Γκουλιέλμο Γκράσσο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γκουλιέλμο Γκράσσο
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1150
Θάνατος1201
Χώρα πολιτογράφησηςΔημοκρατία της Γένοβας
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός του ναυτικού
φεουδάρχης

Ο Γκουλιέλμο Γκράσσο (Guglielmo Grasso, πέθανε το 1201) ήταν περιβόητος έμπορος, πειρατής και στρατιωτικός διοικητής από τη Δημοκρατία της Γένοβας. Την εποχή που ήταν έμπορος ασχολήθηκε με το Ζωικό δέρμα και το εμπόριο του με την Ανατολική Μεσόγειο. Αργότερα ξεκίνησε την πειρατεία στις περιοχές που διοικούσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μερικές ακρότητες του όπως η σφαγή δυο πρεσβειών από το Βυζάντιο και μίας από τους Αγιουβίδες, η σφαγή αμάχων στρατιωτών στη Ρόδο ανάγκασαν τη Γένοβα να τον αποκηρύξει. ΟΓκουλιέλμο Γκράσσο δραπέτευσε στο Βασίλειο της Σικελίας και μπήκε στις υπηρεσίες του αυτοκράτορα Ερρίκου ΣΤ΄ (1194), του πρόσφερε σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του την Κομητεία της Μάλτας στον βαθμό του Στρατηγού. Έχασε την κομητεία με εξέγερση (1198) και κατέφυγε στη Γένοβα, επέστρεψε στη Σικελία (1199) και πήρε μέρος στις συγκρούσεις που ξέσπασαν με τον θάνατο του αυτοκράτορα για την κηδεμονία του μικρού διαδόχου. Τελικά έχασε και αιχμαλωτίστηκε από τους πρώην συμμάχους του (1200), παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον θάνατο του (1201) αλλά στην κομητεία τον διαδέχθηκε ο γαμπρός του Ενρίκο Πεσκατόρε.

Έμπορος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ρίζες του Γκουλιέλμο Γκράσσο είναι ασαφείς, το επώνυμο του έχει την έννοια του "παχύς", ήταν πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή στη Λιγυρία κάτι που κάνει δύσκολη την ταυτοποίηση του. Γεννήθηκε πιθανότατα στα μέσα του 12ου αιώνα από οικογένεια μέσης τάξης. Η παλιότερη καταγραφή για αυτόν ήταν ένα έγγραφο (8 Δεκεμβρίου 1186).[1] Είχε μόνο μια κόρη που παντρεύτηκε τον διάδοχο του στην κομητεία της Μάλτας Ερρίκο Πεσκατόρε.[2][3] Ο Γκουγκλιέμο Γκράσο παντρεύτηκε την Κάρα Καμπαναρία, σύμφωνα με συμφωνία που υπέγραψε με τη μητέρα της Ριτσέλντα και τον αδελφό της Γκουγκλιέλμο διεκδίκησε την προίκα της (17 Μαρτίου 1196), η Συνθήκη διατηρείται στο μοναστήρι του Σαν Σίρο στη Γένοβα.[4] Ένα έγγραφο καταγράφει ότι ο Γκουγκλιέμο Γκράσο ασχολήθηκε με τη μεταφορά λουλουδιών από τη Θέουτα και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο ίδιος και ο συνεργάτης του υπέγραψαν από τον Απρίλιο ως τον Σεπτέμβριο του 1191 συνθήκες με τους κορυφαίους Γενοβέζους εμπόρους. Η κύρια ασχολία του ήταν το εμπόριο ακατέργαστου δέρματος, δραστηριοποιήθηκε στην Ανατολική Μεσόγειο για αναζήτηση Στυπτηρίας.[5]

Πειρατής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από κάποιο σημείο και μετά ο Γκράσσο εγκατέλειψε το εμπόριο και ασχολήθηκε με την πειρατεία, τα αίτια ήταν άγνωστα, το πιθανότερο οι εμπορικές σχέσεις των Λατίνων με το Βυζάντιο παρουσίασαν μεγάλη κάμψη ιδιαίτερα μετά τη σφαγή των Λατίνων (1182). Σε οποιαδήποτε περίπτωση ο Γκρόσο ξεκίνησε με τον στόλο του να λεηλατεί το Αιγαίο.[6] Βρισκόταν ενεργός ιδιαίτερα στην Παμφυλία και την Ισαυρία, στις ακτές της Ρόδου σκότωσε αμέτρητους κατοίκους και λεηλάτησε τα αγαθά τους όπως καταγράφουν ο Ιάκωβος ο Βαραγινός και ο Γιάκοπο Ντόρια.[7][8] Με θάρρος από τις πολλές επιτυχίες ο Γκράσσο αναχαίτησε μια Ιταλική αποστολή που επέστρεφε από την Αίγυπτο μαζί με μια Βυζαντινή που ήταν απεσταλμένοι στον σουλτάνο Σαλαντίν. Οι άντρες του κατέλαβαν τα Βενετικά πλοία αφού υποκρίθηκαν ότι είχαν ανάγκη από φαγητό, οι Ιταλοί και τα εμπορεύματα τους γλύτωσαν αλλά οι Βυζαντινοί και οι Αιγύπτιοι σφαγιάστηκαν. Ο Γκράσο έκανε επίσης κατάσχεση σε ένα δώρο αξίας 6,675 Υπέρπυρα που είχε δώσει ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος με μπαχαρικά, χρυσό, ασήμι, άλογα και άγρια ζώα από τη Λιβύη. Μερικά από τα αγαθά που ανήκαν στον αδελφό του αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελος κατασχέθηκαν επίσης. Ο Γκουλιέλμο Γκράσσο έστησε παγίδα σε μια Βυζαντινή αποστολή με προέλευση από το Θέμα Λογγοβαρδίας, θανάτωσε ολόκληρο το πλήρωμα και έκανε κατάσχεση σε 96.000 υπέρπυρα.[9][10] Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος αντέδρασε, έστειλε επιστολές διαμαρτυρίας στη Γένοβα και στην Πίζα και διέταξε να λεηλατηθούν τα Γενοβέζικα πλοία στην Κωνσταντινούπολη. Η Δημοκρατία της Γένοβας υποχέθηκε στον Βυζαντινό αυτοκράτορα να πληρώσει αποζημιώσεις για τις ζημιές που προκάλεσε ο Γκράσο και ότι θα τους παραδόσει να τον τιμωρήσουν όταν τον συλλάβουν. Δεν υπάρχουν καταγραφές για τη δραστηριότητα του Γκράσο την τριετία 1193-1195, εμφανίστηκε ξανά στη Γένοβα για τον γάμο του (1196).[11]

Κόμης της Μάλτας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκουλιέλμο Γκράσσο μπήκε στις υπηρεσίες του αυτοκράτορα Ερρίκου ΣΤ΄, παρέμεινε πιστός απέναντι του ακόμα και όταν βρέθηκε σε σύγκρουση με την πατρίδα του Γένοβα.[12] Ο αυτοκράτορας σαν ανταμοιβή τον διόρισε γενικό διοικητή του στόλου και κόμη της Μάλτας, πήρε τη θέση του Μαργαριτόνε που ήταν έκπτωτος από τον Δεκέμβριο του 1194.[13] Σε αυτοκρατορικό διάταγμα τον Σεπτέμβριο του 1197 καταγράφεται ως "κόμης της Μάλτας και διοικητής όλου του βασιλείου". Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ΄ (28 Σεπτεμβρίου 1197) οι λαοί της Μάλτας και του Γκόζο εξεγέρθηκαν και ανάγκασαν τον Γκράσο να εγκαταλείψει τα νησιά. Ο διάδοχος του Ερρίκου ΣΤ΄ ήταν ο ανήλικος Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν, την αντιβασιλεία ασκούσε η μητέρα του Κωνσταντία του Ωτβίλ που πήρε τους λαούς των νησιών υπό την προστασία της.[14] Άν και η ίδια η αυτοκράτειρα επαινούσε τους λαούς των νησιών για την πίστη τους σε ένα διάταγμα τον Νοέμβριο του 1198 οι κάτοικοι της Μάλτας και του Γκόζο αναφερόντουσαν με εχθρότητα απέναντι σε κάποιον άγνωστο "φεουδάρχη κυρίαρχο". Ο Γκουγκλιέμο Γκράσο αποσύρθηκε στη Γένοβα και συναντήθηκε με τον πρώην Σενεσκάλιο του Ερρίκου ΣΤ΄ Μάρκβαρντ φον Ανβάιλερ, διεκδικούσε την αντιβασιλεία της Σικελίας από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ μετά τον θάνατο της Κωνσταντίας.[15] Συμμετείχε στην απόβαση του Μάρκβαρντ φον Ανβάιλερ στο Τραπάνι και αυτό ανάγκασε τον πάπα να τον καταδικάσει σαν εχθρό της εκκλησίας. Μετά την ήττα του Μάρκβαρντ άλλαξε υποστήριξη και ο πάπας τον αποκατέστησε στα προηγούμενα αξιώματα που του είχε αφαιρέσει η Κωνσταντία, παραχώρησε επίσης εμπορικά προνόμια στην πατρίδα του Γένοβα.[16] Δεν επέστρεψε ωστόσο στα νησιά της Μάλτας πριν τον 1198.[17] Ο Μάρκβαρντ φον Ανβάιλερ εισέβαλε σε λίγους μήνες στο Παλέρμο και τον αιχμαλώτισε, η Γένοβα ζήτησε να του στείλει βοήθεια, εκείνος αρνήθηκε και πέθανε στη φυλακή (1201).[18] Την επόμενη χρονιά ο καγκελάριος της Σικελίας αναγνώρισε τον γαμπρό του Ερρίκο Πεσκατόρε διάδοχο του στην κομητεία της Μάλτας (1202), ανέλαβε τον έλεγχο από το 1203.[19][20]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Basso (2002)
  2. Basso (2015)
  3. Houben (1993)
  4. Basso (2002)
  5. Basso (2002)
  6. Basso (2002)
  7. Basso (2002)
  8. Fotheringham (1910), σσ. 28–29
  9. Basso (2002)
  10. Brand (1968), σσ. 211–212
  11. Basso (2002)
  12. Basso (2002)
  13. Jamil & Johns (2016), σσ. 118–120
  14. Matthew (1992), σ. 295
  15. Basso (2002)
  16. Basso (2002)
  17. Jamil & Johns (2016), σσ. 118–120
  18. Basso (2002)
  19. Jamil & Johns (2016), σσ. 118–120
  20. Basso (2002)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Enrico (2002). "Grasso, Guglielmo". Dizionario Biografico degli Italiani, Volume 58: Gonzales–Graziani (in Italian). Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana.
  • Basso, Enrico (2015). "Pescatore, Enrico". Dizionario Biografico degli Italiani, Volume 82: Pazzi–Pia (in Italian). Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana.
  • Brand, Charles M. (1968). Byzantium Confronts the West, 1180–1204. Cambridge, MA: Harvard University Press.
  • Fotheringham, J. K. (1910). "Genoa and the Fourth Crusade". The English Historical Review. 25 (97): 26–57.
  • Houben, Hubert (1993). "Enrico di Malta". Dizionario Biografico degli Italiani, Volume 42: Dugoni–Enza (in Italian). Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana.
  • Jamil, Nadia; Johns, Jeremy (2016). "A New Latin-Arabic Document from Norman Sicily (November 595 H/1198 CE)". In Maurice A. Pomerantz; Aram Shahin (eds.). The Heritage of Arabo-Islamic *Learning: Studies Presented to Wadad Kadi. Brill.
  • Matthew, Donald (1992). The Norman Kingdom of Sicily. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Penna, Daphne (2017). "Piracy and Reprisal in Byzantine Waters: Resolving a Maritime Conflict between Byzantines and Genoese at the End of the Twelfth Century". Comparative Legal History. 5 (1): 36–52.
  • Van Cleve, Thomas C. (1937). Markward of Anweiler: His Life and Work. Princeton: Princeton University Press.