Ανουάρ Σαντάτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μουχάμαντ Ανουάρ ας-Σαντάτ
Ο Ανουάρ Σαντάτ το 1980
3ος Πρόεδρος της Αιγύπτου
Περίοδος
15 Οκτωβρίου 1970 – 6 Οκτωβρίου 1981
ΑντιπρόεδροςΧόσνι Μουμπάρακ
ΠροκάτοχοςΓκαμάλ Άμπντελ Νάσερ
ΔιάδοχοςΧόσνι Μουμπάρακ
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση25 Δεκεμβρίου 1918, Μιτ Αμπού αλ-Κουμ
Θάνατος6 Οκτωβρίου 1981 (62 ετών)
Κάιρο
ΕθνότηταΑιγύπτιος
ΥπηκοότηταΑιγυπτιακή
Πολιτικό κόμμαΕθνικό Δημοκρατικό Κόμμα
ΣύζυγοςΕχσάμ Μαντί,
Τζιχάν Ραούφ
ΠαιδιάRuqayya Sadat
Rawia Sadat
Camilia Sadat
Lubna Sadat
Nukha Sadat
Jamal Sadat
Jikhan Anwar Sadat
ΣπουδέςΑιγυπτιακή Στρατιωτική Ακαδημία
ΕπάγγελμαΣτρατιωτικός
Πολιτικός
Βραβεύσειςβραβείο Νόμπελ Ειρήνης (1978)[1][2]
κολάρο του Τάγματος της Ισαβέλλας της Καθολικής (1977)[3]
Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας
Order of Ojaswi Rajanya
Ιππότης του Μεγαλόσταυρου με Κολλάρο του Τάγματος της Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας
Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου
Τάγμα Βασιλέως Αμπντουλαζίζ αλ Σαούντ
Order of the Star of Nepal
Τάγμα του Μουμπάρακ του Μέγα
Τάγμα του Νείλου
Τάγμα της Δημοκρατίας
Financial Times Person of the Year (1977)
ΘρήσκευμαΣουνίτης Μουσουλμάνος
Υπογραφή
Ιστοσελίδαhttp://www.anwarsadat.org
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ανουάρ Σαντάτ (πλήρες όνομα: Μουχάμαντ Ανουάρ ας Σαντάτ, 25 Δεκεμβρίου 19186 Οκτωβρίου 1981) ήταν ο τρίτος πρόεδρος της Αιγύπτου, από τις 15 Οκτωβρίου 1970 μέχρι τη δολοφονία του από φονταμενταλιστές συνωμότες αξιωματικούς στις 6 Οκτωβρίου 1981. Υπήρξε κύριο μέλος της Ομάδας Ελεύθερων Αξιωματικών του Νάσερ, η οποία ανέτρεψε τη βασιλική δυναστεία του Μουχάμαντ Άλι κατά την Αιγυπτιακή Επανάσταση του 1952, καθώς και δεξί χέρι του Νάσερ στο διάστημα της προεδρίας του, τον οποίο και διαδέχτηκε το 1970 μετά τον αδόκητο θάνατό του από καρδιακή προσβολή.

Στα έντεκα έτη της προεδρίας του, άλλαξε την κατεύθυνση της Αιγύπτου, απομακρυνόμενος από κάποιες οικονομικές και πολιτικές αρχές του Νασερισμού, επιτρέποντας, αν και με δειλά βήματα, τον πολυκομματισμό, τη στιγμή που μέχρι τότε μοναδικό και κυρίαρχο κόμμα ήταν η Αραβική Σοσιαλιστική Ένωση του Νάσερ και ακολουθώντας μια άλλη οικονομική πολιτική, όχι τόσο ασφυκτικά παρεμβατική.

Τον Οκτώβριο του 1973, με τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, οδήγησε την Αίγυπτο στην απελευθέρωση των αιγυπτιακών περιοχών που είχε καταλάβει το Ισραήλ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 (Χερσόνησο του Σινά και Λωρίδα της Γάζας), αναδεικνυόμενος σε ήρωα της Αιγύπτου και για ένα διάστημα, ολόκληρου του αραβικού κόσμου. Δεν αρκέστηκε όμως εκεί, κάνοντας μια γιγάντια στροφή και υπογράφοντας, μετά από μακρές συνομιλίες, την ισραηλινο-αιγυπτιακή Συνθήκη Ειρήνης, με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μέναχεμ Μπέγκιν. Η στροφή αυτή τού χάρισε το Νομπέλ Ειρήνης, αλλά τον κατέστησε εξαιρετικά μισητό μεταξύ των Αράβων, γεγονός που οδήγησε στην αποβολή της Αιγύπτου από την Αραβική Ένωση (νυν Αραβικό Σύνδεσμο) και στη δολοφονία του κάποια χρόνια αργότερα.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ανουάρ Σαντάτ γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1918 στο Μιτ Αμπού αλ-Κουμ, ένα χωριό στο Δέλτα του Νείλου. Η οικογένειά του ήταν μια φτωχή αγροτική οικογένεια, με 13 παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ο πατέρας του ήταν Αιγύπτιος και η μητέρα του Σουδανή. Λόγω της σκληρής δουλειάς των γονιών του στα χωράφια, μεγάλωσε με τη φροντίδα της γιαγιάς του, η οποία τού διηγείτο ιστορίες για την αντίσταση στη βρετανική κατοχή της Αιγύπτου καθώς και θέματα από τη σύγχρονη ιστορία.

Στην παιδική του ηλικία θαύμαζε και ήταν επηρεασμένος από τέσσερα άτομα. Ο πρώτος ήταν ο Ζαχράν, ένας Αιγύπτιος ο οποίος φημολογείτο ότι είχε αντισταθεί στους Βρετανούς κατά τη διάρκεια μιας διαμαρτυρίας των αγροτών. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή, ένας στρατιώτης σκοτώθηκε στις ταραχές αυτές και ο Ζαχράν ήταν ο πρώτος Αιγύπτιος που κρεμάστηκε σε αντίποινα. Ιστορίες όπως η μπαλάντα του Ζαχράν ενέπνευσαν στον Σαντάτ τον εθνικισμό, μια ιδεολογία που σε όλη του τη ζωή τον ακολούθησε. Ο δεύτερος ήταν ο Κεμάλ Ατατούρκ, δημιουργός της σύγχρονης Τουρκίας. Ο Σαντάτ θαύμαζε την ικανότητά του στην επιβολή κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Θαύμαζε επίσης τον Μαχάτμα Γκάντι και την ιδεολογία του περί μη βίας απέναντι στην αδικία. Τέλος, πασίγνωστος ήταν ο θαυμασμός του για τον Αδόλφο Χίτλερ, επηρεασμένος από τον γερμανικό ναζιστικό στρατό και το πόσο γρήγορα κατέστη η ναζιστική Γερμανία στρατηγική απειλή για τη Βρετανία.

Αποφοίτησε από τη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Καΐρου το 1938 και εντάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στο Σώμα των Διαβιβάσεων. Πρώτο του πόστο ήταν στο Σουδάν (η Αίγυπτος και το Σουδάν αποτελούσαν μία ενιαία χώρα την εποχή εκείνη, προτεκτοράτο των Βρετανών). Εκεί συνάντησε τον επίσης αξιωματικό Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, με τον οποίο μαζί με άλλους κατώτερους αξιωματικούς σχημάτισαν τη μυστική οργάνωση Κίνημα Ελεύθερων Αξιωματικών, με σκοπό την απελευθέρωση της Αιγύπτου από τη βρετανική επικυριαρχία και τη βασιλική διαφθορά.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φυλακίστηκε από τους Βρετανούς για τις προσπάθειές του να τους εκδιώξει από την Αίγυπτο, συνεργαζόμενος με τις δυνάμεις του Άξονα, ως πληροφοριοδότης. Αργότερα, μαζί με τους συντρόφους του των Ελεύθερων Αξιωματικών, συμμετείχε στο στρατιωτικό πραξικόπημα που οδήγησε στην Αιγυπτιακή Επανάσταση του 1952, η οποία ανέτρεψε τον βασιλιά Φαρούκ Α' στις 23 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς. Μετά την επιτυχία της επανάστασης, ο Σαντάτ ανακοίνωσε το γεγονός στους συμπατριώτες του μέσω του ραδιοφώνου.

Επί προεδρίας Νάσερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα χρόνια της προεδρίας του Νάσερ, διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών το 1954. Το 1959, κατέλαβε τη θέση του Γραμματέα (ηγέτη) της Εθνικής Ένωσης (καίριας σημασίας γραφειοκρατική οργάνωση, στήριγμα του καθεστώτος). Το διάστημα 1960-1968 διατέλεσε Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και αργότερα Αντιπρόεδρος της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας και μέλος του Προεδρικού Συμβουλίου (το συλλογικό όργανο που ασκούσε ουσιαστικά τη διακυβέρνηση στην Αίγυπτο) το 1964. Το Δεκέμβρη του 1969, διορίστηκε ξανά στη θέση του Αντιπροέδρου, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατο του Νάσερ.

Στην προεδρία της Αιγύπτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το θάνατο του Νάσερ το 1970, ο Σαντάτ τον διαδέχτηκε στη θέση του Προέδρου της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας, όμως όλοι θεωρούσαν ότι η προεδρία του θα ήταν σύντομης διάρκειας. Πολλοί τον υποτιμούσαν, θεωρώντας τον απλώς μια μαριονέτα του Νάσερ και ήλπιζαν να τον καθοδηγούν και χειρίζονται κατά βούληση. Ο Σαντάτ όμως εξέπληξε τους πάντες με μια σειρά ευφυέστατων πολιτικών κινήσεων με τις οποίες κατάφερε να κρατήσει την προεδρία και να προβάλει ως ένας ηγέτης με τη δική του ακτινοβολία και ξεχωριστό κύρος. Εισήγαγε τη Διορθωτική Επανάσταση, διώκοντας τα κυβερνητικά, πολιτικά και στρατιωτικά ερείσματα των πιο φανατικών νασερικών.

Το 1971, εν μέσω του Πολέμου της Φθοράς στη ζώνη του Καναλιού του Σουέζ, υποστήριξε σε γράμμα του τις προτάσεις ειρήνης του μεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών Γκούναρ Χέρινγκ, οι οποίες έμοιαζαν να οδηγούν σε μια συνολική ειρήνη με το Ισραήλ στη βάση της ισραηλινής αποχώρησης στα προ του πολέμου του 1967 σύνορα. Αρχικώς, η ειρήνη αυτή απέτυχε, καθώς δεν έγινε δεκτή από το Ισραήλ και τις Η.Π.Α., με τους τότε διαλαμβανόμενους όρους.

Ο οξυδερκής Σαντάτ, αντιλήφθηκε ότι η επιθυμία του Ισραήλ να διαπραγματευθεί, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη στρατιωτική απειλή που αποτελούσε η Αίγυπτος για την υπόστασή του ως κρατικής οντότητας, απειλή που είχε μειωθεί μετά τον πόλεμο του 1967 και την ήττα των συνασπισμένων αραβικών χωρών. Η μεγαλύτερη αντιθέτως απειλή για το Ισραήλ προερχόταν από την παρουσία στην Αίγυπτο ενός μεγάλου αριθμού σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων και εξοπλισμού (περίπου 15.000 Σοβιετικοί στρατιωτικοί ήταν τότε στην Αίγυπτο).

Ο Σαντάτ συνέλαβε λοιπόν το εξής ιδιοφυές σχέδιο: με μια τολμηρή απόφαση εξεδίωξε από την Αίγυπτο τους σοβιετικούς συμβούλους και αναδιοργάνωσε τον στρατό του, με σκοπό να προβεί σε νέα πολεμική αναμέτρηση με το Ισραήλ, προσπαθώντας να του αποσπάσει κάποια εδάφη και να το σύρει σε διαπραγματεύσεις. Εκείνη την περίοδο, η Αίγυπτος αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα λόγω του Πολέμου των Έξι Ημερών του 1967 και η σχέση της με τους Σοβιετικούς ήταν σε άσχημο σημείο καθότι η βοήθεια των Σοβιετικών ήταν μικρή σε παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού σε σχέση με τα πλεονεκτήματα που αποκόμιζαν από την παρουσία τους στην Αίγυπτο (έλεγχος και διείσδυση στη Μέση Ανατολή).

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 6 Οκτωβρίου 1973, σε συνεργασία με τον Πρόεδρο της Συρίας Χαφέζ αλ-Άσαντ, ο Σαντάτ εξαπέλυσε τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, μια αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεν (IDF) που είχαν καταλάβει την Χερσόνησο του Σινά, αιγυπτιακό έδαφος πριν τον πόλεμο του 1967, και τα μεγάλης στρατηγικής σημασίας υψώματα του Γκολάν, πρώην συριακό έδαφος. Η απόδοση των αιγυπτιακών και συριακών στρατευμάτων στο αρχικό στάδιο του πολέμου (Επιχείρηση Μπαντρ), αιφνιδίασε τόσο το Ισραήλ όσο και τις υπόλοιπες αραβικές χώρες. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις κατάφεραν μια εντυπωσιακή προέλαση σε βάθος 15 χιλιομέτρων μέσα στην κατεχόμενη Χερσόνησο του Σινά, διαρρηγνύοντας και καταστρέφοντας σε μεγάλο μέρος τους τις οχυρώσεις της Γραμμής Μπαρ-Λεβ των Ισραηλινών. Η αμυντική αυτή γραμμή εθεωρείτο αδιαπέραστη και η διάρρηξή της αιφνιδίασε τους πάντες. Ταυτοχρόνως, οι Σύροι επιτύγχαναν κι αυτοί, μικρότερη, αλλά σταθερή πρόοδο.

Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό των Ισραηλινών (δεχόμενοι επίθεση από δυο μεριές), τρεις μεραρχίες του ισραηλινού στρατού υπό την ηγεσία του στρατηγού Αριέλ Σαρόν, επιτέθηκαν με διάταξη σφηνοειδή στο σημείο σύνδεσης της αιγυπτιακής διάταξης, καταφέρνοντας από κάποιο κενό να διεισδύσουν μέσα από τα επιτιθέμενα αιγυπτιακά στρατεύματα, να φτάσουν στη Διώρυγα του Σουέζ και να διεπεραιωθούν υπό σφοδρά αιγυπτιακά πυρά πυροβολικού στην απέναντι, αιγυπτιακή όχθη, προσπαθώντας να κλείσουν σε λαβίδα την Β' Αιγυπτιακή Στρατιά. Απέτυχαν όμως και επικεντρώθηκαν στην περικύκλωση της Γ' Αιγυπτιακής Στρατιάς. Την ίδια ώρα, ισραηλινές μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες μεραρχίες απωθούσαν τους Σύρους από τα υψώματα του Γκολάν, κατηφορίζοντας στη συριακή ενδοχώρα.

Στο μεταξύ, κατόπιν συμφωνίας ανάμεσα στις Η.Π.Α. και τη Σοβιετική Ένωση, το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. πέρασε το Ψήφισμα 338 στις 22 Οκτωβρίου 1973, ζητώντας την άμεση κατάπαυση του πυρός. Ενώ αρχικά υπήρξε συμφωνία των αντιμαχόμενων μερών, σύντομα οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν. Οι ισραηλινές αμυντικές δυνάμεις συνέχισαν τις επιχειρήσεις τους στα νώτα των Αιγυπτίων και κατάφεραν να περικυκλώσουν τη Γ' Αιγυπτιακή Στρατιά στις 25 Οκτωβρίου. Η θυελλώδης αυτή ενέργεια των Ισραηλινών επέφερε ένταση και ανησυχία μεταξύ των υπερδυνάμεων, και την ίδια μέρα επιβλήθηκε δεύτερη κατάπαυση του πυρός, που σήμανε και τη λήξη του πολέμου. Με το τέλος των εχθροπραξιών, το Ισραήλ είχε αντιστρέψει θεαματικά τον αιφνιδιασμό των πρώτων ημερών σκορπώντας τον πανικό στους Αιγυπτίους και τους Σύρους, φτάνοντας 40 χιλιόμετρα από τη Δαμασκό στο συριακό μέτωπο και μιάμισι μόλις ώρα, 101 χιλιόμετρα, από το Κάιρο. Είχε όμως επιτευχθεί και ο στόχος του Σαντάτ, να αποδείξει στο Ισραήλ ότι ακόμα αποτελούσε κίνδυνο η Αίγυπτος για την υπόστασή του και να το ωθήσει έτσι να διαπραγματευθεί μια πιθανή συμφωνία ειρήνης, υπαναχωρώντας από τις άκαμπτες και αλαζονικές, αρχικές θέσεις του.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κάρλο Πανέλλα: Ιστορία των Ισλαμικών Καθεστώτων 1914-2006, εκδόσεις Ωκεανίδα, 2007
  • Βασίλη Ραφαηλίδη: Οι Λαοί της Μέσης Ανατολής, εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, 1998
  • Ράντολφ Σ. Τσώρτσιλ - Ουίνστον Σ. Τσώρτσιλ: Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών,εκδόσεις Γκοβόστης, 2009
  • Βασίλη Ραφαηλίδη: Η Μυθική Ιστορία των Εβραίων, εκδόσεις Εικοστού Πρώτου 2005
  • Βασίλη Ραφαηλίδη: Άραβες, εκδόσεις Εικοστού Πρώτου 2003
  • Ναγκίμπ Μαχφούζ: Ενώπιον του Θρόνου, εκδόσεις Ψυχογιός 2011
  • Ιλάν Πάππε: Η Ιστορία της Σύγχρονης Παλαιστίνης, εκδόσεις Κέδρος 2007

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]