Γ΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος
Γ΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος | |||
---|---|---|---|
Η ναυμαχία της Πρέβεζας | |||
Χρονολογία | 1537 - 1540 | ||
Τόπος | Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Ιόνιο, Αιγαίο, Αδριατική, Δαλματικές ακτές | ||
Έκβαση | Νίκη των Οθωμανών. Η Βενετία παραδίδει το Ναύπλιο και τη Μονεμβασιά, αναγνωρίζει την απώλεια των βορείων Σποράδων και των νησιών του Αιγαίου που έχασε στη διάρκεια του πολέμου, δέχεται να πληρώσει πολεμική αποζημίωση και ετήσιο φόρο για τη Ζάκυνθο και την Κύπρο. Διατηρεί το Βουθρωτό (σημερινή Αλβανία), την Πάργα, την Τήνο και τα νησιά του Ιονίου (Κέρκυρα, Κήθυρα, Παξούς, Ιθάκη, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο). | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Ο Γ΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος διεξήχθη από το 1537 έως το 1540 μεταξύ της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας και των συμμάχων της έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το προοίμιο του πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1535, ο Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής σύναψε συνθήκη με τον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας, δημιουργώντας δύο μέτωπα εναντίον της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ένα στο βορρά και ένα στο νότο της ιταλικής χερσονήσου. Η προσπάθεια όμως αυτή απέτυχε. Την άνοιξη του 1537 οι δυνάμεις του Σουλτάνου έφτασαν στα περίχωρα της Αυλώνας και ένα μήνα αργότερα ο οθωμανικός στόλος στο βόρειο Ιόνιο. Παρολ’ αυτά ο Φραγκίσκος Α΄, λόγω οικονομικών προβλημάτων και στη συνέχεια στρατιωτικών αποτυχιών, επεδίωξε να υπογράψει συνθήκες ειρήνης με τον Κάρολο Ε΄ (Bomy, 30 Ιουλίου και Monzon, 16 Νοεμβρίου 1537). Ο Σουλεϊμάν, ωστόσο, κατάφερε να υποτάξει την επαναστατημένη Χιμάρα, αποβιβάστηκε στην Απουλία και εκβίασε τη Βενετία να συμμαχήσει με τον Φραγκίσκο Α΄ εναντίον του Καρόλου Ε΄. Τα σοβαρά επεισόδια που ακολούθησαν οδήγησαν στον τρίτο Βενετοτουρκικό Πόλεμο.[1]
Το ξέσπασμα του πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι εχθροπραξίες στη Χιμάρα ανάμεσα στους επαναστάτες και στις δυνάμεις του Σουλεϊμάν κράτησαν μήνες. Επεκτάθηκαν μάλιστα και στη θάλασσα με ναυμαχίες μεταξύ του οθωμανικού στόλου και του στόλου του Κάρολου Ε΄ υπό τον Γενουάτη ναύαρχο Ανδρέα Doria που συνεργαζόταν με τους επαναστάτες. Η κατάσταση οξύνθηκε περαιτέρω μετά τις νικηφόρες για τον Doria, ναυμαχίες της Λευκίμμης (14 Ιουλίου 1537) και εκείνης στα ανοιχτά της Πρέβεζας στις 22 του ίδιου μήνα. Αυτές οι εξελίξεις θορύβησαν τους Βενετούς οι οποίοι για να ενισχύσουν τις φρουρές τους στα νησιά του Ιονίου, έστειλαν στόλο 70 και πλέον πλοίων στην περιοχή.
Μετά το τέλος της οθωμανικής επιχείρησης στην Απουλία και την καταστροφή της περιοχής (Ιούλιος 1537), ο οθωμανικός στόλος απέκλεισε την Κέρκυρα (25 Αυγούστου 1537) ενώ ο ίδιος ο Σουλεϊμάν από τη Χιμάρα ετοιμαζόταν να περάσει στο νησί. Μπροστά στον κίνδυνο οι Βενετοί προσπάθησαν να επιτύχουν νέα «Ιερή Συμμαχία» με τον Κάρολο Ε΄ εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, παρά τον αποκλεισμό, οι οθωμανικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να επικρατήσουν και ο Σουλεϊμάν αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία (11 Σεπτεμβρίου 1537), μετά την ενίσχυση των πολιορκημένων με στρατεύματα από την Ιταλία και τις φήμες για κοινή δράση του βενετικού στόλου και του στόλου του Καρόλου Ε΄. Κατά την αποχώρησή του από το Ιόνιο όμως, ο οθωμανικός στόλος προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην Πάργα, στους Παξούς, στην Κεφαλλονιά, στη Ζάκυνθο, στις Στροφάδες και στα Κύθηρα. Επίσης, πραγματοποίησε επιδρομές καταλαμβάνοντας σχεδόν όλες τις βενετικές κτήσεις στο Αιγαίο (Ίο, Ανάφη, Αντίπαρο, Αστυπάλαια, Αμοργό, Πάρο, Νάξο, Μύκονο, Άνδρο κ.ά.), εκτός από την Κάρπαθο, τις βόρειες Σποράδες και την Τήνο.[2]
Την ίδια περίοδο, με τη λύση της πολιορκίας της Κέρκυρας οι οθωμανικές δυνάμεις άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο (14 Σεπτεμβρίου 1537) και τη Μονεμβασιά. Μολονότι την υπεράσπιση των δύο πόλεων ανέλαβαν οι τοπικές φρουρές και οι ίδιοι κάτοικοι, η πολιορκία ιδιαίτερα του Ναυπλίου κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια.[3] Τελικά οι δύο πόλεις παραδόθηκαν στις 2 Οκτωβρίου 1540 ύστερα από την υπογραφή της βενετοτουρκικής συνθήκης ειρήνης.
Η «Santa Lega» του 1538
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Βενετία ύστερα από διαπραγματεύσεις σύναψε τη νέα «Santa Lega» (8 Φεβρουαρίου 1538) με τον Κάρολο Ε΄, τον αδελφό του Φερδινάνδο της Αυστρίας και τον πάπα Παύλο Γ΄. Στο ειδικό υπόμνημα που επισυνάφθηκε στη συνθήκη προβλεπόταν η αποκατάσταση των κτήσεων της Βενετίας σε Αιγαίο και Αδριατική και η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη από τον Κάρολο Ε΄.[4]
Ωστόσο το στρατιωτικό αποτέλεσμα δεν ήταν αντάξιο των αρχικών προσδοκιών. Ο οθωμανικός στόλος διέσχισε το Αιγαίο και αφού εδραίωσε την κυριαρχία του Σουλεϊμάν στις βόρειες Σποράδες την Κάρπαθο, συναντήθηκε με τον συμμαχικό στόλο στην Πρέβεζα (25 Σεπτεμβρίου 1538).[4] Δύο μέρες αργότερα και ύστερα από ασυντόνιστες αψιμαχίες, λόγω της διαφωνίας των συμμαχικών δυνάμεων ως προς την τακτική που θα ακολουθούσαν, ο συμμαχικός στόλος αποσύρθηκε στην Κέρκυρα φανερώνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ Βενετών και συμμάχων. Ο ανταγωνισμός αυτός ήταν η αιτία για τη μοναδική συμμαχική στρατιωτική επιτυχία, την προσωρινή κατάληψη του Castelnuovo στη Δαλματία (24 Οκτωβρίου 1538), αφού οι οθωμανικές δυνάμεις με τον Χαϊρεδδίν το ανακατέλαβαν στις 6 Αυγούστου 1539. Οι στρατιωτικές αποτυχίες επιδείνωσαν τις σχέσεις μεταξύ των συμμάχων οι οποίοι επιχείρησαν να διαπραγματευτούν μεμονωμένα τη σύναψη συνθήκης ειρήνης.
Το τέλος του πολέμου και η συνθήκη ειρήνης του 1540
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συνθήκη ειρήνης στις 2 Οκτωβρίου 1540 σήμανε και το τέλος του τρίτου Βενετοτουρκικού Πολέμου. Η Βενετία παρέδωσε το Ναύπλιο και τη Μονεμβασιά, αναγνώρισε την απώλεια των βορείων Σποράδων, των νησιών του Αιγαίου και της Αίγινας (της Ενετικής Leyena, του οφθαλμού της Γαληνοτάτης δημοκρατίας στον Σαρωνικό κατά τους Βενετούς) που έχασε στη διάρκεια του πολέμου, δέχτηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση (300.000 βενετικά δουκάτα) καθώς και ετήσιο φόρο για τη Ζάκυνθο (500 δουκάτα) και την Κύπρο (8.000 δουκάτα). Διατήρησε στην κατοχή της το Βουθρωτό (σημερινή Αλβανία), την Πάργα και τα νησιά Τήνο, Κέρκυρα, Κήθυρα, Παξούς, Ιθάκη και Κεφαλονιά. Με την παράδοση του Ναυπλίου και τη Μονεμβασιάς πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν, μεταξύ άλλων, στην Κύπρο, στην Κέρκυρα, στα Κύθηρα και την Κρήτη, στη Ζάκυνθο και αλλού.[5]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1974.