Πρωτοσύγκελλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Προσθ., μόνο σε αγάμους
μ To "Πρωτοσύγγελος" μετακινήθηκε στο "Πρωτοσύγκελος"
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 22:30, 14 Φεβρουαρίου 2008

Πρωτοσύγγελος είναι τίτλος (οφφίκιο) εκκλησιαστικού αξιώματος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που ανάγεται στον 8ο αιώνα.

Η λέξη σημαίνει τον Πρώτο των Συγγέλων, των "ομοδιαίτων" της επισκοπής, των σημερινών δηλαδή γραμματέων μίας Επισκοπής - Μητρόπολης. Διοικητικά ο Πρωτοσύγγελος αποτελεί ιεραρχικά τον πρώτο βοηθό του Αρχιεπισκόπου ή Μητροπολίτη και είναι ο δεύτερος τη τάξη μετά εκείνου αξιωματούχος της Μητρόπολης. Ο Πρωτοσύγγελος αντικαθιστά τον Μητροπολίτη όταν αυτός απουσιάζει ή κωλύεται σε διοικητικές υποθέσεις ή εκκλησιαστικές τελετές.

Ο τίτλος αυτός δίδεται σε άγαμους κληρικούς που φέρουν το αξίωμα (Οφίκκιο) του Αρχιμανδρίτη και συνήθως σε πτυχιούχους Πανεπιστημίου ή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

  • Ιδιαίτερης σημασίας είναι το οφφίκιο του Μεγάλου Πρωτοσύγγελου του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εκπροσωπεί σε κάθε περίπτωση τον Πατριάρχη και που διευθύνει το κλήρο της Αρχιεπισκοπής.

Βιβλιογραφία

Εκκλησιαστικό Κανονικό Δίκαιο