Διεθνή Συνέδρια Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Οικισμός Βάισενχοφ στην Στουτγκάρδη το 1927. Τα CIAM προωθούσαν τη μοντέρνα αρχιτεκτονική στα πρότυπα του «κυβιστικού στυλ», όπως παρατηρείται στο Μπάουχαους, στον Οικισμό Βάισενχοφ, στο De Stijl και στα μοντέρνα εγχειρήματα όπως εκείνο του Μεγάρου των Εθνών στη Γενεύη. Άλλα παράλληλα κινήματα που υπήρχαν τη δεκαετία του 1920 ήταν ο εξπρεσιονισμός, ο κονστρουκτιβισμός, το Αρ Ντεκό και η Παραδοσιακή Σχολή.

Τα Διεθνή Συνέδρια Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (γαλλ. Congrès Internationaux d'Architecture Moderne), περισσότερο γνωστά με το αρκτικόλεξο CIAM, ήταν ένας οργανισμός που ιδρύθηκε το 1928 και διαλύθηκε το 1959 και ήταν υπεύθυνος για τη διεξαγωγή εκδηλώσεων και συνεδρίων σε όλη την Ευρώπη με τη συμμετοχή των επιφανέστερων αρχιτεκτόνων της εποχής με σκοπό τη διάδοση των αρχών του μοντερνισμού σε όλα τα πεδία της αρχιτεκτονικής (όπως στην αρχιτεκτονική χώρου, στον αστικό σχεδιασμό, στον βιομηχανικό σχεδιασμό και άλλα).

Ίδρυση και συμμετοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Διεθνή Συνέδρια Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM) ιδρύθηκαν τον Ιούνιο του 1928 στο Σατώ ντε λα Σαράζ της Ελβετίας από μία ομάδα 28 Ευρωπαίων αρχιτεκτόνων με πρωτοβουλία του Λε Κορμπυζιέ, της Ελέν ντε Μαντρό (ιδιοκτήτρια του κάστρου) και Ζίγκφριντ Γκίντιον (πρώτος γενικός γραμματέας). Τα CIAM αποτελούσαν ένα από τα πρώτα μανιφέστα στον 20ο αιώνα που είχαν ως στόχο την προώθηση της αρχιτεκτονικής ως κοινωνικής τέχνης.

Μέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των ιδρυτικών μελών συμπεριλαμβάνονται ο Καρλ Μόζερ (πρώτος πρόεδρος), ο Χέντρικ Μπερλάγκε, ο Βίκτορ Μπουρζουά, ο Πιερ Σαρό, ο Σβεν Μαρκέλιους, ο Γιόζεφ Φρανκ, ο Γκαμπριέλ Γκουεβρεκιάν, ο Μαξ Ερνστ Χέφελι, ο Χούγκο Χαίρινγκ, ο Άρνολντ Χέχελ, ο Χουΐμπ Χόστε, ο Πιερ Ζανερέ (ξάδερφος του Λε Κορμπυζιέ), ο Αντρέ Λυρσά, ο Ερνστ Μάυ, ο Μαξ Σέτο, ο Φερνάντο Γκαρσία Μερκαδάλ, ο Χάνες Μάγερ, ο Βέρνερ Μ. Μόζερ, ο Κάρλο Ενρίκο Ράβα, ο Γκέριτ Τόμας Ρίτβελντ, ο Αλμπέρτο Σαρτόρις, ο Χανς Σμιτ, ο Μαρτ Σταμ, ο Ρούντολφ Στάιγκερ, ο Σίμον Σύρκους, ο Ανρί-Ρομπέρ Φον ντερ Μιλ και ο Χουάν ντε Ζάβαλα. Ο αντιπρόσωποι της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ο Ελ Λισίτσκι, ο Νικολάι Κόλι και ο Μοϊσέι Γιάκοβλεβιτς Γκίνζμπουργκ οι οποίοι, όμως, δεν κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν βίζα για το συνέδριο της λα Σιράζ.

Μεταγενέστερα μέλη των συνεδρίων έγιναν η Μινέτ ντε Σίλβα, ο Βάλτερ Γκρόπιους, ο Άλβαρ Άαλτο, ο Ούνο Ορέν, ο Λούις Χέρμαν Ντε Κόνινκ (1929) και ο Φρεντ Φορμπάτ. Το 1941, ο Χάργουελ Χάμιλτον Χάρις επελέγη ως γραμματέας του αμερικανικού παραρτήματος των CIAM, το οποίο ήταν το Παράρτημα για την Αρωγή και τον Μεταπολεμικό Σχεδιασμό που ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη. Ο Γιοσέπ Λουίς Σερτ συμμετείχε στα συνέδρια από το 1929 και διετέλεσε πρόεδρος των CIAM από το 1947 μέχρι το 1956,[1][2][3] ενώ ήταν και συνιδρυτής των GATEPAC και GATCPAC (στη Σαραγόσα και στη Βαρκελώνη αντίστοιχα) το 1930, καθώς και του ADLAN (Φίλοι της Νέας Τέχνης) στη Βαρκελώνη το 1932.

CIRPAC[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εκλεγμένο εκτελεστικό σώμα των CIAM ήταν η Διεθνής Επιτροπή για την Επίλυση των Προβλημάτων στη Σύγχρονη Αρχιτεκτονική (γαλλ. Comité international pour la résolution des problèmes de l’architecture contemporaine, CIRPAC).

Επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο οργανισμός ήταν ιδιαίτερα επιδραστικός καθώς δεν συνέβαλε απλώς στην τυποποίηση των αρχών του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική, αλλά και θεώρησε την αρχιτεκτονική ως ένα οικονομικό και πολιτικό εργαλείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην καλυτέρευση του κόσμου μέσω του σχεδιασμού των κτηρίων και του αστικού σχεδιασμού.

Το τέταρτο συνέδριο των CIAM επρόκειτο να διεξαχθεί το 1933 στη Μόσχα. Ωστόσο, η απόρριψη της υποψηφιότητας του Λε Κορμπυζιέ για τον σχεδιασμό του Παλατιού των Σοβιέτ, ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο γεγονός που φανέρωνε την εγκατάλειψη των αρχών του CIAM από τους Σοβιετικούς, άλλαξε αυτά τα σχέδια. Το συνέδριο διεξήχθη τελικά πάνω στο πλοίο SS Patris II το οποίο πραγματοποιούσε τη διαδρομή από τη Μασσαλία μέχρι την Αθήνα. Εκεί συζητήθηκαν οι αρχές σχετικά με τη «Λειτουργική Πόλη», η οποία διεύρυνε τους ορίζοντες των CIAM μέσω της συμπερίληψης και του αστικού σχεδιασμού. Μέσω της ανάλυσης 33 πόλεων, τα CIAM πρότειναν την ιδέα ότι η επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πόλεις θα γινόταν μέσω του αυστηρού λειτουργικού διαχωρισμού και την κατανομή του πληθυσμού σε υψηλές πολυκατοικίες οι οποίες θα βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση η μία με την άλλη. Αυτές οι συζητήσεις παρέμειναν αδημοσίευτες από το 1933 μέχρι το 1943, οπότε και δημοσιεύτηκαν πρωτοβουλιακά από τον Λε Κορμπυζιέ ως η Χάρτα των Αθηνών, έχοντας υποστεί σημαντική επεξεργασία.

Διάσπαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς πολλά μέλη των CIAM ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο μετά τον πόλεμο, πολλές από τις ιδέες τους διαδόθηκαν εκτός Ευρώπης, ειδικά στις ΗΠΑ. Οι ιδέες τους για τον αστικό σχεδιασμό υιοθετήθηκαν για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που ορισμένα μέλη διατηρούσαν τις αμφιβολίες τους. Επικεφαλείς των διαφωνούντων ήταν οι Άλισον και Πίτερ Σμίθσον. Όταν επιχειρήθηκε οι ιδέες αυτές να εφαρμοστούν στη μεταπολεμική περίοδο, συνάντησαν σφιχτούς οικονομικούς περιορισμούς, μικρή κατανόηση των εννοιών και λαϊκή αντίσταση. Ο ανασχεδιασμός της μεταπολεμικής Δρέσδης από τον Μαρτ Σταμ βάσει των ιδεών των CIAM απορρίφθηκε από τους κατοίκους ως μια «ολόπλευρη επίθεση στην πόλη».

Ο οργανισμός των CIAM διαλύθηκε το 1959, καθώς απέκλιναν οι απόψεις των μελών του. Ο ίδιος ο Λε Κορμπυζιέ αποχώρησε το 1955 καταγγέλοντας την ολοένα και αυξανόμενη χρήση των αγγλικών στα συνέδρια.

Έχοντας ως στόχο τη μεταρρύθμιση των CIAM, η Ομάδα 10 δραστηριοποιήθηκε από το 1953 και έπειτα προέκυψαν δύο διαφορετικά κινήματα μέσω αυτής: ο Μπρουταλισμός των Άγγλων μελών (Άλισον και Πίτερ Σμίθσον) και ο Στρουκτουραλισμός των Ολλανδών μελών (Άλντο βαν Έικ και Γιάκομπ Μπάκεμα).

Συνέδρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνάντηση του Ότερλο το 1959 (γνωστό ως CIAM '59), η οποία οργανώθηκε από την Ομάδα 10 και στην οποία συμμετείχαν 43 μέλη. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Κρέλερ-Μίλερ στο Εθνικό Πάρκο Χόγκε Βέλουβε. Στη συνάντηση αποφασίστηκε η διάλυση των CIAM.

Πραγματοποιήθηκαν τα εξής συνέδρια των CIAM:

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Eric Mumford, The CIAM Discourse on Urbanism – 1928–1960, Cambridge Mass. and London 2000. (πρόλογος από τον Κένεθ Φράμπτον).
  • Sigfried Giedion, Space, Time and Architecture – The Growth of a New Tradition, Cambridge Mass. 2009, 5th edition. (CIAM, σύνοψη στο μέρος VI).
  • Max Risselada and Dirk van den Heuvel (eds.), TEAM 10 – In Search of a Utopia of the Present – 1953–1981, Rotterdam 2005. (TEAM 10 εκτός του CIAM).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]