Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τρωκτικοκτόνο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δολωματικός σταθμός με τρωκτικοκτόνο

Τα Τρωκτικοκτόνα, κοινώς τα ποντικοφάρμακα, είναι παρασιτοκτόνες χημικές ουσίες που προορίζονται για εξόντωση των τρωκτικών.ΧΑΤΖΗ ΒΓΑΛΕΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΥ ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΡΎΠΕΣ ΣΤΑ ΝΤΟΝΑΤΣ

Ορισμένα τρωκτικοκτόνα είναι θανατηφόρα μετά από μία και μόνο έκθεση, ενώ άλλα απαιτούν περισσότερες από μία. Τα τρωκτικά είναι απρόθυμα να τραφούν από άγνωστα τρόφιμα (ίσως σχετίζεται με την έλλεψη δυνατότητας εμετοκάθαρσης στο είδος), και προτιμούν να δοκιμάζουν, να περιμένουν και να παρατηρούν τις επιπτώσεις ενός τροφίμου σε άλλους ποντικούς.[1][2] Αυτή η συμπεριφορά ονομάζεται ντροπαλότητα δολώματος και αποτελεί το σκεπτικό στο οποίο βασίζονται τα δηλητήρια που σκοτώνουν μόνο μετά από πολλαπλές δόσεις.

Τα τρωκτικοκτόνα είναι άμεσα τοξικά στα θηλαστικά και τους ανθρώπους. Η βρώση δηλητηριασμένων ποντικών μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση.

Χημικά παρασκευάσματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Αντιπηκτικά διακρίνονται σε χρόνια (ο θάνατος επέρχεται μία έως δύο εβδομάδες μετά την κατάποση της θανατηφόρου δόσης), μίας δόσης (δεύτερης γενιάς) ή πολλαπλών δόσεων (πρώτης γενιάς) τρωκτικοκτόνα. Ο μηχανισμός της δράσης τους βασίζεται σε αναστολή του κύκλου της βιταμίνης Κ, με αποτέλεσμα την αδυναμία παραγωγής των απαραίτητων παραγόντων πήξης του αίματος—κυρίως παραγόντα πήξης ΙΙ (προθρομβίνη), VII (προκονβερτίνη).

Επιπρόσθετα, τα αντιπηκτικά 4-υδροξυκουμαρίνη, 4-θειοχρωμενόνη και ινδανδιόνη σε τοξικές δόσεις προκαλούν βλάβες στα μικροσκοπικά αιμοφόρα αγγεία (τριχοειδή αγγεία), αυξάνοντας τη διαπερατότητά τους, και προκαλώντας εσωτερική αιμορραγία. Η δράση εμφανίζεται σταδιακά εντός ημερών. Στο τελικό στάδιο της δηλητηρίασης, το εξαντλημένο τρωκτικό καταρρέει λόγω αιμορραγικού σοκ ή από σοβαρή αναιμία και πεθαίνει ήρεμα. Η χρήση αυτών των τρωκτικοκτόνων είναι θέμα συζητήσεων ηθικής ως βάναυση μέθοδος.[3]

Το κύριο όφελος των αντιπηκτικών έναντι άλλων δηλητήριων είναι ότι με το χρονικό διάστημα που διαμεσολάβησε έως τη θανάτωση τα ποντίκια δεν συνδέουν τη ζημιά με τις διατροφικές συνήθειες.

  • Τα πρώτης γενιάς αντιπηκτικά τρωκτικοκτόνα έχουν γενικά μικρότερη ημιπερίοδο ζωής,[4] απαιτούν υψηλότερες συγκεντρώσεις (συνήθως 0.005% έως 0.1%) και διαδοχική λήψη κατά τη διάρκεια ημερών προκειμένου να συσσωρευτεί η θανατηφόρα δόση, και είναι λιγότερο τοξικά από τη δεύτερη γενιά παραγόντων.
  • Τα Δεύτερης γενιάς είναι πολύ πιο τοξικά από της πρώτης. Γενικά χρησιμοποιούνται σε μικρότερες συγκεντρώσεις στα δολώματα—συνήθως 0.001% έως 0.005%—είναι θανατηφόρα με την πρώτη κατάποση δολώματος και είναι, επίσης, αποτελεσματικά έναντι των στελεχών τρωκτικών που ανέπτυξαν αντοχή στα πρώτης γενιάς αντιπηκτικά· μερικές φορές αναφέρονται ως "σουπερβαρφαρίνες".[5]
Κατηγορία Παραδείγματα
Κουμαρίνες/4-υδροξυκουμαρίνες
  • Πρώτη γενιά: βαρφαρίνη, κουματετραλκύλιο
  • Δεύτερη γενιά: difenacoum, brodifacoum,[6] flocoumafen και bromadiolone.
1,3-ινδαδιόνες διφεναδιόνη, χλωροφακινόνη,[7] πινδόνη

[8][6]

4-θειοχρωμενόνες Η Διφεθειαλόνη είναι ο μόνος εκπρόσωπος.[9]
Έμμεση Μερικές φορές, τα αντιπηκτικά τρωκτικοκτόνα ενισχύνοται από ένα αντιβιοτικό ή βακτηριοστατικό παράγοντα, συνηθέστερα σουλφακινοξαλίνη. Τα αντιβιοτικά δρουν συνεργικά καταστέλλοντας την εντερική συμβιωτική μικροχλωρίδα, που αποτελεί μια πηγή βιταμίνης Κ. Συνεργιστική δράση έχει και η προσθήκη βιταμίνης D.

Η Βιταμίνη Κ1 είναι αντίδοτο για τη δηλητηρίαση κατοικίδιων ζώων ή ανθρώπων από αντιπηκτικά δηλητήρια. Μερικά από τα δηλητήρια δρουν αναστέλλοντας ηπατικές λειτουργίες, και στα προχωρημένα στάδια της δηλητηρίασης λείπουν αρκετοί παράγοντες πήξης του αίματος και ο όγκος του κυκλοφορούντος αίματος είναι μειωμένος, οπότε μια μετάγγιση αίματος (προαιρετικά με τους παράγοντες πήξης) μπορεί να είναι σωτήρια για τη ζωή ενός ατόμου.

Φωσφίδια μετάλλων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πάγκος πωλητή ποντικοφάρμακων σε Κινέζικη αγορά

Τα μεταλλικά φωσφίδια έχουν χρησιμοποιηθεί ως μέσα θανάτωσης τρωκτικών και θεωρούνται μιας δόσης ταχείας δράσης τρωκτικοκτόνα (ο θάνατος επέρχεται συνήθως εντός 1-3 ημερών μετά την κατάποση του δολώματος). Το δόλωμα που αποτελείται από φαγητό και ένα φωσφίδιο (συνήθως φωσφίδιο του ψευδαργύρου) αφήνεται εκεί όπου τα τρωκτικά μπορεί να το φάνε. Το οξύ στο πεπτικό σύστημα των τρωκτικών αντιδρά με το φωσφίδιο και παράγει το τοξικό αέριο φωσφίνη. Αυτή η παρασιτοκτόνα μέθοδος ενδείκνυται για χώρους όπου τα τρωκτικά είναι ανθεκτικά σε ορισμένα αντιπηκτικά, ιδιαίτερα για τα οικιακά ποντίκια και είναι φθηνότερα από τα περισσότερα δεύτερης γενιάς αντιπηκτικά.

Το Φωσφίδιο του ψευδαργύρου προστίθεται στα δολώματα τρωκτικών σε συγκέντρωση 0,75% - 2,0%. Τα δολώματα έχουν δυνατή, καυστική οσμή σκόρδου λόγω της φωσφίνης που απελευθερώνεται με υδρόλυση. Η μυρωδιά προσελκύει (ή, τουλάχιστον, δεν αποκρούει) τρωκτικά, και απωθεί τα άλλα θηλαστικά. Τα πουλιά, ιδίως οι άγριες γαλοπούλες, που δεν είναι ευαίσθητα στη μυρωδιά θα φάνε το δόλωμα, και επομένως θα υποστούν τις επιπτώσεις.

Τα δισκία ή οι πελλέτες (συνήθως φωσφίδιο του αργίλιου, του ασβέστιου ή του μαγνησίου για υποκαπνισμό/αερισμό) ίσως περιέχουν και άλλες χημικές ουσίες που παράγουν αμμωνία, η οποία περιορίζει τη δυνατότητα για αυθόρμητη ανάφλεξη ή έκρηξη της αέριας φωσφίνης.

Τα φωσφίδια μετάλλων δεν συσσωρεύονται στους ιστούς των δηλητηριασμένων ζώων, οπότε ο κίνδυνος δευτερογενούς δηλητηρίασης είναι χαμηλός.

Οι καλσιφερόλες (βιταμίνες D), η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3) και η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2) χρησιμοποιούνται ως τρωκτικοκτόνα. Είναι λιποδιαλυτές βιταμίνες που επηρεάζουν την ομοιόσταση ασβεστίου και φωσφορικών του οργανισμού και σε μεγάλες δόσεις προκαλούν υπερβιταμίνωση και θάνατο. Στα τρωκτικά προκαλούν υπερασβεστιαιμία, δηλαδή αυξημένα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα, με αύξηση της απορρόφησης ασβεστίου από τα τρόφιμα και κινητοποίηση του ενσωματωμένου στα οστά ασβεστίου σε ιονισμένη μορφή (κυρίως κατιόντα μονοϋδρογονανθρακικού ασβεστίου, εν μέρει δεσμευμένα σε πρωτεΐνες του πλάσματος, [CaHCO3]+), που κυκλοφορεί διαλυμένο στο πλάσμα του αίματος. Μετά από κατάποση μιας θανατηφόρας δόσης, τα επίπεδα ελεύθερου ασβεστίου αυξάνονται αρκετά ώστε τα αιμοφόρα αγγεία, τα νεφρά, τα τοιχώματα του στομάχου και οι πνεύμονες μεταλλοποιούνται/ασβεστοποιούνται (βλαπτικός σχηματισμός ασβεστολιθικών αλάτων/συμπλόκων στους ιστούς), που οδηγεί σε περαιτέρω προβλήματα στην καρδιά (ο μυοκαρδιακός ιστός είναι ευαίσθητος σε διακυμάνσεις των επιπέδων ασβεστίου, που επηρεάζουν τη συστολή του μυοκαρδίου και τη διάδοση της διέγερσης μεταξύ των ατρειών και των κοιλιών), αιμορραγία (λόγω βλάβης στα τριχοειδή) και, ενδεχομένως, νεφρική ανεπάρκεια. Είναι μιας δόσης, σωρευτικά ή υπο-χρόνια (θάνατος που επέρχεται κατόπιν ολίγων ημερών από την κατάποση του δολώματος). Χρησιμοποιούνται σε συγκεντρώσεις 0,075% χοληκαλσιφερόλη και 0,1% εργοκαλσιφερόλη.

Οι καλσιφερόλες δρουν συνεργικά με τα αντιπηκτικά δηλητήρια.

Ένα ειδικό αντίδοτο για τη δηλητηρίαση από καλσιφερόλες είναι η καλσιτονίνη, μια ορμόνη που μειώνει τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα.

Άλλα χημικά δηλητήρια περιλαμβάνουν:

  • ANTU (α-ναφθυλοθειουρία, ειδικό κατά του Καφέ αρουραίου Rattus norvegicus)
  • Τριοξείδιο του αρσενικού
  • Ανθρακικό βάριο
  • Χλωραλόζη (ένα ναρκωτικό προφάρμακο)
  • Κριμιδίνη (αναστέλλει το μεταβολισμό της βιταμίνης Β6)
  • 1,3-Διφθορο-2-προπανόλη ("Γκλιφτορ")
  • Endrin (οργανοχλωριωμένo εντομοκτόνο, που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για την εξόντωση μίκρωτων σε αγρούς)
  • Φθοροακεταμίδιο ("1081")
  • Phosacetim (ένα παρατεταμένης-δράσης οργανοφωσφορικό)
  • Ο λευκός φωσφόρος
  • Πυρινουρόν (παράγωγο ουρίας)
  • Σκιλιροσιδη και άλλες καρδιακές γλυκοσίδες , όπως η ολεανδρίνη
  • Φθοριοοξικό νάτριο ("1080")
  • Στρυχνίνη (Ένα φυσικό συσπαστικό και διεγερτικό)
  • Η τετραμεθυλενοδισουλφοτετραμίνη ("Τετραμίνη")
  • Θειικό θάλλιο
  • Νιτροφαινόλες όπως η βρωμεθαλινη και η 2,4-δινιτροφαινόλη (προκαλεί υψηλό πυρετό και οίδημα εγκεφάλου)
  • Το Zyklon B/Uragan D2 (αέριο υδροκυάνιο προσροφημένο σε αδρανή φορέα)

Σε ορισμένες χώρες, χρησιμοποιούνται σταθεροί συνδυασμοί τριών τρωκτικοκτόνων συστατικών, δηλαδή αντιπηκτικό + αντιβιοτικό + βιταμίνη D. Θεωρούνται αποτελεσματικοί ακόμα και για τα πιο ανθεκτικά στελέχη τρωκτικών.

  1. «Smithsonian: Why rodents can't throw up». Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2015. 
  2. «How do rats choose what to eat?». 
  3. «The ethics of rodent control». Pest Manag Sci 64 (12): 1205–11. 2008. doi:10.1002/ps.1623. PMID 18642329. http://www3.interscience.wiley.com/journal/120746731/abstract. [νεκρός σύνδεσμος]
  4. «Pharmacokinetics of eight anticoagulant rodenticides in mice after single oral administration». J. Vet. Pharmacol. Ther. 31 (5): 437–45. October 2008. doi:10.1111/j.1365-2885.2008.00979.x. PMID 19000263. http://www3.interscience.wiley.com/resolve/openurl?genre=article&sid=nlm:pubmed&issn=0140-7783&date=2008&volume=31&issue=5&spage=437. [νεκρός σύνδεσμος]
  5. «Haemarthrosis after superwarfarin poisoning». Eur. J. Haematol. 79 (3): 255–7. September 2007. doi:10.1111/j.1600-0609.2007.00904.x. PMID 17655702. http://www3.interscience.wiley.com/resolve/openurl?genre=article&sid=nlm:pubmed&issn=0902-4441&date=2007&volume=79&issue=3&spage=255. [νεκρός σύνδεσμος]
  6. 6,0 6,1 «Final Risk Mitigation Decision for Ten Rodenticides | Pesticides | US EPA». Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2008. 
  7. «LONG ACTING ANTICOAGULANT RODENTICIDES». Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2008. 
  8. «Anticoagulant Rodenticide Toxicosis in the Dog and Cat». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2008. 
  9. «Field evaluation of difethialone, a new second generation anticoagulant rodenticide in the rice fields». Indian J. Exp. Biol. 41 (6): 655–8. June 2003. PMID 15266918. 

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Plunkett, Signe J. (2001). Emergency Procedures for the Small Animal Veterinarian. Harcourt Publishers. σελίδες 289–292. ISBN 0-7020-2487-2. 
  • Gfeller, Roger W.· Shawn P. Messonnier (2004). Small Animal Toxicology and Poisonings. Mosby. σελίδες 321–326. ISBN 0-323-01246-9.