Τζοβάννι Μπαττίστα Μορόνι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τζοβάννι Μπαττίστα Μορόνι
Γέννηση1525[1][2][3] ή 1522[4]
Αλμπίνο
Θάνατος5  Φεβρουαρίου 1578[3][5][6]
Μπέργκαμο
Χώρα πολιτογράφησηςΙταλία[7]
Ιδιότηταζωγράφος[4]
Είδος τέχνηςπροσωπογραφία
Σημαντικά έργαPortrait of Pietro Secco Suardo, The Tailor, Gabriel de la Cueva, duke of Alburquerque, Portrait of a young Woman, Portrait of a Man και Portrait of an Old Man, probably Vercellino Olivazzi, Senator from Bergamo
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Τζοβάννι Μπαττίστα Μορόνι - Πορτρέτο μιας κυρίας, ίσως της Κόμισσα Lucia Albani Avogadro («La Dama in Rosso»)

0 Τζοβάννι Μπαττίστα Μορόνι (ιταλικά: Giovanni Battista Moroni, π. 1520-24[8] - 5 Φεβρουαρίου 1579) ήταν Ιταλός ζωγράφος της Ύστερης Αναγεννησιακής περιόδου. Αποκαλείται επίσης Giambattista Moroni. Γνωστός για τα κομψά ρεαλιστικά πορτρέτα της τοπικής αριστοκρατίας και του κλήρου, θεωρείται ένας από τους σπουδαίους ζωγράφους πορτρέτων της Ιταλίας του 16ου αιώνα.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτρέτο του γλύπτη Αλεσσάντρο Βιττόρια. Πίνακας του Μορόνι, 1552-3, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης
Ο ράπτης, πίνακας του Μορόνι 1570–1575, Εθνική Πινακοθήκη (Λονδίνο)

Ο Μορόνι ήταν γιος του αρχιτέκτονα Αντρέα Μορόνι. Εκπαιδεύτηκε υπό τον Αλεσσάντρο Μπονβιτσίνο (Μορέττο) Alessandro Bonvicino ή Μορέττο ντα Μπρέσια στη Μπρέσια, όπου ήταν ο κύριος βοηθός του εργαστηρίου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1540 και εργάστηκε στο Τρέντο, το Μπέργκαμο και την πόλη του Αλμπίνο, κοντά στο Μπέργκαμο, όπου γεννήθηκε και πέθανε. Οι δύο σύντομες περιόδους του στο Τρέντο συνέπεσαν με τις δύο πρώτες συνόδους της Συνόδου του Τρεντο, 1546–48 και 1551–53. Και στις δύο περιπτώσεις ο Μορόνι ζωγράφισε μια σειρά από θρησκευτικά έργα (συμπεριλαμβανομένου του ρετάμπλ των Πατέρων της Εκκλησίας για την εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Μεγαλυτέρας, στο Μπέργκαμο ), καθώς και τη σειρά πορτρέτων για τα οποία και παρέμεινε αξέχαστος.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Τρέντο, ήλθε επίσης σε επαφή με τον Τιτσιάνο και τον Κόμητα-Επίσκοπο Κριστοφόρο Μαντρούτσο, του οποίου το πορτρέτο έφτιαξε ο Τιτσιάνο, αλλά ο Μορόνι ήταν αυτός που ζωγράφισε πορτρέτα των γιων του Μαντρούτσο. [9] Υπήρχαν ισχυρισμοί του δέκατου ένατου αιώνα ότι εκπαιδεύτηκε από τον Τιτσιάνο στο Τρέντο, ωστόσο, είναι απίθανο να εεργάστηκε ποτέ στο στούντιο του Ενετού για μεγάλο διάστημα, αν όχι και καθόλου. Η περίοδος του Μορόνι ως μοντέρνου προσωπογράφου του Μπέργκαμο δεν τεκμηριώνεται πουθενά, αλλά στις εγγεγραμμένες ημερομηνίες των πορτραίτων του, είναι απροσδόκητα συμπυκνωμένη, καλύπτοντας μόνο ττην περίοδο 1557–62, μετά από την οποία το Μπέργκαμο καταστράφηκε από εσωτερικές διαμάχες και ο Μορόνι αποσύρθηκε μόνιμα στο Άλμπινο, (Rossi, Gregori et al.) όπου, στην επαρχιακή απομόνωσή του, παραβλέφθηκε εξ ολοκλήρου από τον Τζόρτζο Βαζάρι . Η παραγωγή του στο Μπέργκαμο, που επηρεάστηκε εν μέρει από τη μελέτη του ρεαλισμού του Σαβόλντο, που δημιούργησε πριν λίγα χρόνια μια μακρά σειρά πορτρέτων που, αν και δεν είναι αρκετά ηρωικά, είναι γεμάτα αξιοπρεπή ανθρωπισμό και στηρίζονται στην καθημερινή ζωή. Τα θέματα δεν αντλούνται αποκλειστικά από την αριστοκρατία του Μπέργκαμο, αλλά από τη νέα αυτεπιγνωστική τάξη μελετητών, επαγγελματιών και υποδειγματικών κυβερνητικών γραφειοκρατών, με μερικούς στρατιώτες, που παρουσιάζονται σε αποσπασματικές και επιφυλακτικές στάσεις με τα σχολαστικά περάσματα νεκρής φύσης και μεγαλύτερη προσοχή στα υφάσματα και τα ενδύματα, παρά στην ψυχολογική διείσδυση.

Η παραγωγή θρησκευτικών έργων ζωγραφικής, που προοριζόταν για ένα λιγότερο εξελιγμένο κοινό στις τοπικές κοιλάδες των Άλπεων, ήταν μικρότερη και λιγότερο επιτυχημένη από τα πορτρέτα του: Ο Freedberg παρατήρησε τα διαγραμματικά τους σχέδια που δανείστηκαν από τους Μορέττο, Σαβόλντο και άλλων. [10] Για παράδειγμα, ζωγράφισε ένα Μυστικό Δείπνο για την ενορία στο Ρομάνο της Λομβαρδίας . Στέμμα της Θεοτόκου στον ναό "Sant'Alessandro della Croce" του Μπέργκαμο; επίσης για τον καθεδρικό ναό της Βερόνα, Οι Άγιοι Πέτρος και Παύλος, και στη Πινακοθήκη Μπρέρα του Μιλάνου, την Κοίμηση της Θεοτόκου . Ο Μορόνι δέχτηκε παραγγελία για μια Υπέρτατη Κρίση στην εκκλησία του Γκορλάγκο, όταν πέθανε. Συνολικά, το ύφος του σε αυτούς τους πίνακες δείχνει επιρροές του αφεντικού του, Λορέντσο Λόττο και Τζιρόλαμο Σαβόλντο . Ο Τζοβάννι Πάολο Καβάνια (Giovanni Paolo Cavagna) ήταν σίγουρα μαθητής του Μορόνι, ωστόσο, λέγεται ότι στις επόμενες γενεές, η διορατική του εικόνα επηρέασε τον Φρα' Γκαλγκάριο και τον Πιέτρο Λόνγκι.

Ο S. J. Freedberg σημειώνει ότι ενώ οι θρησκευτικοί πίνακές του είναι «αρχαϊκοί», υπενθυμίζοντας τις συνθέσεις του ύστερου Quattrocento και απεικονίζουν "άκαμπτους" Αγίους, τα πορτρέτα του είναι αξιοσημείωτα για την εκλεπτυσμένη ψυχολογική τους γνώση, τον αέρα της αξιοπρέπειας, τον άπλετο έλεγχο και την εξαιρετική απαστράπτουσα τονικότητα. Οι προστάτες της θρησκευτικής τέχνης δεν ενδιαφέρονταν για μιαν εξατομικευμένη, εκφραστική "Madonna", επιθυμούσαν φωτεινούς, αρχέτυπους Αγίους. Από την άλλη πλευρά, οι προστάτες εδνιαφέρονταν για εικόνες με ζωντάνια.

Δημόσιες συλλογές με έργα του Μορόνι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Εθνική Πινακοθήκη (Λονδίνο) έχει μια από τις καλύτερες συλλογές έργων του, συμπεριλαμβανομένου του περίφημου πορτρέτου που είναι γνωστό ως Il sarto (Ο Ράπτης). Άλλα πορτρέτα βρίσκονται στο Ουφίτσι (το Ευγενής που δείχνει προς τη Φλόγα με την ένδειξη "Et quid volo nisi ut ardeat;") ), Η Πινακοθήκη του Βερολίνου, η αυτοπροσωπογραφία του κληρικού Ludovico de' Terzi και του Μορόνι και στην Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσιγκτον, DC, Ένας κύριος σε λατρεία προ της Παναγίας, [11] το πλήρες πορτρέτο του Τζαν Φεντερίκο Μαντρούτσο (Gian Federico Madruzzo), [12] και η καθιστή μισή μορφή του Ιησουίτη Έρκολε Τάσσο, παραδοσιακά αποκαλούμενη, "Διδάσκαλος του Τιτσιάνο", [13] αν και δεν υπάρχει πραγματική σχέση με τον Τιτσιάνο.

Μεταξύ των δημόσιων συλλογών που κατέχουν έργα του Μορόνι είναι, η Ακαδημία της Καρράρα (Μπέργκαμο) ( Πορτρέτο ηλικιωμένου άνδρα ), το Ασμόλειο Μουσείο (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης), το Μουσείο Τέχνης Brooks (Μέμφις, Τενεσί), το Ινστιτούτο Τεχνών του Ντιτρόιτ, το Μουσεία Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο, το Μουσείο Ερμιτάζ, το Μουσείο Τέχνης της Χονολουλού, το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης (Βιέννη), το Μουσείο του Λιχτενστάιν (Βιέννη), το Μουσείο του Λούβρου, το Μουσείο Κοντέ Σαντιγί (Σαντιγί, Γαλλία), το Μουσείο Poldi Pezzoli (Μιλάνο), το Μουσείο Καλών Τεχνών, Βοστώνη, Εθνικές Πινακοθήκες της Σκωτίας, η Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Νέα Υόρκη), η Πινακοθήκη της Νέας Νότιας Ουαλίας, η Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά ( Πορτρέτο άνδρα ), [14] η Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο, το Μουσείο Norton Simon (Πασαντίνα, Καλιφόρνια), Αμβροσιανή Πινακοθήκη (Μιλάνο), Πινακοθήκη Μπρέρα (Μιλάνο), το Ρέικσμουζεουμ, το Μουσείο Τέχνης John and Mable Ringling (Σαρασότα, Φλόριντα), Studio Esseci (Πάδοβα, Ιταλία), Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια, Εθνική Πινακοθήκη της Ιρλανδίας ( Πορτρέτο ενός τζέντλεμαν και τα δύο παιδιά του ), το Ουφίτσι ( Πορτρέτο του Τζιοβάνι Αντόνιο Παντέρα), το Μουσείο του Πράδο (ένας στρατιώτης), [15] και το Μουσείο Τέχνης του Worcester (Πορτρέτο άνδρα ). [16]

Φωτοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές και πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. rkd.nl/explore/artists/57814. Ανακτήθηκε στις 22  Αυγούστου 2017.
  2. «Giovanni Battista Moroni». Smithsonian American Art Museum person/institution ID. 6484.
  3. 3,0 3,1 (Ολλανδικά) RKDartists. 57814. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. 4,0 4,1 BeWeB. 1621. Ανακτήθηκε στις 14  Φεβρουαρίου 2021.
  5. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Giovanni-Battista-Moroni. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  6. «Gran Enciclopèdia Catalana» (Καταλανικά) Grup Enciclopèdia. 0044483.
  7. www.kulturarv.dk/kid/VisKunstner.do?kunstnerId=830. Ανακτήθηκε στις 12  Φεβρουαρίου 2023.
  8. The 1911 Britannica placed his birth date around 1510; Freedberg states he was born ca 1523, while the Bergamo exhibition gives the range 1520-24.
  9. They are at the Art Institute of Chicago and the National Gallery of Art, Washington.
  10. Freedberg 1993:593.
  11. «A Gentleman in Adoration before the Madonna». National Gallery of Art - Collections. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουνίου 2019. 
  12. «Gian Federico Madruzzo». National Gallery of Art - Collections. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουνίου 2019. 
  13. «Titian's Schoolmaster». National Gallery of Art. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουνίου 2019. 
  14. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2021. 
  15. «A Soldier - The Collection - Museo Nacional del Prado». www.museodelprado.es. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2020. 
  16. The old monographs on Moroni by D. Cugini Moroni Pittore (Bergamo) 1939 and G. Lendorff Giovanni Battista Moroni Il Ritrattista Bergamasco (Bergamo) 1939 have been superseded; archival notices concerning the painter and the modern catalogue raisonné is in Mina Gregori, Giovanni Battista Moroni: tutte le opere (Bergamo) 1979; two exhibitions have renewed interest in Moroni: Francesco Rossi, Mina Gregori et al., Giovan Battista Moroni (Bergamo exhibition catalogue), and Peter Humfrey, Giovanni Battista Moroni: Renaissance Portraitist (Fort Worth: Kimball Art Museum) 2000, the catalogue record of an exhibition of ten portraits at the Kimball (February–May 2000), with essays that set Moroni in the cultural history of his time.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Freedberg, S.J. (1993). Painting in Italy 1500–1600. 3rd ed. 1993. Yale University Press. σελίδες 591–95. 
  • Gregori, Mina. Giovan Battista Moroni—tutte le opere. Bergamo: Poligrafiche Bolis, 1979.
  • Ng, Aimee, Simone Facchinetti and Arturo Galansino. Moroni: The Riches of Renaissance Portraiture. Exh. cat. Feb. 29–June 2, 2019. New York: The Frick Collection, 2019. (review with excerpts and images, Delancy Place, July 12, 2019)
  • Tiraboschi, Giampiero. Giovan Battista Μορόνι: l'uomo e l'artista. Μπέργκαμο: Tera mata, 2016.
  • Wittkower, Rudolf (1993). «Art and Architecture Italy, 1600–1750». Pelican History of Art. 1980. London: Penguin Books. σελίδες 591–595. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]