Ερκολάνο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά την αρχαία πόλη. Για την σύγχρονη πόλη, δείτε: Ερκολάνο (σύγχρονη πόλη).
Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Αρχαιολογικοί χώροι Πομπηίας, Ερκουλάνεουμ και Τόρρε Αννουντσιάτα
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Τμήμα της ρωμαϊκής οδού Κάρντο V [1]

Χάρτης
Χώρα μέλος Ιταλία
ΤύποςΠολιτιστικό
Κριτήριαiii, iv, v
Ταυτότητα829
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1997 (21η συνεδρίαση)


Το Αρχαίο Ερκολάνο ή Ερκουλάνεουμ (ιταλικά: Ercolano antica‎‎, λατινικά: Herculaneum‎‎) ή Αρχαίο Ηράκλειο, που αποδίδεται και με την ονομασία αρχαία Ηράκλεια, ήταν μια πόλη στην περιοχή της Καμπανίας, μεταξύ της Νάπολης και της Πομπηΐας, στην τοποθεσία του σημερινού Ερκολάνο.

Η πόλη ήταν μικρή, με εκτιμώμενη έκταση είκοσι εκταρίων και ο πληθυσμός ανερχόταν σε 4.000-5.000 κατοίκους.

Η καταστροφική έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. κατέκλυσε την αρχαία πόλη, που τότε ήταν ρωμαϊκή αποικία, καθώς και τις αρχαίες πόλεις Πομπηΐα, Οπλοντίδα και Σταβίες αλλά και αρκετούς άλλους οικισμούς.

Οι πρώτες επίσημες ανασκαφές στο αρχαίο Ηράκλειο ξεκίνησαν τον 18ο αιώνα από τον Οίκο των Βουρβόνων-Δύο Σικελιών, που βασίλεψαν στη Νάπολη. Αποκαλύφθηκαν πολυάριθμα ευρήματα, όπως το πολεοδομικό σχέδιο της αρχαίας πόλης, μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, πολυτελείς επαύλεις, έργα τέχνης, μικροαντικείμενα, καθημερινά αντικείμενα, πλήθος απανθρακωμένων παπύρων.

Μέχρι σήμερα, λιγότερο από το ένα τέταρτο της αρχαίας πόλης έχει ανασκαφεί και η πλειονότητα των μνημείων καλύπτεται από τη σύγχρονη πόλη.

Ο χώρος των αρχαιολογικών ανασκαφών στο Ερκολάνο (scavi archeologici di Ercolano) από το 1997 περιλαμβάνεται, μαζί με τους αρχαιολογικούς χώρους στην Πομπηία και την Τόρρε Αννουντσιάτα, στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς που καταρτίστηκε από την ΟΥΝΕΣΚΟ.[2][3]

Η Καταστροφή της Πομπηίας και του Ερκουλάνεουμ, Τζον Μάρτιν, περ. 1821, Πινακοθήκη Τέιτ.

Σύντομη ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύγχρονο Ερκολάνο το 1908 (Resina, Ρεζίνα), ο εντοπισμένος χώρος της αρχαίας πόλης (Herculaneum), δηλώνεται με πορτοκαλί χρώμα, και οι λάβες του Βεζούβιου (γκρι επιφάνεια). Η αρχαία πόλη καλύπτεται, κυρίως, από διαδοχικά στρώματα τόφφου, με την τοπική ονομασία «παππαμόντε» (pappamonte), πάχους δεκάδων μέτρων, που χρονολογείται, τουλάχιστον σε μεγάλο βάθος, από την ηφαιστειακή έκρηξη του 79 μ.Χ. Στον μεγάλο όγκο του παππαμόντε αποτέθηκε, κυρίως από την έκρηξη του 1631, ένα διαδοχικό στρώμα λάβας, σε μια σχετικά μικρή περιοχή. Η αρχαία ακτογραμμή (με πράσινο χρώμα) έχει τροποποιηθεί λόγω της μεγάλης υποχώρησης της ακτής.[4] Οι φυσικές καταστροφές που έπληξαν την αρχαία πόλη αλλοίωσαν το γήινο ανάγλυφό της και άλλαξε δραστικά η μορφολογία της.

Η αρχή της πόλης συνδέεται με τον μυθικό ήρωα Ηρακλή. Σύμφωνα με τον μύθο, ίδρυσε την πόλη του Ηρακλείου όταν επέστρεφε από την Ιβηρική χερσόνησο, το 1243 π.Χ.

Πιθανώς όμως ιδρύθηκε από τους Όσκους τον 12ο αιώνα π.Χ, ή τους Ετρούσκους μεταξύ του 10ου και 8ου αιώνα π.Χ. Στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ, περί το 479 π.Χ, ήταν Ελληνική αποικία, όμως εν συνεχεία κατακτήθηκε διαδοχικά από τους Σαμνίτες και τους Ρωμαίους. Από το 89 π.Χ. και μετά, η πόλη σταδιακά μετατράπηκε σε παραθαλάσσιο θέρετρο για την (νέα) αριστοκρατία της Ρώμης.

Αν και τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα είναι δύσκολο να διακριθούν, εντοπίζονται τα ονόματα ορισμένων λαών και φυλών που εγκαταστάθηκαν στην τοποθεσία του αρχαίου Ηρακλείου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν έρθει στο φως έως σήμερα, δεν δίνουν την εικόνα της αρχαιότερης περιόδου.

Το 62 ή 63 μ.Χ. ο σεισμός που έπληξε την αρχαία πόλη του Ηρακλείου προξένησε μεγάλες καταστροφές στην πόλη. Η σεισμική δραστηριότητα που ακολούθησε, προξένησε και άλλες ζημιές στα κτίρια που είχαν μείνει όρθια.[5]

Και ενώ τα έργα αποκατάστασης ήταν ακόμη σε εξέλιξη, διακόπηκαν από την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. Η πόλη καλύφθηκε από πυκνά στρώματα ηφαιστειακών υλικών. Επιζώντες από το αρχαίο Ηράκλειο, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, κατέφυγαν στην αρχαία πόλη της Νεάπολης, όπου κατοίκησαν στη συνοικία «των Hρακλήνων» (Regio Herculanensis).[6]

Σχεδόν αμέσως μετά την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ, πιθανότατα άρχισαν οι επείγουσες επιδιορθώσεις των δρόμων, στην κατεστραμμένη περιοχή της Καμπανίας, αλλά μάλλον δεν ολοκληρώθηκαν μέχρι τη βασιλεία του Αδριανού (117-138). Το οδικό δίκτυο που συνέδεε τις αρχαίες πόλεις Νουκερία (Nuceria) και Σταβία (Stabiae) με τη Νεάπολη ξαναχτίστηκε, και αποκαταστάθηκε ο αυτοκινητόδρομος από τη Νεάπολη προς τη Νουκερία. Αυτά όμως χρονολογούνται μεταξύ 120 και 121 μ.Χ., όπως συνάγεται από τις αναγραφόμενες επιγραφές δύο μιλιοδεικτών τιμητικούς του αυτοκράτορα Αδριανού.[7][8]

Θεωρείται πιθανό ότι η τοποθεσία του αρχαίου Ηρακλείου κατοικήθηκε και πάλι από τον 2ο αιώνα και μετά. Ο εντοπισμός ορισμένων τάφων και νεκροθηκών, όπως δύο μαρμάρινων σαρκοφάγων του 2ου και 4ου αιώνα,[9][10][11] υποδηλώνουν την παρουσία νεκρόπολης. Ωστόσο, αν οργανώθηκε εκεί κάποιος οικισμός πιθανώς καταχώθηκε το 472 μ.Χ. κατά την έκρηξη του Βεζούβιου.[12]

Με την πάροδο του χρόνου χάθηκαν πληροφορίες και μαρτυρίες της ιστορίας της αρχαίας πόλης του Ηρακλείου. Οι μεγάλες φυσικές καταστροφές που έπληξαν την πόλη είχαν ως αποτέλεσμα να αλλάξει δραστικά η μορφολογία της.

Ίδρυση της Ρεζίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, πιθανότατα τον 10ο αιώνα, επάνω στην αρχαία τοποθεσία ιδρύεται ο οικισμός της Ρεζίνα. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ιστορικά αρχεία που να καλύπτουν την περίοδο μεταξύ της κατάρρευσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του έτους 1000.

Η ετυμολογία του ονόματος είναι αμφιλεγόμενη. Μερικοί μελετητές το αποδίδουν σε παραφθορά του Ρεκτίνα (Rectina), το όνομα της Ρωμαίας ευγενούς από το αρχαίο Ηράκλειο που ήταν εγκάρδια φίλη του Πλίνιου του Πρεσβύτερου. Σύμφωνα με άλλες μελέτες, μπορεί να προέρχεται από μια λατινική λέξη (raetincula) που σημαίνει δίχτυα ψαρέματος, λόγω της ενασχόλησης των κατοίκων με το ψάρεμα. Πιθανώς επίσης να προέρχεται από τη λέξη ρητίνη, λόγω των δέντρων που καλλιεργούνταν στην αρχαία λάβα, ή από το όνομα του ποταμού που κυλούσε δίπλα στην πόλη. Τέλος κάποιοι προτείνουν ότι το όνομα είναι αναγραμματισμός της λέξης σειρήνα, διότι η σειρήνα ήταν το σύμβολο του χωριού και της πόλης της Ρεζίνας μέχρι το 1969.

Αρχεία από τον 11ο αιώνα υποδεικνύουν την παρουσία ενός παρεκκλησίου αφιερωμένου στην Παναγία σε έναν λόφο που ονομάζεται Πουγκλιάνο (Pugliano).

Ανασκαφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με βάση τα έως σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα, οι μεγάλες φυσικές καταστροφές που έπληξαν την αρχαία πόλη Ηράκλειο είχαν ως αποτέλεσμα να αλλάξει δραστικά η μορφολογία της. Με την πάροδο του χρόνου χάθηκαν ιστορικές πηγές της αρχαιότητας, καθώς και πληροφορίες και μαρτυρίες της πρωιμότερης ιστορίας της.

Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή τοποθετούνται στον 14ο αιώνα, όταν, σποραδικά μέσα στα χρόνια, διανοίχθηκαν σήραγγες στο Ερκολάνο (τότε Ρεζίνα) για την ανάκτηση μαρμάρων και δομικών υλικών. Η τοποθεσία της αρχαίας πόλης προσδιορίζεται τον 15ο αιώνα, από τους αρχαιοδίφες της περιόδου της Αναγέννησης.

Από τα μέσα του 16ου αιώνα παρατηρείται η συστηματική συλλογή αρχαιοτήτων από την περιοχή του Βεζούβιου. Σε πολλές περιπτώσεις η ανεύρεσή τους ήταν τυχαία, όπως στην ανόρυξη πηγαδιών. Τα αρχαία αντικείμενα δεν εκτιμήθηκαν αποκλειστικά για την αρχαιολογική ή και την αισθητική αξία τους αλλά αποτέλεσαν ένδειξη κύρους και ισχύος. Πολλές αρχαιότητες επίσης χρησιμοποιήθηκαν ως δομικά υλικά, εντοιχίστηκαν ή ενσωματώθηκαν στις νέες κατασκευές (κατοικίες, ναούς κ.λπ.).

Οι πρώτες επίσημες ανασκαφές στο Ερκολάνο, ξεκίνησαν το 1738 υπό την αιγίδα του βασιλιά της Νεαπόλεως Καρόλου Γ΄, υπό τη διεύθυνση του στρατιωτικού μηχανικού Ρόκο Τζοακίνο ντε Αλκουμπιέρε (Roque Joaquín de Alcubierre). Η έρευνα αποσκοπούσε πρωτίστως στον εντοπισμό αγαλμάτων και πολύτιμων αντικειμένων, για τον εμπλουτισμό της βασιλικής συλλογής αρχαιοτήτων.[13]

Η ανασκαφική τεχνική που χρησιμοποιήθηκε είναι συγκρίσιμη με την υπόγεια εξόρυξη σε ορυχεία. Συνοπτικά, κατασκευάστηκαν κάθετα φρέατα, για τη μετακίνηση των εργατών και τη μεταφορά των ευρημάτων. Στη στάθμη εδάφους της αρχαίας θέσης, διανοίχθηκαν σήραγγες, κατά μέσο όρο, πλάτους 80-100 εκατοστών και ύψους κάτω των 2 μέτρων.[14] Οι χώροι που ερευνώνταν στη συνέχεια επιχωματώνονταν, κυρίως με υλικά από την εκσκαφή των νέων σηράγγων.

Η ανασκαφή αυτή προχώρησε χωρίς ακριβές σχέδιο, αργά, χειρωνακτικά, στο αχνό φως ενός φαναριού. Οι εργάτες ανασκαφών που χρησιμοποίησαν οι Βουρβόνοι, γνωστοί ως «καβαμόντι» (cavamonti, δηλαδή εργαλεία εξόρυξης βουνού), δούλευαν σε εξαιρετικά ανθυγιεινές συνθήκες και επικίνδυνες καταστάσεις: ανεπαρκής αερισμός και εξαερισμός, αναθυμιάσεις αερίων, συνεχής κίνδυνος καταρρεύσεων.

Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών τα ευρήματα αποσπώνταν από την αρχαιολογική θέση, τα επιδαπέδια ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες αποκολλώνταν. Τα ιδιαίτερης αξίας τέχνεργα προσωρινά στεγάζονταν στο Μουσείο του Ερκολάνο (Museum Herculanense, Ηρακλεωτικό Μουσείο) και στη βασιλική κατοικία στο Πόρτιτσι (Portici). Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό Μουσείο των Βουρβόνων (σημερινό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης), που εγκαινιάστηκε το 1816.

Η απόφαση να πραγματοποιηθούν υπαίθριες ανασκαφές ελήφθη το 1828, οι οποίες απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία τον 20ο αιώνα, όπου σημειώθηκαν σημαντικές ανακαλύψεις. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται, ο μεγάλος αριθμός σκελετών που βρέθηκε στις στοές της αρχαίας παραλίας για τον ελλιμενισμό των καϊκιών, όπου κατέφυγε ένα μέρος του πληθυσμού για να σωθεί, και η ανακάλυψη της Βίλας των Παπύρων. Αυτό το εξαιρετικό αρχαιολογικό υλικό παρείξε σημαντική γνώση για τον ρωμαϊκό πολιτισμό τον 1ο αιώνα, αλλά και άγνωστα μέχρι τότε λογοτεχνικά έργα στους παπύρους της βίλας.

Αν και η φήμη του αρχαίου Ηρακλείου επισκιάζεται από αυτή της Πομπηίας, προσφέρει ωστόσο πολύ υποβλητικά ερείπια σε μια συγκεντρωμένη περιοχή, καθώς και μια σημαντική μαρτυρία για την αρχιτεκτονική και τα καθημερινά αντικείμενα. Από όλες τις πόλεις που θάφτηκαν από την ηφαιστειακή έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., είναι η καλύτερα διατηρημένη.

Σημειώσεις και Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στον ρωμαϊκό πολεοδομικό σχεδιασμό υπήρχε ένα πρότυπο με το οποίο κατασκευάζονταν οι δρόμοι. Υπήρχαν δύο κεντρικοί κάθετοι οδοί, η Κάρντο Μάξιμους (cardo maximus) με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο και η Ντεκουμάνους Μάξιμους (decumanus maximus) με κατεύθυνση από Ανατολή προς Δύση.
  2. «Archaeological Areas of Pompei, Herculaneum and Torre Annunziata». UNESCO World Heritage Centre (στα Αγγλικά). 
  3. «Cenni su Ercolano». web.archive.org (στα Ιταλικά). Soprintendenza Speciale per i Beni Archeologici di Pompei, Ercolano e Stabia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2015. 
  4. Waldstein & Shoobridge (1908), σσ. 56–60 και 97–124
  5. Waldstein & Shoobridge (1908), σσ. 63-64 και 97-124· Smith (1854), σ. 1053· D'Arteau (1863), σσ. 190-191.
  6. Barker (1908), σ. 14· Ruggiero (1879), σελίδες 104–112 (e-book: σσ. 119-126)· Waldstein & Shoobridge (1908), σ. 125· «NAPOLI - Enciclopedia dell' Arte Medievale». Τreccani (στα Ιταλικά). 
  7. «AD 119 – Hadrian visits Campania to aid the towns by gifts and benefactions». followinghadrian.com. 18 Ιουλίου 2019. «Road Nuceria-Stabiae». 
  8. «Sant'Antonio Abate, dai lavori spunta un tratto dell'antica strada che collegava Nuceria e Stabia». Made in Pompei (στα Ιταλικά). 13 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2022. 
  9. Αυτές βρίσκονται σήμερα στο παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας (Sant'Antonio da Padova), στην παπική βασιλική της Σάντα Μαρία στο Πουλιάνο (Basilica di Santa Maria a Pugliano).
  10. Uccella, Annalaura. «La basilica di Santa Maria di Pugliano e i suoi sarcofagi antichi». www.storico.org (στα Ιταλικά). 
  11. «S. Maria a Pugliano». www.comune.ercolano.na.it (στα Ιταλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2022. 
  12. Waldstein & Shoobridge (1908), σ. 126
  13. Η πρώτη επίσημη παρουσίαση των τεχνέργων από την αρχαιολογική έρευνα στην αρχαία Ηράκλεια, που ανέλαβαν οι Βουρβόνοι τον 18ο αιώνα, σημειώθηκε το 1746 με τη δημοσίευση ενενήντα χαλκογραφιών, υπό τον τίτλο Disegni intagliati in rame di pitture antiche ritrovate nelle scavazioni di Resina (κατά λέξη: Απεικονίσεις χαραγμένες στον χαλκό των αρχαίων ζωγραφικών πινάκων που επαναβρέθηκαν στις ανασκάψεις της Ρεζίνα). Ωστόσο, στο βιβλίο συμπεριλαμβάνονται αρχαία αγαλμάτια, ανάγλυφα και λαμπτήρες. Το 1752 εκδόθηκε ένα πεντάτομο έργο με εκτενείς αφηγήσεις για τον Ηρακλή, τον ήρωα της μυθολογίας και ιδρυτή της πόλης, με τίτλο Prodromo delle antichità d’Ercolano (Πρόδρομος των Αρχαιοτήτων Ηρακλείου). Το 1754/1755 πραγματοποιήθηκε η συνοπτική κειμενική περιγραφή των αποκαλυφθέντων αρχαίων μνημείων, με τίτλο Catalogo degli antichi monumenti dissotterrati dalla discoperta città di Ercolano (κατά λέξη: Κατάλογος των αρχαίων μνημείων που ξεθάφτηκαν από την ανακαλυφθείσα πόλη του Ηρακλείου). Το 1755 ιδρύθηκε η βασιλική Ακαδημία Αρχαιολογίας του Ηρακλείου (Regale Accademia Ercolanese di Archeologia). Από το 1757 ώς το 1792, η ακαδημία εξέδωσε μία οκτάτομη σειρά με αρχαία ευρήματα, οργανωμένα σε ομάδες με βάση το είδος τους, που τιτλοφορείται Le Antichità di Ercolano esposte (Οι εκθέσιμες Αρχαιότητες του Ηρακλείου). Παρά τον τίτλο του έργου, συμπεριλαμβάνονται αρχαία ευρήματα από όλες τις περιοχές που βρίσκονται γύρω από τον Βεζούβιο. Αυτές περιλαμβάνουν την Πομπηία, το Γκρανιάνο (Gragnano) τη Σταβία (Stabiae) και το Πόρτιτσι (Portici). Η έκδοση αποτελείται από πέντε τόμους με αρχαίους ζωγραφικούς πίνακες, δύο τόμους αφιερωμένους στα μπρούντζινα ευρήματα: ο ένας με προτομές και ο άλλος με αγάλματα, και έναν τόμο αφιερωμένο στα λυχνάρια/λυχνίες, φανάρια/λυχνοστάτες και κηροπήγια. Οι τόμοι της πρώτης έκδοσης δεν κυκλοφόρησαν μέσω του εμπορίου βιβλίων αλλά διανεμήθηκαν ως δώρα σε διακεκριμένα μέλη της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Ωστόσο, λόγω του διεθνούς ενδιαφέροντος σύντομα κυκλοφόρησαν και άλλες εκδόσεις, βασισμένες σε εκ νέου χαραγμένους πίνακες.
  14. «Ercolano, dagli scavi borbonici alle ultime scoperte». Culturaitalia (στα Ιταλικά). 6 Νοεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2022. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]