Ηγεμονία του Πρίλεπ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ηγεμονία του Πρίλεπ
Прилепска област краља Марка
Prilepska oblast kralja Marka

1371 – 1395
Σημαία Έμβλημα
Τοποθεσία Πρίλεπ, Μεσαιωνική Σερβία
Το μεσαιωνικό βασίλειο του Βασιλέα Μάρκο
Πρωτεύουσα Πρίλεπ
Πολίτευμα Βασίλειο
Βασιλέας
 -  1371-1395 Πρίγκιπας Μάρκο (μοναδικός)
Ιστορία
 -  Διαδοχή του Μάρκο 26 Σεπτεμβρίου 1371
 -  Υποταγή στον Βαγιαζίτ Α΄

Η Ηγεμονία του Πρίλεπ, επίσης γνωστή ως Ηγεμονία του Βασιλέα Μάρκο (σερβικά: Област краља Марка‎‎ / Oblast kralja Marka), ήταν μία εκ των επαρχιών της Σερβικής Αυτοκρατορίας, με επίκεντρο την πόλη του Πρίλεπ και τα περιμετρικά αυτής εδάφη, ενώ, επίσης, κάλυπτε (κυρίως) την περιοχή της Πελαγονίας, καθώς και γειτονικές περιοχές εντός του δυτικού τμήματος της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας. Στα μέσα του 14ου αιώνα, η περιοχή βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ηγεμόνα Βουκάσιν Μρνγιάβτσεβιτς, ο οποίος το 1365 κατέστη Σέρβος βασιλέας και από κοινού μονάρχης με τον Σέρβο αυτοκράτορα Στέφαν Ούρος Ε΄ (1355-1371). Έπειτα από τον θάνατο του βασιλέα Βουκάσιν στη Μάχη της Μαρίτσα το 1371,[1] το βασίλειο τέθηκε υπό τον έλεγχο του υιού και ορισμένου ως κληρονόμου του (rex iunior), Μάρκο Μρνγιάβτσεβιτς, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του Σέρβου βασιλέα. Εκείνη την περίοδο, πρωτεύουσες του σερβικού βασιλείου ήσαν τα Σκόπια και το Πρίζρεν,[2] ωστόσο, κατά την διάρκεια των αμέσως επόμενων ετών, ο βασιλέας Μάρκο απώλεσε τον έλεγχό του επί των συγκεκριμένων περιοχών, ενώ ο ίδιος μετέφερε την πρωτεύουσά του στο Πρίλεπ. Εκεί, βασίλευσε έως τον θάνατό του στη Μάχη του Ρόβινε το 1395.[3] Έως τα τέλη του ίδιου έτους, το σύνολο της περιοχής του Πρίλεπ είχε καταληφθεί από τους Οθωμανούς Τούρκους.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1334,[4] η πόλη του Πρίλεπ ευρισκόταν υπό σερβική κυριαρχία[5], ενώ η περιμετρικά αυτής περιοχή βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Σέρβου φεουδάρχη Βουκάσιν Μρνγιάβτσεβιτς, ο οποίος στέφτηκε ως Βασιλέας των Σέρβων και των Ελλήνων το 1365, ως από κοινού μονάρχης με τον ύστατο Σέρβο αυτοκράτορα, Στέφαν Ούρος Ε΄.[6] Έπειτα από τον θάνατο τόσο του Βουκάσιν όσο και του Ούρος το 1371, ο υιός του Βουκάσιν, Μάρκο Μρνγιάβτσεβιτς, ο οποίος κατείχε τον τίτλο του rex iunior,[7] κατέστη μοναδικός νόμιμος μονάρχης του Σερβικού Βασιλείου, ενώ ο ίδιος έλαβε τον τίτλο του Σέρβου βασιλέα, ωστόσο η ισχύς του τέθηκε υπό αμφισβήτηση από άλλους Σέρβους φεουδάρχες οι οποίοι έθεσαν υπό τον έλεγχό τους άλλες περιοχές, αφήνοντας στον Μάρκο μόνον τις περιοχές εντός του δυτικού ήμισυ της Μακεδονίας του Βαρδάρη, έχοντας ως επίκεντρο την πόλη του Πρίλεπ.[8]

Ο βασιλέας Μάρκο πέτυχε να διατηρήσει υπό την εξουσία του μόνον την περιοχή του Πρίλεπ,[9] ενώ, επίσης, αναγνωρίστηκε ως μονάρχης από ορισμένους φεουδάρχες των γειτονικών περιοχών. Το σύνολο αυτών, συμπεριλαμβανομένου του βασιλέα Μάρκο, υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρο υποτέλειας στους εισβάλλοντες Οθωμανούς Τούρκους. Καθώς κατέστη υποτελής[10] του Τούρκου σουλτάνου, ο Μάρκο Μρνγιάβτσεβιτς υποχρεώθηκε να απαντήσει θετικά στην έκκληση του σουλτάνου, το 1395, και να συμμετάσχει στη Μάχη του Ρόβινε, όπου ο ίδιος σκοτώθηκε.[11][12] Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία προκειμένου να προχωρήσουν στην κατάληψη της περιοχής του Πρίλεπ, ενσωματώνοντας το έδαφός της στο Σαντζάκι της Οχρίδας.

Καθώς ο Μάρκο, ο οποίος αυτοαποκαλούνταν ως Σέρβος βασιλέας, δεν περιόρισε γεωγραφικά τον τίτλο του στο Πρίλεπ ή κάποια άλλη τοπική πόλη ή περιοχή, οι ιστορικοί έχουν προχωρήσει στην χρήση διαφορετικών όρων για τον ορισμό του κρατιδίου του. Στη σερβική ιστοριογραφία, αναφέρεται απλώς ως η Ηγεμονία του Βασιλέα Μάρκο (σερβικά: Област краља Марка‎‎)[13] ή η Κτήση του Βασιλέα Μάρκο (σερβικά: Држава краља Марка‎‎).[14] Εντός άλλων ιστοριογραφιών, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρεται ως Βασίλειο του Πρίλεπ (σλαβομακεδονικά και βουλγαρικά: Прилепско кралство‎‎).

Φωτοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ostrogorsky 1956, σελ. 481.
  2. Gavrilović 2001, σελ. 146.
  3. Ćirković 2004, σελ. 86.
  4. Ćirković 2004, σελ. 63.
  5. Ostrogorsky 1956, σελ. 451.
  6. Ćirković 2004, σελ. 78.
  7. Fine 1994, σελ. 363.
  8. Fine 1994, σελ. 380.
  9. Temperley 1919, σελ. 97-98.
  10. Nicol 1993, σελ. 275.
  11. Ostrogorsky 1956, σελ. 489.
  12. Nicol 1993, σελ. 302.
  13. Благојевић & Медаковић 2000, σελ. 231.
  14. Ђурић 1984, σελ. 16.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]