Μετάβαση στο περιεχόμενο

Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων (1947)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων
Η καναδική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων.
Υπογραφή10 Φεβρουαρίου 1947
ΤοποθεσίαΠαρίσι, Γαλλία
Αρχικοί
υπογράφοντες
ΕπικύρωσανΌλοι οι υπογράφοντες
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων (γαλλικά: Traités de Paris) υπογράφηκαν στις 10 Φεβρουαρίου 1947, έπειτα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945. Η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων διήρκεσε από τις 29 Ιουλίου έως τις 15 Οκτωβρίου 1946. Οι νικηφόρες στον πόλεμο Συμμαχικές δυνάμεις (κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σοβιετική Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία) διαπραγματεύτηκαν τις λεπτομέρειες των συνθηκών ειρήνης με την Ιταλία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Φινλανδία. Οι συνθήκες επέτρεψαν στις ηττημένες δυνάμεις του Άξονα να αναλάβουν τις ευθύνες τους για τον πόλεμο και να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις για ένταξή τους στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.

Ο διακανονισμός που επιτεύχθηκε στις συνθήκες ειρήνης περιελάμβανε την καταβολή πολεμικών επανορθώσεων, τη δέσμευση για μειονοτικά δικαιώματα και εδαφικές προσαρμογές, συμπεριλαμβανομένης του κατάλυσης της ιταλικής αποικιακής αυτοκρατορίας σε Αφρική και Ευρώπη, καθώς και αλλαγές στα ιταλο-γιουγκοσλαβικά, ουγγρο-τσεχοσλοβακικά, σοβιετο-ρουμανικά, ουγγρο-ρουμανικά, γαλλο-ιταλικά και σοβιετο-φινλανδικά σύνορα. Οι συνθήκες υποχρέωσαν επίσης τα συμβαλλόμενα κράτη να παραδώσουν τους κατηγορούμενους για εγκλήματα πολέμου στις Συμμαχικές δυνάμεις προκειμένου να δικαστούν από στρατοδικεία.[1]

Οι πολιτικές ρήτρες όριζαν ότι ο υπογράφων πρέπει «να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει σε όλα τα άτομα υπό τη δικαιοδοσία (του) ―χωρίς διάκριση φυλής, φύλου, γλώσσας ή θρησκείας― την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της έκφρασης, του τύπου και των δημοσιεύσεων, της θρησκευτικής λατρείας, της πολιτικής γνώμης και της δημόσιας συνάθροισης».[2]

Επίσης, δεν θα επιβάλλονταν κυρώσεις σε υπηκόους λόγω της ταύτισής τους, εν καιρώ πολέμου, με την πλευρά των Συμμάχων. Κάθε κυβέρνηση θα λάμβανε μέτρα για να αποτρέψει την αναζωπύρωση των φασιστικών οργανώσεων ή οποιωνδήποτε άλλων «είτε πολιτικών, είτε στρατιωτικών ή παραστρατιωτικών, σκοπός των οποίων είναι να στερήσουν τους λαούς από τα δημοκρατικά τους δικαιώματα».[3]

Η Ιταλία έχασε τις αποικίες της Ιταλικής Λιβύης και της Ιταλικής Ανατολικής Αφρικής. Η τελευταία αποτελούνταν από την Ιταλική Αιθιοπία, την Ιταλική Ερυθραία και την Ιταλική Σομαλιλάνδη. Ωστόσο, συνέχισε να διοικεί την πρώην Ιταλική Σομαλιλάνδη ως Διοικητικό Καταπίστευμα των Ηνωμένων Εθνών μέχρι το 1960. Στις συνθήκες ειρήνης, η Ιταλία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αλβανίας. Η Ιταλία έχασε τη συνοικία που κατείχε στην Τιεντσίν, η οποία παραδόθηκε στην Κίνα, και τα Δωδεκάνησα στο Αιγαίο Πέλαγος, τα οποία παραχωρήθηκαν στο Βασίλειο της Ελλάδας.

Η Ιταλία έχασε την Χερσόνησο της Ίστριας, τη Φιούμε, τη Ζάρα, το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Γκορίτσια, που παραχωρήθηκαν στον Γιουγκοσλαβία. Μέρος της Ίστριας, συμπεριλαμβανομένης της επαρχίας της Τεργέστης σχημάτισαν μία αυτόνομη διοικητικά περιοχή, την Ελεύθερη Πολιτεία της Τεργέστης, η οποία βρέθηκε στον έλεγχο του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.[4][5] Το 1954, η Ιταλία ενσωμάτωσε το βόρειο μέρος της Ελεύθερης Πολιτείας της Τεργέστης και η Γιουγκοσλαβία ενσωμάτωσε το νότιο. Το καθεστώς αυτό αναγνωρίστηκε επίσημα με τη Συνθήκη του Όζιμο το 1975.

Τα χωριά της κοιλάδας του Ταντ και η Λα Μπριγκ παραχωρήθηκαν στη Γαλλία, αλλά οι Ιταλοί διπλωμάτες κατάφεραν να διατηρήσουν σε ισχύ τη Συνθήκη του Τορίνο του 1862, σύμφωνα με την οποία τα γαλλο-ιταλικά αλπικά σύνορα διέρχονται από την κορυφή του Λευκού Όρους, παρά τις γαλλικές απαιτήσεις επί της Κοιλάδας της Αόστης.[6] Η επαρχία του Νότιου Τυρόλου παρέμεινε στον έλεγχο της Ιταλίας, παρά τις εδαφικές διεκδικήσεις από την Αυστρία, κυρίως χάρη στο Σύμφωνο Ντε Γκάσπερι-Γκρούμπερ που υπεγράφη μερικούς μήνες πριν.

Η Φινλανδία αποκατέστησε τα προπολεμικά σύνορά της, χωρίς όμως να ανακτά τις εδαφικές απώλειες που προκλήθηκαν από τον Χειμερινό Πόλεμο του 1939-1940. Παράλληλα, πώλησε στη Σοβιετική Ένωση την αγροτική περιοχή Ραγιακόσκι. Στη Φινλανδία, οι πολεμικές αποζημιώσεις και η υπαγορευόμενη προσαρμογή των συνόρων θεωρήθηκαν ως μεγάλη αδικία και προδοσία των Συμμαχικών δυνάμεων. Εντούτοις, η συνεργασία της Φινλανδίας με τη Ναζιστική Γερμανία, μεταξύ του 1941 και του 1944, αποδυνάμωσε τη διαπραγματευτική ισχύ της κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Τα εδαφικά κέρδη της Σοβιετικής Ένωσης στο φινλανδικό έδαφος βασίστηκαν στην Ανακωχή της Μόσχας, που υπεγράφη στις 19 Σεπτεμβρίου του 1944.

Η Ουγγαρία αποκατέστησε τα σύνορα που διέθετε πριν από το 1938. Αυτό σήμαινε αποκατάσταση των νότιων συνόρων με τη Γιουγκοσλαβία, καταγγελία του Πρώτου και του Δεύτερου Βραβείου της Βιέννης, ακυρώνοντας τα εδαφικά κέρδη της Ουγγαρίας εναντίον της Τσεχοσλοβακίας και της Ρουμανίας. Επιπλέον, τρία χωριά (Γιάροβτσε, Ρούσοβτσε και Κούνοβο), νότια της Μπρατισλάβας, δόθηκαν στην Τσεχοσλοβακία, προκειμένου να σχηματιστεί το λεγόμενο «Προγεφύρωμα της Μπρατισλάβας».

Η Ρουμανία αποκατέστησε τα προπολεμικά σύνορά της με την Ουγγαρία, επανακτώντας τη Βόρεια Τρανσυλβανία. Ωστόσο, επιβεβαιώθηκε η απώλεια της Βεσσαραβίας και Βόρειας Βουκοβίνας, που είχαν προσαρτηθεί στη Σοβιετική Ένωση, δημιουργώντας τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μολδαβίας. Όσον αφορά τα σύνορα με τη Βουλγαρία, παρέμεινε σε ισχύ η Συνθήκη της Κραϊόβα, με την οποία η Νότια Δοβρουτσά προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία.

Η Βουλγαρία αποκατέστησε τα σύνορα που διέθετε πριν την 1η Ιανουαρίου του 1941, επιστρέφοντας τη Μακεδονία του Βαρδάρη στη Γιουγκοσλαβία και την Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη στην Ελλάδα, διατηρώντας όμως τη Νότια Δοβρουτσά, όπως προβλεπόταν στη Συνθήκη της Κραϊόβα. Η Βουλγαρία, με αυτόν τον τρόπο, ήταν η μόνη δύναμη του Άξονα που διατηρούσε έδαφος που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. [7]

Πολεμικές αποζημιώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρόβλημα των πολεμικών επανορθώσεων αποδείχθηκε ένα από τα πιο δύσκολα που προέκυψαν κατά τις μεταπολεμικές συνθήκες. Η Σοβιετική Ένωση, η χώρα που υπέστη τις σοβαρότερες καταστροφές από τον πόλεμο, διεκδίκησε τα μέγιστα δυνατά ποσά από τις χώρες του Άξονα.

Οι πολεμικές αποζημιώσεις σε τιμές δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με την ισοτιμία του 1938, ήταν οι εξής:

  • $360.000.000 από την Ιταλία:
    • $125.000.000 προς τη Γιουγκοσλαβία;
    • $105.000.000 προς την Ελλάδα;
    • $100.000.000 προς τη Σοβιετική Ένωση;
    • $25.000.000 προς την Αιθιοπία;
    • $5.000.000 προς την Αλβανία.
  • $300.000.000 από τη Φινλανδία προς τη Σοβιετική Ένωση.
  • $300.000.000 από την Ουγγαρία:
    • $200.000.000 προς τη Σοβιετική Ένωση;
    • $100.000.000 προς την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία.
  • $300.000.000 από τη Ρουμανία προς τη Σοβιετική Ένωση;
  • $70.000.000 από τη Βουλγαρία:
    • $45.000.000 προς την Ελλάδα;
    • $25,000,000 προς τη Γιουγκοσλαβία.
  1. Treaties of Peace with Italy, Bulgaria, Hungary, Roumania and Finland (English Version). Washington, D.C.: Department of State, U.S. Government Printing Service. 1947. σελ. 17. hdl:2027/osu.32435066406612. 
  2. International Norms and Standards for the Protection of National Minorities, Björn Arp, BRILL, 2008. ISBN 9047431391
  3. TREATY OF PEACE WITH ITALY
  4. Article 21 and Annex VII, Instrument for the Provisional Regime of the Free Territory of Trieste
  5. United Nations Security Council 16, 10 January 1947
  6. Redazione (22 Νοεμβρίου 2017). «Bilinguismo: la discussione a Fiume potrebbe aprire il dibattito anche a Briga e Tenda». Corsica Oggi (στα Ιταλικά). Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2019. 
  7. Treaty of Peace with Bulgaria, Dated February 10, 1947, Paris. Washington: United States Government Printing Office. 1947. hdl:2027/umn.31951002025850d. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]