Μεσοποταμία (Ρωμαϊκή επαρχία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι ρωμαϊκές επαρχίες της Ανατολής υπό τον Τραϊανό, συμπεριλαμβανομένης της Μεσοποταμίας.
Η ύστερη Ρωμαϊκή διοίκηση της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης της επαρχίας Μεσοποταμίας.

Η Μεσοποταμία, λατιν.: Mεsopotamia, ήταν το όνομα μίας ρωμαϊκής επαρχίας, αρχικά μία βραχύβια δημιουργία του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Τραϊανού το 116–117 και στη συνέχεια επανιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο περί το 198. Ο έλεγχος της επαρχίας δινόταν στη συνέχεια μεταξύ της Ρωμαϊκής και της Σασσανιδικής αυτοκρατορίας, μέχρι τις μουσουλμανικές κατακτήσεις του 7ου αι.

Η επαρχία του Τραϊανού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 113 ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Τραϊανός (βασ. 98–117) ξεκίνησε έναν πόλεμο εναντίον του μακροχρόνιου ανατολικού αντιπάλου της Ρώμης, της αυτοκρατορίας των Πάρθων. Το 114 κατέλαβε την Αρμενία, η οποία έγινε επαρχία, και στα τέλη του 115 είχε κατακτήσει τη βόρεια Μεσοποταμία. Και αυτή οργανώθηκε ως επαρχία στις αρχές του 116, όταν κόπηκαν νομίσματα για να εορτάσουν το γεγονός. [1]

Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Τραϊανός βάδισε στην κεντρική και νότια Μεσοποταμία (διευρύνοντας και ολοκληρώνοντας την επαρχία της Μεσοποταμίας) και πέρα από τον ποταμό Τίγρη στην Αδιαβηνή, την οποία προσάρτησε ως μία άλλη ρωμαϊκή επαρχία, την Ασσυρία. [2] Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Τους τελευταίους μήνες του 116, κατέλαβε την περσική πόλη των Σούσων και καθαίρεσε τον Πάρθο βασιλιά Οσρόη Α΄, βάζοντας τον δικό του μαριονέτα-ηγεμόνα Παρθαμασπάτη στον θρόνο των Πάρθων. Ποτέ ξανά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν θα προχωρούσε τόσο μακριά προς τα ανατολικά.

Ωστόσο, μόλις απεβίωσε ο Τραϊανός, ο διάδοχός του Αδριανός (βασ. 117–138) παραιτήθηκε από τις κατακτήσεις του ανατολικά τού ποταμού Ευφράτη, ο οποίος έγινε και πάλι το ανατολικό όριο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. [3] [4]

Η επαρχία του Σεβήρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκστρατεία του Λεύκιου Βέρρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βόρεια Μεσοποταμία, συμπεριλαμβανομένης της Oσροηνής, περιήλθε ξανά υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων στην εκστρατεία των ετών 161-166 του Λεύκιου Βέρρου, αλλά δεν οργανώθηκε επίσημα σε επαρχίες. Αντίθετα, αφέθηκαν υπό τοπικούς υποτελείς ηγεμόνες, αν και διατηρήθηκαν ρωμαϊκές φρουρές, κυρίως στη Νίσιβη.

Έτος των Πέντε Αυτοκρατόρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτός ο έλεγχος απειλήθηκε το 195, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Σεπτίμιου Σεβήρου (βασ. 193–211) και του σφετεριστή Πεσκένιου Νίγηρα, όταν ξέσπασαν εξεγέρσεις στην περιοχή και η Νίσιβις πολιορκήθηκε. Ο Σεβήρος αποκατέστησε γρήγορα την τάξη και οργάνωσε την Oσροηνή ως πλήρη επαρχία. [5] [6]

Επανάκτηση από τον Σεβήρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συνέχεια, ο Σεβήρος ξεκίνησε έναν πόλεμο κατά της Παρθίας, τον οποίο ολοκλήρωσε επιτυχώς με την λεηλασία της πρωτεύουσας των Πάρθων Κτησιφώντα. Μιμούμενος τον Τραϊανό, επανίδρυσε μία επαρχία της Μεσοποταμίας το 198, με πρωτεύουσα τη Νίσιβη, ανυψωμένη στο καθεστώς της πλήρους αποικίας. [7] [8]

Σε αντίθεση με την επαρχία του Τραϊανού, η οποία περιελάμβανε ολόκληρη τη Ρωμαιοκρατούμενη Μεσοποταμία μεταξύ των ποταμών Ευφράτη και Τίγρη, η νέα επαρχία περιοριζόταν μεταξύ της επαρχίας Oσροηνής στα νότια, του Ευφράτη και του Τίγρη στα βόρεια και του ποταμού Χαβόρα (σύγχρονο Χαβούρ ). στην Ανατολή. [9]

Εμπόλεμη ζώνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης που δείχνει την επαρχία της Μεσοποταμίας.

Για το υπόλοιπο της ύπαρξής της, η νέα επαρχία θα παρέμενε μήλον της έριδος μεταξύ των Ρωμαίων και των ανατολικών γειτόνων τους, υποφέροντας βαριά στους επαναλαμβανόμενους Ρωμαιο-Περσικούς Πολέμους. Στην αναταραχή που ακολούθησε το Έτος των Έξι Αυτοκρατόρων, το 239–243, ο Αρδασίρ Α΄ (βασ. 224–241), ο ιδρυτής της νέας αυτοκρατορίας των Σασσανιδών που αντικατέστησε τους ετοιμοθάνατους Πάρθους, επιτέθηκε και κατέλαβε την περιοχή, αλλά αυτή ανακτήθηκε από τον Tιμησίθεο πριν από το τέλος του το 243. [10] Στη δεκαετία του 250 ο Πέρσης σάχης Σαπώρης Α΄ (βασ. π. 240–270) επιτέθηκε στη Μεσοποταμία και πολέμησε με τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Βαλεριανό (βασ. 253–260), τον οποίο συνέλαβε στην Έδεσσα το 260 [11] Τον επόμενο χρόνο, ωστόσο, ο Σαπώρης Α΄ ηττήθηκε βαριά από τον Oδαίναθο της Παλμύρας και εκδιώχθηκε από τη Μεσοποταμία. [12]

Διοκλητιανο-Κωνσταντινική αναδιοργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάτω από τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού (βασ. 284–305) και του Κωνσταντίνου Α’ (βασ. 306–337), έγινε τμήμα της διοίκησης της Ανατολής, η οποία με τη σειρά της υπήχθη στην Υπαρχία της Ανατολής.

Χάρτης ρωμαϊκών στρατιωτικών σταθμών στη Μεσοποταμία από χειρόγραφο του 1436.

Η Nίσιβις και η Σίνγαρα, μαζί με την περιοχή στην Aδιαβηνή που κατέκτησε ο Διοκλητιανός χάθηκαν μετά την καταστροφή της περσικής εκστρατείας του Ιουλιανού το 363, και η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Άμιδα, ενώ η έδρα του στρατιωτικού διοικητή, του δούκα Μεσοποταμίας, βρισκόταν στο Κωνσταντίνα. Άλλες πόλεις ήταν η Μαρτυρόπολις και η Κήφας. [9]

Ύστερη Ρωμαϊκή (Πρώιμη Βυζαντινή) Μεσοποταμία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι ρωμαϊκές δυνάμεις στον Αναστασιανό πόλεμο του 502–506, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας της Ανατολής Αναστάσιος Α΄ (βασ. 491–518) έκτισε το φρούριο του Δάρα ως αντίθετο προς τη Νισίβη και ως τη νέα βάση τού δούκα Μεσοποταμίας.

Κατά τις μεταρρυθμίσεις τού Ιουστινιανού Α' (βασ. 527–565), η επαρχία διαιρέθηκε: οι βόρειες συνοικίες με τη Μαρτυρόπολη πέρασαν στη νέα επαρχία της Αρμενίας IV, ενώ οι υπόλοιπες χωρίστηκαν σε δύο αστικές και εκκλησιαστικές περιφέρειες, η μία (η περιοχή νότια του Τίγρη) με πρωτεύουσα την Άμιδα και την άλλη (την περιοχή Tουρ Αβδίν) με πρωτεύουσα τη Δάρα. [9] Η επαρχία υπέφερε πολύ κατά τους -σχεδόν συνεχείς- πολέμους με την Περσία τον 6ο αι. Το 573 οι Πέρσες κατέλαβαν ακόμη και το Δάρα, αν και οι Ανατολικοί Ρωμαίοι το ανέκτησαν με την ειρήνη του 591. Το έχασαν ξανά από τους Πέρσες στον μεγάλο πόλεμο του 602-628, και το ανέκτησαν στη συνέχεια, μόνο για να χάσουν οριστικά ολόκληρη την περιοχή από τις μουσουλμανικές κατακτήσεις το 633-640. [9]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bennett (1997), pp. 196, 198–199
  2. Bennett (1997), p. 201
  3. Bennett (1997), pp. 206–207
  4. Mommsen, Dickson & Haverfield (2004), p. 72
  5. Mommsen, Dickson & Haverfield (2004), pp. 77–78
  6. Southern (2001), p. 33
  7. Mommsen, Dickson & Haverfield (2004), pp. 78–79
  8. Southern (2001), p. 42
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 Kazhdan (1991), p. 1348
  10. Southern (2001), p. 70–71
  11. Mommsen, Dickson & Haverfield (2004), p. 100
  12. Mommsen, Dickson & Haverfield (2004), pp. 103–104

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]