Κολέγιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 4: Γραμμή 4:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
Στην [[αρχαία Ρώμη]] το ''collegium'' ήταν λέσχη ή εταιρεία, μια ομάδα ανθρώπων με κοινό σύστημα κανόνων (''con-'' = "μαζί" + ''leg-'' = "νόμος" ή ''lego'' = "επιλέγω" ή "διαβάζω"). Επίσης ''κοινωνία αρχής'', ''συναρχία'', ''σύστημα''<ref>{{cite encyclopedia|last=Κουμανούδης|first=Στέφανος|title=collegium|encyclopedia=Λεξικόν Λατιονελληνικόν: μετά συνωνύμων και αντιθέτων της Λατινικής|publisher=Γρηγόρης|location=Αθήνα|year=1972|pages=137}}</ref>.
==Etymology==
Στην [[αρχαία Ρώμη]] το ''collegium'' ήταν λέσχη ή εταιρεία, μια ομάδα ανθρώπων με κοινό σύστημα κανόνων (''con-'' = "μαζί" + ''leg-'' = "νόμος" ή ''lego'' = "επιλέγω" ή "διαβάζω").


==Σημειώσεις παραπομπές==
==Σημειώσεις παραπομπές==

Έκδοση από την 23:40, 13 Μαΐου 2016

Το Κολέγιο ή Κολλέγιο (Λατινικά: Collegium) είναι εκπαιδευτικό ίδρυμα ή συστατικό τμήμα εκπαιδευτικού ιδρύματος. Το κολέγιο μπορεί να είναι ένα τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα που χορηγεί τίτλο σπουδών, τμήμα πανεπιστημίου που αποτελείται από σύνολο κολεγίων, ή ίδρυμα που προσφέρει επαγγελματική εκπαίδευση.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιταλία, το κολέγιο είναι τυπικά τμήμα πανεπιστημίου, αλλά γενικά οι όροι «κολέγιο» και «πανεπιστήμιο» χρησιμοποιούνται εναλλακτικά[1], ενώ στην Ωκεανία και τη Νότια Ασία, το κολέγιο κολέγιο αναφέρεται πιθανώς σε ίδρυμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή λύκειο, σε κολέγιο περαιτέρω επιμόρφωσης, σε εμπορικό εκπαιδευτικό οργανισμό, ή συστατικό τμήμα πανεπιστημίου.

Ετυμολογία

Στην αρχαία Ρώμη το collegium ήταν λέσχη ή εταιρεία, μια ομάδα ανθρώπων με κοινό σύστημα κανόνων (con- = "μαζί" + leg- = "νόμος" ή lego = "επιλέγω" ή "διαβάζω"). Επίσης κοινωνία αρχής, συναρχία, σύστημα[2].

Σημειώσεις παραπομπές

  1. college noun (EDUCATION) - definition in British English Dictionary & Thesaurus - Cambridge Dictionary Online
  2. Κουμανούδης, Στέφανος (1972). «collegium». Λεξικόν Λατιονελληνικόν: μετά συνωνύμων και αντιθέτων της Λατινικής. Αθήνα: Γρηγόρης, σσ. 137.