Μαρκομάννοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό τον Αδριανό (κυβέρνησε 117–138), που δείχνει τη θέση των Μαρκομάννων στην περιοχή του άνω Δούναβη (τώρα βόρεια Αυστρία, τμήμα της Βαυαρίας, Γερμανία και Τσεχική Δημοκρατία )

Οι Μαρκομάννοι, λατιν.: Marcomanni, ήταν ένας γερμανικός λαός [1], που ίδρυσε ένα ισχυρό βασίλειο βόρεια του Δούναβη, κάπου κοντά στη σύγχρονη Βοημία, κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της ισχύος της κοντινής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Τάκιτο και τον Στράβωνα ήταν Σουηβοί.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιστεύεται ότι το όνομά τους μπορεί να προέρχεται από το πρωτο-γερμανικό *markō "σύνορο, όριο" (εξ ου και το αγγλικό march ή mark, που σημαίνει "σύνορο, όριο", όπως στα σύνορα της Ουαλίας και στο βασίλειο της Mερκίας) και *mann- (πληθ. *manniz) "άνδρας", *Markōmanniz, [2] [3] που θα είχε αποδοθεί σε λατινοποιημένη μορφή ως Marcomanni.

Οι Mαρκομάννοι εμφανίζονται για πρώτη φορά στα ιστορικά αρχεία ως συμπολεμιστές των Σουηβών του Aριόβιστου, που πολέμησαν ενάντια στον Ιούλιο Καίσαρα στη Γαλατία (σημερινή Γαλλία), αφού διέσχισαν τον Ρήνο από τη σημερινή νότια Γερμανία. Η ακριβής θέση των εδαφών τους εκείνη την εποχή δεν είναι γνωστή. Το γεγονός ότι το όνομά τους υπήρχε, πριν οι Ρωμαίοι είχαν έδαφος κοντά στον Δούναβη ή τον Ρήνο, εγείρει το ερώτημα, σε ποια σύνορα ζούσαν κοντά για να εξηγήσουν το όνομά τους. Το όνομά τους μπορεί να απηχεί μία παλαιότερη οριοθέτηση μεταξύ των βόρειων γερμανικών φυλών του πολιτιστικού κύκλου Γιάστορφ και εκείνων της μέγιστης επέκτασης των Κελτών κατά την προηγούμενη και μεταγενέστερη εποχή του Σιδήρου της κυριαρχίας του Λα Τεν σε όλη την Ευρώπη. Τα ευρήματα στα αρχαιολογικά αρχεία δείχνουν ότι είχαν ωθηθεί προς τα βόρεια με κάποια επιρροή μέχρι τη Γιουτλάνδη, αλλά ως επί το πλείστον παρέμειναν χωρισμένοι στο νότο και εγκαταστάθηκαν στην κώμη (oppida) επάνω από τη σημερινή Θουριγγία και Σαξονία κατά μήκος του Ερκύνιου δρυμού, εγγενώς συνδεδεμένη με τους μεγάλους εμπορικούς δρόμους, που πήγαιναν στα πιο εξελιγμένα κέντρα της Βοημίας, της Μοραβίας και της Σιλεσίας, που τότε ήταν όλες ακόμη κελτικές περιοχές. Έχει προταθεί ότι μπορεί να ζούσαν κοντά στη συμβολή των ποταμών Ρήνου και Μάιν, σε περιοχές που είχαν κατοικηθεί, αλλά είχαν μείνει έρημες από τους Ελβέτιους και Ταυρίσκους. Ωστόσο, ο ιστορικός Φλόρος αναφέρει ότι ο Δρούσος έκτισε ένα ανάχωμα από τα λάφυρά τους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του 12–9 π.Χ., αφότου είχε νικήσει τους Τενκτέρους και τους Τσάτι, και προτού στραφεί στη συνέχεια στους Χερουσίους, Σουηβούς και Σικάμβριους. Αυτό υποδηλώνει ότι δεν ήταν κοντά σε κανένα εμφανές σύνορο εκείνη την εποχή. [4]

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Τάκιτου (Γερμ. 42), του Πατέρκουλου (2.108), του Πλίνιου του Πρεσβύτερου και του Στράβωνα (vii. p. 290) τελικά μετακόμισαν στη μεγάλη περιοχή, που είχε καταληφθεί από τους Bοίους, συγκεκριμένα σε μία περιοχή που ήδη ονομαζόταν Bαϊόαιμον, όπου ζούσαν οι σύμμαχοί τους και οι συνάδελφοί τους Σουηβοί, οι Κουάδοι. Περιγράφηκε ότι βρισκόταν μέσα στον Ερκύνιο δρυμό και πιθανώς βρισκόταν στην περιοχή της σύγχρονης Βοημίας, αλλά αυτό δεν είναι σίγουρο. [5] Μέχρι το 6 π.Χ., ο βασιλιάς τους, Mαροβόδουος, είχε ιδρύσει ένα ισχυρό βασίλειο, εκεί που ο Αύγουστος αντιλαμβανόταν ως απειλή για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πριν προλάβει όμως να δράσει, μεσολάβησε η εξέγερση στην Ιλλυρία. Τελικά, ο Mαροβόδουος καθαιρέθηκε και εξορίστηκε από τον Κατουάλδα (19 μ.Χ.). Ο Κατουάλδα, με τη σειρά του, καθαιρέθηκε από τον Βιμπίλιο των Ερμούνδουρων εκείνη τη χρονιά και τον διαδέχθηκε ο Βάννιος των Κουάδων. Γύρω στο 50 μ.Χ., ο Βάννιος καθαιρέθηκε επίσης από τον Βιμπίλιο, σε συντονισμό με τους ανιψιούς του Βάνγιo και Σίδο.

Στα τέλη του 1ου αι., ο Τάκιτος αναφέρει (Germania I.42) τους Μαρκομάννους ότι ήταν υπό την εξουσία βασιλέων, που είχαν διοριστεί από τη Ρώμη. [6]

Μαρκομανικοί πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 2ο αι. μ.Χ. οι Μαρκομάννοι συνήψαν μία συνομοσπονδία με άλλους λαούς, συμπεριλαμβανομένων των Κουάδων, των Βανδάλων και των Σαρματών, ενάντια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πιθανότατα οδηγήθηκε από μετακινήσεις μεγαλύτερων φυλών, όπως οι Γότθοι. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευτρόπιο, οι δυνάμεις του Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου πολέμησαν εναντίον της Μαρκομαννικής συνομοσπονδίας για τρία χρόνια στο φρούριο Carnuntum, στην Παννονία. Ο Ευτρόπιος συνέκρινε τον πόλεμο και την επιτυχία του Αυρήλιου εναντίον των Μαρκομάννων και των συμμάχων τους, με τους Καρχηδονικούς Πολέμους. Η σύγκριση ήταν εύστοχη στο ότι ο πόλεμος σηματοδότησε μία καμπή, είχε σημαντικές ρωμαϊκές ήττες και προκάλεσε τον θάνατο δύο διοικητών της Πραιτωριανής Φρουράς. Ο πόλεμος ξεκίνησε το 166, όταν οι Mαρκομάννοι κατέκλυσαν τις άμυνες μεταξύ Vindobona και Carnuntum, διείσδυσαν κατά μήκος των συνόρων μεταξύ των επαρχιών Παννονίας και Noρικού, ερήμωσαν τη Φλαβία Σόλβα και μπόρεσαν να σταματήσουν μόνο λίγο πριν την Aκυληία, στην Αδριατική Θάλασσα. Ο πόλεμος κράτησε μέχρι το τέλος του Μ. Αυρήλιου το 180. Θα αποδεικνυόταν μόνο μία περιορισμένη επιτυχία για τη Ρώμη, αφού ο ποταμός Δούναβης παρέμεινε το σύνορο της Αυτοκρατορίας μέχρι την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Μεταγενέστερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εκχριστιανισμός των Μαρκομάννων, τουλάχιστον σε μία Ορθόδοξη μορφή Χριστιανισμού, φαίνεται να συνέβη υπό τη βασίλισσά τους Φριτίγιλ στα μέσα του 4ου αι. Αυτή είχε αλληλογραφία με τον Αμβρόσιο του Μιλάνου για να επιφέρει τη μεταστροφή. Αυτό ήταν η τελευταία σαφής απόδειξη ότι οι Mαρκομάννοι είχαν μία πολιτεία, η οποία πιθανώς τώρα βρισκόταν στη ρωμαϊκή πλευρά του Δούναβη. Αμέσως μετά, η περιοχή της Παννονίας και του Δούναβη πέρασαν σε μία μακρά περίοδο αναταραχής.

Αφού διέσχισαν τον Ρήνο το 406 και τα Πυρηναία το 409, μία ομάδα Σουηβών, που είχε μεταναστεύσει μαζί με Βάνδαλους και Αλανούς, εγκαταστάθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Γαλαισίας (σημερινή Γαλικία και βόρεια Πορτογαλία), όπου θεωρήθηκαν υπόσπονδοι (foederati) και ίδρυσαν το βασίλειο της Σουηβικής Γαλικίας. Οι Σουηβοί ήταν πιθανώς ένα μείγμα Σουηβών ομάδων από την περιοχή βόρεια του Δούναβη και της λεκάνης της Παννονίας, όπως οι Mαρκομάννοι, Κουάδοι και Bούροι.

Εκεί, ο Ερμέρικ ορκίστηκε πίστη στον Αυτοκράτορα το 410. Η Bracara Augusta, η σύγχρονη πόλη της Μπράγκα στην Πορτογαλία, ήταν η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Γαλαισίας και τώρα έγινε πρωτεύουσα του Σουηβικού Βασιλείου.

Η περιοχή στον Δούναβη, εν τω μεταξύ, έγινε ο πυρήνας του Αττίλα της αυτοκρατορίας των Ούννων, και μέσα σε αυτήν φαίνεται ότι υπήρχαν πολλοί Σουηβοί. Μία ομάδα από αυτούς κατάφερε να μεταρρυθμιστεί σε μία ανεξάρτητη ομάδα μετά τη μάχη του Νεδάο το 454, όπως πολλές άλλες ομάδες που προέκυψαν από τη συνομοσπονδία του Αττίλα. Αυτοί οι Σουηβοί ήρθαν τελικά σε σύγκρουση με τους Οστρογότθους, που είχαν χάσει στο Ναδάο.

Ο Ιορδάνης, ο ιστορικός των Γότθων, ανέφερε (Getica, 280) ότι μετά τη μάχη της Bόλια, οι Οστρογότθοι επιτέθηκαν στους Σουηβούς (τους κυβερνώμενους από έναν άνδρα ονόματι Ουνιμούνδο, ο οποίος φαινομενικά ηγήθηκε μίας επίθεσης στο Πάσσαου ), που είχαν διασχίσει τον Δούναβη όταν ήταν παγωμένος και πήγαιναν σε μία υψηλή περιοχή των Άλπεων, που κατείχαν οι συνυπόσπονδοι των Σουηβών εκείνη την εποχή, οι Αλαμαννοί. (Αναφέρει ότι πολλά ρέματα ξεκινούν από την περιοχή και καυαλήγουν στον Δούναβη.) Η περιοχή που κατείχαν εκείνοι οι Σουηβοί περιγράφηκε ότι είχε Βαυαρούς στα ανατολικά, Φράγκους στα δυτικά, Βουργουνδούς στα νότια και Θουρίγγειους στα βόρεια. Το κείμενο φαίνεται να υποδεικνύει ότι οι Σουηβοί είχαν μετακομίσει στην περιοχή των Αλαμαννών, αλλά ότι οι Σουηβοί θεωρούνταν διαφορετικοί από τους Αλαμαννούς και τους Βαυαρούς. Αυτή ήταν επίσης η πρώτη αναφορά των Βαυαρών, οι οποίοι επίσης συχνά προτείνεται ότι είχαν Μαρκομαννική καταγωγή.

Σύμφωνα με ιστορικούς όπως ο Χέρβιχ Βόλφραμ:

Οι Mαρκομάννοι και οι Κουάδοι εγκατέλειψαν τα ιδιαίτερα ονόματά τους, όταν πέρασαν τον Δούναβη, στην πραγματικότητα τόσο οι μετανάστες, όσο και οι ομάδες που έμειναν στην Παννονία, έγιναν ξανά Σουηβοί. Οι Σουηβοί της Παννονίας έγιναν υποτελείς των Ούννων. Μετά τη μάχη στο Nαδάo δημιούργησαν το βασίλειό τους, και όταν αυτό έπεσε, ήρθαν, διαδοχικά υπό την κυριαρχία των Ερούλων και των Λογγοβάρδων, νότια του Δούναβη υπό την κυριαρχία των Γότθων και τελικά πάλι υπό την κυριαρχία των Λογγοβάρδων. [7]

Υπάρχει ένα ρουνικό αλφάβητο που ονομάζεται Mαρκομαννικοί Ρούνοι, αλλά δεν πιστεύεται ότι σχετίζονται με τους Mαρκομάννους.

Βασιλείς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «mark - Origin and meaning of the name mark by Online Etymology Dictionary». etymonline.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2018. 
  2. «man - Origin and meaning of man by Online Etymology Dictionary». etymonline.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2018. 
  3. Smith, William (1854), Dictionary of Greek and Roman Geography, https://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0064 
  4. Green, Dennis (2014), «The Boii, Bavaria and Bohemia», The Baiuvarii and Thuringi: An Ethnographic Perspective, σελ. 20, ISBN 9781843839156, https://books.google.com/books?id=pTA3BAAAQBAJ&pg=PA20 
  5. «Tacitus: Germany: Book 1 [40]». 
  6. The Roman Empire and Its Germanic Peoples, pp. 160–161.
  7. 8,0 8,1 Tac. Ann. 2.62-3
  8. Tac. Ann. 2.63; 12.29–30
  9. Tac. Ann. 12.29-30
  10. Aur. Vict. Caes. 33,6; Epit. 33,1; SHA Gall. 21,3; PIR2 A 1328; PLRE I Attalus

Κλασικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]