Άππιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άππιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Appius Claudius M.f. Sabinus Inregillensis (Λατινικά)
Γέννηση540 π.Χ.
Regillum
Θάνατος480 π.Χ.
Αρχαία Ρώμη
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςλατινική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΡωμαίος πολιτικός
Ρωμαίος στρατιωτικός
Οικογένεια
ΤέκναΆππιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις[1]
Γάιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις[2][3]
Άππιος Κλαύδιος Κράσσος Ινρεγιλένσις Σαβίνος[2][4]
ΓονείςMarcus Claudius
ΟικογένειαClaudii Sabini
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΡωμαίος συγκλητικός (άγνωστη τιμή)[5]
Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (495 π.Χ.)[5]

Ο Άππιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις ή Ινρεγιλένσις, λατιν.: Appius Claudius Sabinus Regillensis ή Inregillensis, (π. 505 – 480 π.Χ.) ήταν ο θρυλικός ιδρυτής του ρωμαϊκού γένους των Κλαυδίων και ύπατος το 495 π.Χ. Ήταν η ηγετική φυσιογνωμία τού αριστοκρατικού κόμματος στην πρώιμη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. [6]

Ιστορικό και μετανάστευση στη Ρώμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άππιος Κλαύδιος ήταν ένας πλούσιος Σαβίνος από μία πόλη γνωστή ως "Regillum". Το αρχικό του όνομα ήταν το Άττιος Κλαύσος (Attius Clausus), σύμφωνα με τον Λίβιο. Ο Σουητώνιος δίνει το Άττα Κλαύδιος, ενώ ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσός το Τίτος Κλαύδιος. [7] [8] [9] Από τους υπατικούς πίνακες, είναι γνωστό ότι ο πατέρας τού Κλαύδιου ονομαζόταν Μάρκος. [10] Είχε τουλάχιστον δύο γιους: τον Άππιο Κλαύδιο Σαβίνο Ρεγιλένσις, ύπατο το 471 π.Χ., και τον Γάιο Κλαύδιο Σαβίνο Ρεγιλένσις, ύπατο το 460 π.Χ. Ο Άππιος Κλαύδιος Κράσσος, ένας των δέκα ανδρών (decemvir), ήταν εγγονός του. [11]

Το 505 π.Χ. λίγο μετά την εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, η Ρώμη διεξήγαγε επιτυχώς πόλεμο εναντίον των Σαβίνων και τον επόμενο χρόνο, οι Σαβίνοι διχάστηκαν ως προς το αν έπρεπε να αντεπιτεθούν, ή να κάνουν ειρήνη με τους Ρωμαίους. Ο Κλαύσος ευνόησε την ειρήνη με τους Ρωμαίους, και καθώς η φατρία που ευνοούσε τον πόλεμο έγινε πιο ισχυρή, μετανάστευσε στη Ρώμη με μία μεγάλη ομάδα πελατών του και πήρε το όνομα Appius Claudius. Σε αναγνώριση τού πλούτου και της επιρροής του, έγινε δεκτός ως πατρίκιος και τού δόθηκε μία θέση στη Σύγκλητο, όπου γρήγορα έγινε ένας από τους κορυφαίους άνδρες. Στους οπαδούς του παραχωρήθηκε γη στην μακρινή πλευρά τού Άνιο και μαζί με άλλους Σαβίνους αποτέλεσαν τη βάση της φυλής των «Παλαιών Κλαυδίων». [7] [8] [9]

Αξίωμα υπάτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 495 π.Χ., εννέα χρόνια αφότου έφτασε στη Ρώμη, ο Κλαύδιος έγινε ύπατος με τον Πόπλιο Σερβίλιο Πρίσκο Στρούκτο. Μπορεί προηγουμένως να ήταν ταμίας (quaestor). [12] Η υπατεία τού Κλαύδιου και τού Σερβίλιου σημαδεύτηκε από την ευπρόσδεκτη είδηση τού θανάτου τού Ταρκίνου στην Κύμη (Cumae), όπου ο τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης είχε καταφύγει μετά τη μάχη της λίμνης Regillus. Ωστόσο, το τέλος μίας απειλής που είχε ενώσει τα κοινωνικά στρώματα στη Ρώμη, ενθάρρυνε επίσης την αριστοκρατία (τους πατρίκιους) να εκμεταλλευτεί τη θέση της, προμηνύοντας την επερχόμενη Σύγκρουση των Τάξεων. Νέοι άποικοι στάλθηκαν στη Σίγνια, όπου είχε ιδρυθεί αποικία από τον παλαιό βασιλιά. Η Κλαυδία φυλή (tribus Claudia) ενσωματώθηκε επίσημα στο ρωμαϊκό κράτος και ολοκληρώθηκε νέος ναός τού Ερμή. [13] [10] [14]

Εν τω μεταξύ, οι Βόλσκοι (Volsci) άρχισαν τις προετοιμασίες για πόλεμο, και με τη βοήθεια των Ερνίκων (Hernici) πλησίαζαν τους Λατίνους. Πνιγμένοι από την πρόσφατη ήττα τους στη λίμνη Regillus, οι Λατίνοι δεν είχαν κάποια διάθεση για πόλεμο και αντ' αυτού παρέδωσαν τους απεσταλμένους των Βόλσκων στη Ρώμη, προειδοποιώντας τη Σύγκλητο για την εκκρεμή στρατιωτική απειλή. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, έξι χιλιάδες Λατίνοι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι και η Σύγκλητος συμφώνησε να εξετάσει μία συνθήκη με τους Λατίνους, η οποία είχε προηγουμένως απορριφθεί. [15] [16]

Αλλά η προσοχή της πόλης απομακρύνθηκε ξαφνικά από την απειλή πολέμου με τους Βόλσκους με την εμφάνιση αλυσοδεμένων ανδρών, οι οποίοι είχαν παραδοθεί στους πιστωτές τους, αφού έπεσαν ανεπανόρθωτα σε χρέη, μεταξύ των οποίων ήταν ένας ηλικιωμένος στρατιώτης, που είχε χάσει το σπίτι και την περιουσία του, ενώ πολεμούσε για τη χώρα του στον πόλεμο των Σαβίνων. Οι κραυγές για δικαιοσύνη κατέκλυσαν σύντομα τους δρόμους και οι ύπατοι προσπάθησαν βιαστικά να συγκαλέσουν τη Σύγκλητο, αν και πολλοί από τους συγκλητικούς κρύφτηκαν φοβούμενοι για τη ζωή τους. Ο Κλαύδιος προέτρεψε τη σύλληψη των υποτιθέμενων ταραχοποιών, υποθέτοντας ότι ο κόσμος θα αποθαρρυνόταν, αν έδιναν παράδειγμα οι ηγέτες τους. Ο Σερβίλιος, εν τω μεταξύ, προέτρεψε τη Σύγκλητο να διαπραγματευτεί με τους πληβείους, με την ελπίδα να επιλυθεί η κρίση. [17] [18]

Ενώ η Σύγκλητος συζητούσε, έφθασαν τα νέα από το Λάτιο ότι οι Βόλσκοι βάδιζαν προς τη Ρώμη. Το λαϊκό συναίσθημα ήταν ότι οι πατρίκιοι έπρεπε να πολεμήσουν τον δικό τους πόλεμο, χωρίς βοήθεια από τους πληβείους. Έτσι η Σύγκλητος, πιστεύοντας ότι ο ύπατος Σερβίλιος θα ήταν πιο πιθανό να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πληβείων σε αυτήν την περίοδο έκτακτης ανάγκης, τον παρακάλεσε να πραγματοποιήσει μία συμφιλίωση. Ο Σερβίλιος απευθύνθηκε στους πληβείους, προτρέποντάς τους να ενωθούν ενάντια σε μία κοινή απειλή, και ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να κερδίσουν με την προσπάθεια να εξαναγκάσουν τη δράση της Συγκλήτου. Δήλωσε ότι κανένας άνθρωπος που θα προσφερόταν να υπηρετήσει εθελοντικά κατά της εισβολής των Βόλσκων, δεν θα μπορούσε να φυλακιστεί ή να παραδοθεί στους πιστωτές του, ούτε θα έπρεπε κάποιος πιστωτής να παρενοχλήσει τις οικογένειες ή την περιουσία οποιουδήποτε στρατιώτη, και ότι όσοι ήταν στα δεσμά, θα έπρεπε να απελευθερωθούν για να υπηρετήσουν στην ερχόμενη μάχη. [19] [20]

Αφού εντόπισε μία αιφνιδιαστική επίθεση των Βόλσκων, ο ύπατος Σερβίλιος, στην εμπροσθοφυλακή τού οποίου ήταν πολλοί από τους απελευθερωμένους οφειλέτες, οδήγησε μία επιτυχημένη επίθεση στους Βόλσκους, οι οποίοι διεράγισαν και τράπηκαν σε φυγή. Ο Σερβίλιος κατέλαβε το στρατόπεδο των Βόλσκων και συνέχισε προς τη Βολσκική πόλη Σουέσα Πομέτια, την οποία κατέλαβε επίσης. [21] Μία ομάδα επιδρομών των Σαβίνων εκμεταλλεύτηκε την απουσία τού υπάτου, για να εισέλθει στη ρωμαϊκή επικράτεια, αλλά τους καταδίωξε ο Aύλος Ποστούμιος Άλβος Ρεγιλένσις, ο πρώην δικτάτορας, έως ότου ο Σερβίλιος μπόρεσε να ενωθεί μαζί του, και οι δυο τους καταδίωξαν τους Σαβίνους. Μόλις το έκαναν αυτό, έφτασαν απεσταλμένοι από τους Aυρούνκους, απειλώντας με πόλεμο, εκτός εάν οι Ρωμαίοι έφευγαν από το έδαφος των Βόλσκων. Ενώ η Ρώμη προετοίμαζε τις άμυνές της, ο Σερβίλιος βάδισε εναντίον των Αυρούνκων και τους νίκησε αποφασιστικά σε μία μάχη κοντά στην Αρικία. [22] [23]

Στη Ρώμη, ο Κλαύδιος διέταξε να φέρουν στην Αγορά (Forum) τριακόσιους Βόλσιους ομήρους από προηγούμενη σύγκρουση, όπου τους έβαλε να μαστιγωθούν δημόσια και στη συνέχεια να αποκεφαλιστούν. Όταν ο ύπατος Σερβίλιος επέστρεψε και επιδίωξε την τέλεση τού θριάμβου για τις νίκες του, ο Κλαύδιος εναντιώθηκε σθεναρά, υποστηρίζοντας ότι ο Σερβίλιος είχε ενθαρρύνει την εξέγερση και τάχθηκε στο πλευρό τού στρατεύματος εναντίον του κράτους. Λυπήθηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ο Σερβίλιος είχε επιτρέψει στους στρατιώτες του να κρατήσουν τα λάφυρα της νίκης τους στη Σουέσσα Πομέτια, αντί να τα καταθέσουν στο ταμείο. Η Σύγκλητος απέρριψε έτσι το αίτημα τού Σερβίλιου, αλλά επικαλούμενος την αίσθηση της τιμής τού λαού, ο ύπατος έλαβε θριαμβευτική πομπή παρά το διάταγμα της Συγκλήτου. [24]

Μετά τις επιτυχίες τού στρατού τους, οι Ρωμαίοι οφειλέτες αναζήτησαν ανακούφιση, αλλά ο ύπατος Κλαύδιος κατέφυγε στα πιο σκληρά δυνατά μέτρα, αγνοώντας τις υποσχέσεις τού συναδέλφου το, όταν ο πόλεμος απειλούσε την ίδια την ύπαρξη τού ρωμαϊκού κράτους. Τροφοδοτημένος από τη δική του αλαζονεία και την επιθυμία να δυσφημήσει τον Σερβίλιο, επέστρεψε όσους είχαν προηγουμένως δεσμευτεί στους πιστωτές τους και καταδίκασε όσους ήταν προηγουμένως ελεύθεροι από υποτέλεια. Ο κόσμος παρακάλεσε τον Σερβίλιο για άλλη μία φορά να έρθει σε βοήθειά του, αλλά νιώθοντας ότι δεν μπορούσε να κάνει καμία πρόοδο ενάντια στον Κλαύδιο και τους υποστηρικτές του στη Σύγκλητο, έκανε ελάχιστα, και έτσι έγινε το ίδιο μισητός με τον συνάδελφό του. Όταν οι ύπατοι δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν ως προς το ποιος από αυτούς έπρεπε να αφιερώσει τον Ναό τού Ερμή, η Σύγκλητος έδωσε την απόφαση στους πληβείους, περιμένοντας από αυτούς να επιλέξουν τον Σερβίλιο ως ηγέτη τους. Αλλά αντ' αυτού επέλεξαν έναν εκατόνταρχο, τον Μάρκο Λαετόριο, αντί για κάποιον ύπατο, εξοργίζοντας τόσο τη Σύγκλητο, όσο και τον Κλαύδιο. [25]

Πλήβειοι όχλοι άρχισαν σύντομα να μεσολαβούν για λογαριασμό όσων είχαν δεσμευτεί για χρέη, να τους ελευθερώνουν και να χτυπούν τους πιστωτές τους, να αμελούν τις εντολές τού υπάτου και να αγνοούν τα διατάγματά του. [25] Όταν έφτασαν τα νέα για μία εισβολή των Σαβίνων, οι άνθρωποι αρνήθηκαν να καταταγούν και ο Κλαύδιος κατηγόρησε τον συνάδελφό του για προδοσία, επειδή απέτυχε να καταδικάσει τους οφειλέτες ή να συγκεντρώσει στρατεύματα όπως ζητήθηκε, αψηφώντας τις εντολές της Συγκλήτου. «Ωστόσο, η Ρώμη δεν είναι τελείως έρημη· η εξουσία των υπάτων δεν έχει ακόμη απορριφθεί εντελώς. Εγώ ο ίδιος θα σηκωθώ, μόνος, για το μεγαλείο τού αξιώματός μου και της Συγκλήτου.» [26] Τότε ο Κλαύδιος διέταξε τη σύλληψη ενός από τους πληβείους αρχηγούς, ο οποίος άσκησε έφεση κατά της κρίσης τού υπάτου, καθώς οι ραβδούχοι (lictores) τον έσυραν μακριά. Στην αρχή ο Κλαύδιος σκέφτηκε να αγνοήσει την έφεση, κατά παράβαση τού lex Valeria, που παρείχε το δικαίωμα προσφυγής σε όλους τους Ρωμαίους πολίτες. Αλλά ήταν τόσο άγριος ο σάλος, που αναγκάστηκε να αφήσει ελεύθερο τον άνδρα. Πριν τελειώσει η χρονιά, ομάδες πληβείων άρχισαν να συναντώνται κρυφά, για να συζητήσουν μία πορεία δράσης. [27]

Απόσχιση του βουλεύματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον επόμενο χρόνο, έφτασε η είδηση στη Σύγκλητο ότι ομάδων πληβείων συναντήθηκαν τη νύχτα στους λόφους Aβεντίνο και Eσκουιλίνο . Οι συγκλητικοί ζήτησαν τη σκληρή απάντηση ενός ανθρώπου, όπως ο Άππιος Κλαύδιος, και διέταξαν τους υπάτους να επιβάλουν στρατεύματα, για να καταπνίξουν την αναταραχή και να αντιμετωπίσουν μία επικείμενη απειλή από τους Aέκουους, τους Βόλσκους και τους Σαβίνους. [28] [29] Αλλά κανένας από τον λαό δεν θα απαντούσε στην πρόσκληση, αν δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματά τους για ανακούφιση και απελευθέρωση από το σκληρό χρέος, που τους καταπίεζε. Ανίσχυροι να εκτελέσουν τις οδηγίες τους, οι ύπατοι κλήθηκαν να παραιτηθούν, αλλά ζήτησαν από τους συγκλητικούς να σταθούν μαζί τους, καθώς προσπαθούσαν να το κάνουν. Αφού εγκατέλειψε την προσπάθεια, η Σύγκλητος συζήτησε τρεις προτάσεις: ο ύπατος Aύλος Βηργίνος Τρικόστος Καιλιομοντάνος αντιτάχθηκε στη γενική ελάφρυνση τού χρέους, αλλά πρότεινε στη Σύγκλητος να τηρήσει τις υποσχέσεις τού προκατόχου του, στους άνδρες που είχαν πολεμήσει εναντίον των Βόλσκων, Aυρούνκων και Σαβίνων το προηγούμενο έτος. Ο Τίτος Λάρκιος, ο οποίος είχε διατελέσει δύο φορές ύπατος, καθώς και ο πρώτος Ρωμαίος δικτάτορας, θεώρησαν ότι η προνομιακή μεταχείριση ορισμένων οφειλετών και όχι άλλων κινδύνευε να αυξήσει την αναταραχή, και υποστήριξαν ότι μόνο η γενική ανακούφιση θα έλυνε την κατάσταση. [28] [30]

Αντίθετος σε κάθε ανακούφιση ήταν ο Κλαύδιος, ο οποίος υποστήριξε ότι η πραγματική αιτία της αναταραχής ήταν η περιφρόνηση τού νόμου από τον λαό και το δικαίωμα έφεσης, που είχε στερήσει από τους υπάτους την κατάλληλη εξουσία: «Σας προτρέπω, λοιπόν, να διορίσετε έναν δικτάτορα, από τους οποίους δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης. Κάντε το και θα ρίξετε αρκετά γρήγορα νερό στη φωτιά. Θα ήθελα να δω οποιονδήποτε να χρησιμοποιεί βία εναντίον ενός ραβδούχου, όταν ξέρει ότι η εξουσία να τον μαστιγώσει ή να τον σκοτώσει είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια τού ανθρώπου, τού οποίου το μεγαλείο τόλμησε να προσβάλει!» [31] [32]

Αυτό το μέτρο φαινόταν υπερβολικά αυστηρό σε πολλούς από τους συγκλητικούς, αλλά ο Κλαύδιος κέρδισε την ημέρα και σχεδόν διορίστηκε δικτάτορας ο ίδιος. Αντίθετα, η Σύγκλητος διόρισε τον Mάνιο Βαλέριο Μάξιμο, αδελφό τού Πόπλιου, τού οποίου οι νόμοι είχαν παραχωρήσει το δικαίωμα προσφυγής στον ρωμαϊκό λαό. Ο Βαλέριος, ήδη έμπιστο πρόσωπο, επανέλαβε τις υποσχέσεις για ελευθερία και ανακούφιση από τις σκληρές ποινές τού χρέους, που είχε κάνει ο ύπατος Σερβίλιος τον προηγούμενο χρόνο και μπόρεσε να συγκεντρώσει δέκα λεγεώνες, με τις οποίες αυτός και οι δύο ύπατοι νίκησαν τους Aέκουους, Βόλσκους και Σαβίνους. Κατά τη θριαμβευτική επιστροφή του, ο Βαλέριος προχώρησε στη Σύγκλητο για να εκπληρώσει τις υποσχέσεις, που είχε δώσει στον λαό. Όμως η Σύγκλητος απέρριψε την παράκλησή του και ο Βαλέριος παραιτήθηκε από το αξίωμά του, επιπλήττοντας τους συγκλητικούς για το δυσεπίλυτο. [33] [34]

Αμέσως μετά, η Σύγκλητος διέταξε ξανά τον στρατό να εισέλθει στο πεδίο για να συναντήσει μία υποτιθέμενη δύναμη των Aέκουων, και βασιζόμενη στους όρκους των στρατιωτών να υπακούσουν στους υπάτους. Αλλά οι στρατιώτες εξεγέρθηκαν και αποσύρθηκαν μαζικά στο Ιερό Όρος. [35] [36] Με την πόλη μόνη και ανυπεράσπιστη, και τους εναπομείναντες κατοίκους ο καθένας φοβισμένος για τον άλλον, ο Αγρίππας Μενένιος Λανάτος, ο οποίος ήταν ο ίδιος ύπατος το 503 π.Χ., παρότρυνε τη Σύγκλητο να επιχειρήσει μία συμφιλίωση με τους βουλευτές και αποσπάστηκε από τον Βαλέριο, ο οποίος περιέγραψε τον Κλαύδιο ως «εχθρό του λαού και υπέρμαχο της ολιγαρχίας», οδηγώντας το ρωμαϊκό κράτος στην καταστροφή του. [37] Ο Κλαύδιος, ωστόσο, επέπληξε τον Βαλέριο και τον Μενένιο για την αδυναμία και την κριτική τους, και τέθηκε εξίσου σθεναρά κατά της διαπραγμάτευσης ή της οποιασδήποτε παραχώρησης στους ανθρώπους, τους οποίους περιέγραψε ως ζώα. [38]

Μετά από πολλή συζήτηση, η Σύγκλητος συμφώνησε να στείλει δέκα απεσταλμένους, για να διαπραγματευτεί με τους πληβείους. Μεταξύ αυτών ήταν ο Μενένιος και ο Βαλέριος, ο Σερβίλιος, ύπατος τού προηγούμενου έτους· ο Λάρτιος και αρκετοί άλλοι πρώην ύπατοι που είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη τού λαού. Η σύγκρουση επιλύθηκε τελικά, όταν η Σύγκλητος συμφώνησε -για άλλη μία φορά ενάντια στις αντιρρήσεις τού Κλαύδιου- στην απαλλαγή των χρεών και στη σύσταση πληβείων τριβούνων, που είχαν την εξουσία να ασκούν βέτο στις ενέργειες της Συγκλήτου και των υπάτων και οι ίδιοι ιεροί, με ολόκληρο το σώμα των πληβείων υποχρεωμένο να τους υπερασπιστεί από οποιαδήποτε επίθεση. Μόλις διορίστηκαν οι νέοι αξιωματούχοι, οι στρατιώτες συμφώνησαν να επιστρέψουν στην πόλη, τερματίζοντας την πρώτη «Απόσχιση των Πληβείων». [35] [39]

Η «σύγκρουση των τάξων» θα συνεχιζόταν για άλλους δύο αιώνες, καθώς οι πληβείοι αγωνίζονταν συνεχώς για μεγαλύτερα δικαιώματα και πολιτική ισότητα και οι πατρίκιοι αγωνίζονταν για να διατηρήσουν τον έλεγχο τού κράτους. Καθ' όλη τη διάρκεια των ετών, ο Κλαύδιος και οι απόγονοί του θα αντιτίθεντο συνεχώς σε όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις, με όλη την υπερηφάνεια και την αλαζονεία που είχε επιδείξει ο ίδιος ο ύπατος. [11]

Μετέπειτα σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρώμη επλήγη από έλλειψη σιτηρών τον επόμενο χρόνο και οι διαμάχες μεταξύ των πατρικίων και των πληβείων επανήλθαν, καθώς οι πλούσιοι κατηγορήθηκαν για αποθησαύριση τροφίμων. Για άλλη μία φορά, ο Κλαύδιος προέτρεψε τη Σύγκλητο να υιοθετήσει σκληρή γραμμή κατά του όχλου και όλων όσων τους ενθάρρυναν. Οι πιο ήρεμες φωνές επικράτησαν και τελικά προμηθεύτηκε φαγητό από τον Αριστόδημο τον Κυμαίο (με κόστος πολλών πλοίων που ο Αριστόδημος κράτησε ως πληρωμή) και από την Ετρουρία. [40] [41]

Δύο χρόνια αργότερα, το 491 π.Χ., η Ρώμη εξακολουθούσε να ανακάμπτει από την πείνα και οι τιμές των σιτηρών εξακολουθούσαν να είναι απελπιστικά υψηλές. Ο Γάιος Μάριος Κοριολανός, ένας νεαρός συγκλητικός που είχε κερδίσει τη φήμη στο πεδίο της μάχης, αφού βοήθησε στην κατάληψη της πόλης Corioli από τους Βόλσκους, και που από τότε είχε γίνει ηγέτης της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, επαίνεσε τον Άππιο Κλαύδιο για τη σταθερή του στάση ενάντια στους πληβείους και προέτρεψε η Σύγκλητος να μην προβεί σε κάποια ενέργεια, για να ανακουφίσει τη στενοχώρια του λαού, εκτός εάν οι πληβείοι συμφωνούσαν να παραδώσουν το προνόμιο που κερδήθηκε με κόπο να εκλέγουν τους δικούς τους τριβούνους. Τότε διαδόθηκε ότι ο Κοριολανός θα έβαζε τη Σύγκλητο να λιμοκτονήσει τον λαό για υποταγή, και σώθηκε από μία ταραχή, μόνο όταν οι τριβούνοι διέταξαν τη σύλληψή του. [42] [43]

Ο Κλαύδιος, ο οποίος είχε διακριθεί από καιρό ως «ο μεγαλύτερος εχθρός των πληβείων», συσπειρώθηκε για την υπεράσπιση του Κοριολανού, καταδιώκοντας τον λαό για την προδοσία και την αχαριστία τους και κατηγορώντας τους για συνωμοσία κατά της κυβέρνησης της Δημοκρατίας. Ο Mάνιος Βαλέριος αντιπαρατέθηκε, προτρέποντας ότι ο κόσμος είχε το δικαίωμα να φέρει τον Κοριολανό σε δίκη, και ότι θα μπορούσε να αθωωθεί ή να αντιμετωπιστεί με επιείκεια, αν η αιτία εναντίον του προχωρήσει. Ο Κοριολανός υποβλήθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε για φιλοδοξία για τυραννία με ψήφους δώδεκα από τις είκοσι μία φυλές. αλλά σε αναγνώριση της προηγούμενης υπηρεσίας του στο κράτος, καταδικάστηκε μόνο σε εξορία. [44]

Το 486, ο ύπατος Σπούριος Κάσσιος Βεκελίνος σύναψε μία συνθήκη με τους Ερνίκους και πρότεινε τον πρώτο αγροτικό νόμο, με την πρόθεση να διανεμηθεί ένα παραμελημένο τμήμα της δημόσιας γης μεταξύ των πληβείων και των συμμάχων. Για άλλη μία φορά, ο Κλαύδιος ήταν στην πρώτη γραμμή της αντιπολίτευσης στη Σύγκλητο, υποστηρίζοντας ότι ο λαός ήταν αδρανής και δεν θα μπορούσε να καλλιεργήσει τη γη, και κατηγορώντας τον Κάσσιο για ενθάρρυνση εξέγερσης. Το σχέδιο τού Κάσσιου απορρίφθηκε και τον επόμενο χρόνο οδηγήθηκε σε δίκη από τους πατρικίους, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι φιλοδοξούσε να πάρει τη βασιλική εξουσία. Καταδικάστηκε, μαστιγώθηκε και θανατώθηκε, το σπίτι του γκρεμίστηκε, η περιουσία του κατασχέθηκε από το κράτος και οι τρεις μικροί γιοι του μετά βίας γλίτωσαν την εκτέλεση. [45] [46]

Το 480 π.Χ., όταν ο Τίτος Ποντιφίκιος, ένας από τους τριβούνους των πληβείων, προέτρεψε τους πληβείους να αρνηθούν να εγγραφούν στη στρατιωτική θητεία, έως ότου αναληφθεί αγροτική μεταρρύθμιση, ο Κλαύδιος έπεισε τη Σύγκλητο να αντιταχθεί στον Ποντιφίκιο, λαμβάνοντας την υποστήριξη άλλων τριβούνων, και δεν επιχειρήθηκε κάποια μεταρρύθμιση. [47]

Γενεαλογία Κλαυδίων Κράσσων[επεξεργασία κώδικα]

Μάρκος Κλαύσος Σαβίνος
(Άττιος Κλαύσος Σαβίνος)
Άππιος Κλαύδιος Ρεγιλένσις
ύπατος το 495 π.Χ.
Γάιος Κλαύδιος Ρεγιλένσις
ύπατος το 460 π.Χ.
Άππιος Κλαύδιος Κράσσος
ένας των δέκα ανδρών
ΚΛΑΔΟΣ ΚΛΑΥΔΙΩΝ ΚΡΑΣΣΩΝ
Άππιος Κλαύδιος Κράσσος
ύπατος το 451 π.Χ.
υπατικός τριβούνος το 424 π.Χ.
Πόπλιος Κλαύδιος Κράσσος
Άππιος Κλαύδιος Κράσσος
υπατικός τριβούνος το 403 π.Χ.
Άππιος Κλαύδιος Κράσσος
δικτάτορας το 362 π.Χ.
ύπατος το 349 π.Χ.
Γάιος Κλαύδιος
δικτάτορας το 337 π.Χ.
Άππιος Κλαύδιος Καίκος
τιμητής το 312 π.Χ.
ύπατος το 307, 296 π.Χ.
Άππιος Κλαύδιος Καύδηξ
ύπατος το 264 π.Χ.
Κλαυδία Πρίμα, Σεκούνδα, Τέρτια, Κουάρτα, ΚουίνταΆππιος Κλαύδιος Ρούσος
ύπατος το 268 π.Χ.
Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ
ύπατος το 249 π.Χ.
ΚΛΑΔΟΣ ΚΛΑΥΔΙΩΝ ΠΟΥΛΧΕΡ
Γάιος Κλαύδιος Κένθων
ύπατος το 240 π.Χ.
δικτάτωρ το 213 π.Χ.
Τιβέριος Κλαύδιος Νέρων
ΚΛΑΔΟΣ ΚΛΑΥΔΙΩΝ ΝΕΡΩΝΩΝ

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Claudii» (Ρωσικά)
  2. 2,0 2,1 «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 32. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  3. «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 141. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  4. «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 113. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  5. 5,0 5,1 Thomas Robert Shannon Broughton: «The Magistrates of the Roman Republic» (Αγγλικά) Αμερικανική Φιλολογική Εταιρεία. 1951. ISBN-10 0-89130-812-1.
  6. Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, vol. I, p. 765.
  7. 7,0 7,1 Livy, ii. 16
  8. 8,0 8,1 Suetonius, "Life of Tiberius", 1.
  9. 9,0 9,1 Dionysius, v. 40.
  10. 10,0 10,1 Broughton, vol. I, p. 13.
  11. 11,0 11,1 Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, vol. I, pp. 765–767.
  12. Broughton, vol I, p. 12.
  13. Livy, ii. 21.
  14. Dionysius, vi. 23.
  15. Livy, ii. 22.
  16. Dionysius, vi. 25.
  17. Livy, ii. 23.
  18. Dionysius, vi. 23, 24, 26, 27.
  19. Livy, ii. 24.
  20. Dionysius, vi. 28, 29.
  21. Dionysius, vi. 29.
  22. Livy, ii. 25, 26.
  23. Dionysius, vi. 31–33.
  24. Dionysius, vi. 30.
  25. 25,0 25,1 Livy, ii. 27.
  26. Livy, ii. 28 (Aubrey de Sélincourt, trans.).
  27. Livy, ii. 28.
  28. 28,0 28,1 Livy, ii. 29.
  29. Dionysius, vi. 34.
  30. Dionysius, vi. 35–37.
  31. Livy, ii. 29 (Aubrey de Sélincourt, trans.).
  32. Dionysius, vi. 37–38.
  33. Livy, ii. 30, 31.
  34. Dionysius, vi. 39–44.
  35. 35,0 35,1 Livy, ii. 32.
  36. Dionysius, vi. 45–48.
  37. Dionysius, vi. 49–58 (Earnest Cary, trans.).
  38. Dionysius, vi. 59–64.
  39. Dionysius, vi. 65–91.
  40. Livy, ii. 34.
  41. Dionysius, vii. 1–18.
  42. Livy, ii. 34, 35.
  43. Dionysius, vii. 21–26.
  44. Dionysius, vii. 47–67 (Earnest Cary, trans.).
  45. Livy, ii. 41.
  46. Dionysius, viii. 68–80.
  47. Livy, Ab urbe condita, 2.44

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]