Δρόμος του τσαγιού και των αλόγων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μονοπάτι του αρχαίου δρόμου του τσαγιού στο κεντρικό Θιβέτ.

Ο Αρχαίος Δρόμος του Τσαγιού και των Αλόγων (κινέζικα: 茶马古道 - Chama gudao, Θιβετιανά: Gyalam) είναι ένα δίκτυο από μονοπάτια που ένωνε τις παραγωγές επαρχίες τσαγιού της Κίνας με το Θιβέτ. Αποτελεί, στην πλήρη του έκταση (με συνδέσεις σε αυτόν και διαδρομών προς άλλες περιοχές της νότιας Ασίας), μέρος του νοτιοδυτικού κομματιού του Δρόμου του μεταξιού. Το εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών αφορούσε την ανταλλαγή πλακών μαύρου τσαγιού, που η κατανάλωσή του ήταν μεγάλη στα μοναστήρια του Θιβέτ, με αλάτι αλλά και ντόπια άλογα του Θιβέτ, απαραίτητα στον στρατό της Κίνας, που είχε να αντιμετωπίσει τις επεκτατικές βλέψεις των Μογγόλων.

Η δημιουργία του δρόμου θεωρείται πως έγινε την εποχή της δυναστείας Τανγκ (7ος αιώνας). Ξεκινούσε από δύο διαφορετικές περιοχές της Κίνας. Η βόρεια περιοχή βρισκόταν στην επαρχία Σετσουάν, δυτικά από τα όρη Ντάσουε, μια περιοχή που διασχίζουν παραπόταμοι του Γιανγκτσέ. Η νοτιότερη βρισκόταν στην επαρχία Γιουνάν, στις φυτείες του ποταμού Μεκόνγκ, νότια των βουνών Χενγκτουάν, τα οποία διέσχιζαν τα μονοπάτια από το Γιουνάν για να φτάσουν στην περιοχή του οροπεδίου Τσινγκχάι. Κεντρικές πόλεις του εμπορίου ήταν η Γιαάν στην επαρχία Σετσουάν, η Καντίν, από την οποία ξεκινούσαν δύο κύριες διαδρομές προς το Θιβέτ, η βόρεια και η νότια, και η Λάσα στο Θιβέτ. Από την Γιαάν ως την Καντίν η διαδρομή γινόταν με αχθοφόρους, ενώ από την Καντίν και μετά χρησιμοποιούνταν υποζύγια. Σημαντικές πόλεις στην περιοχή του Γιουνάν ήταν η πόλεις Κουνμίν και το Σιμάο, από την οποία περνούσαν και οι δρόμοι προς το Βιετνάμ και το Λάος.

Εκτός από το τσάι, τα εμπορεύματα από την Κίνα περιελάμβαναν μεταξωτά, κεραμικά και μεταλλικά αντικείμενα. Το Θιβέτ εκτός από άλογα και αλάτι εμπορεύονταν επίσης κτηνοτροφικά προϊόντα. Η ανταλλαγή τσαγιού με άλογα, πάντως, ήταν η σημαντικότερη εμπορική συναλλαγή τα χρόνια της δυναστείας των Μινγκ μέχρι τα μέσα της δυναστείας των Κινγκ (18ο αιώνα).

Μετά την άνοδο του Μάο στην εξουσία, κατασκευάστηκαν αυτοκινητόδρομοι, που έδωσαν τέλος στον παραδοσιακό τρόπο μεταφοράς των προϊόντων.

Διαδρομές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δρόμος του τσαγιού και των αλόγων

Το δίκτυο του Δρόμου του Τσαγιού και των Αλόγων μπορεί να χωριστεί σε δύο κύρια κομμάτια, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται σε μικρότερες διαδρομές. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο από αυτά ήταν το κομμάτι μεταξύ της επαρχίας Γιουνάν και του Θιβέτ. Το δεύτερο είναι το κομμάτι μεταξύ της επαρχίας Σετσουάν και Θιβέτ. Ένα τρίτο κομμάτι, μικρότερης σημασίας από τα άλλα δύο, είναι αυτό που ένωνε την επαρχία Τσινγκάι με το Θιβέτ. Μέσα στο Θιβέτ υπήρχαν επίσης διάφορες διαδρομές από τις οποίες περνούσαν τα καραβάνια για να εξασφαλίσουν το τσάι στα διάφορα μοναστήρια. Τέλος, διάφορες άλλες διαδρομές για την μεταφορά του τσαγιού υπήρχαν και προς άλλες γειτονικές χώρες, που συνδέονταν στό νότιο τμήμα της διαδρομής Γιουνάν-Θιβέτ, όπως η Βιρμανία (σημερινή Μιανμάρ), το Λάος, το Βιετνάμ και την Ινδία.

Γιουνάν – Θιβέτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πιο μεγάλη διαδρομή από τις οποίες γινόταν η μεταφορά του τσαγιού ξεκινούσε από την επαρχία Γιουνάν, στην νοτιοανατολική πλευρά του Θιβέτ. Δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της δυναστείας των Τανγκ.[1] Από το Γιουνάν προέρχεται και η ποικιλία μαύρου τσαγιού Πουέρ, το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στα μοναστήρια του Θιβέτ. Η διαδρομή αυτή μπορεί να χωριστεί σε πολλές μικρότερες διαδρομές, που ακολουθούσαν τον ρου των ποταμών Μεκόνγκ και Σαλγουίν, με κατεύθυνση προς το Θιβέτ, μέσα από τα όρη Χενγκντουάν.

Η περιοχή του Φαραγγιού του Πηδήματος της Τίγρης

Από το νότιο τμήμα της διαδρομής αυτής ξεκινούσαν επίσης και οι δρόμοι που μετέφεραν τσάι στις άλλες γειτονικές χώρες. Αυτές μπορούν να χωριστούν σε τρία επιμέρους κομμάτια: α) την διαδρομή από το Γιουνάν προς την Ινδία και την Βιρμανία (σύνδεση με αυτή την διαδρομή υπήρχε και από την επαρχία Σετσουάν, μέσω της πόλης Κουνμίν), β) τη διαδρομή από Γιουνάν προς Βιετνάμ και γ) την διαδρομή προς Λάος, Ταϊλάνδη και Καμπότζη.[2]

Κεντρική πόλη όλων σχεδόν των μικρότερων διαδρομών ήταν η πόλη Πουέρ στην Σισουανγκμπάνα. Σημαντική πόλη στην ίδια περιοχή ήταν επίσης το Σιμάο, όπου περνούσαν τα καραβάνια προς τον Νότο.[3]

Βορειότερα σημαντικός σταθμός ήταν η πόλη Νταλί, η οποία την περίοδο πριν την έλευση της Δυναστείας Γιουάν ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου βασιλείου. Η πόλη συνδεόταν με δρόμο με το Κουνμίν (και μέσω αυτού με την επαρχία Σετσουάν και την υπόλοιπη Κίνα) και δυτικά προς το Τενγκτσόνγκ (που συνέχιζε για τον δρόμο προς την Βιρμανία και την Ινδία).[3]

Προς το βορρά (με κατεύθυνση το Θιβέτ) ο δρόμος συνέχιζε από το Ντάλι προς την εμπορική πόλη Τσιανχουάν και στη συνέχεια προς την παλιά πόλη Λιγιάνγκ, ένα σημαντικό κέντρο διάφορων τοπικών πολιτισμών.[3] Καθώς ο κύριος δρόμος προχωρούσε βόρεια, διέσχιζε τον ρου του ποταμού Γιανγκτσέ και έμπαινε σε μερικά απότομα μονοπάτια, όπως στο Φαράγγι Χουτιάο Σια (Hutiao Xia) ("Tiger Leaping Gorge" - το πήδημα της Τίγρης) όπου υπήρχε μια στενή διαδρομή 14 χιλιομέτρων πάνω από γκρεμούς 2.000 μέτρων, φτάνοντας στην σημερινή πόλη Σάνγκρι-λα (παλαιότερα Ζονγκντιάν) και την μικρή κωμόπολη Ντεκίν.[3] Από εκεί η διαδρομή συνέχιζε προς την πόλη του Θιβέτ Μαρμάκ. Στην τελευταία τα καραβάνια από το Γιουνάν συναντούσαν αυτά από το Σετσουάν και συνέχιζαν τη διαδρομή τους προς τη Λάσα.[3]

Μια δεύτερη διαδρομή προς το Θιβέτ ακολουθούσε παράλληλα τον ποταμό Σαλγουίν.

Ένα μεγάλο μέρος αυτής της διαδρομής από το Γιουνάν προς το Θιβέτ, σήμερα, καλύπτεται από τον αυτοκινητόδρομο 214.[3]

Σετσουάν - Θιβέτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αχθοφόροι μεταφέρουν τσάι στην περιοχή του Σετσουάν. (1908)

Η δεύτερη κύρια διαδρομή είναι αυτή μεταξύ Σετσουάν – Θιβέτ. Η διαδρομή αυτή δημιουργήθηκε την περίοδο της δυναστείας των Μινγκ, και σύντομα απέκτησε μεγάλη σημασία στο εμπόριο του τσαγιού. Πριν από αυτή το εμπόριο από την επαρχία Σετσουάν εξυπηρετούταν από τον δρόμο Τάνγκμπο (βλ. Τσινγκάι - Θιβέτ) . Το Σετσουάν, άλλωστε, είχε όπως και το Γιουνάν μεγάλη παράδοση στην παραγωγή τσαγιού, ήδη από την εποχή των Χαν, ενώ είναι η περιοχή όπου παράγεται η ποικιλία Γιατσά. Η διαδρομή χωρίζεται σε μικρότερα κομμάτια, αλλά λιγότερα σε σχέση με αυτή από το Γιουνάν προς το Θιβέτ.

Σύμφωνα με έρευνες, η διαδρομή αυτή είναι περίπου 2350 χιλιόμετρα μακριά, με πενήντα έξι ενδιάμεσα στάδια. Έχει πενήντα ένα διαβάσεις ποταμών, με δεκαπέντε γέφυρες από σχοινί, δέκα σιδερένιες γέφυρες και περνά μέσα από εβδομήντα οκτώ υψώματα με πάνω από 3000 μέτρα ύψος.[4] Όλα αυτά την καθιστούν από τις πιο δύσκολες διαδρομές στον κόσμο.

Στο πρώτο μέρος της διαδρομής, οι μεταφορές γίνονταν με αχθοφόρους. Σημείο έναρξης ήταν η πόλη Γιάαν. Από εκεί αχθοφόροι μετέφεραν το τσάι μέχρι την πόλη Καντίν, όπου στην συνέχεια αναλάμβαναν την μεταφορά καραβάνια με υποζύγια. Η διαδρομή από Γιαάν μέχρι Καντίν χωρίζεται σε 2 δρόμους, τον «Μεγάλο Δρόμο του Τσαγιού» (νότια) και τον «Μικρό Δρόμο του Τσαγιού» (βόρεια).[1] Οι δύο αυτοί δρόμοι ενώνονταν λίγο πριν την Καντίν, στην πόλη Λουντίνγκ και συνέχιζαν για λίγα χιλιόμετρα ακόμα μέχρι την πρώτη.

Από την Καντίν ξεκινούν δύο νέες μεγάλες διαδρομές, η βόρεια και η νότια.[1] Για την δημιουργία των δύο αυτών δρόμων, ευθύνεται σε ένα βαθμό και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο Σετσουάν και την Γιουνάν για την επικράτηση στο εμπόριο του τσαγιού. Στην νότια διαδρομή συναντώνται και οι διάφοροι δρόμοι της διαδρομής από την Γιουνάν.

Σημαντικά κέντρα της νότιας διαδρομής ήταν η Γιατζιάνγκ, η Λιτάνγκ, η Μπατάνγκ, το Μαρκάμ, η Τζιάνγκα και η Ντραγκγιάμπ. Σημαντικές πόλεις της βόρειας διαδρομής ήταν η Κιαννίνγκ, η Νταοφού, το Λουχουό, η Γκαρζέ και η Ντεγκέ. Σύνδεση των δύο αυτών δρόμων υπήρχε στην πόλη Τσαμντό. Οι δρόμοι συνέχιζαν δυτικά προς την Λάσα, ακλουθώντας διάφορες διαδρομές. Από αυτές, η πρόσβαση σε μια κεντρική διαδρομή μέσα από τα όρη Νιεντσέν Τάνγκλα, η οποία θεωρείται και η πιο επικίνδυνη, είναι σήμερα απαγορευμένη για τους ταξιδιώτες.[5] Το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων καλύπτεται από τον αυτοκινητόδρομο 318.[6]

Από την Λάσα νέοι δρόμοι συνέχιζαν προς την Ινδία, καθιστώντας την ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο.[4][7]

Τσινγκάι - Θιβέτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια τρίτη διαδρομή υπήρχε μεταξύ του Θιβέτ και της επαρχίας Τσινγκάι, η οποία βρίσκεται βόρεια του πρώτου. Η διαδρομή αυτή είναι παλαιότερη των άλλων δύο και προϋπήρχε του εμπορίου. Είναι γνωστή με το όνομα «Αρχαίος δρόμος Τάνγκμπο» και σύμφωνα με την παράδοση ήταν η διαδρομή που ακολούθησε η πριγκίπισσα Γουέντσενγκ, της δυναστείας Τανγκ, προς το Θιβέτ, για τους γάμους της με τον βασιλιά του Θιβέτ Σόνγκτσεν Γκάμπο.[8] Ένα μεγάλο μέρος κατασκευών και βελτιώσεων στον δρόμο αυτό δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή, αν και ο δρόμος θεωρείται πως ξεκίνησε την περίοδο των Χαν.[8] Αρχικά επρόκειτο για μια διαδρομή με πολιτική κυρίως σημασία, καθώς ένωνε την κεντρική Κίνα με το Θιβέτ, αλλά μετά την έναρξη του εμπορίου τσαγιού μετατράπηκε σε εμπορικό δρόμο, ενώ κατά μήκος του δημιουργήθηκαν πολλοί σταθμοί. Τις περιόδους των Τανγκ και Σονγκ ήταν κύριος δρόμος για την μεταφορά των αγαθών από το Θιβέτ προς την Κεντρική Κίνα.[1]

Ο δρόμος αυτός ξεκινά από τη Λάσα και μέσα από το οροπέδιο Τσινγκάι-Θιβέτ και το δυτικό Σετσουάν προχωρά βόρεια προς την κεντρική Κίνα.

Σήμερα οι μεταφορές εξυπηρετούνται από τον αυτοκινητόδρομο 317 (Σετσουάν-Θιβέτ), ενώ το 1984 ολοκληρώθηκε και η σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει την επαρχία Τσινγκάι με το Θιβέτ, η γραμμή Τσινγκζάνγκ.

Ιστορία του Δρόμου του Τσαγιού και των Αλόγων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιστορία του Δρόμου του Τσαγιού και των Αλόγων έχει τις ρίζες της στην εποχή της Δυναστείας των Τανγκ, όταν ξεκίνησαν και οι πρώτες συναλλαγές τσαγιού με το Θιβέτ. Οι πρώτες οργανωμένες προσπάθειες για την δημιουργία και την ανάπτυξη ενός σταθερού εμπορικού δικτύου έγιναν, όμως, επί της Δυναστείας των Σονγκ. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε και η αυξημένη ζήτηση της Κίνας για άλογα του Θιβέτ, καθώς είχε να αντιμετωπίσει τις επεκτατικές βλέψεις των Μογγόλων. Ο Δρόμος συνέχισε την ανάπτυξή του, με την μορφή των καραβανιών, μέχρι και την εποχή που στη Κίνα εγκαταστάθηκε η Δημοκρατία. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του γνώρισε κατά την περίοδο της Δυναστείας των Μινγκ. Η σημασία του δρόμου στο εμπόριο ανάμεσα σε όλες αυτές της περιοχές φαίνεται και από τα προσωνύμιά του, ως «Ο δρόμος του μεταξιού της νοτιοδυτικής Κίνας» ή «νοτιοδυτικός δρόμος του μεταξιού».

Οι πρώτες συναλλαγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαρακτηριστικό της ανάδειξης του τσαγιού την περίοδο των Τανγκ σε ένα δημοφιλές ρόφημα, υπήρξε και η συγγραφή των πρώτων μονογραφιών γύρω από το τσάι (γνωστές ως Κλασικά του Τσαγιού). Το πρώτο από αυτά τα συγγράμματα είναι το έργο του Λου Γου, (Chájīng - 茶經, 760-780μΧ)

Οι πρώτες συναλλαγές τσαγιού ανάμεσα στην Κίνα και το Θιβέτ τοποθετούνται την περίοδο της Δυναστείας Τανγκ (618-907), κατά την οποία το εμπόριο στην Κίνα γνώριζε μεγάλη άνθηση. Μάλιστα, την περίοδο εκείνη, ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώριζε και ο Δρόμος του Μεταξιού, μετά την επανέναρξη των συναλλαγών μεταξιού με τη Δύση το 639[Σημ. 1], ενώ στην περιοχή της Κίνας είχαν εγκατασταθεί πολλοί ξένοι έμποροι. Παρά την αύξηση, η Κίνα πια δεν είχε πια το μονοπώλιο στο εμπόριο του μεταξιού όπως τα παλαιότερα χρόνια καθώς ήδη, από την εποχή του Ιουστινιανού του Μέγα, η τέχνη του μεταξιού είχε περάσει στην Δύση (περίπου την ίδια περίοδο έγινε γνωστή και στον Αραβικό κόσμο), ενώ και ανατολικά της Κίνας είχε γίνει ήδη γνωστός ο τρόπος παραγωγής του (περίπου 200 χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι στη Δύση). Έτσι, η αυλή των Τανγκ είδε θετικά την νέα αυτή εμπορική δραστηριότητα με το Θιβέτ.

Οι Τανγκ ανακάλυψαν πως μπορούσαν να επιτύχουν περισσότερα κέρδη αν έλεγχαν την παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων, εισπράττοντας έμμεσα φόρους μέσω των εμπόρων που διέθεταν αυτά τα προϊόντα, ακόμα και από περιοχές στις οποίες η κεντρική εξουσία είχε μικρότερο έλεγχο. Η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε αρχικά στο εμπόριο αλατιού, με την αρμόδια επιτροπή που χορηγούσε άδειες για το εμπόριο του να αποκτά τεράστια δύναμη, αλλά σύντομα επεκτάθηκε και σε άλλα προϊόντα, ανάμεσά τους και το τσάι. Επιπρόσθετα, μετά την εξέγερση του Αν Λουσάν (755-763), οι Τανγκ σταμάτησαν την ασφυκτική επιτήρηση της λειτουργίας των αγορών στις μακρινές πόλεις, με συνέπεια να δοθεί μεγαλύτερη ώθηση στο εμπόριο. Ιδιαίτερα στον γεωργικό νότο, ένα κύμα εσωτερικής μετανάστευσης από τον βορρά οδήγησε σε μια νέα οικονομική ευημερία της περιοχής.[9]

Ο Σονγκτσέν Γκάμπο με τις συζύγους του Γουεντσένγκ και Μπρικούτι.

Σύμφωνα με την παράδοση, το εμπόριο τσαγιού με το Θιβέτ ξεκίνησε όταν η πριγκίπισσα Γουεντσένγκ, ανιψιά του αυτοκράτορα Ταϊζόνγκ των Τανγκ, παντρεύτηκε το 641 τον Θιβετιανό βασιλιά Σονγκτσέν Γκάμπο, τον 33ο βασιλιά της Δυναστείας Γιαρλούνγκ του Θιβέτ και ιδρυτή της Θιβετιανής Αυτοκρατορίας, ως μέρος της συμφωνίας για ειρήνη μεταξύ των δύο περιοχών.[10] Η Γουεντσένγκ, εξάλλου, μαζί με την άλλη σύζυγο του Σονγκτσέν Γκάμπο, την πριγκίπισσα του Νεπάλ Μπρικούτι, θεωρούνται πως ήταν οι πρώτες που έφεραν την θρησκεία του Βουδισμού στο Θιβέτ[11], αν και μερικοί υποστηρίζουν πως δεν υπάρχουν θιβετιανές πηγές που να επιβεβαιώνουν πως η Γουεντσένγκ έφερε μαζί την κουλτούρα της Κίνας στο Θιβέτ.[12] Την περίοδο των Τανγκ το τσάι άρχισε να διαδίδεται ανάμεσα στην αριστοκρατία του Θιβέτ.[Σημ. 2][4][13] Ο Γκάμπο παράλληλα είχε ξεκινήσει διπλωματικές σχέσεις με τις φυλές στο Γιουνάν, που αργότερα αποτέλεσαν το βασίλειο του Νανζχάο.[Σημ. 3] Σύμφωνα με το βιβλίο της εποχής των Τανγκ «Μανσού» [Σημ. 4] του Φαν Τσουό (樊綽), οι κάτοικοι της περιοχής εκεί χρησιμοποιούσαν ήδη το τσάι, οπότε είναι πιθανόν να υπήρχαν ήδη συναλλαγές με τσάι πριν την έλευση της πριγκίπισσας Γουεντσένγκ.[13][4]

Την περίοδο αυτή ο δρόμος ήταν γνωστός με την ονομασία «Δρόμος Τσαγιού – Αλόγων», στα Κινέζικα «Τσαμαντάο». Αργότερα προστέθηκε ο προσδιορισμός «Αρχαίος» (γκου-), μετατρέποντας έτσι το όνομα σε «Τσαμά γκουντάο».[13]

Ο Δρόμος κατά την περίοδο των δυναστειών Σονγκ και Γιουάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η απόκτηση αλόγων από την ενδότερη Ασία με αντάλλαγμα κινεζικό τσάι ήταν πρόταση και του κινέζου οικονομολόγου Ουάνγκ Ανσί (1021 – 1086), πού έζησε την περίοδο της Δυναστείας Σονγκ (960 - 1279), και που είχε συνειδητοποιήσει πως η Κίνα δεν είχε την δυνατότητα να παράγει ικανά άλογα για τους στρατιωτικούς της σκοπούς.[14] Η κατάσταση στα βόρεια σύνορα της Κίνας, η οποία είχε χάσει κάθε έλεγχο της περιοχής[Σημ. 5] κάνοντας το εμπόριο εκεί αδύνατο, οδήγησε τους Σονγκ στο να στρέψουν την προσοχή τους στην νοτιοδυτική περιοχή της Κίνας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν οι πρώτες προσπάθειες οργανωμένης ανάπτυξης του εμπορικού Δρόμου του Τσαγιού και των Αλόγων.

Παρά τα προβλήματα, όπως και η δυναστεία των Τανγκ, οι Σονγκ κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ισχυρή και ιδιαίτερα πρωτοποριακή για την εποχή οικονομία. Μεταξύ πολλών άλλων δραστηριοτήτων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν και στη γεωργία. Η παραγωγή τσαγιού αυξήθηκε και τριπλασιάστηκε σε σχέση με την περίοδο των Τανγκ, με τις φυτείες να είναι μοιρασμένες σε 66 νομούς και 244 επαρχίες.[15] Παράλληλα, η ζήτηση τσαγιού από το Θιβέτ είχε αυξηθεί, καθώς είχε πια γίνει ένα κύριο συστατικό του καθημερινού διαιτολογίου των Θιβετιανών. Υπολογίζεται πως την περίοδο εκείνη η ετήσια ποσότητα αλόγων που πωλούνταν από το Θιβέτ ξεπερνούσε τα 20.000 ενώ η ποσότητα τσαγιού μόνο από το Σετσουάν προς το Θιβέτ ξεπερνούσε τα 15.000.000 κιλά.[4] Για την προστασία των εμπορικών καραβανιών από τις επιδρομές τοπικών φυλών ξεκίνησαν την δημιουργία φυλακίων, ενώ εγκατέστησαν και μια υπηρεσία (Τσανασί - Υπηρεσία Τσαγιού και Αλόγων) γύρω στο 1074, για τον έλεγχο του εμπορίου.[4]

Ανάλογη σημασία έδωσαν και οι ηγέτες της Δυναστείας Γιουάν. Την περίοδο αυτή τον έλεγχο του εμπορίου ανέλαβε το Σιφαντσατιτσουσί (Xifanchatijusi), ένα νέο γραφείο επιφορτισμένο για το εμπόριο τσαγιού με άλογα.[4] Ξεκίνησαν τότε εργασίες βελτίωσης των δρόμων και δημιουργήθηκαν νέοι εμπορικοί σταθμοί.

Αν και τα πρώτα χρόνια το εμπόριο γινόταν μεταξύ των κυβερνήσεων των δύο κρατών, σιγά-σιγά άρχισε να περνά στα χέρια ιδιωτών. Την μεγαλύτερή του ανάπτυξη πάντως γνώρισε την περίοδο που στην εξουσία της Κίνας βρισκόταν η Δυναστεία των Μινγκ.

Το εμπόριο την εποχή της Δυναστείας Μινγκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Μινγκ είδαν πως θα μπορούσαν να επωφεληθούν και πολιτικά από την όλη κατάσταση, αυξάνοντας την εξουσία τους στο Θιβέτ, ελέγχοντας τον Δρόμο. Για τον σκοπό αυτό αποφάσισαν να συνεχίσουν τα έργα ανάπτυξής του που είχαν ξεκινήσει από τους Γιουάν. Λίγο μετά την επίσκεψη του Ντεσίν Σέκπα, ο αυτοκράτορας Γιόνγκλε διέταξε την δημιουργία ενός δρόμου με ενδιάμεσους εμπορικούς σταθμούς[Σημ. 6] στον άνω ρου των ποταμών Γιανγκτσέ και Μεκόνγκ, με σκοπό την διευκόλυνση των συναλλαγών με το Θιβέτ σε τσάι, άλογα και αλάτι.[16] Ο εμπορική αυτή διαδρομή διέσχιζε κατά μήκος το Σετσουάν (Ανατολικά του Θιβέτ) ενώ περνούσε μέσα από την επαρχία Σάνγκρι-Λα στο Γιουνάν (Νοτιοανατολικά του Θιβέτ).[16] Οι Ουάνγκ και Νγιμά ισχυρίζονται ότι αυτού του είδους το εμπόριο – καθώς χορηγούσαν επίσημες άδειες σε Θιβετιανούς απεσταλμένους και θιβετιανούς εμπόρους για την συναλλαγή τους με Κινέζους Εμπόρους του Χάνου- «ενίσχυσε την εξουσία της αυλής των Μινγκ πάνω στο Θιβέτ».[17]

Η δυναστεία Μινγκ επέβαλε ένα μονοπώλιο στην παραγωγή τσαγιού και επιδίωξε να ρυθμίσει τις συναλλαγές μέσω αγορών υπό κρατική εποπτεία. Η όλη της προσπάθεια κατέρρευσε το 1449 εξαιτίας στρατιωτικών αποτυχιών και πιέσεων, οικολογικών και εμπορικών, από τις περιοχές που παρήγαγαν το τσάι. Ο Φαν Πραγκ αναφέρει πως εγκαθιδρύθηκαν από τους Μινγκ διπλωματικές αντιπροσωπίες στο Θιβέτ σε μια προσπάθεια από την πλευρά της αυτοκρατορικής αυλής να εξασφαλίσει άμεσα τα απαραίτητα άλογα.[18] Αντίθετα, οι Ουάνγκ και Νγίμα θεωρούν πως αυτές δεν λειτουργούσαν ως διπλωματικές αντιπροσωπίες, ότι οι περιοχές του Θιβέτ κυβερνούνταν από τους Μινγκ από την εποχή που Θιβετιανοί ηγέτες είχαν λάβει θέσεις ως αξιωματούχοι των Μινγκ, πως τα άλογα συλλέγονταν σαν ένα είδος φόρου υποτέλειας και για τον λόγο αυτό είχε την μορφή «μιας επιχείρησης εσωτερικών υποθέσεων, και όχι εξωτερικής διπλωματίας».[19] Οι Μινγκ αγόραζαν άλογα από την περιοχή Χαμ, την ώρα που μάχονταν με Θιβετιανές φυλές στο Amdo ενώ υποδέχονταν Θιβετιανούς απεσταλμένους στην πρωτεύουσα Ναντζίνγκ.[20] Οι αποστολές Θιβετιανών Λάμα (υψηλόβαθμων ιεροδιδασκάλων) στην αυλή των Μινγκ είχαν σαν σκοπό την προώθηση του εμπορίου μεταξύ αυτών και των Κινέζων εμπόρων και υπαλλήλων.[21] Ενώ οι Μινγκ προωθούσαν μια πολιτική πιο ελεύθερου εμπορίου με το Θιβέτ και προσπαθούσαν να περιορίσουν τον αριθμό των ακολούθων, το Θιβέτ από την μεριά του προσπαθούσε να διατηρηθεί μια πιο κλειστή εμπορική σχέση με την χρήση αδειών, καθώς η αυτοκρατορική προστασία προσέδιδε σε αυτούς πλούτο και εξουσία.[22] Ο Λερντ αναφέρει πως οι Θιβετιανοί αναζητούσαν συνεχώς προσκλήσεις για την αυλή των Μινγκ, καθώς τα δώρα που λάμβαναν στις αποστολές τους ήταν πλούσια.[23] Ο Τσάι αναφέρει χαρακτηριστικά τα πλούσια δώρα του Γιονγκλ στους γειτονικούς υποτελείς λαούς του Θιβέτ και του Νεπάλ, για την διατήρηση του κύρους του.[24] Η Υπηρεσία Πληροφοριών του Κρατικού Συμβουλίου της ΛΔΚ απαριθμεί ένα πλήθος από δώρα από το Θιβέτ, μεταξύ των οποίων βόδια, καμήλες, πρόβατα, προϊόντα γούνας, ιατρικά βότανα, βαμμένους κυλίνδρους (τάνγκα - Thangkas) και άλλα προϊόντα μικρών βιοτεχνιών, ενώ οι Μινγκ τα αντάλλασαν με χρυσό, ασήμι, σατέν και μπροκάρ ενδύματα, υφάσματα, σπόρους και με φύλλα τσαγιού.[25] Τα εργαστήρια μεταξιού της εποχής προμήθευαν επίσης με μετάξι την αγορά του Θιβέτ, ενώ τεχνίτες δημιουργούσαν αγάλματα του Βούδα.[26]

Ενώ η δυναστεία των Μινγκ εμπορευόταν άλογα με το Θιβέτ προχώρησε σε μια πολιτική απαγόρευσης των εμπορικών σχέσεων με τον Βορρά, με σκοπό την τιμωρία των Μογγόλων, που προχωρούσαν σε επιδρομές κατά της αυτοκρατορίας.[27] Η επικράτηση όμως του Άλταν Χαν επί των συγγενών του στην ηγεσία των Μογγόλων και η ειρήνη που σύναψε με τους Μινγκ το 1573, οδήγησε στην ενεργοποίηση ξανά του εμπορίου με τον Βορρά, προμηθεύοντας με ένα νέο είδους αλόγων την Κίνα.[27]

Κατα τις περίοδους της Δυναστείας των Κινγκ και της Δημοκρατίας της Κίνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Και την περίοδο των Τσινγκ η ανάπτυξη του δρόμου συνεχίστηκε. Οι νέοι ηγέτες της Κίνας δεν ενδιαφέρονταν πια για τα άλογα του Θιβέτ (το εμπόριο τους τελείωσε το 1735), αλλά η ζήτηση τσαγιού από το δεύτερο ήταν τεράστια. Μετά από πρόταση του 5ου Δαλάι Λάμα, δημιουργήθηκε το 1661 μια νέα αγορά στο Μπεϊσένγκ (το σημερινό Γιονγκ-σενγκ του Γιουνάν), κάτι που οδήγησε σε νέα αύξηση της κίνησης της αγοράς του τσαγιού από την περιοχή αυτή. Υπολογίζεται ότι ένα χρόνο μετά, 1.500.000 κιλά τσαγιού στάλθηκαν από την περιοχή στο Θιβέτ.[4] Την εποχή των Κινγκ οι υπηρεσίες για τον έλεγχο του εμπορίου μετονομάστηκαν σε "Tang".

Οι δρόμοι του Λέντο και της Μπούρμας

Την περίοδο αυτή εμφανίζονται σε επίσημες καταγραφές για το εμπόριο τσαγιού και οι πρώτες γραπτές αναφορές για τα περίφημα «6 μεγάλα βουνά του τσαγιού» (λιουντά τσασάν, liuda chashan), τα οποία βρίσκονταν βορειοανατολικά του Μενγκόγκ (αργότερα υπάρχουν αναφορές και για άλλα 6 διάσημα βουνά του τσαγιού, νοτιοδυτικά του ποταμού).[13] Η ποιότητα του τσαγιού σε αυτές τις περιοχές θεωρούταν πως ήταν η καλύτερη. Προς το τέλος της δυναστείας των Κινγκ και τις αρχές της Δημοκρατίας της Κίνας, η παραγωγή από την περιοχή αυτή ήταν μειωμένη, εξαιτίας διαφόρων λόγων. Η Κυβέρνηση της Κίνας τότε αποφάσισε τότε την αναγνώριση με τον χαρακτηρισμό αυτό 6 νέων περιοχών, στις οποίες η παραγωγή τσαγιού ήταν μεγάλη, αλλά ανάμεσα τους εξακολουθούσε να παραμένει το βουνό Γιούλε, το οποίο ανήκε και στον αρχικό κατάλογο.[13]

Η πτώση της δυναστείας των Τσινγκ και η έλευση της Δημοκρατίας της Κίνας απελευθέρωσε το εμπόριο τσαγιού. Οι μεταφορείς τσαγιού αυξήθηκαν ενώ μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αποτελούσε την μεγαλύτερη εμπορική δραστηριότητα στην νοτιοδυτική περιοχή της Κίνας. Την περίοδο αυτού του πολέμου, ο Δρόμος ήταν η μόνη μεταφορική οδός της Κίνας στην νότιοδυτική πλευρά της η οποία λειτουργούσε κανονικά, ενώ μεγάλες ποσότητες διεθνής βοήθειας από την Ινδία μετακινούνταν μέσω των καραβανιών του κατά την διάρκεια του δεύτερου Σινο-Ιαπωνικού πολέμου. Σε αυτό συνέβαλε η εισβολή των Ιαπώνων στη Βιρμανία και το κλείσιμο του «Δρόμου της Μπούρμας» το 1942.[28] Αυτό οδήγησε τους συμμάχους στο να αρχίσουν την κατασκευή του «Δρόμου του Λέντο», ένα επίπονο έργο που ολοκληρώθηκε τελικά το 1945.[29] Αν και η σύνδεση των δύο αυτών δρόμων είχε τελικά αρνητικές επιρροές για τον παραδοσιακό τρόπο μεταφορών, μέχρι την παράδοση της Ιαπωνίας το εμπόριο με τα καραβάνια γνώρισε μια τεράστια ανάπτυξη. Σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων της περιοχής, 8.000 μουλάρια και 20.000 γιακ χρησιμοποιούνταν για τις μεταφορές προμηθειών για τον στρατό, μέσα από τα μονοπάτια του αρχαίου δρόμου του τσαγιού.[4]

Λίγο μετά την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (1949), το 1957, δημιουργήθηκαν νέοι οδικοί άξονες μεταξύ Γιουνάν - Θιβέτ και του Ζονγκ - Τσιάνγκ. Η μεταφορά πια των προϊόντων από και προς το Θιβέτ γινόταν με μηχανοκίνητα μέσα και τα παραδοσιακά καραβάνια σταμάτησαν να υφίστανται, ολοκληρώνοντας μια παράδοση περισσοτέρων των χιλίων ετών. Η ζήτηση τσαγιού από το Θιβέτ παραμένει και σήμερα μεγάλη, καθώς η χρήση του είναι μέρος της καθημερινής ζωής των ανθρώπων του, αλλά και μέρος των εθίμων των μοναστηριών της περιοχής, στα οποία συνηθίζεται η καθημερινή προσφορά μαύρου τσαγιού με γάλα στους επισκέπτες τους.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Την περίοδο εκείνη ο Κινέζος στρατηγός Χόου Τσουντζί (侯君集) εκστράτευσε ενάντια στον βασιλιά του Γκαοτσάνγκ Τσου Ουεντάι (麴文泰) (κοντά στο σημερινό Τουρπάν, στην έρημο Τάκλα Μακάν) και τους συμμάχους του από το Δυτικό Τουρκικό χανάτο (στην περιοχή της σημερινής Κιργιζίας). Οι Τανγκ κατέλαβαν το Γκαοτσάνγκ, το οποίο ήταν ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο στον Δρόμο του Μεταξιού, ενώ αργότερα και το χανάτο (τουρκική αυτοκρατορία) διαλύθηκε από τους ίδιους.
  2. Σύμφωνα και με το θιβετιανό βιβλίο "Rgya Bod Yig tshan chen mo" (κινέζικα: "Han Zang shi ji", "Ιστορικές καταγραφές της Κίνας και του Θιβέτ"), η αριστοκρατεία του Θιβέτ άρχισε να κατατάσει το τσάι ανάλογα με την ποιότητα και την προέλευσή του.
  3. Το Γιουνάν έγινε μέρος της Κίνας τον 13ο αιώνα, μετά από εισβολή στην περιοχή των Μογγόλων το 1253, που κατέκτησαν το Βασίλειο του Νταλί, διάδοχο βασίλειο αυτού του Νανζχάο στην περιοχή.
  4. Κινέζικα (παραδοσιακά): 蠻書, (απλά): 蛮书 , Ελλ: "Βιβλίο των Νότιων Βαρβάρων" -
  5. To 1126 οι Τζουρτσέν (ή όπως αυτοανακηρύχθηκαν το 1115, Δυναστεία Τζιν), πρώην σύμμαχοι των Σονγκ στον αγώνα τους κατά των Μογγόλων Χιτάν που κατείχαν την περιοχή του σύγχρονου Πεκίνου, στράφηκαν ενάντια στους Σονγκ και κατέλαβαν την πρωτεύουσα Κάιφενγκ. Οι Σονγκ αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν μια νέα πρωτεύουσα στο Χανγκτσόου (Νότιοι Σονγκ), ενώ όλο το επόμενο διάστημα κύριο στόχο είχαν την ανακατάληψη της παλιάς τους περιοχής. Ταυτόχρονα όμως αυτή η μετακίνηση έδωσε νέα ώθηση στην οικονομία του νότου.
  6. Ο Ντεσίν Σεκπα ήταν ο 5ος Καρμάπα Λάμα του Θιβέτ, επικεφαλής της σχολής βουδισμού Κάγιου. Το περιστατικό με τον αυτοκράτορα της δυναστείας των Μινγκ, Γιονγκλέ, έγινε το 1403. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Γιονγκλέ είδε σε όραμα τον Βουδισάτβα Αβαλοκιτέσβαρα και κάλεσε στην Ναντζίνγκ τον Ντεσίν Σέκπα για να το εξηγήσει. Ο δρόμος που αναφέρεται είναι το κομμάτι από το Σετσουάν προς το Θιβέτ, το οποίο δημιουργήθηκε την εποχή των Μινγκ.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Ancient Tea-Horse Road, tibettrip.com
  2. Bin Yang, Between Winds and Clouds Chapter 2: The Southwest Silk Road: Yunnan in a Global Context
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 China’s ‘Ancient Tea-Horse Road’ in Historical Perspective Αρχειοθετήθηκε 2010-10-17 στο Wayback Machine. (The Yunnan-Tibet Tea-Horse Road)
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 4,7 4,8 «The "Ancient Tea and Horse Caravan Road", the "Silk Road" of SouthWest China». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2010. 
  5. Mark Jenkins, Tea Horse Road Αρχειοθετήθηκε 2010-04-21 στο Wayback Machine.
  6. China’s ‘Ancient Tea-Horse Road’ in Historical Perspective Αρχειοθετήθηκε 2010-10-17 στο Wayback Machine. (The Sichuan-Tibet Tea-Horse Road)
  7. China’s ‘Ancient Tea-Horse Road’ in Historical Perspective Αρχειοθετήθηκε 2010-10-17 στο Wayback Machine. (The Tea-Horse Road from Lhasa to India)
  8. 8,0 8,1 Ancient Tangbo Road tibettrip.com
  9. Ebrey 1996, σελ. 159
  10. Mark Jenkins, "Tea Horse Road - The Forgotten Road" Αρχειοθετήθηκε 2010-04-21 στο Wayback Machine.
  11. Laird 2006, σελ. 35
  12. Powers 2004, σελίδες 30-38
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 «"China's 'Ancient Tea-Horse Road' in Historical Perspective"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Οκτωβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2010. 
  14. Perdue 2000, σελ. 273
  15. Qi Xia (1999). 漆侠, 中国经济通史. 宋代经济卷 /Zhongguo jing ji tong shi. Song dai jing ji juan [Οικονομία της Δυναστείας των Σονγκ] vol I, II. Πεκίνο: 经濟日报出版社. ISBN 7-80127-462-8. 
  16. 16,0 16,1 Tsai 2001, σελ. 187
  17. Wang&Nyima 1997, σελ. 39
  18. Wang&Nyima 1997, σελίδες 39–40
  19. Wang&Nyima 1997, σελ. 40
  20. Sperling 2003, σελ. 475
  21. Sperling 2003, σελ. 478
  22. Kolmaš 1967, σελίδες 28 - 29
  23. Laird 2006, σελ. 131
  24. Tsai 2001, σελ. 188
  25. Information Office of the State Council of the People's Republic of China, Testimony of History (2002), σ. 73
  26. Vollmer 2004, σελίδες 98–100
  27. 27,0 27,1 Laird 2006, σελ. 141
  28. Burma Road - Britannica Online Encyclopedia
  29. Πρεσβεία ΗΠΑ στην Κίνα, The United States and China During World War II: An Operational Outline Αρχειοθετήθηκε 2012-02-13 στο Wayback Machine., U.S. Embassy Press Briefing and Release, Φεβρουάριος 2005 (για την επέτειο 60 ετών από την ολοκλήρωση του Δρόμου του Λέντο)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οργανισμοί
  • The Information Office of the State Council of the People's Republic of China (2002). "Testimony of History", edited by Hongjia Xiang and Yuxin Zhan. China Intercontinental Press. ISBN 7801138856. 
Βιβλία
  • Kolmaš, Josef (1967). Tibet and Imperial China: A Survey of Sino-Tibetan Relations Up to the End of the Manchu Dynasty in 1912: Occasional Paper 7. Καμπέρα: The Australian National University, Centre of Oriental Studies. 
  • Laird, Thomas (2006). The Story of Tibet: Conversations with the Dalai Lama. Νέα Υόρκη: Grove Press. ISBN 080214327X. 
  • Perdue, Peter C. (2000). "Culture, History, and Imperial Chinese Strategy: Legacies of the Qing Conquests", in Warfare in Chinese History, edited by Hans van de Ven. Λέιντεν: Koninklijke Brill. ISBN 9004117741. 
  • Powers, John (2004). History as Propaganda: Tibetan Exiles versus the People's Republic of China. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-517426-7. 
  • Sperling, Elliot (2003). "The 5th Karma-pa and some aspects of the relationship between Tibet and the Early Ming", the Development of Buddhist Paramountcy. Νέα Υόρκη: Routledge. ISBN 0415308429. 
  • Tsai, Shih-Shan Henry (2001). Perpetual Happiness: The Ming Emperor Yongle. Σιάτλ: University of Washington Press. ISBN 0295981245. 
  • Vollmer, John E (2004). Silk for Thrones and Altars: Chinese Costumes and Textiles from the Liao through the Qing Dynasties. Berkeley: Ten Speed Press. ISBN 1580085903. 
  • Wang, Jiawei· Nyima, Gyaincain (1997). The Historical Status of China's Tibet. Πεκίνο: China Intercontinental Press. ISBN 7801133048. 
  • Buckley Ebrey, Patricia (1996). China [ΚΙΝΑ]. Λονδίνο: Laurence King Publishing (Ελλάδα από Εκδόσεις Οδυσσέας το 2008). ISBN 978-960-210-538-2. 
Πρόσθετη βιβλιογραφία
  • Fuchs, Jeff (2008). Ancient Tea Horse Road: Travels with the Last of the Himalayan Muleteers. Viking Canada. ISBN 978-0670066117. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

e-books
Δημοσιεύματα
Ιστοσελίδες