Άππιος Κλαύδιος Κράσσος Ινρεγιλένσις Σαβίνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άππιος Κλαύδιος Κράσσος Ινρεγιλένσις Σαβίνος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση5ος αιώνας π.Χ.
Αρχαία Ρώμη
Θάνατος449 π.Χ.[1]
Αρχαία Ρώμη
Συνθήκες θανάτουαυτοκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςλατινική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΡωμαίος πολιτικός
Ρωμαίος στρατιωτικός
Οικογένεια
ΤέκναΆππιος Κλαύδιος Κράσσος
Πόπλιος Κλαύδιος Κράσσος
ΓονείςΆππιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις[2][3]
ΑδέλφιαΓάιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις[4][5]
ΟικογένειαΚλαύδιοι Κράσσοι και Claudii Sabini
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαdecemvir legibus scribundis (451 π.Χ.–449 π.Χ.)[6]
Ρωμαίος συγκλητικός (άγνωστη τιμή)[6]
Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (471 π.Χ.)[6]
Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (451 π.Χ.)[6]

Ο Άππιος Κλαύδιος Κράσσος Ινρεγιλένσις (ή Κρασσίνος Ρεγιλένσις) Σαβίνος, λατιν.: Appius Claudius Crassus Inregillensis (ή Crassinus Regillensis) Sabinus (άκμασε περί το 471–451 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος συγκλητικός κατά τη διάρκεια της πρώιμης Δημοκρατίας, πιο αξιοσημείωτος ως το ηγετικό μέλος τού συμβουλίου των δέκα ανδρών (Decemvirate), που συνέταξε τους Δώδεκα Πίνακες ρωμαϊκού δικαίου γύρω στο 451 π.Χ. Πιθανότατα ταυτίζεται και με τον Άππιο Κλαύδιο, που ήταν ύπατος το 471 π.Χ.

Ως ύπατος το 471, ο Κλαύδιος απεικονίζεται στη ρωμαϊκή ιστορική παράδοση ως βίαιος αντίπαλος των πληβείων σε θέματα εκλογικών δικαιωμάτων και στρατιωτικής πειθαρχίας. Αργότερα, ως decemvir, ο Κλαύδιος λέγεται ότι συμπεριφέρθηκε ως λάγνος τύραννος: η επίθεσή του στη νεαρή Βηργινία είχε ως αποτέλσμα τη δεύτερη απόσχιση των πληβείων, την πτώση της Δεκανδρίας και τον θάνατο τού ίδιου τού Κλαύδιου. Αυτές οι μαρτυρίες είναι αναξιόπιστες και πιθανώς ανιστορικές, κατασκευασμένες σε μεταγενέστερους χρόνους, για να απεικονίσουν την πατρικιακή φυλή των Κλαυδίων ως υπερήφανους και αλαζονικούς αριστοκράτες.

Όνομα και ταυτότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κλαύδιος υποτίθεται ότι ήταν γιος τού Άππιου Κλαύδιου Σαβίνου Ρεγιλένσις, τού ιδρυτή τού γένους των Κλαυδίων, ο οποίος λέγεται ότι μετανάστευσε στη Ρώμη μαζί με τους οπαδούς του το 504 π.Χ. και κατείχε την υπατεία το 495 [7] [8] [9] [10] Ο Λίβιος και ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς διακρίνουν τον Κλαύδιο, που ήταν ύπατος το 471 π.Χ. από τον decemvir το 451 π.Χ., αλλά οι Fasti Capitolini ταυτίζουν τους δύο. Οι σύγχρονοι ιστορικοί αποδέχονται την ταύτιση λόγω κάποιων ασυνεπειών και απίθανων συμπτώσεων στην αφήγηση τού Λίβιου. [11] [12] [13] [14] [15] Ο Κλαύδιος είχε τουλάχιστον δύο γιους: ο πρεσβύτερος ήταν ο Άππιος Κλαύδιος Κράσσος, υπατικός τριβούνος το 424, ενώ ο νεότερος ονομαζόταν Πόπλιος. [10] [16]

Οι Fasti δίνουν το πλήρες όνομά του ως Appius Claudius Crassus Inregillensis Sabinus. Ο Θήοντορ Μόμσεν βρήκε την ορθογραφία Inregillensis έναντι Regillensis («από το Regillum») περίεργη, και πρότεινε ότι η συντομευμένη μορφή τού ονόματος τού Κλαύδιου στη λίθινη πλάκα, «CRASSINREGILL», αντί Crass[us] Inregill[ensis], να διαβαστεί ως «Crassin[us] Regill[ensis]», αν και οι περισσότερες πηγές δεν τον ακολούθησαν. [11] [17] Το Crassus, το οποίο πρέπει να ήταν ένα προσωπικό επίθετο (cognomen), σημαίνει "χοντρός" ή "σωματώδης" και θα μπορούσε να ισχύει εξίσου για έναν μεγαλόσωμο άνδρα ή έναν κουτό. [18] αν και, αν προοριζόταν το τελευταίο, πιθανότατα δόθηκε ειρωνικά, γιατί ο Κλαύδιος ήταν από κάθε άποψη ένας πολύ έξυπνος μηχανικός.

Παραδοσιακοί λογαριασμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ύπατος το 471 π.Χ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, ο Άππιος ήταν υποψήφιος για την υπατεία τού 482 π.Χ., αλλά η εκλογή του εμποδίστηκε από τους τριβούνους των πληβείων. [19] Εννέα χρόνια αργότερα, οι πατρίκιοι κατάφεραν να τον εκλέξουν ύπατο, με στόχο να αποτρέψουν τον νόμο, που πρότεινε ο τριβούνος Βολέρο Πουβλίλιος, μεταφέροντας την εκλογή των τριβούνων των πληβείων από την comitia curiata στην comitia tributa. Ο συνάδελφος τού Αππίου ήταν ο Τίτος Κουίνκτιος, ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο τού μεσολαβητή.

Την ημέρα που ορίστηκε για τις εκλογές, οι ύπατοι, ορισμένοι συγκλητικοί υπατικής βαθμίδας και άλλα μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, προσπάθησαν να εμποδίσουν την ψήφιση τού νόμου. Ο Γάιος Λαετόριος, ένας από τους τριβούνους, που είχε αλόγιστα παρενοχλήσει τον Άππιο και την οικογένειά του την προηγούμενη ημέρα, και ορκίστηκε με τη ζωή του να δει την εφαρμογή τού νόμου, διέταξε τους πατρικίους να φύγουν, για να ψηφίσουν οι πληβείοι για το θέμα. Όταν ο Άππιος αρνήθηκε να αποχωρήσει και υποστήριξε ότι ο Λαετόριος είχε χρησιμοποιήσει λάθος νομική φόρμουλα για να απολύσει τους αντιπάλους του, ο Λαετόριος ζήτησε την απομάκρυνσή του με τη βία. Ο Άππιος με τη σειρά του έστειλε έναν ραβδούχο (<a href="https://en.wikipedia.org/wiki/Lictor" rel="mw:ExtLink" title="Lictor" class="cx-link" data-linkid="75">lictor</a>) να συλλάβει τον τριβούνο, αλλά το πλήθος τον προστάτεψε και στράφηκε στον Άππιο, ο οποίος βγήκε βιαστικά από την Αγορά (Forum) μετά από προτροπή τού συναδέλφου του. [20]

Την επόμενη ημέρα, ο Κουίνκτιος, ο οποίος είχε βοηθήσει να διευθετηθεί το πλήθος και κατάφερε να αναβληθεί το θέμα μέχρι να ηρεμήσουν τα πάθη, προέτρεψε τη Σύγκλητο να αναβάλει το θέμα στον λαό, καθώς η αντιπαράθεση μεταξύ πατρικίων και πληβείων γι' αυτό το ζήτημα απειλούσε το ίδιο το κράτος. Ο Άππιος υποστήριξε ότι αυτή η πορεία δράσης ισοδυναμούσε με δειλία και ότι η Σύγκλητος υποτάσσεται στην πίεση από τους πληβείους. Αλλά το επιχείρημα τού Κουίνκτιου ακολουθήθηκε εκείνη την ημέρα και η Σύγκλητος συμφώνησε να επιτρέψει την εφαρμογή τού lex Publilia. [21]

Αργότερα μέσα στο έτος, ο Άππιος έλαβε τη διοίκηση ενός ρωμαϊκού στρατού, για να πολεμήσει τους Βόλσκους. Ενοχλημένος από την ήττα του στα χέρια των τριβούνων, ο ύπατος ήταν αποφασισμένος να υποβάλει τον στρατό του στην πιο σκληρή πειθαρχία. Αλλά η ασέβειά του για τους πληβείους ήταν τόσο διαβόητη, που οι στρατιώτες του ήταν ανοιχτά ανυπότακτοι και ανυπάκουοι. Αρνήθηκαν να επιτεθούν στον εχθρό, αντίθετα υποχώρησαν στο στρατόπεδό τους και στράφηκαν εναντίον των δυνάμεων των Βόλσκων, μόνο όταν δέχτηκαν επίθεση οι ίδιοι. Οι αξιωματικοί του απέτρεψαν τον Άππιο να αναλάβει άμεση δράση κατά των στρατιωτών, αλλά ο στρατός δέχτηκε ξανά επίθεση και έπεσε σε αταξία, καθώς έφευγε από το στρατόπεδο. [22] [23]

Αφού έφτασε στην ασφάλεια της ρωμαϊκής επικράτειας, ο Άππιος συγκέντρωσε τα υπολείμματα τού στρατού του και διέταξε να μαστιγωθούν και να αποκεφαλιστούν όλοι οι στρατιώτες, που είχαν χάσει τον εξοπλισμό ή τα λάβαρά τους και όλους τους αξιωματικούς, που είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Στη συνέχεια τιμώρησε τον υπόλοιπο στρατό με αποδεκατισμό, την πρώτη εφαρμογή αυτής της συγκεκριμένης τιμωρίας, που συνέβη στη ρωμαϊκή ιστορία. [24] [23] [25]

Το 470 π.Χ. ο Άππιος αντιτάχθηκε στον αγροτικό νόμο, που προτάθηκε αρχικά από τον Σπούριο Κάσσιο και κλήθηκε να απαντήσει για τη συμπεριφορά του από τους πληβείους τριβούνους, Mάρκο Δουίλιο και Γναίο Σίκιο. Στη δίκη του, ο Άππιος είχε την πλήρη υποστήριξη της Συγκλήτου, η οποία τον έβλεπε ως ηγέτη της αριστοκρατικής τάξης. Απάντησε στις κατηγορίες με τέτοια υπερηφάνεια, σθένος και περιφρόνηση, που «θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι διώκει τους κατηγόρους του, αντί να υπερασπίζεται τον εαυτό του εναντίον τους». [26] Αβέβαιοι πώς θα προχωρήσουν, οι τριβούνοι διέκοψαν τη δίκη. Ωστόσο, ο Άππιος αρρώστησε και απεβίωσε πριν συνεχιστεί. Έγινε τελετή, την οποία οι τριβούνοι προσπάθησαν να αποτρέψουν. Αλλά εδώ η κοινή γνώμη ήταν εναντίον τους, τόσο μεγάλη ήταν η μεγαλοπρέπεια τού Άππιου που χιλιάδες παρευρέθησαν στην κηδεία του και άκουσαν τα λόγια, που ειπώθηκαν προς έπαινο τού εχθρού τους. [27] [28]

Ο Φρήντριχ Μύντσερ απορρίπτει ολόκληρη αυτή την αφήγηση για την υπατεία τού Κλαύδιου το 471 π.Χ., και ισχυρίζεται ότι ο Κλαύδιος εξελέγη ξανά στην υπατεία 20 χρόνια αργότερα. [11]

Πρώτη Δεκανδρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κλαύδιος εξελέγη ύπατος για το έτος 451, μαζί με τον Τίτο Γενούκιο Αυγουρίνο. Τρία χρόνια νωρίτερα είχαν σταλεί στην Ελλάδα απεσταλμένοι για να μελετήσουν το ελληνικό δίκαιο. Οι απεσταλμένοι, Σπούριος Ποστούμιους Άλβος, Αύλος Μάνλιος Βούλσο και Σέρβιος Σουλπίκιος Καμερίνος, επέστρεψαν το 452 και ανέφεραν τα ευρήματά τους. Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων τού Κλαύδιου και τού συναδέλφου του, αποφασίστηκε να οριστεί μία επιτροπή δέκα ανδρών (decemviri), όλοι υπατικής βαθμίδας, που θα συνέτασσαν τους πίνακες τού ρωμαϊκού δικαίου, με βάση τόσο τις υπάρχουσες παραδόσεις, όσο και Ελληνικά προηγούμενα. [29] [30]

Στους δέκα άνδρες δόθηκε η ίδια εξουσία με τους υπάτους για το έτος της θητείας τους, αλλά ως ύπατοι που εκλέχθηκαν για το 451, ο Κλαύδιος και ο Γενούκιος διορίστηκαν decemvir μετά την παραίτησή τους από την υπατεία. Οι συνάδελφοί τους περιελάμβαναν τους τρεις απεσταλμένους, καθώς και τους Σπούριο Βετούριο Κράσσο Κικουρίνο, Γάιο Ιούλιο Ίουλο, Πόπλιο Σέστιο Καπιτολίνο, Πόπλιο Κουριάτιο Φίστο Τριγεμίνο και Tίτο Ρομύλιο Ρόκο Βατικανό. Οι δέκα άνδρες θεωρήθηκε ότι συνεργάζονται για το καλό τού κράτους και συνέταξαν τους δέκα πρώτους πίνακες τού ρωμαϊκού δικαίου, κερδίζοντας τη γενική έγκριση τού λαού. Καθώς το έργο τους παρέμενε ημιτελές στο τέλος τού έτους τους, αποφασίστηκε να διοριστεί ένας δεύτερος σύλλογος δέκα ανδρών για το επόμενο έτος. [31] [32]

Παρά τη φήμη της οικογένειάς του για σκληρότητα και εχθρότητα προς τους πληβείους, ο Κλαύδιος έδωσε την εμφάνιση ενός δίκαιου και ευγενικού ανθρώπου, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τού λαού. Οι συνάδελφοί του, ωστόσο, άρχισαν να υποψιάζονται ότι θα επιδίωκε να διοριστεί εκ νέου για το επόμενο έτος. Του ανέθεσαν λοιπόν να επιλέξει τους δέκα άνδρες για το 450, και έδωσαν παράδειγμα παραιτούμενοι από το αξίωμά τους, περιμένοντας να κάνει το ίδιο και ο Κλαύδιος. Προς λύπη τους, διορίστηκε, μαζί με εννέα εντελώς νέους συναδέλφους, πέντε από τους οποίους πληβείους, τους οποίους πίστευε ότι ήταν ομοϊδεάτες με τον ίδιο ή ότι τους επιβαλλόταν εύκολα. Οι νέοι πατρίκιοι δέκα άνδρες ήταν οι Mάρκος Κορνήλιος Μαλουγινένσις, Mάρκος Σέργιος Εσκουιλίνος, Λεύκιος Μινούκιος Εσκουιλίνος Αυγουρίνος και Κόιντος Φάβιος Βιβουλανός, όπου μόνο ο Mινούκιος και ο Φάβιος είχαν αναλάβει την υπατεία. Τα πληβεία μέλη ήταν οι Κόιντος Ποιτίλιος Λίβων Βισόλος, Tίτος Αντόνιος Μερέντα, Καίσων Δουίλιος Λόγγος, Σπούριος Όππιος Κορνίκεν και Mάνιος Ραβουλήιος. [31] [33]

Δεύτερη Δεκανδρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα δυσοίωνο σημάδι ότι η δεύτερη δεκανδρία δεν θα ήταν τόσο ευγενής, όσο η πρώτη, ήρθε όταν άλλαξαν τα διακριτικά τού αξιώματος. Το 451, οι δέκα άνδρες μοιράστηκαν μία συνοδεία υπάτου αποτελούμενη από δώδεκα ραβδούχους, καθένας από τους οποίους έλαβε την τιμή εκ περιτροπής. Αλλά το επόμενο έτος, καθένας από τους δέκα άνδρες έλαβε μία συνοδεία δώδεκα ραβδούχων και σε αντίθεση με τους υπάτουους, αυτοί οι ραβδούχοι κρατούσαν τους πελέκεις προσκολλημένα στις ράβδους (fasces) τους, συμβολίζοντας τη δύναμη των δέκα ανδρών για τη ζωή και τον θάνατο, ακόμη και μέσα στο pomerium, το ιερό όριο της Ρώμης. Από την αρχή της Δημοκρατίας, όλοι οι ραβδούχοι είχαν αφαιρέσει τους πελέκεις κατά την είσοδό τους στην πόλη, σεβόμενοι την κυριαρχία του λαού. Μόνο οι ραβδούχοι ενός δικτάτορα διατηρούσαν τους πελέκεις μέσα στην πόλη. Τώρα η πόλη ήταν γεμάτη από ραβδούχους. [34] [35]

Οι δέκα άνδρες δεν δίστασαν να τιμωρήσουν όσους τους επέκριναν, υποβάλλοντας τους αντιπάλους τους σε ξυλοδαρμούς και συνοπτικές εκτελέσεις και κατάσχοντας την περιουσία οποιουδήποτε προσέβαλε την αξιοπρέπειά τους. Σε αντίθεση με την πρώτη δεκανδρία, ο δεύτερος σύλλογος δεν επέτρεψε καμία έφεση κατά της κρίσης τους, αγνοώντας το δικαίωμα τού λαού για πρόκληση (provocatio). Νεαροί από αριστοκρατικές οικογένειες προσχώρησαν στη συνοδεία των δέκα ανδρών και ψιθύρισαν ότι οι δέκα άνδρες είχαν ήδη συμφωνήσει μεταξύ τους να μην γίνουν εκλογές για την επόμενη χρονιά, αλλά να παραμείνουν στη θέση τους επ' αόριστον. [35] [36]

Η ώρα των εκλογών ήρθε και πέρασε και οι δέκα άνδρες παρέμειναν στην εξουσία. Δημοσίευσαν δύο ακόμη πίνακες ρωμαϊκού δικαίου, ανεβάζοντας το σύνολο σε δώδεκα. Μεταξύ των πιο επαχθών ήταν εκείνοι, που περιόριζαν τα δικαιώματα των πληβείων, και ειδικότερα εκείνος που απαγόρευε τους γάμους πατρικίων και πληβείων. Όταν έφτασαν τα νέα για εισβολές από τους Σαβίνους και τους Aέκουους, οι δέκα άνδρες προσπάθησαν να συγκαλέσουν τη Σύγκλητο, η οποία συγκεντρώθηκε μόνο με δυσκολία, καθώς πολλοί από τους συγκλητικούς είχαν εγκαταλείψει την πόλη, αντί να υπομένουν τους δέκα άνδρες ή αρνήθηκαν να υπακούσουν την κλήση τους, με το σκεπτικό ότι οι δέκα άνδρες δεν κατείχαν πλέον κανένα νόμιμο αξίωμα. [37] [38]

Όταν συγκεντρώθηκε η Σύγκλητος, δύο από τους συγκλητικούς αντιτάχθηκαν ανοιχτά και φωνητικά στους δέκα άνδρες. Ο Λεύκιος Βαλέριος Ποτίτιος και ο Mάρκος Οράτιος Βαρβάτος υποστήριξαν, ότι η θητεία των δέκα ανδρών είχε λήξει και ότι δεν είχαν καμία νόμιμη εξουσία. Οι δέκα άνδρες ήταν χειρότεροι από τους βασιλείς, διότι τώρα ο ρωμαϊκός λαός υπέφερε κάτω από δέκα Ταρκύνιους. Ο θείος τού Κλαύδιου, Γάιος, μίλησε εκ μέρους του, ο οποίος προέτρεψε να μην ληφθούν προς το παρόν ενέργειες κατά των δέκα ανδρών. Ο Άππιος διέταξε έναν από τους ραβδούχους να συλλάβει τον Βαλέριο, αλλά εκείνος έκανε έκκληση στον κόσμο και γλίτωσε την τιμωρία, όταν ο Λεύκιος Κορνήλιος Μαλουγινένσις, αδελφός ενός των δέκα ανδρών, άρπαξε τον Άππιο, φαινομενικά για να τον προστατεύσει από το πλήθος, αλλά στην πραγματικότητα να του αποσπάσει την προσοχή. [39] [40]

Τέλος των δέκα ανδρών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σύγκλητος διόρισε μία στρατιωτική διοίκηση στους δέκα άνδρες, αλλά ηττήθηκαν και στα δύο μέτωπα και οι στρατοί τους γρήγορα υποχώρησαν πίσω από στιβαρές άμυνες. Εν τω μεταξύ, συνέβησαν δύο εγκλήματα, που συνέβαλλαν στην ανατροπή των δέκα ανδρών. Πρώτον, ένας στρατιώτης ονόματι Λεύκιος Σίκιος Δεντάτος, ο οποίος είχε προτείνει την εκλογή νέων τριβούνων και το ότι οι στρατιώτες έπρεπε να αρνηθούν να υπηρετήσουν, μέχρι να αντικατασταθούν οι δέκα άνδρες, δολοφονήθηκε με εντολή των διοικητών των δέκα ανδρών, οι οποίοι προσπάθησαν να συγκαλύψουν την πράξη, με τον ισχυρισμό ότι αυτός είχε πέσει σε ενέδρα και σκοτώθηκε από τον εχθρό, παρά το γεγονός ότι έδωσε γενναίο αγώνα. Η αλήθεια ανακαλύφθηκε, όταν το σώμα του βρέθηκε περικυκλωμένο μόνο από Ρωμαίους, χωρίς πτώματα εχθρού. [41] [42]

Ξυλογραφία που απεικονίζει τη δίκη της Βηργινίας ενώπιον τού Κλαύδιου.

Το δεύτερο και πιο διάσημο παράπτωμα αφορούσε μία νεαρή γυναίκα, που λεγόταν Βηργινία, κόρη ενός εκατόνταρχου, τού Λεύκιου Βηργινίου. Αρραβωνιάστηκε με τον Λεύκιο Ικίλιο, τριβούνο των πληβείων το 456. Επιθυμώντας την για τον εαυτό του, ο Άππιος έστειλε τον υπηρέτη του, Μάρκο Κλαύδιο, να απαγάγει τη Βηργινία, με το πρόσχημα ότι ήταν σκλάβα τού Αππίου. Όταν η κατάστασή της έγινε γνωστή, ο Άππιος συναίνεσε να την ελευθερώσει εν αναμονή της δίκης της αξίωσής του, αλλά υποστήριξε σταθερά, και επάνω από τις αντιρρήσεις τού πατέρα της Βηργινίας και τού Ικίλιου, ότι ήταν σκλάβα του. Αντί να ατιμαστεί η κόρη του από αυτόν -τον ένα των δέκα ανδρών-, ο πατέρας της άρπαξε ένα μαχαίρι από έναν κρεοπώλη στην αγορά και μαχαίρωσε τη Βηργινία μέχρι θανάτου. [43] [44]

Ο Κλαύδιος διέταξε τη σύλληψη τού Ικίλιου, αλλά ο Βαλέριος και ο Οράτιος εμπόδισαν τον ραβδούχο. Προτού προλάβουν να συλληφθούν, το πλήθος ήρθε να τους βοηθήσει και ο Κλαύδιος τράπηκε σε φυγή, για να σώσει τη ζωή του. Η Σύγκλητος έδωσε τη στρατιωτική διοίκηση στον Βαλέριο και τον Οράτιο, οι οποίοι εξελέγησαν δεόντως ύπατοι, αφού οι δέκα άνδρες αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Μόλις αντιμετωπίστηκε η απειλή από τους Σαβίνους και τους Αέκουους, οι δέκα άνδρες οδηγήθηκαν σε δίκη. Ο Γάιος Κλαύδιος παρακάλεσε και πάλι για λογαριασμό τού ανιψιού του, αλλά ο Βηργίνιος απαίτησε να δικαστεί ο Άππιος. Σύμφωνα με τον Διονύσιο, ο Άππιος λέγεται ότι απαγχονίστηκε στη φυλακή, προτού δικαστεί, αλλά η λαϊκή υποψία ήταν ότι θανατώθηκε με εντολή των πληβείων. Ο Λίβιος αναφέρει ότι ο Άππιος αυτοκτόνησε πριν από τη δίκη του. Οι άλλοι δέκα άνδρες πήγαν στην εξορία, εκτός από τον Σπούριο Όππιο, ο οποίος δικάστηκε, καταδικάστηκε και θανατώθηκε την ίδια ημέρα, για το έγκλημα τού σκληρού ξυλοδαρμού ενός ηλικιωμένου στρατιώτη. [45] [46] [47]

Ιστορικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ολόκληρη η αφήγηση στον Λίβιο και τον Διονύσιο για την υπατεία τού Κλαύδιου το 471 π.Χ. απορρίπτεται από τον Φρήντριχ Μύντσεν, [11] και η σύγχρονη επιστήμη απορρίπτει τις υποτιθέμενες υπερβολές του ως decemvir επίσης. Αυτές οι αναφορές αποτελούν μέρος μίας μεταγενέστερης παράδοσης, που περιγράφουν τους Κλαύδιους ως αλαζονικούς αριστοκράτες και εχθρούς των πληβείων. [48] [15] Ο Θήοντορ Μόμσεν και ο Τ. Π. Γουάιζμαν υποστήριξαν, ότι η ιστορία της Βηργινίας και άλλοι μύθοι για τους Κλαυδίους κατασκευάστηκαν στην ύστερη Δημοκρατία από τον ιστορικό Βαλέριο Αντία. [14] [49]

Πολιτιστικές απεικονίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 113. Ανακτήθηκε στις 29  Ιουνίου 2021.
  2. 2,0 2,1 «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 113. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  3. 3,0 3,1 «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 32. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  4. «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 113. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  5. «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 141. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Thomas Robert Shannon Broughton: «The Magistrates of the Roman Republic» (Αγγλικά) Αμερικανική Φιλολογική Εταιρεία. 1951. ISBN-10 0-89130-812-1.
  7. Livy, ii. 16, 21.
  8. Suetonius, "The Life of Tiberius", 1.
  9. Dionysius, v. 40, vi. 23.
  10. 10,0 10,1 Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, vol. I, p. 767.
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 Münzer.
  12. Broughton, vol. I, pp. 30, 45.
  13. Ogilvie.
  14. 14,0 14,1 Wiseman.
  15. 15,0 15,1 Warrior.
  16. Livy, iv. 35, 36, vi. 40.
  17. Wiseman, σελ. 77 (note 1).
  18. Traupman, p. 122 ("crassus").
  19. Dionysius, viii. 90.
  20. Livy, ii. 56.
  21. Livy, ii. 57.
  22. Livy, ii. 58, 59.
  23. 23,0 23,1 Dionysius, ix. 50.
  24. Livy, ii. 59
  25. Harper's Dictionary of Classical Literature and Antiquities, p. 475 ("Decimation").
  26. Livy, ii. 62 (Aubrey de Sélincourt, trans.).
  27. Livy, ii. 62.
  28. Dionysius, ix. 51–54.
  29. Livy, iii. 31–33.
  30. Dionysius, x. 52, 54–56.
  31. 31,0 31,1 Livy, iii. 33–35.
  32. Dionysius, x. 57, 58.
  33. Dionysius, x. 58, 59.
  34. Livy, iii. 36.
  35. 35,0 35,1 Dionysius, x. 59, 60.
  36. Livy, iii. 37.
  37. Livy, iii. 38.
  38. Dionysius, x. 60, xi. 2, 3.
  39. Livy, iii. 39–41.
  40. Dionysius, xi. 4–21.
  41. Livy, iii. 41–43.
  42. Dionysius, xi. 22–27.
  43. Livy, iii. 44–48.
  44. Dionysius, xi. 28–37.
  45. Livy, iii. 49–58.
  46. Dionysius, xi. 46.
  47. Dionysius, 38–46.
  48. Oxford Classical Dictionary, "Claudius Crassus Inregillensis Sabinus, Appius
  49. Vasaly 1987.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωταρχικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δευτερεύουσες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]