Σύνταγμα της 3ης Μαΐου 1791

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο γνωστός πίνακας Το Σύνταγμα της 3ης Μαΐου 1791 του Γιαν Ματέικο. Στο προσκήνιο εμφανίζεται ο Βασιλιάς Στανισλάβος Αύγουστος (ο οποίος εικονίζεται στα αριστερά), ενώ εισέρχεται στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη της Βαρσοβίας. Επίσης εμφανίζονται βουλευτές οι οποίοι ορκίζονται να τηρούν το σύνταγμα. Στο παρασκήνιο εμφανίζεται το Βασιλικό Κάστρο, όπου το Σύνταγμα έχει μόλις εγκριθεί.
Η πρώτη σελίδα του αρχικού χειρογράφου του συντάγματος της 3ης Μαΐου 1791. Η εγγραφή του χειρογράφου έγινε στις 5 Μαΐου 1791 (η ημερομηνία εγγραφής αναγράφεται πάνω δεξιά).

Το Σύνταγμα της 3ης Μαΐου 1791[1][2] (πολωνικά: Ustawa Rządowa‎‎, μετάφραση: Νόμος της Διακυβέρνησης) ήταν το σύνταγμα που ενέκρινε η Μεγάλη Σέιμ (γνωστή και ως "Τετραετής Δίαιτα", καθώς συνεδρίαζε την τετραετία 1788-92) για την Πολωνική–Λιθουανική Κοινοπολιτεία, την διπλή μοναρχία που απαρτιζόταν από το Βασίλειο της Πολωνίας και το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας. Το σύνταγμα σχεδιάστηκε με σκοπό να διορθώσει τις πολιτικές αδυναμίες της Κοινοπολιτείας, καθώς πριν από την εισαγωγή του συντάγματος υπήρξαν αναταραχές στην Κοινοπολιτεία. Επίσης αποτέλεσε μέρος μιας διαδικασίας σταδιακής εισαγωγής μεταρρυθμίσεων, αρχίζοντας από την Σύγκληση της Σέιμ το 1764 και την εκλογή του Στανισλάβου Αυγούστου Πονιατόφσκι στο αξίωμα του βασιλιά, θέση την οποία διατήρησε μέχρι τον διαμελισμό της Κοινοπολιτείας το 1795. Η συγγραφή του συντάγματος ξεκίνησε στις 6 Οκτωβρίου 1788.

Μέσω του συντάγματος, η χώρα προσπάθησε να εισάγει μια αποτελεσματικότερη συνταγματική μοναρχία. Το σύνταγμα εισήγαγε πολιτική ισότητα μεταξύ των αστών και των ευγενών, ενώ τοποθέτησε τους χωρικούς υπό την προστασία της κυβέρνησης, μετριάζοντας τις χειρότερες καταχρήσεις της δουλοπαροικίας. Επίσης απαγόρευσε αναχρονιστικά κοινοβουλευτικά δικαιώματα όπως το δικαίωμα της ελεύθερης αρνησικυρίας. Αυτό το δικαίωμα είχε αφήσει την Σέιμ στο έλεος του κάθε βουλευτή, καθώς μπορούσε να ασκήσει βέτο και να αναιρεθεί η ισχύς της ψηφισμένης νομοθεσίας. Οι γείτονες της Κοινοπολιτείας αντέδρασαν εχθρικά στην απόφαση υιοθέτησης συντάγματος. Ο Βασιλιά Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β΄ της Πρωσίας έσπασε την συμμαχία της Πρωσίας με την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και συμμάχησε με την Αυτοκρατορική Ρωσία της Μεγάλης Αικατερίνης και την συνομοσπονδία της Ταργκόβιτσα, αποτελούμενη από πολωνούς ευγενείς που διαφωνούσαν με τις μεταρρυθμίσεις. Αυτή η συμμαχία κέρδισε την Πολωνία στον Πολωνορωσικό πόλεμο του 1792.

Το σύνταγμα του 1791 ήταν σε ισχύ για λιγότερους από 19 μήνες[3][4]. Η Σέιμ του Χρόντνο (1793) με ψήφισμα της κήρυξε το σύνταγμα άκυρο, αν και η εξουσία της Σέιμ να ακυρώσει το σύνταγμα ήταν αμφισβιτήσιμη[4]. Ο δεύτερος (1793) και ο τρίτος (1795) διαμελισμός της Πολωνίας οδήγησαν στην κατάλυση της πολωνικής ανεξαρτησίας για 123 χρόνια, ως το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918. Κατά την περίοδο των 123 ετών όπου η Πολωνία δεν ήταν ανεξάρτητο κράτος, το σύνταγμα του 1791 βοήθησε στην διατήρηση των πολωνικών επιδιώξεων για την αποκατάσταση της κυριαρχίας της χώρας. Σύμφωνα με τους δύο κύριους συγγραφείς του συντάγματος, τους Ίγκνατσι Ποτότσκι και Χούγκο Κοουουιατάι, το σύνταγμα της 1791 ήταν "η τελευταία θέληση και διαθήκη της καταρρέουσας Πατρίδας."

Το Σύνταγμα της 3ης Μαΐου 1791 συνδύαζε το πολίτευμα της μοναρχικής δημοκρατίας με τον σαφή διαχωρισμό της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας. Γενικά θεωρείται ως το πρώτο ευρωπαϊκό σύγχρονο γραπτό σύνταγμα, καθώς και το δεύτερο γραπτό και σύγχρονο σύνταγμα του κόσμου, μετά το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών που είχε τεθεί σε ισχύ το 1789.[α]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Οι αξιώσεις περί "πρώτου" και "δεύτερου συντάγματος" έχουν αμφισβητηθεί. Πριν από την υιοθέτηση του Αμερικανικού και του Πολωνο-Λιθουανικού συντάγματος είχαν ψηφιστεί παλαιότερα έγγραφα που δεν είχαν εισάγει σαφή διαχωρισμό της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας που προωθούσαν οι διανοούμενοι της Εποχής του Διαφωτισμού όπως ο Μοντεσκιέ. Σύμφωνα με τον Κένιξμπεργκερ,[5] το Κορσικό Σύνταγμα του 1755[6] δεν είχε διαχωρίσει τον εκτελεστικό από τον δικαστικό τομέα. Δείτε επίσης το λήμμα ιστορία του συντάγματος.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Juliusz Bardach· Bogusław Leśnodorski· Michał Pietrzak (1993). Historia ustroju i prawa polskiego [History of the Polish State and Law] (στα Polish). PWN. σελίδες 304–305. ISBN 978-83-01-11026-0. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  2. (πολωνικά: Konstytucja 3 maja‎‎, λευκορωσικά: Канстытуцыя 3 мая (official) / 3 траўня (Taraškievica)‎‎, λιθουανικά: Gegužės trečiosios konstitucija‎‎ listen )
  3. Juliusz Bardach· Bogusław Leśnodorski· Michał Pietrzak (1993). Historia ustroju i prawa polskiego [History of the Polish State and Law] (στα Polish). PWN. σελ. 309. ISBN 978-83-01-11026-0. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  4. 4,0 4,1 Juliusz Bardach· Bogusław Leśnodorski· Michał Pietrzak (1993). Historia ustroju i prawa polskiego [History of the Polish State and Law] (στα Polish). PWN. σελ. 317. ISBN 978-83-01-11026-0. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  5. H. G. Koenigsberger (1986). Politicians and Virtuosi: Essays on Early Modern History (Vol. 49). A&C Black. ISBN 978-0-90-762865-1. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2017. 
  6. Dorothy Carrington (July 1973). «The Corsican constitution of Pasquale Paoli (1755–1769)». The English Historical Review 88 (348): 481–503. doi:10.1093/ehr/lxxxviii.cccxlviii.481. https://archive.org/details/sim_english-historical-review_1973-07_88_348/page/481.