Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η συντομογραφία ΕΣΔΑ ανακατευθύνει εδώ. Βλέπε επίσης Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
Επετειακό γραμματόσημο
Υπογραφή4 Νοεμβρίου 1950
ΤοποθεσίαΡώμη
Σε ισχύ3 Σεπτεμβρίου 1953
Συμβαλλόμενοι46 (όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης)
ΘεματοφύλακαςΓενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης
ΓλώσσεςΑγγλικά και Γαλλικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης.

Η Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, γνωστή και ως Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ),[1] υιοθετήθηκε υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης[2] το 1950 με σκοπό την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.[3] Τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1953.[4] Όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση, και τα νέα μέλη αναμένεται να την επικυρώσουν το ταχύτερο δυνατό.[5]

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ιδρύθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1959, σύμφωνα με το άρθρο 19 της Σύμβασης.[6] Κάθε άτομο, ομάδα ατόμων ή μη κυβερνητική οργάνωση που θεωρεί ότι έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματά της σύμφωνα με τη Σύμβαση από ένα κράτος μέλος και που έχει εξαντλήσει όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προσφύγουν εναντίον άλλων κρατών μελών στο Δικαστήριο, αν και αυτή η δυνατότητα σπάνια χρησιμοποιείται.[7][8] Οι αποφάσεις που διαπιστώνουν παραβιάσεις είναι οριστικές και νομικά δεσμευτικές για τα κράτη μέλη,[3] ενώ το Δικαστήριο έχει επίσης τη δυνατότητα να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση ως αποζημίωση για ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων.[9][7] Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης παρακολουθεί την εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου από τα κράτη μέλη.[10][11]

Η Σύμβαση έχει σημαντική επιρροή στο εσωτερικό δίκαιο των χωρών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης[12] και θεωρείται ευρέως ως η πιο αποτελεσματική διεθνής συνθήκη για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[13][14]

Όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο 11, η Σύμβαση αποτελείται από τρία μέρη. Το μέρος Ι περιλαμβάνει τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, και αποτελείται από τα άρθρα 2 έως 18. Το μέρος II (άρθρα 19 έως 51) συγκροτεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τους κανόνες λειτουργίας του. Το μέρος III περιέχει διάφορες συμπερασματικές διατάξεις.[4]

Πολλά από τα άρθρα του μέρους I διαρθρώνονται σε δύο παραγράφους: το πρώτο ορίζει το θεμελιώδες δικαίωμα ή ελευθερία (όπως το άρθρο 2 παράγραφος 1 – το δικαίωμα στη ζωή), αλλά το δεύτερο περιέχει διαφόρους αποκλεισμούς, εξαιρέσεις ή περιορισμούς στο θεμελιώδες δικαίωμα (όπως το άρθρο 2 παράγραφος 2 – το οποίο εξαιρεί ορισμένες χρήσεις βίας που οδηγεί σε θάνατο).[4]

Άρθρο 1: Σεβασμός των δικαιωμάτων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εισαγωγικό άρθρο 1 υποχρεώνει τους υπογράφοντες να διασφαλίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται σε άλλα άρθρα της Σύμβασης «στο πλαίσιο των αντίστοιχων σφαίρων δικαιοδοσίας τους». Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η «δικαιοδοσία» δεν χρειάζεται να περιορίζεται στη δική τους επικράτεια, αλλά η υποχρέωση διασφάλισης των δικαιωμάτων και ελευθεριών της Σύμβασης εκτείνεται σε ξένο έδαφος στο οποίο το κράτος έχει τον έλεγχο με στρατιωτικά μέσα (Λοϊζίδου κατά Τουρκίας).[15]

Άρθρο 2: Δικαίωμα στη ζωή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 2 προστατεύει το δικαίωμα κάθε ατόμου στη ζωή του. Το δικαίωμα στη ζωή εκτείνεται μόνο στους ανθρώπους, όχι στα ζώα, ή σε «νομικά πρόσωπα» όπως οι εταιρείες.[16] Στην υπόθεση Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ερώτημα εάν το δικαίωμα στη ζωή εκτείνεται σε ανθρώπινο έμβρυο εμπίπτει στο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ενός κράτους.[17] Στην υπόθεση Vo κατά Γαλλίας, το Δικαστήριο αρνήθηκε να επεκτείνει το δικαίωμα στη ζωή σε ένα αγέννητο παιδί, ενώ δήλωσε ότι «δεν είναι ούτε επιθυμητό, ούτε καν δυνατό ως έχουν τα πράγματα, να απαντηθεί αφηρημένα το ερώτημα εάν το αγέννητο παιδί είναι ένα πρόσωπο για τους σκοπούς του άρθρου 2 της Σύμβασης».[18]

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα κράτη έχουν τρία κύρια καθήκοντα σύμφωνα με το άρθρο 2:

  • το καθήκον να απέχει από την παράνομη θανάτωση,
  • το καθήκον διερεύνησης ύποπτων θανάτων και
  • σε ορισμένες περιπτώσεις, το καθήκον για την πρόληψη απώλειας ζωής που μπορεί να αποφευχθεί.

Η πρώτη παράγραφος του άρθρου περιέχει εξαίρεση για νόμιμες εκτελέσεις, αν και αυτή η εξαίρεση έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από τα πρωτόκολλα 6 και 13. Το Πρωτόκολλο 6 απαγορεύει την επιβολή της θανατικής ποινής σε καιρό ειρήνης, ενώ το Πρωτόκολλο 13 επεκτείνει την απαγόρευση σε όλες τις περιστάσεις.[1]

Η δεύτερη παράγραφος ορίζει ότι ο θάνατος που προκύπτει από την υπεράσπιση του εαυτού ή των άλλων, η σύλληψη υπόπτου ή φυγόδικου ή η καταστολή ταραχών ή εξεγέρσεων, δεν θα αντιβαίνει στο άρθρο όταν η χρήση βίας δεν είναι περισσότερο από απολύτως απαραίτητη.[1]

Το άρθρο 3 απαγορεύει τα βασανιστήρια.

Άρθρο 3: Απαγόρευση βασανιστηρίων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 3 απαγορεύει τα βασανιστήρια και την «απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία». Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις ή περιορισμοί σε αυτό το δικαίωμα. Αυτή η διάταξη εφαρμόζεται συνήθως, εκτός από βασανιστήρια, σε περιπτώσεις βαριάς αστυνομικής βίας και κακών συνθηκών κράτησης.

Το Δικαστήριο τονίζει τη θεμελιώδη φύση του άρθρου 3 κρίνοντας ότι η απαγόρευση γίνεται με «απόλυτους όρους... ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του θύματος». Το Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι τα κράτη δεν μπορούν να απελάσουν ή να εκδώσουν άτομα που ενδέχεται να υποβληθούν σε βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, στο κράτος αποδέκτη.[19]

Η πρώτη περίπτωση εξέτασης του άρθρου 3 από το Δικαστήριο ήταν η ελληνική υπόθεση, η οποία δημιούργησε ένα ισχυρό προηγούμενο.[20]

Άρθρο 4: Απαγόρευση δουλείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 4 αν και απαγορεύει τόσο τη δουλεία όσο και την καταναγκαστική εργασία σε απόλυτους αριθμούς, διευκρινίζει ότι η εργασία που συνήθως παρέχουν τα άτομα που στερούνται την ελευθερία τους ή βρίσκονται υπό αναστολή δεν θεωρείται καταναγκαστική, όπως επίσης η εργασία όσων βρίσκονται σε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ή εναλλακτική θητεία για τους αντιρρησίες συνείδησης, σε υπηρεσία έκτακτης ανάγκης και όσοι παρέχουν εργασία που εντάσσεται στα συνήθη αστικά καθήκοντα.

Άρθρο 5: Δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 5 ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια. Η ελευθερία και η ασφάλεια του προσώπου λαμβάνονται ως «σύνθετη» έννοια – η ασφάλεια του ατόμου δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο χωριστής ερμηνείας από το Δικαστήριο.

Το άρθρο 5 προβλέπει το δικαίωμα στην ελευθερία, υπό την προϋπόθεση μόνο νόμιμης σύλληψης ή κράτησης υπό ορισμένες άλλες συνθήκες, όπως η σύλληψη για εύλογη υποψία εγκλήματος ή η φυλάκιση για την εκπλήρωση μιας ποινής. Το άρθρο παρέχει επίσης στους συλληφθέντες το δικαίωμα να ενημερωθούν, σε γλώσσα που κατανοούν, για τους λόγους της σύλληψης και κάθε κατηγορία που αντιμετωπίζουν, το δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε δικαστικές διαδικασίες για τον καθορισμό της νομιμότητας της σύλληψης ή της κράτησης, δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή αποφυλάκιση εν αναμονή της δίκης και δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση σύλληψης ή κράτησης κατά παράβαση του παρόντος άρθρου.

Το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη, που διακηρύσσεται στο άρθρο 6, είναι ένα από τα πλέον επικαλούμενα από τους ενάγοντες.

Άρθρο 6: Δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 6 προβλέπει λεπτομερώς το δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος δημόσιας ακρόασης ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το τεκμήριο αθωότητας και άλλα στοιχειώδη δικαιώματα για όσους κατηγορούνται για ποινικό αδίκημα (επαρκής χρόνος και ευκολίες για προετοιμασία της υπεράσπισής τους, πρόσβαση σε νομική εκπροσώπηση, δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων εναντίον τους ή εξέτασής τους, δικαίωμα δωρεάν βοήθειας διερμηνέα).[21]

Η πλειονότητα των παραβιάσεων της σύμβασης που διαπιστώνει σήμερα το Δικαστήριο είναι οι υπερβολικές καθυστερήσεις, κατά παράβαση της απαίτησης του «εύλογου χρόνου», σε αστικές και ποινικές διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ένα άλλο σημαντικό σύνολο παραβιάσεων αφορά στη «ρήτρα αντιπαράθεσης» του άρθρου 6 (δηλαδή το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων ή εξέτασης κατηγορουμένων). Από την άποψη αυτή, μπορεί να προκύψουν προβλήματα συμμόρφωσης με το άρθρο 6 όταν οι εθνικές νομοθεσίες επιτρέπουν τη χρήση ως αποδεικτικών στοιχείων καταθέσεων απόντων, ανώνυμων και ευάλωτων μαρτύρων.

Άρθρο 7: Μη επιβολή ποινής άνευ νόμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 7 απαγορεύει την αναδρομική ποινικοποίηση πράξεων και παραλείψεων. Κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να τιμωρηθεί για μια πράξη που δεν ήταν ποινικό αδίκημα κατά τη στιγμή της τέλεσής της. Το άρθρο αναφέρει ότι ποινικό αδίκημα είναι ένα αδίκημα βάσει είτε του εθνικού είτε του διεθνούς δικαίου, το οποίο θα επέτρεπε σε ένα μέρος να διώξει κάποιον για έγκλημα που δεν ήταν παράνομο σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο εκείνη την εποχή, εφόσον απαγορευόταν από το διεθνές δίκαιο. Το άρθρο απαγορεύει επίσης την επιβολή βαρύτερης ποινής από αυτή που ίσχυε κατά τη στιγμή της διάπραξης της εγκληματικής πράξης.

Το άρθρο 7 ενσωματώνει τη νομική αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege (κανένα έγκλημα, καμία ποινή άνευ νόμου) στη Σύμβαση.

Άρθρο 8: Σεβασμός στην ιδιωτικότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 8 προβλέπει το δικαίωμα σεβασμού της «ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας του ατόμου», με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών που είναι «σύμφωνοι με το νόμο» και «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία». Αυτό το άρθρο καθιερώνει ξεκάθαρα την προστασία από την παράνομη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου, όπως επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση Liberty and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου (2008).[22]

Μέσω των επιμέρους υποθέσεων που έχει αποφανθεί, το Δικαστήριο εντόπισε ορισμένα τμήματα της ανθρώπινης ζωής που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των δικαιωμάτων που προστατεύονται από το άρθρο 8 (π.χ. διάφορες οικογενειακές σχέσεις, σχέσεις μεταξύ προσώπων επαγγελματικής ή προσωπικής φύσης, η δυνατότητα για να εκφράσει ένα άτομο τη σεξουαλικότητα του ως ομοφυλόφιλος χωρίς φόβο δίωξης ή απόλυσης, τα δικαιώματα των ατόμων που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου, πρόσβαση και χρήση προσωπικών δεδομένων που κατέχουν ορισμένες δημόσιες αρχές, παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών και υποκλοπή αλληλογραφίας κ.λπ.).

Άρθρο 9: Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 9 ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής της θρησκείας ή των πεποιθήσεών του και την ελευθερία έκφρασης, λατρείας, διδασκαλίας, πρακτικής και τήρησης, με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών «που προβλέπονται από το νόμο» και «απαραίτητων σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Άρθρο 10: Ελευθερία έκφρασης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 10 προβλέπει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών που είναι «σύμφωνοι με το νόμο» και «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία». Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης και της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών χωρίς παρέμβαση δημόσιας αρχής, με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών (συμφέροντα εθνικής ασφάλειας, εδαφικής ακεραιότητας ή δημόσιας τάξης, πρόληψη αταξίας ή εγκλήματος, προστασία της υγείας ή της ηθικής, προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων άλλων, αποτροπή αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών ή διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας).

Η διάταξη για «αδειοδότηση ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών και κινηματογραφικών ιδρυμάτων», δηλαδή το δικαίωμα του κράτους να αδειοδοτεί εταιρεία μέσων ενημέρωσης, συμπεριλήφθηκε λόγω του περιορισμένου αριθμού των διαθέσιμων συχνοτήτων και του γεγονότος ότι τότε οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν μονοπώλιο ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Στο σκεπτικό της απόφασης Informationsverein Lentia and Others κατά Αυστρίας (1993), το Δικαστήριο θεωρεί ότι «λόγω της τεχνικής προόδου των τελευταίων δεκαετιών, η αιτιολόγηση αυτών των περιορισμών δεν μπορεί να βρεθεί στον αριθμό των διαθέσιμων συχνοτήτων και καναλιών». Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι τα δημόσια μονοπώλια στα οπτικοακουστικά μέσα αντιβαίνουν στο άρθρο 10, κυρίως επειδή δεν μπορούν να παρέχουν μεγάλο αριθμό πηγών πληροφόρησης.[23][24]

Άρθρο 11: Ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 11 προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σύστασης συνδικαλιστικών οργανώσεων, με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών που είναι «σύμφωνοι με το νόμο» και «απαραίτητοι σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Άρθρο 12: Δικαίωμα σύναψης γάμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Δικαστήριο έχει αρνηθεί μέχρι σήμερα να επεκτείνει το άρθρο 12 στους γάμους ομοφυλόφιλων.

Το άρθρο 12 θεσπίζει το δικαίωμα ανδρών και γυναικών να παντρεύονται και να ιδρύουν οικογένεια, σε ηλικία γάμου και σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο.

Το Δικαστήριο έχει μέχρι στιγμής αρνηθεί να εφαρμόσει τις διατάξεις αυτού του άρθρου στους γάμους ομοφυλόφιλων, θεωρώντας ότι «ο γάμος έχει βαθιά ριζωμένες κοινωνικές και πολιτιστικές χροιές που μπορεί να διαφέρουν πολύ από τη μια κοινωνία στην άλλη». Επιπλέον, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι «δεν πρέπει να βιαστεί να αντικαταστήσει τη δική του κρίση με εκείνη των εθνικών φορέων που είναι σε καλύτερη θέση να αξιολογήσουν και να ανταποκριθούν στις κοινωνικές ανάγκες», δηλαδή ότι τα κράτη πρέπει να έχουν ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης στον τομέα αυτό. Στην υπόθεση Schalk and Kopf κατά Αυστρίας (2010), το Δικαστήριο θεωρεί (αναφερόμενο σε προηγούμενες αποφάσεις) ότι «το άρθρο 12 εγγυάται την παραδοσιακή έννοια του γάμου ως ένωση ανδρών και γυναικών. Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι ορισμένα συμβαλλόμενα κράτη έχουν επεκτείνει τους γάμους σε ομόφυλα ζευγάρια, αλλά υποστηρίζει ότι αυτό αντικατοπτρίζει το δικό τους όραμα για τον ρόλο του γάμου στις κοινωνίες τους και ότι δεν απορρέει από την ερμηνεία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως δηλώνεται από τα κράτη μέλη της Σύμβασης του 1950, αλλά ότι οι ενώσεις ομοφυλόφιλων θα πρέπει να γίνουν κατανοητές εντός του ορισμού της «οικογένειας», και ως μέρος της έννοιας της «οικογενειακής ζωής» που καλύπτεται από τη Σύμβαση, δηλαδή ότι οι ομόφυλες ενώσεις βρίσκονται «σε παρόμοια κατάσταση με τις ετερόφυλες ενώσεις όσον αφορά στις ανάγκες τους για νομική αναγνώριση και προστασία των σχέσεών τους»».[25]

Στην υπόθεση Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου (2002), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο νόμος βάσει του οποίου τα τρανς άτομα δεν μπορούν να αλλάξουν επίσημα το φύλο τους μετά από χειρουργική επέμβαση παραβιάζει το άρθρο 12 επειδή δεν επιτρέπει σε αυτά τα άτομα να παντρευτούν άτομο του αντίθετου φύλου (μετά από χειρουργική επέμβαση). Αυτή η απόφαση ανέτρεψε μια προηγούμενη απόφαση στην υπόθεση Rees κατά Ηνωμένου Βασιλείου (1986).[26]

Άρθρο 13: Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 13 ορίζει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής για παραβίαση των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τη Σύμβαση. Στόχος της διάταξης αυτής είναι η ενίσχυση της δικαστικής προστασίας των ατόμων σε περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Υπό αυτή την έννοια, το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για μια αποτελεσματική πολιτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα.[27]

Άρθρο 14: Απαγόρευση των διακρίσεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 14 δεν είναι ένα ανεξάρτητο δικαίωμα αλλά μια εξαρτημένη διάταξη της οποίας το πεδίο εφαρμογής περιορίζεται σε άλλα δικαιώματα που ορίζονται στη Σύμβαση, και ως εκ τούτου οι αιτούντες πρέπει να αποδείξουν τη διάκριση κατά την απόλαυση ενός συγκεκριμένου δικαιώματος - για παράδειγμα, διάκριση λόγω φύλου (άρθ. 14) κατά την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης (άρθ. 10).

Ο ορισμός του άρθρου είναι ευρύς επειδή απαγορεύει τις διακρίσεις βάσει ενός δυνητικά απεριόριστου αριθμού λόγων. Απαγορεύονται ρητά οι διακρίσεις λόγω «φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γέννησης ή άλλης περίστασης». Αυτή η «άλλη περίσταση» είναι που επιτρέπει στο Δικαστήριο να επεκτείνει την απαγόρευση σε άλλους λόγους που δεν αναφέρονται ρητά, όπως οι διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, οικογενειακής κατάστασης, παρανομίας, επαγγελματικής κατάστασης, στρατιωτικής ιδιότητας και αντίρρησης συνείδησης.

Το πρωτόκολλο 12 επέκτεινε την απαγόρευση των διακρίσεων κατά την απόλαυση οποιουδήποτε δικαιώματος ή προνομίου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των δικαιωμάτων ή προνομίων που δεν αναφέρονται στη Σύμβαση.

Άρθρο 15: Παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 15 επιτρέπει στα υπογράφοντα κράτη να παρεκκλίνουν από ορισμένα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση. Οι επιτρεπόμενες παρεκκλίσεις πρέπει να πληρούν τρεις βασικές προϋποθέσεις: πρέπει να υπάρχει απειλή για την επιβίωση του λαού (πόλεμος ή άλλη κατάσταση έκτακτης ανάγκης), όλα τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να είναι «στο βαθμό που καθορίζονται αυστηρά από τις ανάγκες αυτών των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης» και δεν πρέπει να είναι «ασυμβίβαστες με άλλα συμβαλλόμενα μέρη βάσει του διεθνούς δικαίου». Πέραν αυτών των όρων, έχει θεσπιστεί διαδικασία σύμφωνα με την οποία κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να ενημερώνει τον γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα μέτρα παρέκκλισης, τους λόγους θέσπισης αυτών των μέτρων και τη διακοπή της λειτουργίας τους.

Το Δικαστήριο εφαρμόζει υψηλό βαθμό ελέγχου για να αποφασίσει εάν τα μέτρα παρέκκλισης «καθορίζονται αυστηρά από τις ανάγκες έκτακτων περιστάσεων». Έτσι, στην υπόθεση A. and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου (2009), το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, η οποία υποστήριξε ότι τα μέτρα που έλαβε η βρετανική κυβέρνηση ως απάντηση στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δεν ήταν έγκυρα, αλλά υποστήριξε επίσης ότι τα μέτρα αυτά ήταν δυσανάλογα.[28] Για να είναι έγκυρη μια παρέκκλιση, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης πρέπει: να είναι πραγματική ή επικείμενη, παρόλο που τα κράτη δεν χρειάζεται να περιμένουν την εμφάνιση του κινδύνου,[28] να αφορά ολόκληρο το έθνος, αν και μια απειλή που περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή μπορεί να αντιμετωπίζεται ως απειλητική για τη ζωή των κατοίκων αυτής της περιοχής,[29] να θέτει σε κίνδυνο τη συνέχιση της οργανωμένης ζωής της κοινότητας, και να είναι τόσο εξαιρετική που οι περιορισμοί που επιτρέπει η Σύμβαση είναι σαφώς ανεπαρκείς.[20]

Άρθρο 16: Περιορισμοί στην πολιτική δραστηριότητα των αλλοδαπών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 16 επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν την πολιτική δραστηριότητα των αλλοδαπών. Στην υπόθεση Piermont κατά Γαλλίας (2005), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν μπορούν να θεωρούν τους υπηκόους άλλων κρατών μελών της ΕΕ ως αλλοδαπούς.[30]

Άρθρο 17: Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 17 ορίζει ότι κανένας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση για να επιδιώξει την κατάργηση ή τον περιορισμό των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση. Με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις όπου τα κράτη επιδιώκουν να περιορίσουν ένα ανθρώπινο δικαίωμα στο όνομα ενός άλλου ανθρώπινου δικαιώματος ή όπου τα άτομα βασίζονται σε ένα ανθρώπινο δικαίωμα για να υπονομεύσουν άλλα ανθρώπινα δικαιώματα (για παράδειγμα όταν ένα άτομο απειλεί με θάνατο). Στην υπόθεση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (1957), το Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει την προσφυγή του ΚΚΓ, δηλώνοντας ότι το κομμουνιστικό δόγμα που υποστηρίζει είναι ασυμβίβαστο με τη Σύμβαση, επικαλούμενο τους περιορισμούς των δικαιωμάτων του άρθρου 17 στο βαθμό που αναγκαστικά αποτρέπουν την υπονόμευσή τους από υποστηρικτές ενός ολοκληρωτικού δόγματος.[31]

Άρθρο 18: Όρια στην χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 18 προβλέπει ότι τυχόν περιορισμοί στα δικαιώματα που προβλέπονται στη Σύμβαση μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον σκοπό για τον οποίο παρέχονται. Για παράδειγμα, το άρθρο 5, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, μπορεί να περιοριστεί ρητά προκειμένου να προσαχθεί ένας ύποπτος ενώπιον δικαστηρίου. Επομένως, η χρήση της προφυλάκισης ως μέσο εκφοβισμού ενός ατόμου με ψευδές πρόσχημα αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος (στην ελευθερία) που δεν εξυπηρετεί ρητά προβλεπόμενο σκοπό (να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου) και επομένως είναι αντίθετο με το άρθρο 18.

Χώρες που έχουν επικυρώσει συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα:
  Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Συμβούλιο της Ευρώπης)
  Αμερικανική Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (OAS)
  Αφρικανική Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (OAJ)

Μέχρι τον Ιανουάριο του 2010, δεκαπέντε πρωτόκολλα της Σύμβασης είχαν ανοίξει για υπογραφή. Τα πρωτόκολλα μπορούν να χωριστούν σε δύο κύριες ομάδες: αυτά που τροποποιούν το πλαίσιο του συστήματος της σύμβασης και αυτά που διευρύνουν τα δικαιώματα που μπορούν να προστατευτούν. Τα πρώτα απαιτούν την ομόφωνη επικύρωση από τα κράτη μέλη πριν τεθούν σε ισχύ, ενώ τα δεύτερα θα πρέπει να υπογραφούν από έναν ορισμένο αριθμό κρατών πριν τεθούν σε ισχύ.

Η αποδοχή των πρωτοκόλλων ποικίλλει για κάθε κράτος μέλος, αν και είναι κατανοητό ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμμετέχουν σε όσο το δυνατόν περισσότερα πρωτόκολλα.

Το πρωτόκολλο 6 απαγορεύει την θανατική ποινή με εξαίρεση σε καιρό πολέμου.[32]

Πριν από την έναρξη της ισχύος του πρωτοκόλλου 11, δεν παρεχόταν η δυνατότητα στον πολίτη να έχει άμεση πρόσβαση στο Δικαστήριο· θα έπρεπε να κάνουν αίτηση στην Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία εφόσον κατέληγε στο ότι ήταν καλά θεμελιωμένη η υπόθεση, θα έφερνε την υπόθεση στο Δικαστήριο εκ μέρους του ατόμου. Επιπλέον, όταν επικυρωνόταν η Σύμβαση, τα κράτη μπορούσαν να επιλέξουν να μην αποδεχτούν κάποιες από τις προτάσεις που παρείχαν τη δυνατότητα στον πολίτη άμεσης πρόσβασης στην Επιτροπή, και κατά συνέπεια μειωνόταν η δυνατότητα δικονομικής προστασίας του πολίτη. Το πρωτόκολλο 11 κατάργησε την Επιτροπή, αύξησε το μέγεθος του Δικαστηρίου (παρέχοντάς του λειτουργίες και εξουσίες οι οποίες ανήκαν προηγουμένως στην Επιτροπή), και επέτρεψε στους πολίτες να φέρουν τις υποθέσεις τους σε αυτό απευθείας. Με την επικύρωση του πρωτοκόλλου 11, όλα τα κράτη μέλη αποδέχτηκαν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να αποφαίνεται για υποθέσεις πολιτών εναντίον τους.

Σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7 και 8 του 15ου πρωτοκόλλου, το πρωτόκολλο αυτό, μετά την επικύρωσή του στις 21 Απριλίου 2021, ισχύει από 1ης Αυγούστου 2021. Η τετράμηνη προθεσμία προσφυγής (άρθρα 4 του Πρωτοκόλλου και 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) ισχύει όμως από 1ης Φεβρουαρίου 2022, όπως ειδικότερα ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου.

Το 16ο πρωτόκολλο, το λεγόμενο «Protocole du dialogue», προβλέπει τη δυνατότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προς το ΕΔΔΑ από ανώτατο Δικαστήριο κράτους μέλους της ΕΣΔΑ σχετικά με ζητήματα ερμηνείας ή εφαρμογής των διατάξεων της ΕΣΔΑ ή των Πρωτοκόλλων της. Το 16ο πρωτόκολλο παρέχει την ευκαιρία στα ανώτατα εθνικά Δικαστήρια να επηρεάσουν την εξέλιξη της νομολογίας του ΕΔΔΑ με την υποβολή κατάλληλων ερωτημάτων αλλά συγχρόνως ενισχύει και τα «συνταγματικά» χαρακτηριστικά του ΕΔΔΑ, το οποίο ολοένα και περισσότερο αποκτά τη φυσιογνωμία «Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαστηρίου».[33]

Πρωτόκολλο Περιεχόμενο
1 Εισάγεται η προστασία της ιδιοκτησίας, το δικαίωμα στην εκπαίδευση και το δικαίωμα ελεύθερων εκλογών με μυστική ψηφοφορία.[34]
2 Εισάγεται η δυνατότητα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να έχει δικαιοδοσία να δίνει συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις.[35]
3 Τροποποίηση των άρθρων 29, 30 και 34 της Σύμβασης.[36]
4 Θεσπίζεται η απαγόρευση στέρησης της ελευθερίας των οφειλετών, δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και επιλογής κατοικίας, απαγόρευση απέλασης πολιτών και απαγόρευση ομαδικής απέλασης αλλοδαπών.[37]
5 Τροποποίηση των άρθρων 22 και 40 της Σύμβασης.[38]
6 Κατάργηση της θανατικής ποινής (εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων).[39]
7 Εισάγονται τα ακόλουθα: δικαίωμα σε δικονομικές εγγυήσεις για την απέλαση αλλοδαπών, δικαίωμα προσφυγής σε ποινικές υποθέσεις σε ανώτερο δικαστήριο, δικαίωμα αποζημίωσης για παράνομες αποφάσεις, δικαίωμα μη επανάληψης δικαστικών διαδικασιών δύο φορές για το ίδιο θέμα (ne bis in idem), ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των συζύγων.[40]
8 Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα έχει τη δυνατότητα να συγκροτήσει τμήματα, το καθένα αποτελούμενο από τουλάχιστον επτά μέλη για να εξετάσει μεμονωμένες αναφορές που μπορούν να εξεταστούν βάσει πάγιας νομολογίας ή που δεν εγείρουν σοβαρά ζητήματα που να επηρεάζουν την ερμηνεία ή εφαρμογή της Σύμβασης.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να συγκροτεί επιτροπές, η καθεμία αποτελούμενη από τουλάχιστον τρία μέλη, με την εξουσία, η οποία μπορεί να ασκηθεί με ομόφωνη ψηφοφορία, να κηρύξει απαράδεκτη ή να διαγράψει από τον κατάλογο των υποθέσεων της μια αναφορά, όταν μια τέτοια απόφαση μπορεί να λαμβάνεται χωρίς περαιτέρω εξέταση.

Αυτές οι διατάξεις δεν ισχύουν για αγωγές που υποβάλλονται από κράτη.[41]

9 Ο προσφεύγων δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο υπό ορισμένες συνθήκες (εν αναμονή της έγκρισης του παρόντος πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο ανέλαβε τις υποθέσεις μόνο κατόπιν πρότασης της Επιτροπής ή του κράτους).[42]
10 Βελτίωση των διαδικασιών παρακολούθησης της Σύμβασης (από την έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου 11, το παρόν πρωτόκολλο έχει χάσει τον σκοπό του).[43]
11 Το πρωτόκολλο 11 αντικαθιστά τα πρωτόκολλα 2, 3, 5, 8, 9 και 10 και το οποίπ παρουσίασε μια θεμελιώδη αλλαγή στον μηχανισμό της Σύμβασης.

Το πρωτόκολλο 11 στοχεύει στον εξορθολογισμό του μηχανισμού επιβολής των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυάται η Σύμβαση. Όλες οι εικαζόμενες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των προσώπων παραπέμπονται απευθείας στο νέο μόνιμο Δικαστήριο, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καταργήθηκε. Στην πλειονότητα των υποθέσεων, το Δικαστήριο συνεδριάζει σε τμήματα επτά δικαστών. Το Δικαστήριο ασχολείται με ατομικές και διακρατικές προσφυγές.

Προδήλως αβάσιμες υποθέσεις μπορούν να κηρυχθούν απαράδεκτες με ομόφωνη ψηφοφορία επιτροπής τριών δικαστών. Εάν το Δικαστήριο κηρύξει την αίτηση παραδεκτή, θα συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης, μαζί με τους εκπροσώπους των διαδίκων και, εάν χρειαστεί, θα προβεί σε έρευνα. Θα υπάρχει επίσης η δυνατότητα φιλικού συμβιβασμού.

Εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, οποιοδήποτε μέρος στην υπόθεση μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις (σοβαρά ζητήματα που επηρεάζουν την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης ή των πρωτοκόλλων της, ή σοβαρά ζητήματα γενικής σημασίας), να ζητήσει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο τμήμα ευρείας σύνθεσης. Εάν το αίτημα γίνει δεκτό, η προκύπτουσα απόφαση του τμήματος αυτού θα είναι τελεσίδικη.

Η Επιτροπή Υπουργών δεν είναι πλέον εξουσιοδοτημένη να ασχολείται με την ουσία των υποθέσεων, αν και διατηρεί τον σημαντικό ρόλο της να διασφαλίζει ότι οι κυβερνήσεις συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου.[44]

12 Το πρωτόκολλο 12 προβλέπει μια γενική απαγόρευση των διακρίσεων. Το πρωτόκολλο εγγυάται ότι κανένας δεν θα υφίσταται διακρίσεις για οποιοδήποτε λόγο από οποιαδήποτε δημόσια αρχή.[45]
13 Απόλυτη απαγόρευση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν σε περιόδους πολέμου και επικείμενης απειλής πολέμου. Δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση.[46]
14 Το πρωτόκολλο 14 εγκρίθηκε για να μειωθεί η επιβάρυνση του Δικαστηρίου και συνεπώς να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά του, και εισάγει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες σημαντικές αλλαγές:[47]
  • καθιερώνεται μονός δικαστής (άρθρο 26 - το Δικαστήριο εξετάζει τις υποθέσεις που του υποβάλλονται ως μονός δικαστής, σε επιτροπές τριών δικαστών, σε τμήματα επτά δικαστών και σε τμήματα ευρείας σύνθεσης δεκαεπτά δικαστών).
  • αυξάνεται η εξουσία τριμελούς επιτροπής (άρθρο 28)
  • εισάγεται νέο κριτήριο για το παραδεκτό των υποθέσεων (άρθρο 35, παρ. 3)
  • αλλάζει η θητεία των δικαστών σε ενιαία θητεία εννέα ετών και επιτρέπεται η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Σύμβαση.
14 bis «Μεταβατικό» πρωτόκολλο, που καταργήθηκε με την έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου 14.[48]
15 Στόχος είναι η περαιτέρω αύξηση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής διαδικασίας: εισάγονται η αρχή της επικουρικότητας και το δόγμα της ελεύθερης αξιολόγησης, οι υποψήφιοι δικαστές δεν πρέπει να είναι άνω των 65 ετών την ημέρα που η Κοινοβουλευτική Συνέλευση υποβάλλει αίτημα με τον κατάλογο των τριών υποψηφίων, η προθεσμία για την κατάθεση υποθέσεων στο Δικαστήριο μειώνεται από έξι μήνες σε τέσσερις μήνες, καταργείται το δικαίωμα των διαδίκων να αντιτάσσονται στη μεταφορά της δικαιοδοσίας της υπόθεσης στο τμήμα ευρείας σύνθεσης.[49]

Προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος είναι η επικύρωση από όλα τα μέρη της Σύμβασης.

16 Επιτρέπεται στα ανώτατα δικαστήρια ενός συμβαλλόμενου μέρους (κράτους) να ζητούν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να παρέχει συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις για θέματα αρχής που σχετίζονται με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που ορίζονται στη Σύμβαση ή στα πρωτόκολλά της.[50]

Προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος είναι η επικύρωση από δέκα μέρη της Σύμβασης.

  1. 1,0 1,1 1,2 «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  2. Το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν πρέπει να συγχέεται με το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συμμετέχει στη Σύμβαση και δεν παίζει κανέναν ρόλο στη διοίκηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
  3. 3,0 3,1 «European Convention on Human Rights | Summary, History, & Facts | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  4. 4,0 4,1 4,2 «Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθερικών, όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτοκόλλα Νο. 11 και Ν. 14» (PDF). refworld.org. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  5. «Honouring of commitments entered into by member states when joining the Council of Europe». web.archive.org. 10 Ιανουαρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  6. «The Court in brief» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  7. 7,0 7,1 «European Court of Human Rights | History, Headquarters, & Facts | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  8. «Applicants Greek». www.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  9. «Το ΕΔΔΑ σε 50 ερωτήσεις» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  10. «About the Committee of Ministers». Committee of Ministers (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  11. «Presentation of the Department». Department for the Execution of Judgmentsof the European Court of Human Rights (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  12. «The European Convention on Human Rights, the EU and the UK: Confronting a Heresy: A Reply to Andrew Williams». academic.oup.com. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  13. «European Convention on Human Rights Guide for the Civil & Public Service» (PDF). ihrec.ie. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  14. «Consensus, Coherence and the European Convention on Human Rights». scholarship.law.duke.edu. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  15. «HUDOC - European Court of Human Rights». hudoc.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  16. Korff, Douwe. «The right to life: A guide to the implementation of Article 2 of the European Convention on Human Rights». rm.coe.int. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  17. «HUDOC - European Court of Human Rights». hudoc.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. 
  18. «VO v. FRANCE». web.archive.org. 10 Αυγούστου 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  19. «European Court of Human Rights Chahal v. The United Kingdom». web.archive.org. 13 Μαΐου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  20. 20,0 20,1 Dickson, Brice (2010). The European Convention on Human Rights and the Conflict in Northern Ireland. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-957138-3. 
  21. «PROTECTING THE RIGHT TO A FAIR TRIAL UNDER THE EUROPEAN CONVENTION ON HUMAN RIGHTS: A handbook for legal practitioners». rm.coe.int. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  22. ECHR. «HUDOC - European Court of Human Rights». hudoc.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  23. Refugees, United Nations High Commissioner for. «Refworld | Freedom of expression: A guide to the implementation of Article 10 of the European Convention on Human Rights». Refworld (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  24. ECHR. «HUDOC - European Court of Human Rights». hudoc.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  25. «HUDOC - European Court of Human Rights». hudoc.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  26. «HUDOC - European Court of Human Rights». hudoc.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  27. «EFFECTIVE REMEDIES AS A FUNDAMENTAL RIGHT» (PDF). ejtn.eu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 23 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  28. 28,0 28,1 «HUDOC - European Court of Human Rights». hudoc.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  29. «HUDOC - European Court of Human Rights». hudoc.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  30. «HUDOC - European Court of Human Rights». hudoc.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  31. Rainey, Bernadette· Wicks, Elizabeth (2014). Jacobs, White and Ovey: The European Convention on Human Rights. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-965508-3. 
  32. Πρωτόκολλο 6 της Σύμβασης.
  33. Σαρμάς, Ι· Κοντιάδης, Ξ . Ανθόπουλος, Χ (2021). ΕΣΔΑ Κατ’ άρθρο ερμηνεία. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα. σελ. V. ISBN 978-960-648-340-0. 
  34. «Details of Treaty No.009». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  35. «Details of Treaty No.044». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  36. «Details of Treaty No.045». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  37. «Details of Treaty No.046». coe.int. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  38. «Details of Treaty No.055». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  39. «Details of Treaty No.114». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  40. «Details of Treaty No.117». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  41. «Details of Treaty No.118». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  42. «Details of Treaty No.140». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  43. «Details of Treaty No.146». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  44. «Details of Treaty No.155». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  45. «Details of Treaty No.177». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  46. «Details of Treaty No.187». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  47. «Details of Treaty No.194». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  48. «Details of Treaty No.204». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  49. «Details of Treaty No.213». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  50. «Details of Treaty No.214». Treaty Office (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]