Η ματωμένη κάμαρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ματωμένη κάμαρα
Η Πεντάμορφη και το Τέρας, ένα από τα παραμύθια που επανεξετάζει η Άντζελα Κάρτερ, εικονογράφηση του Γουόργουϊκ Γκομπλ
ΣυγγραφέαςΆντζελα Κάρτερ
ΤίτλοςThe Bloody Chamber
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1979
Πρώτη έκδοσηVictor Gollancz Ltd

Η ματωμένη κάμαρα (αγγλικός τίτλος: The Bloody Chamber) είναι συλλογή δέκα διηγημάτων της Άντζελα Κάρτερ που δημοσιεύθηκε το 1979. Όλες οι ιστορίες αυτού του βιβλίου είναι μια επανεγγραφή γνωστών παραμυθιών και μύθων, με επιρροές από την ψυχανάλυση, τον φεμινισμό και το έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ. [1]

Σχετικά με την έμπνευσή της, η συγγραφέας δήλωσε:

«Η πρόθεσή μου δεν ήταν να γράψω νέες «εκδοχές» ή, όπως δημοσιεύτηκε στην αμερικανική έκδοση του κειμένου, «παραμύθια για ενήλικες», αλλά να αποσπάσω το λανθάνον περιεχόμενο παραδοσιακών παραμυθιών».

Τα διηγήματα ποικίλλουν πολύ σε μήκος, η νουβέλα Η ματωμένη κάμαρα είναι η μεγαλύτερη. Βασίζονται κυρίως στα παραμύθια του Σαρλ Περώ, που η Κάρτερ είχε μεταφράσει στα αγγλικά λίγο νωρίτερα, αλλά και σε άλλα γνωστά παραμύθια και μύθους της ευρωπαϊκής λαογραφίας.

Παρουσίαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ματωμένη κάμαρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(εμπνευσμένο από το Κυανοπώγων του Σαρλ Περώ)

Η αφηγήτρια, μια όμορφη έφηβη, παντρεύεται έναν μεσήλικα, πλούσιο Γάλλο μαρκήσιο τον οποίο δεν αγαπά. Η γκουβερνάντα της, αν και ευχαριστημένη για τον πλούσιο γάμο, παρατηρεί ότι ο μαρκήσιος είχε παντρευτεί στο παρελθόν τρεις γυναίκες, οι οποίες πέθαναν όλες σε μυστηριώδεις συνθήκες. Φτάνοντας στο κάστρο του, η κοπέλα ανακαλύπτει τη συλλογή του από πορνογραφικά χαρακτικά και πίνακες και συνειδητοποιεί ότι ο σύζυγός της διασκεδάζει να απολαμβάνει την αμηχανία της. Ολοκληρώνουν τον γάμο τους εκείνο το βράδυ, σε μια κρεβατοκάμαρα γεμάτη λευκά κρίνα και καθρέφτες. Το επόμενο πρωί, την ενημερώνει ότι φεύγει για επείγουσες δουλειές στη Νέα Υόρκη. Της εμπιστεύεται μια αλυσίδα με κλειδιά, λέγοντάς της ότι μπορεί να πάει στο κάστρο όπου θέλει αλλά της απαγορεύει να χρησιμοποιήσει ένα συγκεκριμένο κλειδί, λέγοντάς της ότι ανοίγει τον ιδιωτικό του χώρο. Η νεαρή γυναίκα είναι μια ταλαντούχα πιανίστα και όταν ένας νεαρός, τυφλός κουρδιστής πιάνων ακούει τη μουσική που παίζει, την ερωτεύεται παράφορα. Αφού κουρδίζει το πιάνο που της χάρισε ο σύζυγός της ως γαμήλιο δώρο, ζητά να την επισκέπτεται για να την ακούει να παίζει. Ωστόσο, η απουσία του συζύγου της την κάνει να νιώθει μελαγχολία. [2]Αρχίζει να ψάχνει τα πράγματά του για να μάθει περισσότερα για αυτόν. Με το απαγορευμένο κλειδί μπαίνει στην κάμαρά του και συνειδητοποιεί την πλήρη έκταση των διεστραμμένων και δολοφονικών του τάσεων όταν ανακαλύπτει τα πτώματα των προηγούμενων συζύγων του, που περιβάλλονται από τα ίδια λευκά κρίνα με τα οποία γέμισε ο μαρκήσιος το δωμάτιό της. Μέσα στο σοκ, της πέφτει το κλειδί στο πάτωμα και λερώνεται με αίμα. Όταν ξανασυναντά τον κουρδιστή πιάνων, του εκμυστηρεύεται το μυστικό που ανακάλυψε. Πριν προλάβουν να τραπούν σε φυγή, ο μαρκήσιος επιστρέφει, το επαγγελματικό του ταξίδι έχει διακοπεί. Δεν μπορεί να καθαρίσει το αίμα από το κλειδί και ο μαρκήσιος ανακαλύπτει ότι έχει μπει στην αιματηρή αίθουσα. Πιέζει το κλειδί στο μέτωπό της που της αφήνει ένα κόκκινο σημάδι και αποφασίζει να τη σκοτώσει. Ο γενναίος πιανίστας είναι πρόθυμος να τη βοηθήσει παρόλο που ξέρει ότι δεν θα μπορέσει να τη σώσει. Η κοπέλα σώζεται την τελευταία στιγμή από τη μητέρα της, η οποία εισβάλλει στο κάστρο και πυροβολεί τον μαρκήσιο ακριβώς τη στιγμή που πρόκειται να αποκεφαλίσει το κορίτσι στην αυλή. Το κορίτσι, η μητέρα και ο κουρδιστής πιάνων συνεχίζουν να ζουν μαζί και η νεαρή χήρα ανοίγει ένα μικρό μουσικό σχολείο στα περίχωρα του Παρισιού. Τα περισσότερα από τα χρήματα που κληρονόμησε δίνονται σε διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις και το κάστρο μετατρέπεται σε σχολείο τυφλών. Ωστόσο, το κορίτσι εξακολουθεί να έχει στο μέτωπο το κόκκινο σημάδι του κλειδιού.[3]

Η ερωτοτροπία του κυρίου Λιόν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(εμπνευσμένο από το Η Πεντάμορφη και το Τέρας της Ζαν-Μαρί Λεπρένς ντε Μπωμόν)

Ένας άνδρας, έχοντας πρόβλημα με το αυτοκίνητό του μια χιονισμένη νύχτα, φιλοξενείται από έναν άγνωστο - το Τέρας. Ωστόσο, φεύγοντας κλέβει ένα θαυματουργό λευκό τριαντάφυλλο για την αγαπημένη του κόρη. Η κοπέλα προσκαλείται από το θηρίο, το οποίο βοηθά τον πατέρα της να ανακτήσει την χαμένη περιουσία του. Αργότερα συναντά τον πατέρα της στο Λονδίνο, όπου ξεχνά το Τέρας, με αποτέλεσμα αυτό να υποφέρει μακριά από έρωτα γι' αυτήν. Όταν η κοπέλα μαθαίνει ότι πεθαίνει, επιστρέφει και τον σώζει. Η κοπέλα και το Τέρας εξομολογούνται την αγάπη τους ο ένας για τον άλλον και ζουν ευτυχισμένοι για πάντα μαζί, με τον Τέρας να μεταμορφώνεται πλέον σε άντρα.[4]

Η νύφη του Τίγρη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(βασισμένο επίσης στο Η Πεντάμορφη και το Τέρας)

Μια γυναίκα ζει με έναν μυστηριώδη μασκοφόρο «Μιλόρδο», το Τέρας, αφού την κέρδισε από τον πατέρα της στα χαρτιά. Ο Μιλόρδος αποκαλύπτεται τελικά ότι είναι τίγρης. Σε μια ανατροπή του τέλους του προηγούμενου διηγήματος, η ηρωίδα μεταμορφώνεται στο τέλος και η ίδια σε τίγρη που είναι η κατάλληλη σύντροφος του Τέρατος, που από εδώ και πέρα ​​θα είναι πιστό στη φύση του και δεν θα μεταμφιέζεται σε άνθρωπο.

Ο Παπουτσωμένος Γάτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(εμπνευσμένο από το παραμύθι Ο Παπουτσωμένος Γάτος του Σαρλ Περώ και την όπερα Ο Κουρέας της Σεβίλλης)

Ο γάτος Φίγκαρο ζει με έναν ανήσυχο νεαρό που ζει άσωτα. Ζουν μια ξέγνοιαστη ζωή, με τον γάτο να τον βοηθάει να κερδίσει χρήματα κλέβοντας στα χαρτιά, μέχρι που ο νεαρός ερωτεύεται (προς αποτροπιασμό του γάτου) μια νεαρή κοπέλα κλεισμένη σε έναν πύργο από τον ηλικιωμένο και κακό σύζυγο που της συμπεριφέρεται σαν να ήταν ιδιοκτησία του. Ο γάτος, ελπίζοντας ότι ο φίλος του θα κουραστεί από τη γυναίκα μόλις την κατακτήσει, τον βοηθά στις κρυφές συναντήσεις με την αγαπημένη του κάνοντας κόλπα στον γέρο σύζυγο και τον φύλακα της νεαρής γυναίκας. Ο ίδιος ο Φίγκαρο βρίσκει τον έρωτα στη γάτα της νεαρής γυναίκας και οι δύο γάτες κανονίζουν τις μοίρες τόσο τις δικές τους όσο και του νεαρού άνδρα και της γυναίκας και σχεδιάζουν να κάνουν τον γέρο να χτυπήσει άσχημα και να σκοτωθεί.

Ο βασιλιάς των Ξωτικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(μια διασκευή λαογραφικών ιστοριών για τον βασιλιά των ξωτικών, ένα είδος ξωτικού δάσους)

Ένα κορίτσι περιπλανιέται στο δάσος και παρασύρεται από τον απαίσιο βασιλιά των ξωτικών, μια φαινομενική προσωποποίηση του ίδιου του δάσους. Ωστόσο, τελικά συνειδητοποιεί ότι σχεδιάζει να τη φυλακίσει μετατρέποντάς την σε πουλί, κάτι που έχει κάνει με άλλα κορίτσια. Συνειδητοποιώντας το σχέδιο του ξωτικού, το σκοτώνει στραγγαλίζοντάς το με τα ίδια του τα μαλλιά, διατηρώντας έτσι την ελευθερία της.

Το παιδί από χιόνι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(εμπνευσμένο από το ευρωπαϊκό μεσαιωνικό παραμύθι Το παιδί από χιόνι, το ιρλανδικό παραμύθι Το Χιόνι, το Κοράκι και το Αίμα και τη Σνεγκούροτσκα, χαρακτήρα ρωσικών λαϊκών παραμυθιών).[5]

Ένας κόμης και η κόμισσα πηγαίνουν ιππασία στα μέσα του χειμώνα. Ο κόμης βλέπει χιόνι στο έδαφος και εύχεται να αποκτήσει ένα παιδί «άσπρο σαν το χιόνι». Το ίδιο εύχεται όταν βλέπει μια τρύπα στο χιόνι που περιέχει μια λίμνη αίματος και ένα κοράκι. Μόλις εκφράζει την τελευταία του επιθυμία, μια νεαρή κοπέλα με την ακριβή περιγραφή των ευχών του εμφανίζεται στην άκρη του δρόμου. Όλη του η προσοχή είναι τώρα στραμμένη σ'αυτήν, προς βαθιά δυσαρέσκεια της κόμισσας, η οποία παροτρύνει την κοπέλα να κόψει ένα τριαντάφυλλο. Αλλά ένα αγκάθι την πληγώνει και πεθαίνει. Στη συνέχεια, ο κόμης βιάζει το πτώμα της, το οποίο λιώνει στο χιόνι και δεν μένει τίποτε άλλο παρά μια κηλίδα αίματος στο χιόνι, ένα μαύρο φτερό και το τριαντάφυλλο που είχε μαζέψει.

Η κυρία του σπιτιού της αγάπης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(βασισμένο χαλαρά στην Ωραία Κοιμωμένη του Σαρλ Περώ)

Ένας Άγγλος στρατιώτης διασχίζει τη Ρουμανία με ποδήλατο και βρίσκεται σε ένα έρημο χωριό. Συναντά μια έπαυλη στην οποία κατοικεί μια γυναίκα- βρικόλακας που ζει παρασύροντας νεαρούς άντρες στην κρεβατοκάμαρά της και τους τρώει. Σκοπεύει να σκοτώσει τον νεαρό στρατιώτη, αλλά η αγνότητα και η παρθενία του έχουν μια περίεργη επίδραση πάνω της. Όταν μπαίνουν στην κρεβατοκάμαρά της κόβεται κατά λάθος και το πρωί ο στρατιώτης ξυπνά και τη βρίσκει νεκρή. Φεύγει για να επιστρέψει στο τάγμα του καθώς έχει κηρυχθεί ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος.[6]

Ο Λυκάνθρωπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(βασισμένο στην Κοκκινοσκουφίτσα)

Μια κοπέλα πηγαίνει να επισκεφτεί τη γιαγιά της, αλλά στο δρόμο συναντά έναν λυκάνθρωπο, του οποίου το πόδι κόβει με ένα μαχαίρι. Όταν φτάνει στο σπίτι της γιαγιάς της, τη βρίσκει σε παραλήρημα με πυρετό και της λείπει το χέρι. Το κομμένο πόδι μετατρέπεται σε χέρι με το δαχτυλίδι της γιαγιάς στο δάχτυλο. Έτσι αποκαλύπτεται ότι η γιαγιά του κοριτσιού ήταν λυκάνθρωπος και λιθοβολείται μέχρι θανάτου. Το κορίτσι κληρονομεί όλη της την περιουσία.[7]

Η παρέα των λύκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(βασισμένο επίσης στην Κοκκινοσκουφίτσα)

Μια νεαρή κοπέλα συναντά έναν γοητευτικό νεαρό κυνηγό καθώς περπατά μέσα στο δάσος προς το σπίτι της γιαγιάς της, με τον οποίο κάνουν μια συμφωνία. Όποιος φτάσει πρώτος στο σπίτι της γιαγιάς κερδίζει και αν κερδίσει ο κυνηγός του χρωστάει ένα φιλί. Η κοπέλα αφήνει τον κυνηγό να κερδίσει γιατί θέλει να τον φιλήσει. Ο κυνηγός φτάνει πρώτος στο σπίτι της γιαγιάς, ξεγελάει τη γυναίκα για να τον αφήσει να μπει. Είναι αδύναμη και άρρωστη και κρατά μια Βίβλο στο χέρι για να προστατευτεί από κάθε κακό. Ο κυνηγός αποκαλύπτεται ότι είναι λύκος και τρώει τη γιαγιά και μετά περιμένει. Όταν φτάνει η κοπέλα, παρατηρεί τα μαλλιά της γιαγιάς της στη φωτιά και καταλαβαίνει ότι ο λύκος τη σκότωσε. Αυτός την απειλεί ότι θα σκοτώσει και θα φάει κι εκείνη, αλλά αυτή δεν πτοείται, βγάζει τα ρούχα της ρίχνοντάς τα στη φωτιά και τον αποπλανεί. Η ιστορία τελειώνει ως εξής: «Κοίτα! Γλυκά και ήσυχα κοιμάται στο κρεβάτι της γιαγιάς της ανάμεσα στα πόδια του τρυφερού λύκου».[8]

Αλίκη-Λύκος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(εμπνευσμένο από μια σκοτεινή παραλλαγή της Κοκκινοσκουφίτσας  και με αναφορές στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Εξερευνά το ταξίδι προς την υποκειμενικότητα και την αυτογνωσία από τη σκοπιά ενός μικρού κοριτσιού που ανατράφηκε από ζώα).

Ένα κοριτσάκι, μεγαλωμένο από λύκους και το οποίο ορισμένες καλόγριες προσπάθησαν μάταια να εκπολιτίσουν, παραδίδεται στο σπίτι ενός τερατώδους βαμπίρ δούκα. Μεγαλώνοντας, σταδιακά συνειδητοποιεί την ταυτότητά της ως γυναίκα και νιώθει ακόμη και συμπόνια για τον δούκα, ξεπερνώντας κατά πολύ τις απόψεις των μοναχών για τη ζωή.[9]

Στυλ και θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιστορίες της Άντζελα Κάρτερ, ενώ διατηρούν την αύρα της παράδοσης των συμβατικών παραμυθιών και θρύλων, αμφισβητούν τον τρόπο με τον οποίο αναπαρίστανται οι γυναίκες σ' αυτά. Η συγγραφέας με τον μαγικό ρεαλισμό της γραφής της αναδεικνύει το θέμα του φεμινισμού ανατρέποντας παραδοσιακά στοιχεία της γοτθικής μυθοπλασίας - που συνήθως απεικόνιζαν γυναικείους χαρακτήρες ως αδύναμους και αβοήθητους, και τους αντικαθιστά με δυνατές γυναίκες ηρωίδες, ασκώντας κριτική στα παραδοσιακά πατριαρχικά πρότυπα. Για παράδειγμα, στην πρώτη ιστορία, Η ματωμένη κάμαρα, η ηρωίδα σώζεται από τη μητέρα της αντί να σωθεί από το στερεότυπο του άνδρα ήρωα. Επίσης, παρουσιάζει σεξουαλικά απελευθερωμένους γυναικείους χαρακτήρες που τοποθετεί στο παραδοσιακό σκηνικό του παραμυθιού.[10]

Τα διηγήματα περιστρέφονται γύρω από τα θέματα του ρόλου των γυναικών στις σχέσεις και τον γάμο - ιδιαίτερα τις τρομακτικές και εξευτελιστικές πτυχές του - τη σεξουαλικότητα, το θέμα της γυναικείας ταυτότητας και την προσέγγιση των γηρατειών.

Όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται σε αρκετά σύγχρονη εποχή, αν και παραμένει κάποια ασάφεια. Για παράδειγμα, στο Η ματωμένη κάμαρα η ύπαρξη υπερατλαντικής τηλεφωνικής σύνδεσης συνεπάγεται ημερομηνία μετά το 1930. Από την άλλη, η αναφορά ζωγράφων όπως ο Γκυστάβ Μορώ και ο Οντιλόν Ρεντόν υποδηλώνουν μια ημερομηνία πριν από το 1916. Η κυρία του σπιτιού της αγάπης διαδραματίζεται ξεκάθαρα την παραμονή του Α' Παγκόσμιου πολέμου και το ποδήλατο με το οποίο ο νεαρός στρατιώτης φτάνει στο σπίτι του βρικόλακα είναι σύμβολο της εισβολής της νεωτερικότητας που άλλαξε τα θεμέλια της ευρωπαϊκής κοινωνίας μετά το 1914.[11]

Η συλλογή κέρδισε το Βραβείο Λογοτεχνίας του Φεστιβάλ Τσέλτενχαμ το 1979. Τα διηγήματα, όπως και άλλα βιβλία της Άντζελα Κάρτερ, περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα σπουδών πανεπιστημιακών μαθημάτων λογοτεχνίας.

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα διηγήματα που περιέχονται στη συλλογή διασκευάστηκαν για το θέατρο. Το 1984, Η παρέα των λύκων διασκευάστηκε σε ομώνυμη κινηματογραφική ταινία από τον Νιλ Τζόρνταν.[12] [13]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η ματωμένη κάμαρα, μτφ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Χατζηνικολή, 2001 [14]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]