Σάντο (Ιαπωνία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σάντο

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Σάντο
38°2′40″N 138°23′23″E
ΧώραΙαπωνία[1]
Διοικητική υπαγωγήΝιιγκάτα[1]
Γεωγραφική υπαγωγήSado Island
Ίδρυση1  Μαρτίου 2004[2]
Έκταση855,67 km²[3]
Πληθυσμός54.304 (1  Μαρτίου 2021)[4]
Ζώνη ώραςUTC+09:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Σάντο (佐渡市, Sado-shi) είναι πόλη, αλλά και νησί (佐渡島, Sado-shima/Sado-ga-shima) της Ιαπωνίας, που υπάγεται στον Νομό Νιιγκάτα. Από το 2004 η πόλη καταλαμβάνει ολόκληρη την επιφάνεια του νησιού, αν και δεν είναι όλη κτισμένη. Το Σάντο είναι το έκτο μεγαλύτερο νησί της Ιαπωνίας, μετά τα τέσσερα κύρια νησιά και την Οκινάουα (εξαιρώντας τις διεκδικούμενες από την Ιαπωνία Κουρίλες Νήσους): έχει έκταση 855,26 τ.χλμ., είναι δηλαδή λίγο μεγαλύτερο της Χίου.

Ο εκτιμώμενος πληθυσμός της πόλεως και του νησιού τον Μάιο του 2017 ήταν 55.474 κάτοικοι, με πυκνότητα πληθυσμού 64,8 κατοίκους ανά τ.χλμ.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μεγάλος αριθμός κεραμικών τέχνεργων που βρέθηκαν κοντά στο Όγκι, στο νότιο μέρος της νήσου, καταδεικνύει ότι το Σάντο ήταν κατοικημένο από την περίοδο Τζομόν (14000-350 π.Χ.).

Το Νιχόν Σόκι αναφέρει ότι το 544 μ.Χ. πήγαν στο νησί οι Μισιχάσε, λαός της αρχαίας Ιαπωνίας. Το νησί έγινε ξεχωριστή, ομώνυμη επαρχία της Ιαπωνίας στις αρχές του 8ου αιώνα. Αρχικώς ήταν ένα ενιαίο γκουν (διαμέρισμα), αλλά αργότερα υποδιαιρέθηκε σε τρία γκουν: το Σαουάτα, το Χαμότσι και το Κάμο.

Αναφέρεται ότι το 1185 ο σούγκο του Σάντο, ο Οσαράγκι, διόρισε τον Χόνμα Γιοσιχίσα ως τον σουγκοντάι του (υπαρχηγό) για την επαρχία.

Η κυριαρχία του οίκου των Χόνμα στο νησί κράτησε μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από τον Ουεσούγκι Καγκεκάτσου το 1589. Μετά την ήττα των Ουεσούγκι στη Μάχη της Σεκιγκαχάρα το 1600 και την ανακάλυψη χρυσού στο νησί, το Σογκουνάτο Τοκουγκάβα ανέλαβε τον έλεγχό του.

Επί μία πενταετία, από το 1871 έως το 1876, το Σάντο υπήρξε ανεξάρτητος νομός της Ιαπωνίας, ο Νομός Αϊκάβα. Μετά έγινε μέρος του Νομού Νιιγκάτα, μέχρι και σήμερα.

Στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν στο νησί τρία διαμερίσματα, επτά κωμοπόλεις και 51 χωριά. Κατά τον 20ό αιώνα μία σειρά συγχωνεύσεων μείωσε σταδιακά τον αριθμό των μονάδων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η σημερινή πόλη (δήμος), που καλύπτει όλο το νησί, ιδρύθηκε την 1η Μαρτίου 2004 από τη συγχώνευση όλων των εναπομεινάντων μονάδων του νησιού: του δήμου Ρυότσου, των κωμοπόλεων Αϊκάβα, Κανάι, Σαουάτα, Χατάνο, Μάνο, Χαμότσι και Όγκι, και των χωριών Νιίμπο και Ακαντομάρι.

Η εξορία στο Σάντο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφότου άρχισε ο άμεσος έλεγχος του νησιού από την κυρίως Ιαπωνία, περί τον 8ο αιώνα, η απομονωμένη θέση του το κατέστησε σύντομα τόπο εξορίας για ασυμβίβαστες προσωπικότητες. Η εξορία σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπως το νησί αυτό, θεωρείτο πολύ βαριά ποινή, δεύτερη μετά τη θανατική, και οι εξοριζόμενοι δεν αναμενόταν να επιστρέψουν ποτέ.

Το πρώτο γνωστό πρόσωπο που εξορίσθηκε στο νησί ήταν ένας ποιητής, ο Χοζούμι νο Ασόμι Όγιου (穂積朝臣老). Αναφέρεται ότι στάλθηκε στο Σάντο το 722 επειδή είχε επικρίνει τον Αυτοκράτορα.

Αλλά και ο έκπτωτος Αυτοκράτορας Τζουντόκου εξορίσθηκε στο Σάντο μετά τον ρόλο του στον Πόλεμο Τζοκυού του 1221. Ο Τζουντόκου έζησε είκοσι χρόνια στο νησί μέχρι τον θάνατό του και εξαιτίας της εξορίας του σε αυτό έγινε γνωστός μεταθανατίως ως ο «Σαντο-νο-ιν» (佐渡院). Η οσορός του είναι θαμμένη στο μαυσωλείο Μάνο Γκορύο, στη δυτική ακτή του Σάντο.[5]

Ο Βουδιστής μοναχος Νιτσιρέν έζησε στο Σάντο, κοντά στο μετέπειτα χωριό Νιίμπο, στην πεδιάδα Κουνινάκα, από το 1271 μέχρι το 1274. Τον 17ο αιώνα ανεγέρθηκε στον τόπο κατοικίας του ο ναός Κονπόν Τζι. Στα τέλη της εξορίας του, ο Νιτσιρέν έζησε στον τόπο όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός Μυοσό Τζι. Τέλος, εκεί όπου συνήθιζε να διαλογίζεται υπάρχει σήμερα τρίτος ναός, ο Τζισό Τζι. Συνακόλουθα, το «Νιπονζάν Μυοχότζι», ένα νεότερο βουδιστικό τάγμα, ίδρυσε μία «Παγόδα της Ειρήνης» στην πόλη για να βοηθά τους ανθρώπους να εμπνέονται προς την κατεύθυνση της παγκόσμιας ειρήνης.

Ο δραματουργός του θεάτρου Νο Ζεάμι Μοτοκίγιο εξορίσθηκε στο νησί για άγνωστο λόγο το 1434.

Ο τελευταίος εξόριστος ήρθε στο Σάντο το 1700, σχεδόν χίλια χρόνια μετά τον πρώτο.

Ο χρυσός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρυσωρυχείο του Σάντο

Το Σάντο γνώρισε μια αιφνίδια οικονομική έκρηξη κατά την Περίοδο Έντο, όταν ανακαλύφθηκε χρυσός το 1601 στην Αϊκάβα. Ως μείζων πηγή εσόδων για το σογκουνάτο, τα ορυχεία λειτουργούσαν υπό απάνθρωπες για τους εργαζόμενους συνθήκες.

Η έλλειψη εργατικών χεριών οδήγησε σε ένα άλλο είδος «εξόριστων» στο νησί, αυτή τη φορά όχι τιμωρημένων για κάποιο έγκλημα: Στέλνοντας άστεγους ανθρώπους στο Σάντο από τον 18ο αιώνα και μετέπειτα (ο αριθμός τους αυξανόταν στις ιαπωνικές πόλεις εκείνη την εποχή), το καθεστώς έλπιζε ότι θα επετύγχανε δύο στόχους με μία κίνηση. Οι άστεγοι στέλνονταν ως «συλλέκτες νερού» και εργάζονταν υπό εξαιρετικά σκληρές συνθήκες, με μικρό προσδόκιμο ζωής. Το κυρίως Ορυχείο του Σάντο στην ακμή του της περιόδου Έντο παρήγε περί τα 400 κιλά χρυσού ετησίως (καθώς και λίγο άργυρο). Η κωμόπολη Αϊκάβα έφθασε σύντομα σε πληθυσμό της τάξεως των εκατό χιλιάδων κατοίκων. Το ορυχείο έκλεισε το 1989.

Οι εξωτερικές επιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη φεουδαρχική Ιαπωνία, με το άνοιγμα της ναυτικής οδού Νισιμαβάρι το 1672, το Όγκι στη νότια ακτή του νησιού έγινε βασική στάση αυτής. Οι εξορίσεις και η ναυτιλία άσκησαν αμφότερες μεγάλη επίδραση στο πολιτιστικό υπόβαθρο του Σάντο. Υπάρχουν π.χ. θέατρα Νο διάσπαρτα σε όλο το νησί, ενώ το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και η προφορά διαφέρουν από αυτά στο ηπειρωτικό τμήμα του νομού.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της νήσου Σάντο

Το νησί βρίσκεται στη Θάλασσα της Ιαπωνίας, σε απόσταση 31 χιλιόμετρα (17 ναυτικά μίλια) από την κύρια ιαπωνική νήσο (τη Χονσού), ενώ το ίδιο έχει μήκος 63 χλμ. Αποτελείται από δύο παράλληλες χαμηλές βουνοσειρές, την Οσάντο στα βόρεια και την Κοσάντο στα νότια, με κατεύθυνση νοτιοδυτική-βορειοανατολική, με μια κεντρική μικρή πεδιάδα ανάμεσά τους. Η Οσάντο έχει και την υψηλότερη κορυφή του νησιού, το όρος Κινπόκου (金北山) με υψόμετρο 1.172 μέτρα, ενώ η Κοσάντο έχει μέγιστο ύψος μόλις 645 μέτρα.

Η πεδιάδα Κουνινάκα κοντά στο Νιίμπο

Ο κάμπος ανάμεσα στις βουνοσειρές φέρει το όνομα Κουνινάκα (国中) και είναι η πλέον πυκνοκατοικημένη περιοχή. Στην ανατολική πλευρά του ο κάμπος απολήγει στον κόλπο Ρυότσου, ενώ στη δυτική στον κόλπο Μάνο, όπου και οι εκβολές του μακρύτερου ποταμιού του νησιού, του Κοκουφουγκάβα ή Κονογκάβα.

Η μικρή λίμνη Κάμο, στην ανατολική πλευρά της Κουνινάκα, έχει έκταση 4,85 τετραγωνικά χιλιόμετρα και μέγιστο βάθος 9 μέτρα. Είναι υφάλμυρη και αποτελεί τόπο εκτροφής στρειδιών.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κλίμα του Σάντο είναι υγρό υποτροπικό κλίμα (κλιματική ταξινόμηση Κέππεν Cfa), με πολύ θερμά καλοκαίρια και κρύους χειμώνες. Η μέση ετήσια βροχόπτωση ανέρχεται σε 1.563,2 χιλιοστόμετρα.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πληθυσμός του νησιού μειώνεται από το 1950, όταν ανερχόταν σε 125.597 κατοίκους, εξαιτίας κυρίως της μεταπολεμικής αστυφιλίας. Οι κυριότερες πηγές εισοδήματος είναι η γεωργία και η αλιεία. Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, το 22,3% του εργατικού δυναμικού απασχολείται στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας και το 25% στον δευτερογενή. Η αλιεία επικεντρώνεται στο Ρυότσου και στην Αϊκάβα. Επίσης οι τεχνίτες πλεκτών μπαμπού του Σάντο είναι ονομαστοί σε όλη την Ιαπωνία.[6]

Ο τουρισμός άνθησε μετά το 1990 και έφθασε σε ένα μέγιστο 1,2 εκατομμυρίου επισκεπτών σε ένα έτος, αλλά οι επισκέπτες έχουν μειωθεί σήμερα σε λιγότερους από 600 χιλιάδες ετησίως, μετά και από τον σεισμό του Τσουέτσου το 2004.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 GEOnet Names Server. 11  Ιουνίου 2018. -241887.
  2. Ανακτήθηκε στις 8  Νοεμβρίου 2018.
  3. 3,0 3,1 «統計資料:地勢».
  4. «新潟県人口移動調査(推計人口および人口移動) - 新潟県ホームページ». Ανακτήθηκε στις 31  Μαρτίου 2021.
  5. Bornoff, Nicholas (2005): National Geographic Traveler Japan, σελ. 193.
  6. «Kagedo Japanese Art Bamboo Sculpture by Honma Hideaki, Nitten Exhibition 2011 - Kagedo Japanese Art». kagedo.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2018. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]