Σπάσιμο πιάτων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το σπάσιμο πιάτων είναι ελληνική συνήθεια, που κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του ΄60 και του ΄70. Συνηθιζόταν κυρίως στα νυχτερινά κέντρα και γινόταν ως δείγμα του ελληνικού γλεντιού. Με την απαγόρευση της χούντας ατόνησε στις αρχές της δεκαετίας του '90 αλλά αργότερα παρουσίασε πάλι άνοδο, παρά την οικονομική κρίση.

Εκτέλεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εν λόγω πρακτική αποτέλεσε μέρος της ελληνικής διασκέδασης, ενώ σταδιακά μετά τη δεκαετία του '90 συνεχίστηκε, παρά την οικονομική κρίση. Τα πιάτα που προορίζονταν για σπάσιμο δεν είναι της κουζίνας. Είναι κατασκευασμένα από γύψο, προκειμένου ν΄ αποφευχθούν τραυματισμοί, γι'αυτό και είναι εύθραυστα και τα θρύμματα δεν κόβουν.

Όταν ο θαμώνας ήθελε να γλεντήσει περισσότερο,ζητούσε μια ντουζίνα πιάτα, τα οποία το γκαρσόν έπρεπε να φέρει και είτε να τα σπάσει στη πίστα μπροστά στην τραγουδίστρια, είτε να τα αφήσει στο τραπέζι του θαμώνα προκειμένου ο ίδιος να προβεί στην εκτέλεση, ρίχνοντάς τα στη πίστα είτε όλα μαζί, είτε ένα - ένα. Το σπάσιμο γινόταν με ιδιαίτερη τέχνη. Το γκαρσόν κρατάει στο δεξί ένα πιάτο, με το οποίο εν είδει πέλεκυ σφυρηλατεί τα υπόλοιπα που έχει στοιβαγμένα και τα κρατάει στο αριστερό. Ένα μετά το άλλο τα πιάτα θρυμματίζονται και πέφτουν στο πάτωμα, ενώ στο τέλος παραμένει αυτό που έχει στο δεξί, και το πετάει κάτω. Κατά τη διάρκεια της σκηνής το γκαρσόν είναι γονατιστό με το ένα πόδι.

Για να είναι πιο θεαματικό, όταν τα πιάτα πριν το σπάσιμο στοιβάζονται στη σκηνή, δημιουργώντας δύο ή και περισσότερες στοίβες ψηλές, ενώ στην κορυφή τοποθετείται ένα ποτήρι με αλκοολούχο ποτό, και τα πιάτα όλα καταβρέχονται με οινόπνευμα. Το γκαρσόν κάνει τα πιάτα φλαμπέ, ενώ ο τραγουδιστής αρχίζει τη παράσταση. Στο πρώτο ρεφρέν, το γκαρσόν αρχίζει να σπάει τα πιάτα, ένα μετά το άλλο, ενώ η φωτιά αναζωπυρώνει και τελικά σβήνει.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρακτική ξεκίνησε από έναν επιχειρηματία, τον Μπαμπαβέα, ο οποίος άνοιξε το καμπαρέ Folies d’ été στο τέρμα της Ηρώδου του Αττικού.[1] Κατά την περίοδο της χούντας, το σπάσιμο των πιάτων πολεμήθηκε και απαγορεύτηκε ως ιδιώνυμο αδίκημα με νόμο που επέσειε φυλάκιση ως και 5 χρόνια.[2] Παρά την χουντική απαγόρευση, η θραύση συνεχίστηκε και παραπέμφθηκαν στον εισαγγελέα πολλοί διάσημοι, όπως ο πρώην σύζυγος της Ζωής Λάσκαρη, Πέτρος Κουτουμάνος, ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Ομάρ Σαρίφ. Η χούντα εξέδωσε τελικά ειδική γνωμοδότηση, που αποφαινόταν ότι δεν υπήρχε αδίκημα εάν το σπάσιμο των πιάτων συνοδευόταν και από την αποδοχή της συμπεριφοράς του ατόμου που έκανε αυτήν την πράξη από τους παρευρισκόμενους.[2]

Σήμερα υπάρχουν ακόμα θαμώνες που εκτονώνονται με τη θραύση πιάτων στα νυχτερινά μαγαζιά και άλλων αντικειμένων. Η μοναδική βιομηχανία κατασκευής γύψινων πιάτων που λειτουργεί σήμερα στην Ελλάδα είναι εκείνη του Γκεντζου Κωνσταντίνου που εδρεύει στα Διαβατά Θεσσαλονίκης.[3] Η πρακτική του σπασίματος φαίνεται να αντικαταστάθηκε από το ρίξιμο λουλουδιών προς τη σκηνή όπου τραγουδά ο καλλιτέχνης, κάτι που ξεκίνησε πρώτη η Μαρινέλλα.[2]

Ταινίες στις οποίες αποτυπώνεται η πρακτική του σπασίματος πιάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]