Δαπτομυκίνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δαπτομυκίνη
Ονομασία IUPAC
N-Decanoyl-L-tryptophyl-L-asparaginyl-L-aspartyl-L-threonylglycyl-L-ornithyl-L-aspartyl-D-alanyl-L-aspartylglycyl-D-seryl-threo-3-methyl-L-glutamyl-3-anthraniloyl-L-alanine[egr]1-lactone
Κλινικά δεδομένα
Εμπορικές ονομασίεςCubicin, Cubicin RF, Dapzura RT
AHFS/Drugs.comhttps://www.drugs.com/mtm/daptomycin.html
MedlinePlushttps://medlineplus.gov/druginfo/meds/a608045.html
Δεδομένα άδειας
Κατηγορία ασφαλείας κύησης
  • B1
Οδοί
χορήγησης
Ενδοφλέβια (IV)
Κυκλοφορία
Κυκλοφορία
  • AU: S4 (Prescription only)
  • UK: POM (Prescription only)
  • US: -only
  • EU: Rx-only
Φαρμακοκινητική
Βιοδιαθεσιμότηταn/a
Πρωτεϊνική σύνδεση90–95%
ΜεταβολισμόςΝεφρικός (εικαζόμενος)
Βιολογικός χρόνος ημιζωής7-11 ώρες (έως και 28 ώρες σε νεφρική βλάβη)
ΑπέκκρισηΝεφρική απέκκριση (78%: κυρίως ως αμετάβλητο φάρμακο),μέσω των κοπράνων (5,7%)
Κωδικοί
Αριθμός CAS103060-53-3
Κωδικός ATCJ01XX09
PubChemCID 16129629
DrugBankDB00080
ChemSpider10482098
UNIINWQ5N31VKK
KEGGD01080
ChEBICHEBI:600103
ChEMBLCHEMBL508162
Χημικά στοιχεία
Χημικός τύποςC72H101N17O26
Μοριακή μάζα1620.693 g·mol−1
Φυσικά στοιχεία
Σημείο τήξης202–204 °C (396–399 °F)

H δαπτομυκίνη είναι ένα κυκλικό λιποπεπτίδιο το οποίο δρα εναντίον ενός ευρέως φάσματος Gram θετικών βακτηρίων συμπεριλαμβανομένου και του μεθικιλλίνη ευαίσθητου και ανθεκτικού σταφυλόκοκκου (MSSA/MRSA) και των ανθεκτικών στη βανκομυκίνη εντερόκοκκων (VRE). Η δαπτομυκίνη ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ενώ έλαβε άδεια υπό το εμπορικό όνομα Cubicin από τον FDA το 2003 [1] και από τον EMA το 2006.[2]

Οι ενδείξεις για την χρήση δαπτομυκίνης συμπεριλαμβάνουν τη θεραπεία δερματικών λοιμώξεων, και τη βακτηριαιμία από Staphylococcus aureus σε ασθενείς μεγαλύτερους του ενός έτους.[1] Αρκετές μελέτες προτείνουν τη χρήση της δαπτομυκίνης σε υψηλές δόσεις για τη θεραπεία της βακτηριαιμίας, της ενδοκαρδίτιδας, της οστεομυελίτιδας και των προσθετικών συσκευών (ορθοπαιδικές, ενδοκαρδιακές, ενδαγγειακές) ή ξένων σωμάτων.[3] Παρόλου που είναι ενεργή εναντίον του Streptococcus pneumoniae in vitro, η δράση της αναστέλλεται από τον επιφανειοδραστικό παράγοντα και για τον λόγο αυτό δεν είναι δραστική εναντίον λοιμώξεων του αναπνευστικού.[1]

Η δαπτομυκίνη παρουσιάζει ταχεία εξαρτώμενη από τη συγκέντρωση βακτηριοκτόνο δράση in vitro η οποία συσχετίζεται με τον λόγο της επιφανείας κάτω από την καμπύλη προς την ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση (AUC/MIC). O ακριβής μηχανισμός δράσης της δαπτομυκίνης δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί. Απεκκρίνεται κυρίως από τους νεφρούς και έχει χρόνο ημίσειας ζωής που ποικίλλει από 7,5-9 ώρες και μικρό όγκο κατανομής περίπου 0,1 L/kg σε υγιή άτομα  με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, ανεξαρτήτως της δόσης. Σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια ο όγκος κατανομής αυξάνεται σε περίπου 0,2 L/kg. H δαπτομυκίνη δεσμεύεται αντιστρεπτά από τις πρωτεΐνες του πλάσματος (κυρίως από την αλβουμίνη και την όξινη γλυκοπρωτεΐνη) σε ποσοστό 90-94%.[1]

Οι ανεπιθύμητες δράσεις της δαπτομυκίνης περιλαμβάνουν μυοπάθεια και ραβδομυόλυση, ηωσινοφιλική πνευμονία και αναφυλακτικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Άλλες ανεπιθύμητες δράσεις είναι η δυσκοιλιότητα,η κεφαλαλγία, η αυπνία και τα εξανθήματα. Σπάνιες περιπτώσεις περιφερικής νευροπάθειας έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς που τέθηκαν σε θεραπεία με δαπτομυκίνη. Λόγω της αυξημένης επίπτωσης της μυοπάθειας και της ραβδομυολυσης σε ασθενείς που λαμβάνουν δαπτομυκίνη συνίσταται ο εβδομαδιαίος έλεγχος της κρεατινικής φωσφωκινάσης (CPK). Συχνότερος έλεγχος προτείνεται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή/και σε ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς της HMG CoA αναγωγάσης. Η ανάπτυξη ηωσινοφιλικής πνευμονίας έχει παρατηρηθεί 2 με 4 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας.[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]