Αβουνκουλάτο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με την ονομασία αβουνκουλάτο χαρακτηρίζεται η ειδική σχέση, και ο αντίστοιχος κοινωνικός θεσμός, που επικρατεί σε αρκετές ανθρώπινες κοινωνίες, μεταξύ του «εκ μητρός» θείου (λατ. avunculus) και των αρρένων ανιψιών του. Ο θείος ασκεί εξουσία πάνω στους ανιψιούς του και φέρει μια ειδική ευθύνη για την ανατροφή, τη μύηση και τον γάμο τους. Με τη σειρά τους οι ανιψιοί έχουν δικαιώματα στην περιουσία του θείου. Πολλές φορές έχουν επίσης προτεραιότητα όσον αφορά τα κληρονομικά δικαιώματα σε σχέση με τα τέκνα του θείου τους.

Αβουνκουλάτο και θειοτοπία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε πολλές μητρογονικές (matrilineal) κοινωνίες παρατηρείται το φαινόμενο της «θειοτοπικής εγκαταστάσεως», δηλαδή όταν τα αγόρια φθάσουν στην εφηβεία εγκαταλείπουν τον τόπο διαμονής των γονέων τους και εγκαθίστανται στο μέρος διαμονής του αδελφού της μητέρας τους (του «εκ μητρός» θείου). Αντιθέτως, τα κορίτσια μένουν με τους γονείς τους μέχρι να παντρευτούν. Τότε ακολουθούν τον σύζυγό τους στο μέρος διαμονής του. Με το έθιμο αυτό, σε μια από παλιά καθιερωμένη θειοτοπική εκτεταμένη οικογένεια, ο άνδρας συγκατοικεί με τη σύζυγό του, τις ανύπανδρες κόρες, μερικούς από τους έφηβους γιους της αδελφής του, καθώς και με έναν ή δύο από τους νυμφευμένους γιους της αδελφής του, τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Η θειοτοπική εγκατάσταση ως ανθρωπολογικός όρος έχει διαπιστωθεί στο 4% περίπου των ανθρώπινων κοινωνιών παγκοσμίως.[1]

Η θειοτοπική και η μητροτοπική εγκατάσταση (δηλαδή η εγκατάσταση του άνδρα στον τόπο παραμονής των γονέων της συζύγου του) αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς τρόπους τοπικής οργανώσεως σε μητρογονικές κοινωνίες. Πολλές φορές ο ανεψιός είναι υποχρεωμένος να νυμφευθεί την κόρη του εκ μητρός θείου του, δηλαδή την πρώτη εξαδέλφη του. Αυτό ονομάζεται επιγαμία μεταξύ σταυρωτών εξαδέλφων. Αντιθέτως, αβουνκουλατικός γάμος (avunculate marriage) ως όρος της ιστορίας και όχι της ανθρωπολογίας, ονομάζεται ο γάμος ενός άνδρα με την κόρη της αδελφής του.

Παρόλο που το αβουνκουλάτο είναι κατ' εξοχήν ανεπτυγμένο σε μητρογονικές κοινωνίες με θειοτοπικό τρόπο εγκαταστάσεως, παρουσιάζεται επίσης σε κοινωνίες με μητροτοπική εγκατάσταση ή και με πατροτοπική εγκατάσταση. Εμφανίζεται ακόμα και σε ορισμένες κοινωνίες στις οποίες κυριαρχεί το πατρογονικό σύστημα καταγωγής.

Μερικές κοινωνίες με αβουνκουλάτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως επίσημος θεσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το κοινό οικογενειακό δίκαιο του Καζακστάν, οι ανιψιοί μπορούν να πάρουν οτιδήποτε από τις οικογένειες των ανδρών αδελφών της μητέρας τους «έως τρεις φορές». Στους Κιργίσιους κατά το παρελθόν, ένας ανεψιός μπορούσε σε μια εορτή στο σπίτι του θείου του ή του πατέρα του θείου του να πάρει δικό του οποιοδήποτε άλογο από το κοπάδι του ή όποιο εκλεκτό φαγητό επιθυμούσε.[2]

Στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ, η φυλή των Απάτσι διατηρεί μια μορφή αβουνκουλάτου, στην οποία ο θείος έχει την ευθύνη να διδάξει τα ανίψια του τις κοινωνικές αξίες και τη σωστή συμπεριφορά, ενώ η κληρονομιά και η καταγωγή αναγνωρίζεται μόνο από την οικογένεια της μητέρας. Οι σημερινές επιρροές έχουν περιορίσει, αλλά δεν έχουν εξαλείψει αυτή την παράδοση.

Οι Τσαμόρο στις Νήσους Μαριάνες[3] και οι Ταΐνο των νήσων Τερκς και Κέικος[4] είναι παραδείγματα κοινωνιών που συνήθιζαν τη θειοτοπική εγκατάσταση.

Στην ανθρωπολογική έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έρευνα επί του αβουνκουλάτου στις αρχές του 20ού αιώνα εστιάσθηκε στη σχέση μεταξύ αυτού και του πατρογονικού ή μητρογονικού συστήματος των κοινωνιών. Ο Φραντς Μποάζ κατηγοριοποίησε το 1922 αρκετές διαφορετικές ρυθμίσεις αβουνκουλάτου με βάση τον τόπο κατοικίας.[5] Ο Ανρί-Αλεξάντρ Ζυνό διετύπωσε την υπόθεση ότι το αβουνκουλάτο στον λαό των Τσόνγκα υπεδείκνυε ότι κάποτε στο παρελθόν η κοινωνία αυτή ήταν μητρογονική.[6] Ο Άλφρεντ Ρέτζιναλντ Ράντκλιφ-Μπράουν ταυτοποίησε τους Τσόνγκα (BaThonga) της Μοζαμβίκης, τους ιθαγενείς του Τόνγκα του Ειρηνικού και τους Νάμα της Ναμίμπια ως εφαρμόζοντες το αβουνκουλάτο το 1924. Επιπλέον επεξέτεινε την έννοια, ώστε να ενσωματώσει σε αυτή και άλλες οικογενειακές σχέσεις.[6][7]

Οι μεταγενέστερες έρευνες προχώρησαν πέρα από το θέμα της μητρογονικότητας, με τον Κλοντ Λεβί-Στρος να ενσωματώνει το αβουνκουλάτο στο «άτομο της συγγένειας».[8] Ο Ολλανδός ιστορικός Γιαν Μπρέμερ (Jan N. Bremmer, γενν. 1944) υπεστήριξε με βάση μια επισκόπηση των Ινδοευρωπαϊκών λαών ότι το αβουνκουλάτο εξηγείται από την αρχή της εκπαιδεύσεως έξω από την οικογένεια, και δεν υποδεικνύει μητρογονικότητα.[9]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Rosman, Abraham και Rubel, Paula G.: The Tapestry of Culture: An Introduction to Cultural Anthropology, Mcgraw-Hill College, 1995 (ISBN 0-07-053955-3)
  2. Yu.Zuev: Early Türks: Sketches of history and ideology, εκδ. Daik, Almaty 2002, σελ. 30
  3. Cunningham, Lawarence J.: Ancient Chamorro Society, Bess Press, 1992 (ISBN 1-880188-05-8)
  4. Keegan, William F.: Before Columbus: Caonabo’s Homeland, Middle Caicos Earthwatch Report, 1999
  5. Boas, Franz (1922-01-01). «The Avunculate among the Vandau». American Anthropologist 24 (1): 95-97. doi:10.1525/aa.1922.24.1.02a00150. 
  6. 6,0 6,1 Ryder, J.W.; Blackman, M.B. (2016-09-14). «The Avunculate: A Cross-Cultural Critique of Claude Levi-Strauss». Cross-Cultural Research 5 (2): 97-115. doi:10.1177/106939717000500202. 
  7. Radcliffe-Brown, Alfred (1952). Structure and Function in Primitive Society (PDF). Λονδίνο: Routledge & Kegan Paul. σελίδες 15–31. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 26 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2021. 
  8. Penner, Hans H. (1 Ιανουαρίου 1998). Teaching Lévi-Strauss. Scholars Press. ISBN 9780788504907. 
  9. Bremmer, Jan (1976-01-01). «Avunculate and Fosterage». Journal of Indo-European Studies 5 (1): 65-78. http://www.rug.nl/research/portal/publications/avunculate-and-fosterage(062fe6fa-623a-4676-b367-0575eba0ad5b).html. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, έκδ. 2006, τόμος 1, σσ. 128-129
  • Kosven, M.O.: «Avunkulat», Sovietskaya Etnografiya, τόμος 1, σσ. 3-46 (έτος 1948, στη ρωσική)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]