ταξίδι, η Σίντι βρήκε ένα άλλο σημείωμα στις 22 Αυγούστου του 1983, το οποίο έγραφε: «Καλώς ήρθες πίσω — θάνατος, αίμα, μίσος κ.λ.π.»

Η Σίντι έβαψε το αυτοκίνητο της με διαφορετικό χρώμα σε μια προσπάθεια να κρύψει την ταυτότητα της, και προσέλαβε έναν ιδιωτικό ερευνητή, τον Όζι Καμπάν, για να βοηθήσει στη διερεύνηση του δράστη. Συνέχισε να πληρώνει για τις υπηρεσίες του Καμπάν τα επόμενα έξι χρόνια. Ο Καμπάν παρατήρησε ότι η Σίντι έκανε πολλά για να προστατεύσει τον εαυτό της, όπως να φοράει ένα φορητό κουμπί πανικού και να έχει μαζί της ανά πάσα στιγμή σπρέι πιπεριού. Μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 1983, η Σίντι ανακάλυψε τρεις στραγγαλισμένες γάτες στον κήπο της, καθεμία δεμένη με σχοινί. Στο ιδιωτικό της ημερολόγιο, κατηγόρησε τον Ρόι ότι κατέστρεψε τον κήπο στην αυλή της. Συνέχισε να λαμβάνει πολλά τηλεφωνήματα στο σπίτι και στη δουλειά, μερικά από τα οποία απαντήθηκαν από τους συναδέλφους της, οι οποίοι είπαν στις αρχές ότι ο καλών δεν μιλούσε.

Στις 30 Ιανουαρίου του 1984, ο Καμπάν άκουσε περίεργους θορύβους σε μια συσκευή ασύρματης ενδοεπικοινωνίας που είχε δώσει στη Σίντι, που τον ώθησαν να επισκεφτεί το σπίτι της. Κατά την άφιξη, τη βρήκε ξαπλωμένη αναίσθητη στο πάτωμα του σαλονιού της με το χέρι της να έχει ένα σημείωμα καρφωμένο με το μαχαίρι. Το σημείωμα, το οποίο ήταν φιλοτεχνημένο με γράμματα κομμένα και επικολλημένα από ένα περιοδικό, έγραφε: « ΤΩΡΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΒΡΩΜΑ». Η Σίντι μεταφέρθηκε σε ένα τοπικό νοσοκομείο και στην κατάθεση της στον Όζι Καμπάν δήλωσε ότι το τελευταίο πράγμα που θυμόταν πριν βρεθεί ήταν ότι είδε έναν άνδρα να περνούσε από την είσοδο της ιδιοκτησία της πριν της επιτεθεί και τη χτύπησε στο κεφάλι με ένα αμβλύ αντικείμενο. Δήλωσε ότι, ήταν ανίκανη να αντιδράσει, αλλά θυμήθηκε ότι ο επιτιθέμενος της έβαλε μια υποδερμική βελόνα στο χέρι της. Οι γιατροί εντόπισαν ένα σημάδι βελόνας στο δεξί της χέρι, αλλά δεν βρήκαν ίχνη φαρμάκων στο σύστημα της. Η Σίντι έκανε ένα τεστ πολυγράφου μετά το περιστατικό, το οποίο έδειξε ότι έλεγε αλήθεια. Ωστόσο, ο αξιωματικός που διεξήγαγε τη δοκιμή δήλωσε αργότερα ότι τα αποτελέσματα, κατά την εκτίμηση του, αποδείχθηκαν "ασαφή". Ο αστυφύλακας Κίο Αϊκόμα, ο οποίος ερεύνησε την κατοικία της Σίντι τη νύχτα της επίθεσης, δήλωσε ότι παρατήρησε πασαλειμμένο αίμα σε κυκλικά σχέδια στο πάτωμα της κουζίνας, σαν να είχε προσπαθήσει κάποιος να καθαρίσει τα στοιχεία.

Τον Φεβρουάριο του 1984, οι ντετέκτιβ άρχισαν να ανακρίνουν όλο και περισσότερο τον Μέικπις, καθώς η Σίντι είχε εκμυστηρευτεί ότι ένιωθε ότι εκείνος ήταν που τη βασάνιζε. Σε συνεντεύξεις, ο Ρόι θεώρησε ότι οι επιτιθέμενοι της Σίντι ήταν μέρος της μαφίας και συνδέονταν με την απασχόληση της στο ίδρυμα Blenheim House, το οποίο συχνά περιέθαλπε παιδιά που ήταν προστατευόμενα του δικαστηρίου. Τον Μάρτιο του 1984, ο πατέρας της Σίντι, ο Όττο, συναντήθηκε με τον Μέικπις σε ένα μαγαζί με ντόνατς στο Βανκούβερ, φορώντας μια αστυνομική συσκευή παρακολούθησης και του είπε να σταματήσει κάθε επαφή με την κόρη του. Μετά τη συνάντηση, ο Ρόι έγραψε και έστειλε μια εξασέλιδη επιστολή στον Όττο περιγράφοντας τη θεωρία του ότι πίστευε ότι η μαφία καταδιώκει τη Σίντι, και τον προέτρεψε να πιέσει την αστυνομία να διερευνήσει την υπόθεση υπό αυτή την οπτική.

Το καλοκαίρι του 1984, τα αναφερόμενα περιστατικά παρενόχλησης της Σίντι έφτασαν στο «αποκορύφωμα» τους. Στις 18 Ιουνίου του 1984, η Σίντι τηλεφώνησε στον Καμπάν πανικόβλητη, και εκείνος έσπευσε στο σπίτι της για να τη βρει να κρύβετε στον κήπο, ισχυριζόμενη ότι κάποιος βρισκόταν μέσα στο σπίτι της. Ο Όζι Καμπάν ανακάλυψε το σκυλί της, τη Χάιντι, κουλουριασμένο στο υπόγειο, μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε «Χαρούμενα Γενέθλια» μαζί με πορνογραφικές φωτογραφίες. Η Χάιντι είχε κακοποιηθεί σωματικά και ο Καμπάν σημείωσε ότι το σκοινί που ήταν δεμένο γύρω της φαινόταν να είναι το ίδιο με αυτο που ανακαλύφθηκε στις νεκρές γάτες που είχε βρει η Σίντι το προηγούμενο φθινόπωρο. Σε ένα περβάζι στο υπόγειο, ανακαλύφθηκε ένα αποτσίγαρο που δεν ταίριαζε με τη μάρκα που κάπνιζε η Σίντι. Με βάση τη σωματική κακοποίηση που είχε υποστεί η Χάιντι, ο Όζι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Σίντι δεν θα μπορούσε να ήταν ο δράστης, δηλώνοντας: «Δεν θα το έκανε ποτέ αυτό αν ήταν η Σίντι που ήξερα». Τις επόμενες αρκετές εβδομάδες, ελήφθησαν και άλλες κλήσεις, μία από τις οποίες απάντησε ο Όζι Καμπάν στο σπίτι της Σίντι ενώ εκείνη ήταν στη δουλειά, και μια νεκρή γάτα βρέθηκε ξαπλωμένη στο κλιμακοστάσιο του σπιτιού της. Την 1η Ιουλίου του 1984, η Σίντι είπε στον Όζι ότι δύο άντρες είχαν φτάσει στην εξώπορτα της υποδυόμενοι τους αστυνομικούς, αλλά τράπηκαν σε φυγή όταν τηλεφώνησε στον Καμπάν. Η Σίντι ανέφερε στη συνέχεια μια σειρά από πρόσθετες άσεμνες κλήσεις, σε μία από τις οποίες ο καλών της είπε: «Είσαι νεκρή, σκύλα. Θα νιώσεις καλά.» Ένας συνεργάτης της Σίντι από την δουλειά έλαβε επίσης μια κλήση που ανέφερε: «Απαλλαγείτε από το μεγάλο μπάτσο».

Στις 9 Ιουλίου 1984, η μητέρα της Σίντι, η Ματίλντα, πέρασε τη νύχτα στο σπίτι της κόρης της. Στη μέση της νύχτας, εκεινη ξύπνησε όταν η Χάιντι γάβγιζε και βρήκε τη Σίντι να ελέγχει τα παράθυρα και τις πόρτες στον κεντρικό όροφο του σπιτιού. Λίγες στιγμές αργότερα, άκουσαν και οι δύο το κουδούνι της πόρτας και ανακάλυψαν ένα παράθυρο κοντά στην μπροστινή βεράντα ραγισμένο σε πολλά σημεία. Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 23 Ιουλίου του 1984, η Σίντι ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε επίθεση από έναν άντρα στο κοντινό πάρκο Dunbar ενώ έβγαζε βόλτα τον σκύλο της περίπου στις 18:30. Όπως θυμάται, δέχτηκε επίθεση από έναν γενειοφόρο άνδρα που οδηγούσε ένα πράσινο βαν, με μια γυναίκα συνεπιβάτη. Αρκετές ώρες αργότερα, γύρω στα μεσάνυχτα, βρέθηκε σε μια ζαλισμένη κατάσταση να προσπαθεί να μπει στο σπίτι ενός γείτονα και είχε μια σκούρα γκρι νάιλον κάλτσα γύρω από το λαιμό της. Η σκυλίτσα της Χάιντι βρέθηκε από τον Καμπάν να περιφέρεται στην περιοχή του πάρκου. Μεταφέρθηκε στο κοντινό Κέντρο Υγείας και Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολούμπια, όπου οι γιατροί παρατήρησαν δύο σημάδια παρακέντησης στο δεξί της χέρι. Ενώ η Σίντι νοσηλευόταν, ένας υπάλληλος από την υποδοχή του νοσοκομείου είπε στις αρχές ότι ένας άνδρας με προφορά είχε τηλεφωνήσει στη ρεσεψιόν και ρωτούσε για τις πολιτικές ασφαλείας του νοσοκομείου. Όταν η αστυνομία έβαλε στον υπάλληλο να ακούσει ένα αρχείο με την φωνή του Ρόι Μέικπις, ο υπάλληλος πίστευε ότι υπήρχε "ισχυρή πιθανότητα" να ήταν το ίδιο άτομο.

Τον Οκτώβριο του 1984, ενώ βρισκόταν υπό τη φροντίδα ενός υπνοθεραπευτή, η Σίντι αφηγήθηκε μια καταπιεσμένη ανάμνηση, στην οποία ήταν μάρτυρα ενός διπλού φόνου, αλλά δεν αποκάλυψε περισσότερες λεπτομέρειες.

1985 – 1986[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την επίθεση του Ιουλίου του 1984, η Σίντι συνέχισε να λαμβάνει ανώνυμα τηλεφωνήματα, αλλά κανένα δεν είχε μεγάλη διάρκεια ώστε να εντοπιστεί επαρκώς από την αστυνομία. Επίσης η αστυνομική επιτήρηση του σπιτιού της αποδείχθηκε άκαρπη. Τον Ιανουάριο του 1985, ενώ βρισκόταν υπό ύπνωση, η Σίντι είπε στην αστυνομία ότι είχε δει τον πρώην σύζυγο της να δολοφονεί έναν άνδρα και μια γυναίκα και στη συνέχεια να διαμελίζει τα σώματα τους με ένα τσεκούρι, ενώ το ζευγάρι έκανε διακοπές σε ένα κατάλυμα στο νησί Θόρμανμπι, κοντά στο Σίσελτ, τον Ιούλιο του 1981.[9] Σύμφωνα με τη Σίντι, ο Ρόι άλειψε αίμα από τα κομμένα άκρα ενός από τα θύματα της στο πρόσωπο της κατά τη διάρκεια του τεμαχισμού.[10] Τελικά ο Ρόι πέταξε τα διαμελισμένα σώματα στο νερό. Έτσι εξήγησε και την περίεργη φοβία της για το νερό. Αργότερα όμως ανακαλύφθηκε ότι η αδερφή της Σίντι, η Μέλανι, ήταν μαζί της σε αυτές τις διακοπές και δεν θυμόταν τίποτα κακό.

Στα τέλη Ιουνίου του 1985, η Σίντι κρατήθηκε χωρίς την θέληση της στην ψυχιατρική μονάδα του νοσοκομείου Lions Gate του Βανκούβερ, αφού αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με υπερβολική δόση συνταγογραφούμενων φαρμάκων, αν και αργότερα είπε ότι δεν είχε σκοπό να αυτοκτονήσει. Στις 2 Ιουλίου του 1985, συμφώνησε να επιτρέψει στην αστυνομία να παρακολουθήσει μια τηλεφωνική συνομιλία με τον Ρόι, κατά τη διάρκεια της οποίας τον κατηγόρησε ότι ήταν η πηγή των προβλημάτων της και τον αντιμετώπισε για τη μνήμη που διηγήθηκε υπό την ύπνωση του να δολοφονήσει δύο άτομα. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, ο Μέικπις αρνήθηκε τα περιστατικά, θεωρώντας τη Σίντι "τρελή" και εμπλεκόμενη σε μια "τεράστια" φαντασίωση εκδίκησης. Μετά από αυτήν την ηχογραφημένη κλήση, η Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία (RCMP) χρησιμοποίησε αξιωματικούς για να παρακολουθεί όλο το 24ωρο τη Σίντι, τον Ρόι και δύο άλλους ανώνυμους υπόπτους για μια εβδομάδα διάρκειας. Η επιτήρηση τελικά τερματίστηκε αφού δεν παρατηρήθηκε τίποτα ασυνήθιστο. Οι αρχές ερεύνησαν περαιτέρω τους ισχυρισμούς της Σίντι σχετικά με τους τεμαχισμούς που ισχυρίστηκε ότι διέπραξε ο Μέικπις και δεν βρήκαν στοιχεία για δολοφονίες ή υποθέσεις αγνοουμένων στα νησιά του Κόλπου εκείνη την εποχή. Ο δικηγόρος του Ρόι δήλωσε ότι η κατηγορία οδήγησε τις αρχές στο να αναζητούν ψύλλους στα άχυρα καθώς προσπαθούσαν να εντοπίσουν την τοποθεσία του καταλύματος των υποτιθέμενων δολοφονιών, την οποία δεν μπόρεσαν τελικά να βρουν.

Η Σίντι έλαβε ένα πακέτο στο σπίτι της στις αρχές Ιουλίου του 1985 που περιείχε μια νάιλον κάλτσα σε χρώμα ανθρακί, μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε: «Το αίμα ρέει ελεύθερα». Αρκετές εβδομάδες αργότερα, στις 27 Ιουλίου του 1985, βρήκε ένα δοχείο καλλυντικών στην μπροστινή βεράντα της που περιείχε σάπιο ωμό κρέας από ένα μικρό ζώο. Στις 5 Αυγούστου του 1985, η Σίντι τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα αναφέροντας μια πυρκαγιά στο σπίτι της. Οι αρχές βρήκαν κάτι που φαινόταν να είναι κομμάτια καμένης εφημερίδας σκορπισμένα στο δωμάτιο. Μια άλλη πυρκαγιά αναφέρθηκε από τη Σίντι την επόμενη μέρα.

Στις 21 Αυγούστου του 1985, μια τρίτη πυρκαγιά ξέσπασε στο υπόγειο μπάνιο του σπιτιού της Σίντι περίπου στις 16:45. [11] Όταν οι πυροσβέστες και η αστυνομία έφτασαν στην κατοικία, παρατήρησαν τη Σίντι σε μια «έντονη» συζήτηση με τον ιδιωτικό ερευνητή Καμπάν, εξηγώντας ότι είχε βγάλει τον σκύλο της για βόλτα περίπου στις 15:15, και επέστρεψε στο σπίτι ανακαλύπτοντας ότι έχει πιάσει φωτιά. Το παράθυρο του μπάνιου βρέθηκε εν μέρει μισάνοιχτο από τις αρχές, αλλά η αιθάλη και η σκόνη στο περβάζι δεν έδειχναν σημάδια ότι κάποιος εισβολέας είχε εισέλθει ή βγει από αυτό. Στο μπάνιο ανακαλύφθηκαν απανθρακωμένα υπολείμματα εφημερίδας. Ένας ντετέκτιβ που ερεύνησε την πυρκαγιά κατέθεσε αργότερα ότι πίστευε ότι η Σίντι την είχε πυροδοτήσει.

Το φθινόπωρο του 1985, ο Δρ Άντονι Μάρκους, ψυχολόγος, κλήθηκε από τον υπαστυνόμο Κάρολ Χάλιντεϊ του RCMP να πραγματοποιήσει συνεντεύξεις με τη Σίντι και να εξετάσει τους διάφορους φακέλους υποθέσεων. Ο Χάλιντεϊ, ο οποίος είχε εμπλακεί στην υπόθεση μετά από αναφορά με έναν συνάδελφό του στο περιστατικό της πυρκαγιάς της 21ης Αυγούστου, ένιωσε ότι η Σίντι έλεγε ψέματα και ενορχηστρώνει τις επιθέσεις της και ότι οι διάφοροι άνδρες αξιωματικοί που τους ερεύνησαν για λογαριασμό της είχαν "παρασυρθεί από τις ιστορίες μιας όμορφης γυναίκας". Με βάση την ανάλυση των αστυνομικών αρχείων, ο Μάρκους έδωσε την επαγγελματική του γνώμη ότι η Σίντι μπορεί να υπέφερε από διαταραχή διαχωρισμού ταυτότητας που προέρχεται από ένα τραυματικό περιστατικό στην παιδικής της ηλικίας, αν και δεν ρώτησε τη Σίντι για την πρώιμη ζωή της κατά τη διάρκεια των συνεδριών τους.

Την 1η Δεκεμβρίου του 1985, η Σίντι μετακόμισε σε ένα νέο σπίτι στο Ρίτσμοντ. Δέκα μέρες αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου, περίπου στις 18:00 μ.μ., βρέθηκε από αυτοκινητιστές μισοκοιμισμένη σε μια τάφρο περίπου 6 χιλιόμετρα από το σπίτι της, κοντά στην πανεπιστημιούπολη της Βρετανικής Κολομβίας. Φορούσε ανδρικές μπότες εργασίας και ένα μόνο γάντι, και πάλι, μια νάιλον κάλτσα ήταν δεμένη σφιχτά γύρω από το λαιμό της. Λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών, η Σίντι υπέφερε από υποθερμία και μεταφέρθηκε εσπευσμένα σε ένα τοπικό νοσοκομείο, όπου υποψιάστηκαν ότι της είχαν κάνει ένεση με κάποιο είδος ηρεμιστικού. Εμφάνισε επίσης μώλωπες και διάφορα κοψίματα στο σώμα της. Όταν της πήραν κατάθεση στο νοσοκομείο, η Σίντι ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν τι συνέβη ή πώς είχε φτάσει στην τοποθεσία όπου την είχαν βρει. Η τελευταία της ανάμνηση ήταν ότι επρόκειτο να γευματίσει κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας της και μετά σταμάτησε σε ένα τοπικό φαρμακείο. Απογοητευμένη από την αίσθηση ότι η αστυνομία δεν την πίστεψε, ταξίδεψε για να επισκεφτεί τον αδελφό της Ρότζερ στη Δυτική Γερμανία για τα Χριστούγεννα.

Στις αρχές του 1986, η Σίντι άλλαξε επίσημα το επώνυμο της από Μέικπις σε Τζέιμς, ελπίζοντας να αποκρύψει περαιτέρω την ταυτότητα της. Για να κατευνάσει τους φόβους της, η φίλη της Άγκνες Γούντκοκ και ο σύζυγός της, Τομ, περνούσαν μερικές φορές τις νύχτες στο σπίτι της Σίντι. Στις 16 Απριλίου του 1986, το ζευγάρι ξύπνησε από τη Σίντι, η οποία δήλωσε ότι άκουσε δυνατούς θορύβους μέσα στο σπίτι της. Μετά από έρευνα, βρήκαν άλλη μια φωτιά στο υπόγειο. Όταν επιχείρησαν να τηλεφωνήσουν στην πυροσβεστική, διαπίστωσαν ότι το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Ο Τομ Γούντκοκ έφυγε απέναντι στην κατοικία ενός γείτονα για να καλέσει την αστυνομία και όταν βγήκε από το σπίτι, ισχυρίστηκε ότι είδε έναν άνδρα να στέκεται στο δρόμο έξω από την κατοικία. Όταν τον πλησίασε ο Τομ, ο ύποπτος έφυγε πεζός.

Η Σίντι έμεινε με το ζεύγος Γούντκοκ για αρκετές ημέρες μετά τη φωτιά, όπου παρατήρησαν ότι αρνιόταν να φάει, ενώ ανέφερε ότι δεν άξιζε πλέον να ζει. Ο Άλαν Κόνολι, ένας ψυχίατρος που παρακολουθούσε τη Σίντι από τον Ιανουάριο του 1983, συναντήθηκε μαζί της και δήλωσε ότι, αν και πίστευε από καιρό τους ισχυρισμούς της για παρενόχληση, φοβόταν ότι είχε τάσεις αυτοκτονίας. Ο Κόνολι την έβαλε στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου του Αγίου Παύλου για δύο εβδομάδες, όπου παρατηρήθηκε ότι έπασχε από ανορεξία και κατάθλιψη. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Ρίβερβιου, όπου διεξήχθη μια ολοκληρωμένη ψυχολογική εξέταση. Στην έκθεση σημειώθηκε:

Αυτή η 41χρονη γυναίκα στην αρχική εκτίμηση ήταν πολύ ανθεκτική. Θα απαντούσε μόνο με μονολεκτικές απαντήσεις. Αρνήθηκε να συζητήσει μια σειρά από θέματα και δεν είχε οπτική επαφή. Στο δεύτερο ραντεβού η διάθεσή της ήταν αρκετά ανεβασμένη. Είχε ολοκληρώσει η ίδια τα άλλα τεστ και ήταν πρόθυμη να μιλήσει. Φαινόταν ανήσυχη για το πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα τεστ. Διατηρούσε καλή οπτική επαφή, εκτός από τη στιγμή που συζητούσε τα τρομοκρατικά περιστατικά, στη συνέχεια κοιτούσε κάτω ή κάλυπτε τα μάτια της και μιλούσε ασταμάτητα. Εξέφρασε αναστάτωση και έκλαψε πολύ όταν αφηγήθηκε αυτά τα περιστατικά...  Η ασθενής συνέχισε να ρωτά αν οι απαντήσεις της στα αντικείμενα έδειχναν ότι ήταν τρελή...  Το IQ της [είναι] πολύ πάνω από το μέσο όρο. Αυτός ο τύπος ατόμου μπορεί να χαρακτηριστεί αρνητικός και συμμορφόμενος. Έχει απρόβλεπτες διαθέσεις, απαισιοδοξία, μελαγχολία που ταλαντεύεται από κοινωνική συμφωνία και φιλικότητα. Τείνει να προβλέπει και να επισπεύδει τις απογοητεύσεις μέσω της αποφρακτικής και αρνητικής συμπεριφοράς του...  Αυτός ο τύπος ανθρώπου τείνει να είναι ευάλωτος στους φόβους.[12]

Μετά από δέκα εβδομάδες παραμονής στο νοσοκομείο, η Σίντι πήρε εξιτήριο. Σύμφωνα με τον πατέρα της, του είπε ότι «απέκρυψε πληροφορίες» σχετικά με τις επιθέσεις που δεχόταν, δηλώνοντας ότι γνώριζε την ταυτότητα του δράστη, αλλά αρνήθηκε να τον κατονομάσει.

1987 – 1989[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αύγουστο του 1987, η Σίντι άρχισε να εργάζεται ως νοσοκόμα στο Γενικό Νοσοκομείο του Ρίτσμοντ. Στις 28 Αυγούστου, ο συναγερμός του σπιτιού της ενεργοποιήθηκε αφού έσπασε ένα πίσω παράθυρο και τρεις ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου του 1987, ανέφερε στην αστυνομία ότι οι λαμπτήρες της μπροστινής βεράντας της είχαν χαλαρώσει. Την επόμενη εβδομάδα, ανέφερε ότι κάποιος είχε χρησιμοποιήσει έναν κόφτη γυαλιού για να δημιουργήσει μια τρύπα στο παράθυρο της πόρτας του υπογείου. Τον Φεβρουάριο του 1988, η Σίντι έδειξε ότι κάποιος είχε σπάσει ένα παράθυρο στο σπίτι της αφού το ασφάλισε με μονωτική ταινία.

Στις 11 Οκτωβρίου του 1988, ο Μέικπις έλαβε δύο περίεργα φωνητικά μηνύματα στον τηλεφωνητή του σπιτιού του. Ένα από τα μηνύματα περιείχε μια βραχνή φωνή που έλεγε τη φράση: «Η Σίντι, σύντομα θα είναι σάπιο κρέας», ενώ το άλλο έλεγε: «Περισσότερο ηρωίνη, περισσότερα οπιούχα, και ένα άλλο μεγαλύτερο αφού πετάξουμε στα σκουπίδια την καριόλα. Όχι άλλη συμφωνία." Έδωσε τις κασέτες του τηλεφωνητή του στον δικηγόρο του, καθώς δεν εμπιστευόταν την αστυνομία του Βανκούβερ, την οποία ένιωθε ότι θα μπορούσε να τον στοχοποιήσει ως ύποπτο.[13] Δεκαπέντε μέρες αργότερα, η Σίντι βρέθηκε αναίσθητη στο γκαράζ της. Την είχαν δέσει χειροπόδαρα, ήταν γυμνή από τη μέση και κάτω, είχε πάλι μια μαύρη νάιλον κάλτσα δεμένη στο λαιμό της και κολλητική ταινία πάνω από το στόμα της. Η Σίντι έπεσε σε κώμα αλλά κατάφερε να επιζήσει. Εκείνη την εποχή, το RCMP προσέλαβε τον ορειβάτη και ειδικό στους κόμπους Ρόμπερτ Τσίσναλ για να αναλύσει τα δεσίματα στις νάιλον κάλτσες με τις οποίες είχε βρεθεί συχνά δεμένη. Ο Τσίσναλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν «πολύ απίθανο» ότι η Σίντι θα μπορούσε να κάνει τέτοιους κόμπους.

Τον Ιανουάριο του 1989, ο Ρίτσαρντ Τζόνστον, ένας πωλητής ασφαλειών ζωής, στον οποίο η Σίντι είχε κάνει ένα συμβόλαιο, μετακόμισε στο υπόγειο της κατοικίας της. Εκείνη του πρότεινε να νοικιάσει τον χώρο με το σκεπτικό ότι θα ένιωθε πιο ασφαλής με κάποιον άλλο να ζει μαζί της. Στις 8 Απριλίου του 1989, ένας φύλακας στο Γενικό Νοσοκομείο του Ρίτσμοντ, όπου εργαζόταν η Σίντι, ανακάλυψε ένα σημείωμα στις εγκαταστάσεις φτιαγμένο με κομμένα και επικολλημένα γράμματα, το οποίο έγραφε: « ΣΥΝΤΟΜΑ, ΣΙΝΤΥ ». Η φράση «κοιμήσου καλά» βρέθηκε επίσης γραμμένη στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου της. Μετά από μια αναφερόμενη απόπειρα διάρρηξης στο σπίτι της στις 29 Απριλίου του 1989, το RCMP χρησιμοποίησε κυνηγόσκυλα σε μια προσπάθεια να εντοπίσει τον φερόμενο εισβολέα, αλλά τα σκυλιά δεν βρήκαν κανένα ίχνος. Στις 10 Μαΐου του 1989, χρησιμοποιήθηκαν ξανά τα αστυνομικά σκυλιά μετά από μία άλλη αναφερόμενη διάρρηξη και μπόρεσαν να παρακολουθήσουν το άρωμα ενός αγνώστου που οδηγούσε πάνω από τον φράχτη της πίσω αυλής του σπιτιού της Σίντι.

Συμπεράσματα του RCMP[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια των σχεδόν επτά ετών που η Σίντι είχε αναφέρει τα διάφορα περιστατικά, η Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία (RCMP) δαπάνησε περίπου 1 – 1,5 εκατομμύρια δολάρια των πόρων της, για τη διερεύνηση των ισχυρισμών της, αλλά δεν βρέθηκαν στοιχεία που να τους επιβεβαιώνουν. Εξαιτίας αυτού, οι αρχές υποψιάστηκαν ότι η Σίντι εφευρίσκει η ίδια τα περιστατικά και τα σκηνοθετούσε ώστε να φαίνεται σαν να ήταν θύμα κάποιου βίαιου θαυμαστή της. Η Σίντι εξέφρασε την απογοήτευση της για το αστυνομικό τμήμα, εκτός από έναν ντετέκτιβ, τον Τζέρι Άντερσον. Σε μια καταγγελία που υπέβαλε κατά του RCMP για την αποχώρηση πολλών αξιωματικών από την έρευνα, ξεχώρισε θετικά τον Άντερσον "για την υπομονή του, την αδιάλειπτη επαγγελματική του συμπεριφορά και την υποδειγματική του έρευνα για αυτήν την υπόθεση. . .Είναι το μόνο μέλος του RCMP που νιώθω ότι μπορώ να εμπιστευτώ και να νιώσω άνετα".

Εξαφάνιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περίπου στις 16:00, στις 25 Μαΐου του 1989, η Σίντι πήρε το μισθό της από το Γενικό Νοσοκομείο του Ρίτσμοντ.[14] Εκεί, μίλησε με έναν συνάδελφο της, ο οποίος ανέφερε ότι φαινόταν να είναι σε καλή διάθεση και είπε ότι τον ενημέρωσε ότι δεν είχε βιώσει καμία ύποπτη δραστηριότητα στο σπίτι της για τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Η Σίντι εθεάθη για τελευταία φορά αρκετές ώρες αργότερα να αγοράζει είδη παντοπωλείου σε ένα σούπερ μάρκετ της αλυσίδας Safeway και να επισκέπτεται μια Τράπεζα του Μόντρεαλ στο εμπορικό κέντρο Blundell.[15] [16] Ένας θαμώνας της τράπεζας είπε στην αστυνομία ότι είχαν σταθεί στην ουρά πίσω από τη Σίντι στο ΑΤΜ της τράπεζας, όπου κατέθεσε το μισθό της περίπου στις 19:59.[17]

Την ίδια μέρα, η Σίντι είχε προγραμματίσει να εγκαταστήσει ένα σύστημα ανίχνευσης υπέρυθρων στο σπίτι της για λόγους ασφαλείας, και είχε κανονίσει με τους φίλους της Άγκνες και Τομ Γούντκοκ να παίξουν μπριτζ και να περάσουν τη νύχτα μαζί. Αφού δεν είχαν νέα από τη Σίντι, οι Γούντκοκ επισκέφτηκαν το σπίτι της περίπου στις 22:00 και το βρήκαν κλειδωμένο και το αυτοκίνητο της μάρκας Chevrolet Citation να απουσιάζει. Μίλησαν για λίγο με τον Τζόνστον, ο οποίος τους ενημέρωσε ότι είχε αναφέρει νωρίτερα ότι επρόκειτο να κάνει κάποια ψώνια. Το ζεύγος Γούντκοκ πέρασε με το αυτοκίνητο από το εμπορικό κέντρο Blundell στο οποίο ήξεραν ότι σύχναζε η Σίντι και βρήκαν το αυτοκίνητό της εκεί παρκαρισμένο. Πήγαν μέχρι το RCMP του Ρίτσμοντ για να αναφέρουν τη Σίντι ως αγνοούμενη. Αν και είχε εξαφανιστεί μόνο για μερικές ώρες, ένα περιπολικό στάλθηκε για έρευνα με βάση το εκτεταμένο ιστορικό της με το αστυνομικό τμήμα.

Κατά την εξέταση του οχήματος, εντοπίστηκε αίμα στο εσωτερικό του αυτοκινήτου στην πόρτα του οδηγού, καθώς και είδη παντοπωλείου και ένα τυλιγμένο δώρο γενεθλίων για τον μικρό γιο της φίλης της. Τα περιεχόμενα από το πορτοφόλι της Σίντι βρέθηκαν κάτω από το όχημα της. [18] Μια επακόλουθη επιθεώρηση στο σπίτι της εκείνο το βράδυ έδειξε ότι τίποτα δεν είχε διαταραχθεί: η αστυνομία παρατήρησε ότι το σπίτι ήταν τακτοποιημένο και καθαρό και γεμάτο με πολλά "περιποιημένα" φυτά εσωτερικού χώρου. Η καναδική ακτοφυλακή ανέπτυξε έρευνες σε ποτάμια της περιοχής, καθώς και στον Κόλπο της Τζόρτζια, σε μια προσπάθεια να εντοπίσει την αγνοούμενη γυναίκα.

Αρκετές ημέρες αφότου η Σίντι αναφέρθηκε ως εξαφανισμένη, ο ενοικιαστής της, ο Τζόνστον ενημέρωσε στην αστυνομία ότι είχε λάβει κλήση στο γραφείο του από έναν άνδρα που ισχυριζόταν ότι ήταν ο πατέρας της, και ρωτούσε για το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής της. Ο γραμματέας του Τζόνστον ενημέρωσε τον καλών ότι θα έπρεπε να επισκεφτεί το γραφείο, καθώς τα θέματα ιδιωτικής ασφάλισης δεν μπορούσαν να μεταφερθούν μέσω τηλεφωνικής συνομιλίας. Όταν οι αρχές ανέκριναν τον πατέρα της Σίντι, εκείνος αρνήθηκε ότι έκανε το τηλεφώνημα.

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 8 Ιουνίου του 1989, ο Γκόρντον Στάρτσακ, ένας δημοτικός εργάτης ασφαλτόστρωσης, ανακάλυψε το πτώμα της Σίντι στην πίσω αυλή ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού στην οδό Blundell Road 8111, στο Ρίτσμοντ. [19] Ήταν δεμένη χειροπόδαρα με ένα μαύρο καλσόν σε εμβρυϊκή θέση και μια μαύρη νάιλον κάλτσα ήταν δεμένη σφιχτά γύρω από το λαιμό της. Το δεξί παπούτσι της Σίντι βρισκόταν κάτω από μια βατομουριά και το παλτό της βρέθηκε κοντά στο σώμα της. Η ιδιοκτησία όπου βρέθηκε η σορός της βρισκόταν κατά μήκος ενός πολυσύχναστου δρόμου κοντά σε μια διασταύρωση, η οποία είχε συχνή κίνηση από πεζούς. Στην εξωτερική δεξαμενή καυσίμου της κατοικίας, η αστυνομία βρήκε ένα γκράφιτι σε πορτοκαλί χρώμα σε σπρέι που έγραφε: "Κάποια σκύλα πέθανε εδώ." Μια γραμμή, βαμμένη με σπρέι κατά μήκος του εδάφους με το ίδιο πορτοκαλί σπρέι, έτρεχε από τη δεξαμενή καυσίμου στο σημείο όπου βρισκόταν το σώμα της, περικυκλώνοντας το. Μέσα στο εγκαταλελειμμένο σπίτι, βρέθηκε άλλο ένα γκράφιτι ζωγραφισμένο με σπρέι που έγραφε «Διάβολος».

Η Σίλα Καρλάιλ, μια παθολόγος που εξέτασε το σώμα της Σίντι στη σκηνή, σημείωσε ότι τα χέρια της ήταν δεμένα τόσο σφιχτά που ένα δάχτυλο είχε γρατσουνίσει ένα άλλο μέχρι το κόκκαλο. Ένα τσίμπημα καρφίτσας σύμφωνο με μια υποδερμική βελόνα εντοπίστηκε στον έσω του δεξιού αγκώνα της. Με βάση τη δραστηριότητα εντόμων και προνυμφών στο πτώμα, ο ιατροδικαστής εντομολόγος Γκέιλ Άντερσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σώμα είχε ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία αποσύνθεσης στις 2 Ιουνίου του 1989.

Μια αυτοψία διαπίστωσε ότι η Σίντι είχε πεθάνει από δηλητηρίαση πολλαπλών φαρμάκων από σημαντικές ποσότητες μορφίνης, διαζεπάμης και φλουραζεπάμης. Η τοξικολογική της έκθεση έδειξε ότι είχε δεκαπλάσια δόση μορφίνης στο αίμα της. Με βάση μια εξέταση του περιεχομένου του στομάχου της, η τοξικολόγος Χέδερ Ντιν ανέφερε ότι η Σίντι είχε καταπιεί από το στόμα περίπου είκοσι 30 χιλιοστόγραμμα δισκία φλουραζεπάμης (ή έως ογδόντα δισκία υψηλότερης δόσης), εκτός από πολλά δισκία διαζεπάμης, συνδυασμός που από μόνος του ήταν θανατηφόρος. Η μέθοδος με την οποία είχε χορηγηθεί η μορφίνη δεν μπορούσε να προσδιοριστεί, «μπερδεύοντας» τον φαρμακολόγο που ανέλυσε την τοξικολογική έκθεση. Ίχνη μορφίνης βρέθηκαν στο στομάχι της Σίντι, αν και ο Δρ Τζον ΜακΝιλ δήλωσε ότι η ποσότητα θα μπορούσε να προέρχεται από ενδοφλέβια ένεση του φαρμάκου. Σύμφωνα με την ανάλυση του ΜακΝιλ, εάν η Σίντι είχε λάβει τη μορφίνη μέσω ενδοφλέβιας ένεσης, θα είχε τεθεί αναίσθητη μέσα σε λίγα λεπτά και θα είχε πεθάνει μετά από αρκετές ώρες. Τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπερβολική δόση ήταν «τόσο μεγάλη που δεν υπήρχε αξιόπιστη εκτίμηση για το πόσο διάστημα η Σίντι θα μπορούσε να παραμείνει λειτουργική».

Το RCMP υποψιάστηκε ότι η αιτία θανάτου της Σίντι ήταν πιθανώς αυτοκτονία ή ατύχημα, με βάση την υπόθεση ότι είχε κατασκευάσει τους πολυάριθμους προηγούμενους ισχυρισμούς της για επιθέσεις και καταδίωξη, κι' αυτό αναφέρθηκε γρήγορα από διάφορα τοπικά ειδησεογραφικά πρακτορεία ταμπλόιντ. Ο προσωπικός της ιδιωτικός ερευνητής, ο Καμπάν, επισκέφτηκε το νεκροτομείο για να εξετάσει το σώμα της στις 10 Ιουνίου του 1989 και παρατήρησε ότι η σωρός της παρουσίαζε ιατρική υπόσταση, προκαλώντας ένα μωβ κόκκινο αποχρωματισμό του δέρματος στην αριστερή πλευρά του σώματος της. Επειδή το πτώμα της είχε βρεθεί ξαπλωμένο σε εμβρυική στάση στα δεξιά, ο Καμπάν ένιωσε ότι μπορεί να πέθανε αλλού και ότι το σώμα της μεταφέρθηκε στο σημείο όπου τελικά ανακαλύφθηκε. Συνεπώς, δεν θωρούσε πιθανό ότι η Σίντι θα μπορούσε να σκηνοθετήσει τον θάνατο της. Παρόμοια, ο Ο Ότο και η Τίλι, δεν αμφέβαλλαν ποτέ ότι η κόρης τους δολοφονήθηκε.

Ένα μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε για τη Σίντι στις 14 Ιουνίου του 1989, δύο μέρες μετά τα τεσσαρακοστά πέμπτα γενέθλια της. Η αστυνομία παρακολούθησε την τελετή χρησιμοποιώντας κρυφές κάμερες, καταγράφοντας τα πρόσωπα και τις πινακίδες όλων των παρευρισκόμενων. Ο πρώην σύζυγος της, Μέικπις, δεν ήταν παρών. Το καλοκαίρι του 1989, το εγκαταλελειμμένο σπίτι όπου ανακαλύφθηκε το σώμα της Σίντι κατεδαφίστηκε. Παρόλα αυτά, ένας άστεγος που βρισκόταν στην περιοχή κατέθεσε στην αστυνομία ότι πριν από την ανακάλυψη του, το πτώμα της δεν ήταν εκεί τις προηγούμενες ημέρες.

Δικαστική έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια εκτεταμένη έρευνα για τον θάνατο της Σίντι πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1990 στο Μπέρναμπυ, η οποία αποτελούνταν από πέντε ενόρκους και περιείχε καταθέσεις από περισσότερους από ογδόντα μάρτυρες. Η έρευνα ήταν αρχικά προγραμματισμένη να διαρκέσει τρεις εβδομάδες. Όταν αυτές πέρασαν, η διαδικασία δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, και έτσι προστέθηκαν άλλες είκοσι μία ημέρες.[20] Η έρευνα, η οποία διήρκεσε συνολικά σαράντα ημέρες, ήταν η μεγαλύτερη και ακριβότερη στη Βρετανική Κολομβία εκείνη την εποχή.

Μεταξύ των στοιχείων που παρουσιάστηκαν ήταν τα δύο ηχογραφημένα τηλεφωνικά μηνύματα που είχε λάβει ο Ρόι Μέικπις στον τηλεφωνητή του. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του στο βήμα, ο Ρόι κατηγόρησε για πολλά πράγματα την οικογένεια της Σίντι, υποστηρίζοντας ότι ο πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά σε όλη την διάρκεια της παιδική της ηλικία, καθώς και ένας από τους αδελφούς της. Κατηγόρησε επίσης την αστυνομία ότι προσπάθησε να τον ενοχοποιήσει. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι, λίγο μετά το θάνατο της, οι γονείς της Σίντι ανακάλυψαν φυλαγμένα διάφορα φάρμακα στο σπίτι της (συμπεριλαμβανομένων ηρεμιστικών και αντιψυχωσικών φαρμάκων) που συνταγογραφήθηκαν από τους ψυχιάτρους της, τα οποία πέταξαν στην λεκάνη της τουαλέτας. Η μικρότερη αδερφή της, η Μέλανι, βρήκε επίσης έναν κόφτη γυαλιού στο πορτοφόλι της Σίντι μαζί με ένα κιτ ιατρικής σύριγγας, έναν καθετήρα ούρων και αλατούχο διάλυμα στην κρεβατοκάμαρα της.

Στους ενόρκους παρουσιάστηκαν γραφικά πλάνα από το πτώμα της Σίντι όπως ανακαλύφθηκε στη σκηνή, καθώς και πολυάριθμες αναφορές που περιέγραφαν λεπτομερώς την ψυχική της κατάσταση, η οποία οδήγησε στον θάνατο της. Δόθηκαν μαρτυρίες από αρκετούς ψυχιάτρους και ψυχολόγους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν θεραπεύσει προσωπικά τη Σίντι όλα αυτά τα χρόνια. Ο Δρ. Πολ Τέρμανσεν κατέθεσε ότι πίστευε ότι έπασχε από υστερική διαταραχή προσωπικότητας, ενώ ο Δρ Γουέσλι Φρίσεν - ένας μακροχρόνιος ψυχίατρος της θανούσας - δήλωσε ότι υποψιαζόταν ότι είχε οριακή διαταραχή προσωπικότητας με στοιχεία διαταραχής μετατραυματικού στρες. Σύμφωνα με τον λογαριασμό του Φρίσεν, η Σίντι έκρυβε μέσα της "τεράστια οργή" προς τον πατέρα της και, με βάση τις πολυάριθμες συνεδρίες τους, ο γιατρός πίστευε ότι υπήρχε "μεγάλη πιθανότητα" ο πατέρας της να την κακοποίησε σεξουαλικά όταν ήταν παιδί, αν και δεν το ανέφερε ποτέ η ίδια.

Οι προσπάθειες να διακρίνει εάν η Σίντι θα μπορούσε ή όχι να είχε δεθεί στην κατάσταση που ανακαλύφθηκε, επικεντρώθηκαν επίσης κατά τη διάρκεια της έρευνας. Χρησιμοποιώντας το ίδιο μήκος καλσόν που βρέθηκε να δένει το σώμα της, ο ειδικός σε κόμπους Ρόμπερτ Τσίσναλ έδειξε στο δικαστήριο πώς θα μπορούσε να είχε δεθεί μέσα σε ένα χρονικό διάστημα τριών λεπτών, προτού τα φάρμακα καθηλώσουν τον οργανισμό της.

Η έρευνα ολοκληρώθηκε στις 25 Μαΐου του 1990, ακριβώς ένα χρόνο μετά την εξαφάνιση της Σίντι. Μετά από συζητήσεις, οι ένορκοι δεν μπόρεσε να προσδιορίσει εάν η αιτία θανάτου της ήταν αυτοκτονία, ανθρωποκτονία ή ατύχημα. Τελικά αποφασίστηκε ότι η Σύνθια Ελίζαμπεθ Τζέιμς είχε πεθάνει από ένα «άγνωστο συμβάν» και η υπόθεση έκλεισε επίσημα.

Θεωρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πιο διαδεδομένη θεωρία μέχρι σήμερα στους κύκλους της αστυνομίας είναι ότι η ίδια τα προκαλούσε όλα αυτά στον εαυτό της, είτε εν πλήρει συνειδήσει, είτε λόγω της ψυχολογικής της κατάσταση.

Μια άλλη θεωρία είναι ότι πίσω από τον θάνατό της κρύβεται ο πρώην άντρας της, ο οποίος είχε όντως κάνει τον φόνο που η ίδια αποκάλυψε στην ύπνωση της.

Το τρίτο σενάριο είναι ότι δεχόταν πραγματικά απειλές από κάποιον ψυχοπαθή και είχε δίκιο εξαρχής.

Η υπόθεση στα μέσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξαφάνιση της Σίντι παρουσιάστηκε στην αμερικανική εκπομπή A Current Affair πριν από την ανακάλυψη της. Το Φεβρουαρίου του 1991 η εκπομπή Unsolved Mysteries του τηλεοπτικού σταθμού NBC ασχολήθηκε με την υπόθεση. [21] Ένα ντοκιμαντέρ κυκλοφόρησε τον ίδιο μήνα στον Καναδά μέσω του καλωδιακού καναλιού BCTV. [21]

Δύο διαφορετικά βιβλία εκδόθηκαν το 1991 που εξιστορούν τη ζωή και τον θάνατό της:

  • Who Killed Cindy James (Ποιος Σκότωσε την Σίντι Τζέιμς) από τον Βρετανό δημοσιογράφο Ίαν Μάλγκρου [22]
  • The Deaths of Cindy James (Οι Θάνατοι της Σίντι Τζέιμς) από του Νιλ Χολ, ενός Καναδού δημοσιογράφου εγκλήματος που είχε καλύψει εκτενώς την υπόθεση της Σίντι για την εφημερίδα Vancouver Sun.[23]

Το 2021, κυκλοφόρησε ένα ακουστικό podcast για την Σύνθια Τζέιμς, με τίτλο: Death by Unknown Event (Θάνατος από Άγνωστα Γεγονότα), με αφηγήτρια την συγγραφέα Πάμελα Άντλον. [24]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jiwa, Salim; Morgan, Keith (June 11, 1989). «Bizarre Twists». The Province: σελ. 20C. https://www.newspapers.com/clip/90617320/. 
  2. Hall, Neal (March 24, 1990). «Under siege». Vancouver Sun: σελ. A9. https://www.newspapers.com/clip/66987000/. 
  3. Young, Gerard (June 19, 1989). «Dead woman had wanted gun for protection, investigator says». Ottawa Citizen: σελ. 4. https://www.newspapers.com/clip/53209761/ottawa-citizen890619/. 
  4. Parton, Nicole (June 15, 1989). «What happened to nurse—in death and in life?». Vancouver Sun: σελ. A2. https://www.newspapers.com/clip/77578471/. 
  5. MacQueen, Ken (March 1, 1990). «The strange death of Cindy James: Was it a case of murder or suicide?». The Kingston Whig-Standard: σελ. 32. https://www.newspapers.com/clip/111953308/. 
  6. «Scared to Death». February 13, 1991. 
  7. Horwood, Holly (March 18, 1990). «Mystery persists». The Province: σελ. 29. https://www.newspapers.com/clip/111954064/. 
  8. Horwood, Holly (March 11, 1990). «The strange death of Cindy James». The Province: σελ. 9. https://www.newspapers.com/clip/90573385/. 
  9. The Associated Press (March 26, 1990). «Horror story: Police probe bizarre death». The News Tribune: σελ. 10–11. https://www.newspapers.com/clip/111958630/. 
  10. Hall, Neal (May 29, 1990). «James inquest held grisly fare for coroner's jury and journalists». Vancouver Sun: σελ. B3. https://www.newspapers.com/clip/77557311/inquest-into-cindys-death/. 
  11. Hall, Neal (March 9, 1990). «Victim set fires, police say». Vancouver Sun: σελ. 10. https://www.newspapers.com/clip/112090275/. 
  12. Mulgrew 1991, σελ. 152.
  13. Hall, Neal (December 29, 1990). «Stranger Than Fiction». Vancouver Sun: σελ. D1–D2. https://www.newspapers.com/clip/111951549/. 
  14. Hall, Neal (January 5, 1991). «What happened to Cindy James?». Montreal Gazette: σελ. B4. https://www.newspapers.com/clip/77579726/the-gazette-montreal/. 
  15. «Police ask help in locating missing nurse». Vancouver Sun: σελ. A14. May 30, 1989. https://www.newspapers.com/clip/104502329/cindy-james/. 
  16. Hall, Neal (December 31, 1990). «Cindy's torment». Vancouver Sun: σελ. A6. https://www.newspapers.com/clip/77616793/ore-from-neal-halls-book/. 
  17. Hall, Neal (June 6, 1989). «Disappearance still a mystery». Vancouver Sun: σελ. F8. https://www.newspapers.com/clip/53189650/vancouver-sun890606/. 
  18. «Scared to Death: Cindy James». Unsolved Mysteries. Cosgrove Meurer Productions. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Απριλίου 2021. 
  19. Hall, Neal (June 9, 1989). «Body believed to be missing Richmond nurse's». Vancouver Sun: σελ. A2. https://www.newspapers.com/clip/53189769/vancouver-sun890609/. 
  20. «Inquest tests credibility of night stalker claims». The Desert Sun: σελ. A9. March 26, 1990. https://www.newspapers.com/clip/111959034/. 
  21. 21,0 21,1 Pemberton, Kimberly (February 9, 1991). «Baffling case of nurse's death to be featured on two TV shows». Vancouver Sun: σελ. A13. https://www.newspapers.com/clip/111941041/. 
  22. Mulgrew, Ian (1991). Who Killed Cindy James?. Toronto, Ontario: Seal Books. ISBN 978-0-770-42445-9. 
  23. Hall, Neal (1991). The Deaths of Cindy James. Toronto, Ontario: McClelland & Stewart. ISBN 978-0-771-03784-9. 
  24. Chavez, Danette (23 Σεπτεμβρίου 2021). «Pamela Adlon narrates a Death By Unknown Event in this exclusive trailer for Audible true-crime series». The A.V. Club. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Οκτωβρίου 2022.