Βαβρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαβρίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1ος αιώνας ή 2ος αιώνας
Θάνατος2ος αιώνας ή 3ος αιώνας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
λατινική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιητής
συγγραφέας[1]
Περίοδος ακμής3ος αιώνας και 2ος αιώνας[2]

Ο Βαβρίας ή Βάβριος ήταν συγγραφέας έμμετρων μύθων που άκμασε περί το 200 μ.Χ. και έγραψε στην ελληνική γλώσσα.

Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για τον ίδιο τον Βαβρία. Δεν είναι γνωστό αν ήταν Ρωμαίος ή Έλληνας. Πιθανολογείται από μερικούς ότι κατοικούσε στη Συρία. Μάλλον ήταν εξελληνισμένος Ρωμαίος, όπως διαφαίνεται από τον τύπο του ονόματος και τη λατινικής δομής στιχουργική του. Αποσπάσματα μύθων του πρωτοαναφέρονται σε κείμενα του 3ου αιώνα μ.Χ.. Στους ίδιους τους μύθους δεν υπάρχουν χρονολογικές ενδείξεις.

Οι μύθοι και ο στίχος τους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το Λεξικό της Σούδας ο Βαβρίας συνέγραψε δέκα βιβλία με μυθιάμβους (μύθους γραμμένους σε ιαμβικό μέτρο). Το έργο του γενικώς είναι συλλογή από ποιητικούς μύθους, που στην πλειονότητά τους έχουν αντληθεί από αρχαίες συλλογές Αισώπειων μύθων σε πεζό λόγο. Σε αυτούς, ο Βαβρίας έχει προσθέσει και μερικούς δικής του εμπνεύσεως ή δανεισμένους από άλλες πηγές (Ηρόδοτος, Ξενοφών). Το περιεχόμενο των μύθων είναι σαφώς διδακτικό και ηθοπλαστικό, αλλά τα ρητά-«ηθικά διδάγματα» με τα οποία τελειώνει ο κάθε μύθος (άλλοτε πεζά, άλλοτε έμμετρα) μάλλον είναι μεταγενέστερες προσθήκες.

Ο Βάβριος θεωρούσε τον εαυτό του δημιουργό νέου λογοτεχνικού είδους — φαίνεται πως αγνοούσε την ύπαρξη του Φαίδρου, ο οποίος εκατό και πλέον χρόνια νωρίτερα είχε μεταφέρει σε ιαμβικό στίχο μερικούς μύθους του Αισώπου, αλλά στη λατινική γλώσσα, πράγμα που αγνοούσαν οι Έλληνες. Στον δεύτερο πρόλογο της συλλογής του ο Βαβρίας, αφού τονίζει ότι ο Αίσωπος ήταν ο πρώτος συγγραφέας μύθων, γράφει: «και εγώ δίνω στη Μούσα τον νέο μυθίαμβο». Βέβαια και ο Σωκράτης (βλ. Φαίδων 61 Β), όταν βρισκόταν στη φυλακή, είχε μεταφέρει σε στίχους μύθους του Αισώπου, δύο στίχους του μάλιστα παραθέτει ο Διογένης ο Λαέρτιος. Αλλά ο Βάβριος είναι ο γνωστότερος και συστηματικότερος μεταπλάστης των μύθων αυτών σε έμμετρη ελληνική γλώσσα, καθώς η σχετική συλλογή που φέρεται ότι έγραψε ο Δημήτριος ο Φαληρέας χάθηκε.

Στους στίχους του, ο Βαβρίας χρησιμοποιεί το ιαμβικό τρίμετρο, αλλά στον τελευταίο «πόδα» θέτει «σπονδείον» αντί για ίαμβο, οπότε το μέτρο ονομάζεται και χωλίαμβος, μέτρο που είχαν χρησιμοποιήσει οι προγενέστεροι Ιππώναξ και Καλλίμαχος. Είναι μέτρο που αρμόζει στη διήγηση, και για τον λόγο αυτό καταλληλότατο για το λογοτεχνικό είδος στο οποίο επιδόθηκε ο Βαβρίας. Οι στίχοι του έχουν ωραίο ύφος που ανακλά θαυμάσια την απλότητα της καθημερινής ομιλίας. Ο κάθε μύθος του έχει το πολύ 30 στίχους, εκτός από τον «Λιοντάρι, αλεπού και ελάφι», που είναι πολύ εκτενέστερος.

Ιστορία και εκδόσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μύθοι του Βαβρία φαίνεται ότι μεταφράσθηκαν στη συριακή γλώσσα από τον Συντίπα. Λέγεται ότι από τη συριακή αυτή εκδοχή τους ξαναμετάφρασε στην ελληνική ο αυτοαποκαλούμενος «των γραμματικών έσχατος» Μιχαήλ Ανδρεόπουλος στα τέλη του 11ου αιώνα. Πιο πριν (9ος αι.) ο γραμματικός και ποιητής Ιγνάτιος ο διάκονος είχε παραφράσει 53 μυθιάμβους του Βαβρία σε τετράστιχα, και από την παράφραση αυτή μάλλον μεταδόθηκαν στη νεότερη Ευρώπη οι μύθοι του Αισώπου. Κατά τη βυζαντινή εποχή οι μύθοι του Βαβρία δίνονταν στα παιδιά γραμμένοι σε πινακίδια αλειμμένα με κερί ως ηθικοπλαστικό ανάγνωσμα. Ο λόγιος Μάξιμος Πλανούδης (περ. 1300 μ.Χ.) τους είχε αναλύσει σε πεζό λόγο. Μετά, περιέπεσαν σε αφάνεια.

Στη νεότερη εποχή, πρώτος ο Knoch (1835) συγκέντρωσε όσα χειρόγραφα μυθιάμβων υπήρχαν στις βιβλιοθήκες Βατικανού, Φλωρεντίας και Οξφόρδης, και εξέδωσε συλλογή με 20 μύθους και 59 αποσπάσματα. Το 1843 ο Έλληνας Μηνάς Μινωίδης ανακάλυψε σε κώδικα του Αγίου Όρους 123 μύθους του Βαβρία σε αλφαβητική σειρά των αρχικών λέξεων μέχρι περίπου τη μέση του «Ο». Αναλυτικότερα:

Το 1840 ο Γάλλος φιλόλογος και υπουργός παιδείας Α. Βιλμάν ανέθεσε στον Μινωίδη (που ζούσε στο Παρίσι) να πάει στην Ελλάδα και να ερευνήσει για να βρει παλαιά χειρόγραφα. Στο Άγιο Όρος ο Μινωίδης ανακάλυψε πράγματι το παραπάνω χειρόγραφο του 10ου αιώνα σε περγαμηνή. Καθώς δεν μπορούσε να το αποκτήσει, το αντέγραψε και έφερε το κείμενο στο Παρίσι. Σε αυτό βασίσθηκε η έκδοση του J.F. Boissonade (1844-1848). Σε δεύτερο ταξίδι στην Ελλάδα, ο Μινωίδης κατόρθωσε να αποσπάσει το χειρόγραφο, επειδή όμως η Βασιλική Βιβλιοθήκη των Παρισίων αρνήθηκε να το αγοράσει στην τιμή που ζητούσε, το πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και φυλάσσεται σήμερα.

Μετά τους 123 αυτούς μύθους του Βαβρία, βρέθηκαν άλλοι 12 σε κώδικα του Βατικανού, ακόμα 4 από κηροπίνακες της Παλμύρας και από 1 από τον ψευδο-Δωσίθεο και τον Natalis Comes. Εκτός από αυτούς σώζονται και παραφράσεις σε πεζό λόγο, όπου όμως διακρίνεται η δομή σε στίχους, π.χ. αυτή της Οξφόρδης (Paraphrasis Bodleina) χρησιμεύει για έλεγχο των χειρογράφων. Από τις μεταγενέστερες εκδόσεις ξεχωρίζει η κριτική του O. Crusius (Teubner, Λειψία 1896) με σημαντικά προλεγόμενα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]