Εφύρα Θεσπρωτίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά την αρχαία πόλη της Θεσπρωτίας. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Εφύρα.

Η πόλη Εφύρα ή Εφύρη είναι η αρχαιότερη πόλη της Ηπείρου. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στο Νεκρομαντείο Αχέροντα (σε απόσταση 600 μέτρων) στο χωριό Μεσοπόταμο Πρέβεζας.[1][2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Εφύρα χτίστηκε από Θεσπρωτούς τον 14ο – 13o αιώνα π.Χ. και ήταν ήδη σημαντικό εμπορικό κέντρο από τα χρόνια του Ομήρου. Σύμφωνα με την Αρχαία ελληνική μυθολογία ιδρυτής της πόλης θεωρείται ο Πελασγός Έφυρος.[3] Μάλιστα αναφέρεται συχνά στην Οδύσσεια, αλλά και σε άλλους μύθους. Ένα μυκηναϊκό εγχειρίδιο (μαχαίρι) είναι το κυριότερο αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί Κορίνθιοι και Ηλείοι άποικοι, κτίζοντας τις πόλεις Πανδοσία, κλπ. Σήμερα σώζονται τμήματα του εξωτερικού τείχους (τρείς περίβολοι) της Εφύρας και δύο τάφοι παιδικοί της Εποχής του Σιδήρου. Στην Εφύρα υπήρχε το περίφημο Νεκρομαντείο στις όχθες του Αχέροντα ποταμού. Στην περίοδο αυτή των ελληνιστικών χρόνων (330/325 - 168 π.Χ.) ίσως δόθηκε στην πόλη το παλαιό τοπικό όνομα Κίχυρος. Η πόλη καταστράφηκε το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους του Αιμίλιου Παύλου, όπως άλλωστε και άλλες 69 πόλεις της Ηπείρου.[1]

Μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους (το 167 π.Χ.), η Εφύρα ερημώθηκε για ενάμιση περίπου αιώνα.[1] Στην αυτοκρατορική όμως περίοδο ο οικισμός αναβίωσε και μάλιστα με το παλιό (προϊστορικό) του όνομα Κίχυρος (Στραβ. VII, 7,5 : Κίχυρος, η πρότερον Εφύρα). Η αναβίωσή της θα πρέπει κυρίως να συνδεθεί με την επαναλειτουργία του νεκρομαντείου του Αχέροντα, καθώς και με την οργάνωση της επικράτειας (territorium) της ρωμαϊκής αποικίας Φωτικής, από την οποία εξαρτιόταν διοικητικά.[4]

Η Αρχαιολογική Εταιρία έκανε ανασκαφές στο χώρο του Νεκρομαντείου τις περιόδους 1958-1964 και 1976-1977 υπό τον καθηγητή αρχαιολογίας Σωτήριο Δάκαρη ύστερα από παρότρυνση του δάσκαλου Σπύρου Γ. Μουσελίμη[2] ενώ συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια των ετών 2008-2009-2010. Όλα τα κινητά αρχαιολογικά ευρήματα του Νεκρομαντείου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.

Η Εφύρα στην μυθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νεοπτόλεμος είχε σταματήσει στην Κίχυρο όταν γύριζε από την Τροία[5], ενώ ο Οδυσσέας ήρθε και αυτός αργότερα για να πάρει δηλητήριο για τα βέλη του.[6] Ο Θησέας και ο Πειρίθους ήρθαν για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την γυναίκα του Αιδωνέα, του μυθικού βασιλέα των Μολοσσών. Εδώ πρόκειται για την Περσεφόνη και τον Άδη που είχαν βωμό και μαντείο στην Έφυρα.[7]

Περιγραφή

Τα τείχη της Εφύρας καταλαμβάνουν δύο λόφους. Στον ψηλότερο ο πολυγωνικού συστήματος περίβολος αποτελεί πολύ ωραίο δείγμα της οχυρωτικής αρχιτεκτονικής και τεχνικής των προϊστορικών λαών της Ηπείρου. Η πανάρχαια αυτή οχύρωση θυμίζει την Τίρυνθα και τα τείχη της ακρόπολής της. Εξ’ άλλου τα ερείπια τείχους σε έναν λόφο χαμηλότερο και πιο κοντά στο ποτάμι, αν και αυτά χτισμένα κατά τον πολυγωνικό τρόπο, είναι πολύ μεταγενέστερα και μπορούν να χρονολογηθούν στην εποχή που οι Κασσωπαίοι είχαν επικρατήσει και σ' αυτή την περιοχή της Πρέβεζας, είτε πριν είτε μετά την επέκταση έως εδώ της επιρροής των Μακεδόνων. Σε κάποιο σημείο ο περίβολος υψώνεται σε ύψος έως 3 μέτρα. Μια κατωφέρεια, στη ΝΔ πλευρά του τείχους, καταλήγει σε πύλη που είναι μισογκρεμισμένη. Ένας υπόγειος διάδρομος μέσα στην τοιχογυρισμένη ζώνη αρχίζει σχεδόν αμέσως ευθύς από αυτή την πύλη. Είναι σκεπασμένος από επιμήκεις επίπεδους λίθους, που τον γεμίζουν σήμερα έως επάνω. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχαίου οικισμού βρισκόταν έξω από το κάστρο.[1]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. 25. Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος. 1996. σελ. 270 -272. 
  2. 2,0 2,1 «Αρχαιολογικός χώρος Νεκρομαντείου και Εφύρας». Δήμος Πάργας. Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2023. 
  3. Στέφανος ο Βυζάντιος, "Εθνικά", "Εφύρα"
  4. [1] Δ. Κ. Σαμσάρης, Η ρωμαϊκή αποικία της Φωτικής στη Θεσπρωτία της Ηπείρου (Ιστορικογεωγραφική και επιγραφική συμβολή), Γιάννινα 1994, σ. 106-107
  5. (Pind. Nem. 7.37-39)
  6. (Od. 1 .259f)
  7. Pausanias 1.17.4-5, 9.36.3; Plut. Theseus 31.35.