Αθεϊκά του Βόλου
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ως Αθεϊκά του Βόλου είναι γνωστά τα γεγονότα που οδήγησαν στο κλείσιμο του Ανώτερου Παρθεναγωγείου του Βόλου το 1911 και η δικαστική διώξη του ιδρυτή του σχολείου Δημητρίου Σαράτση, του διευθυντή του Αλέξανδρου Δελμούζου και άλλων δέκα ατόμων.
Η ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου του Βόλου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση του Βόλου τα εκάστοτε δημοτικά συμβούλια της πόλης είχαν ασχοληθεί με το θέμα της παροχής μέσης εκπαίδευσης στα κορίτσια. Η λύση που τελικά επιλέχθηκε ήταν η προσθήκη τριών τάξεων, που στη συνέχεια μειώθηκαν σε δύο, στο Α' Δημοτικό Σχολείο θηλέων (Α'Δημοτικό Παρθεναγωγείο) που ονομάστηκαν ελληνικαί τάξεις ή ελληνικό τμήμα του παρθεναγωγείου ή εν τω παρθεναγωγείω και στις οποίες δίδασκαν καθηγητές του Γυμνασίου Βόλου.
Η προσπάθεια αυτή όμως για παροχή μέσης εκπαίδευσης στα κορίτσια δεν πέτυχε και έτσι όταν δήμαρχος Βόλου ήταν ο Κωνσταντίνος Γκλαβάνης το δημοτικό συμβούλιο ανέθεσε σε επιτροπή, στην οποία μετείχε και ο ιατρός Δημήτριος Σαράτσης, να ερευνήσει τις ατέλειες του συστήματος και να προτείνει μέτρα που θα είχαν ως αποτέλεσμα την παροχή ουσιαστικής εκπαίδευσης στα κορίτσια μετά το δημοτικό. Ο Σαράτσης υπέβαλε στο δημοτικό συμβούλιο έκθεση με την οποία εισηγούνταν την ίδρυση ανώτερης σχολής θηλέων με σκοπό την ευρυτέραν μόρφωσιν των νεανίδων και την πρακτικήν αυτών κατάρτισιν. Πρότεινε επίσης τα μαθήματα που θα έπρεπε να διδάσκονται στο σχολείο αυτό και τις μεθόδους διδασκαλίας που θα έπρεπε να ακολουθηθούν. Έτσι δίνει έμφαση στη γλωσσική διδασκαλία της νεότερης ελληνικής και την περιορισμένη σε ώρες διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής, διδασκαλία μαθηματικών, φυσιογνωστικών και θρησκευτικών σε συνδυασμό με τα μαθήματα γαλλικής γλώσσας, η οποία εθεωρείτο απαραίτητη για τη μόρφωση των κοριτσιών, αλλά και του μαθήματος των οικιακών, που επίσης θεωρούνταν απαραίτητο συμπλήρωμα της γυναικείας εκπαίδευσης, μαζί με τέχνες, όπως μουσική και ζωγραφική[1]. Ακόμα αναφερόταν στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στην οικονομική υπόσταση του σχολείου καθώς και στο πως και από ποιόν θα εποπτευόταν η λειτουργία του. Η εισήγηση του Σαράτση έγινε δεκτή και τον Οκτώβριο του 1908 ιδρύθηκε το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο του Βόλου στο οποίο τοποθετήθηκε διευθυντής ο Αλέξανδρος Δελμούζος.
Λειτουργία του Παρθεναγωγείου, μαθήματα και τρόπος διδασκαλίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την πρώτη χρονιά (1908-1909) στο Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο Βόλου λειτούργησε μια μόνο τάξη με 35 μαθήτριες. Την επόμενη είχε δύο τάξεις (Α' και Β') και την τρίτη τρεις. Στο σχολείο δίδαξαν ο ίδιος ο Δελμούζος και περίπου 10 καθηγητές από τους οποίους οι περισσότεροι δίδασκαν και σε άλλα σχολεία της πόλης.
Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της διδασκαλίας στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο, που το διαφοροποίησε από την τότε σχολική πραγματικότητα, ήταν η χρήση και η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας. Επίσης το κέντρο του ενδιαφέροντος στο σχολείο αυτό, ήταν οι μαθήτριες και όχι οι δάσκαλοι και πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος, στη διδασκαλία, του διαλόγου ανάμεσα στο δασκάλο και τα παιδιά.
Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο περιορίστηκε σε μια ώρα την εβδομάδα και για πρώτη φορά εντός του ελληνικού κράτους μαθητές δευτεροβάθμιου σχολείου διδάχθηκαν κείμενα κλασσικών συγγραφέων σε νεοελληνική μετάφραση. Αντίθετα δόθηκε ιδαίτερη έμφαση στο μάθημα των Νέων Ελληνικών στη διάρκεια του οποίου οι μαθήτριες μελετούσαν έργα Νεοελλήνων συγγραφέων και ποιητών, έγραφαν εκθέσεις κ.α. Διδάσκονταν επίσης Μαθηματικά, Φυσιογνωστικά-Φυσικά, Ιστορία, Θρησκευτικά και Γεωγραφία ενώ έκαναν και Μουσική, Ιχνογραφία, Γυμναστική και Οικοκυρικά. Τέλος εισήχθησαν και νέα μαθήματα όπως Υγιεινή-Νοσηλευτική και Ιστορία της Τέχνης.
Βιβλία χρησιμοποιούνταν μόνο για τη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας ενώ στα υπόλοιπα οι μαθήτριες χρησιμοποιούσαν χειρόγραφα ή πολυγραφημένα βοηθήματα με βάση τις σημειώσεις που κρατούσαν στη διάρκεια των μαθημάτων. Στα Θρησκευτικά χρησιμοποιούσαν το κείμενο των Ευαγγελίων.
Ακόμα ένα ή δύο απογεύματα κάθε εβδομάδα οι μαθήτριες με επικεφαλής τους καθηγητές έκαναν μορφωτικούς περιπάτους στην εξοχή.
Αντιδράσεις στην λειτουργία του Παρθεναγωγείου και κλείσιμο του σχολείου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ήδη από το 1908 που ο Σαράτσης εισηγήθηκε την ίδρυση του Ανώτερου Παρθεναγωγείου στο Βόλο υπήρχαν αντιδράσεις στην προοπτική ίδρυσης του συγκεκριμένου σχολείου. Ο δημοτικός σύμβουλος Σπ.Μουσούρης, ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου του Βόλου, πρότεινε την αναβολή ίδρυσης του σχολείου για έναν χρόνο υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για δύσκολο εγχείρημα. Ένας άλλος δημοτικός σύμβουλος, της συντηρητικής μερίδας, ο Περικλής Αποστολίδης διαφώνησε με την ανάγκη ύπαρξης αυτού του σχολείου προβάλλοντας ιδιαίτερα το γεγονός ότι διευθυντής σε σχολείο θηλέων είχε διοριστεί ένας νέος άνδρας (ο Δελμούζος τότε ήταν 28 χρονών). Σταδιακά και κυρίως με τη δημοσίευση διαφόρων άρθρων στην εφημερίδα Κήρυξ από το δημοσιογράφο Δημοσθένη Κούρτοβικ ο οποίος έκανε λόγο για μαλλιαρωσύνη, συμφυρμό γλωσσικών γούστων και προσωπικών εκτιμήσεων και διαίρεσιν της πόλεως εις αριστοκράτας και πληβείους, καθώς στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο φοιτούσαν κυρίως κορίτσια από πλούσιες οικογένειες, ενώ επέκρινε και το πρόγραμμα και τις μεθόδους διδασκαλίας, άρχισε η κοινή γνώμη στο Βόλο να βλέπει με επιφυλακτικότητα το εγχείρημα. Στο φύλλο της 25 Οκτωβρίου του 1908 ο Κούρτοβικ έγραψε για το Ανώτερο Παρθεναγωγείο:
Δημιουργείται πρότυπον και πρωτότυπον εν όλη τη οικουμένη παρθεναγωγείο, κατά τερατώδη τρόπον διευθυνόμενον από ένα νεανίαν(...)δια να διδάξη (τις μαθήτριες) πως πρέπει να γίνουν οικοκυραί και πως πρέπει να γίνουν μητέρες
και δέκα μέρες αργότερα:
Ελληνίδες διδαχθείσαι μέχρι τούδε την λογίαν ελληνικήν γλώσσαν, εμπιστευθείσαι προς τελειοποίησιν αυτής εις ένα απόστολον του μαλλιαρικού φρενοκομείου.
Μολονότι με δημοσιεύματα όπως τα προηγούμενα κλονίστηκε η εμπιστοσύνη πολλών γονέων με αποτέλεσμα να πάρουν τα παιδιά τους από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο, η λειτουργία του συνεχίστηκε μέχρι το 1911 οπότε συνέβη ένα γεγονός που οδήγησε στο κλείσιμο του σχολείου και στη δίωξη του Σαράτση, του Δελμούζου και άλλων δέκα ατόμων.
Στη 10 Φεβρουαρίου αυτής της χρονιάς ο μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης επισκέφτηκε το σχολείο απροειδοποίητα (μπήκε μάλιστα στο σχολείο κρυφά από την πίσω πόρτα) και ζήτησε από την επιστάτρια να τον οδηγήσει στην αίθουσα που δίδασκε εκείνη την ώρα η φιλόλογος Πηνελόπη Χριστάκου. Πριν την επίσκεψη του μητροπολίτη είχαν επισκεφθεί το Παρθεναγωγείο εκπρόσωποι του Υπουργείου Παιδείας και δημοτικοί σύμβουλοι της πόλης χωρίς να δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα. Ο μητροπολίτης ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι δε γινόταν πρωϊνή προσευχή στο σχολείο καθώς και από την άρνηση της εκπαιδευτικού να φιλήσει το χέρι του, η οποία χαρακτήρισε τέτοιες τυπικότητες ως υποκρισία και φαρισαϊσμό. Επιπλέον ο Γερμανός Μαυρομμάτης κατηγόρησε τη Χριστάκου ότι αφού έφυγε από το σχολείο εκείνη εκφράσθηκε για το πρόσωπό του στις μαθήτριες με ανάρμοστες εκφράσεις. Δύο μέρες μετά το συμβάν αυτό ο Κούρτοβικ έγραψε στον Κήρυκα:
ο ελληνικός κλήρος απεκλήθη υπό των διδασκάλων στίφος κολασμένων δαιμόνων
Αντίθετα με τον Κήρυκα μια άλλη εφημερίδα η Θεσσαλία έκανε λόγο για παρεξήγηση από την μεριά του μητροπολίτη (11 Φεβρουαρίου 1911).
Μετά την ένταση που δημιουργήθηκε η Πηνελόπη Χριστάκου, προκειμένου να μην αντιμετωπίσει προβλήματα το σχολείο, πρότεινε να παραιτηθεί αλλά ο Σαράτσης και ο Δελμούζος δε δέχτηκαν κάτι τέτοιο. Τα δημοσιεύματα κατά του Παρθεναγωγείου και των διδασκόντων σε αυτό όπως και οι κατηγορίες για αθεϊα, μασονισμό, μαλλιαρισμό και αντεθνική συμπεριφορά, κυρίως από τις γραμμές του Κήρυκα, συνεχίστηκαν και εντάθηκαν. Ο βουλευτής Βόλου Μ.Μπουφίδης κατήγγειλε την λειτουργία του σχολείου στη Βουλή και ο σύλλογος Οι Τρεις Ιεράρχες εξέδωσε, στις 18 Φεβρουαρίου, ψήφισμα διαμαρτυρίας προς τον λαό του Βόλου, στο οποίο κατήγγειλε ότι διαστρεβλωνόταν η ελληνική γλώσσα και διδασκόταν η περιφρόνηση και η ασέβεια προς τον ιερόν ορθόδοξον κλήρον.
Ο Δελμούζος, ο Σαράτσης και άλλα μέλη της εφορείας του σχολείου προσπάθησαν με δημοσιεύματά τους στην εφημερίδα Θεσσαλία να ανατρέψουν το αρνητικό για το σχολείο κλίμα χωρίς όμως να τα καταφέρουν.
Στις 2 Μαρτίου του 1911 έγινε στο Βόλο λαϊκό συλλαλητήριο κατά της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου. Την ίδια μέρα συγκλήθηκε το δημοτικό συμβούλιο το οποίο ύστερα από μια φορτισμένη συζήτηση έκανε δεκτή την πρόταση του δημοτικού συμβούλου Ν.Ζαρλή και αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας του σχολείου. Το κλείσιμο του Παρθεναγωγείου ακολούθησε η δικαστική δίωξη των υπευθύνων του σχολείου.
Διώξεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τα μέσα Μαρτίου ως τα τέλη Ιουνίου του 1911 ο εισαγγελέας Βόλου Γουλ.Τόμαν διενήργησε ανακρίσεις στη διάρκεια των οποίων έλαβε καταθέσεις από κατοίκους της περιφέρειας πολλοί από τους οποίους κατηγόρησαν και στελέχη του Εργατικού Κέντρου Βόλου, που κατηγορήθηκαν και από τον Κήρυκα, για αντιεθνική και αντιθρησκευτική προπαγάνδα και διδασκαλία. Στα πλαίσια των ανακρίσεων διερευνήθηκαν, πέραν των κατηγοριών που αφορούσαν καθηγητές του σχολείου και στελέχη του Εργατικού Κέντρου και κατηγορίες κατά τρίτων προσώπων που σύμφωνα με μάρτυρες είχαν διαπράξει παρόμοιες αξιόμεμπτες πράξεις την τριετία 1908-1911 (μεταξύ αυτών και ο τότε σχολάρχης στην Αργαλαστή Πηλίου Κώστας Βάρναλης). Τελικά και καθώς μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν και δύο δικηγόροι (για τους οποίους ίσχυε ειδική δωσιδικία) το Πρωτοδικείο Βόλου κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Λάρισας.
Από τον Ιούλιο του 1911 ο εφέτης του Εφετείου Λάρισας Τιμ.Αμπελάς διενήργησε νέες ανακρίσεις και έλαβε καταθέσεις από τους ίδιους μάρτυρες και τους ενεχομένους στην υπόθεση. Στα πρόσωπα από το Βόλο που ενέχονταν στην υπόθεση προστέθηκαν και τρία στελέχη του Εργατικού Κέντρου Λάρισας τα οποίοια κατηγορήθηκαν για παρόμοιες δραστηριότητες, ανεβάζοντας τον αριθμό των εμπλεκομένων σε 23. Τελικά με το βούλευμα του Εφετείου Λάρισας που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1912 κατηγορήθηκαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη για παράβαση των άρθρων 14 και 18 του νόμου περί εξυβρίσεων εν γένει και περί τύπου δώδεκα άτομα:ο Δημήτριος Σαράτσης, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Ζάχος, οι εργάτες Γ.Κόσσυβας, Σ.Ραφαήλ, Κ.Σούλιος, Χ.Χαρίτος, Κ.Χειρογιώργος και Ν.Κατσιρέλος και τρία στελέχη του Εργατικού Κέντρου Λάρισας, ο δικηγόρος Ι.Ασπιώτης, ο Α.Φλώρος και ο Δ.Μπιτσάνης.
Με το ίδιο βούλευμα παραπέμφθηκαν να δικαστούν στο Πρωτοδικείο Βόλου 21 άτομα (εκτός από τους δύο δικηγόρους) για παραβάσεις άρθρων του Ποινικού Κώδικα (βλάβη ηθών, παρακώλυση προσευχής κ.α.). Η δίκη αυτή τελικά δεν έγινε ποτέ αφού μετά την ολοκλήρωση της πρώτης και τη διενέργεια νέων ανακρίσεων εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα για αυτές τις κατηγορίες το 1915.
Ο Σαράτσης, ο Δελμούζος και ο Ζάχος μετά την κοινοποίηση του παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησαν προσφυγές και αιτήσεις ανακοπής και κατέθεσαν αίτηση κακοδικίας κατά του ανακριτή Αμπελά ο οποίος τελικά παραιτήθηκε. Οι προσφυγές και οι αιτήσεις ανακοπής των τριών απορρίφθηκαν και με απόφαση του Αρείου Πάγου τον Απρίλιο του 1914 οι δώδεκα κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο Εφετείο του Ναυπλίου.
Το κατηγορητήριο είχε ως εξής: Κατηγορώ τους (...) ότι από κοινού συμφέροντος κινούμενοι απεφάσισαν την εκτέλεσιν των επομένων πράξεων και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν. Α. Κατά διαφόρους εποχάς (...) και ιδίως εν τω Εργατικώ Κέντρω και τω Ανωτέρω Παρθεναγωγείω Βόλου προσεπάθησαν δια ζώσης, δια διδασκαλίας και δι'εντύπων φυλλαδίων να ελκύσωσι προσηλύτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα, τουτέστι την αθεϊαν, (...) διδάσκοντες ότι δεν υπάρχει θεός, ότι η θρησκεία αποτελεί την άρνησιν της σκέψεως, ότι, προ παντός πρέπει να εκριζωθεί η ρίζα του κακού η θρησκεία, ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη υπό πιθήκων, ότι ο θεός είναι αγγούρι, ότι η πατρίς είναι πόρνη και στρίγγλα μητριά και η θρησκεία μαστρωπός (...)
Δικηγόροι υπεράσπισης για λογαριασμό κυρίως του Δελμούζου ήταν οι δικηγόροι από την Αθήνα Λουκάς Νάκος και Κων.Τριανταφυλλόπουλος, για λογαριασμό του Δ.Σαράτση και δευτερευόντως του Κ.Ζάχου ο δικηγόρος από το Βόλο Ν.Γάτσος και ο Ναυπλίωτης δικηγόρος Γεωργ.Πετρίδης (κατ'έθιμον ντόπιος συνήγορος). Και οι τέσσερις με τις ερωτήσεις και τις αγορεύσεις τους υπερασπίστηκαν στη διάρκεια της δίκης όλους τους κατηγορούμενους. Μάρτυρες κατηγορίας ήταν μεταξύ άλλων ο μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός, ο βουλευτής Μιλτ.Μπουφίδης, ο δικηγόρος Ιωαν.Ιωαννίδης του οποίου η κόρη ήταν μαθήτρια στο Παρθεναγωγείο και ο δημοσιογράφος Δημοσθένης Κούρτοβικ ενώ ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης ο καθηγητής πανεπιστημίου Ν.Πολίτης, ο εκπαιδευτικός Δημήτριος Γληνός, ο καθηγητής Μαθηματικών Δημ.Τσαμασφύρος κ.α. Από τους κατηγορούμενους οι Κόσσυβας, Σούλιος και Κατσιρέλος δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο και δικάστηκαν ερήμην.
Η δίκη ξεκίνησε στο πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου στις 16 Απριλίου του 1914 και ολοκληρώθηκε στις 28 του ίδιου μήνα. Η απόφαση του δικαστηρίου που ήταν αθωωτική για το σύνολο των κατηγορουμένων είχε ως εξής:
Επειδή εκ της αποδεικτικής διαδικασίας και της συζυτήσεως δεν προέκυψεν, ότι οι κατηγορούμενοι είτε κατά σύστασιν είτε ιδία έκαστος καθ' οιονδήποτε τρόπον εζήτησαν κατά τον εν τω κατηγορητηρίω τόπον και χρόνον να ελκύσωσι προσηλύτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα με τα οποία ενεργούμενα είνε ασυμβίβαστος η διατήρησις της πολιτικής τάξεως.(...) Δια ταύτα Κηρύττει αθώους πάντας τους κατηγορουμένους και επιβάλλει τα έξοδα της δίκης εις βάρος του Δημοσίου.
Το 1915 εκδόθηκαν στην Αθήνα με πρωτοβουλία και δαπάναις των κατηγορουμένων τα πρακτικά της δίκης από τον εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Βασιλείου.[2] Τα επίσημα πρακτικά και το υπόλοιπο υλικό της δικογραφίας, που μεταφέρθηκαν με εντολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης από το Ναύπλιο στην Αθήνα, δεν είναι γνωστό τι απέγιναν.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία - Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Έφη Γαζή, «Πατρίς θρησκεία, οικογένεια». Ιστορία ενός συνθήματος (1880-1930), Πόλις, Αθήνα 2011 ISBN 978-960-435-307-1
- Ένθετο Ε/Ιστορικά της εφημερίδας Ελευθεροτυπία με αφιέρωμα "Τα Αθεϊκά του Βόλου και ο Δελμούζος", 22 Ιουνίου 2009
- Χαράλαμπος Χαρίτος, Το Παρθεναγωγείο του Βόλου, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, 1989, τ. Α΄ [1]
- Χαράλαμπος Χαρίτος, Το Παρθεναγωγείο του Βόλου, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, 1989, τ. Β΄ [2]