Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πρόεδρος (Βυζάντιο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ΄ πλαισιώνεται από ανώτερους αξιωματούχους της Αυλής του, όλοι τους πρόεδροι, σε ένα χειρόγραφο της δεκαετίας του 1070. Από αριστερά: ο πρόεδρος επί του κανικλείου, ο πρωτοπρόεδρος προτοβεστιάριος (ευνούχος, αφού δεν είναι γενειοφόρος), ο Αυτοκράτορας με εκατέρωθεν τις αλληγορίες της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης, ο πρόεδρος δεκανός και ο πρόεδρος μέγας πριμικήριος. [1]

Ο πρόεδρος ήταν ανώτερος Βυζαντινός αυλικός και εκκλησιαστικός τίτλος από τον 10ο έως τα μέσα του 12ου αι.

Δικαστική αξιοπρέπεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τίτλος δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 960 από τον Νικηφόρο Β΄ Φωκά και απονεμήθηκε για πρώτη φορά στον Βασίλειο Λεκαπηνό, τον ευνούχο παρακοιμούμενο. Τοποθετήθηκε πολύ υψηλά στην ιεραρχία της αυλής, ερχόμενος αμέσως κάτω από τη θέση της ζωστής πατρίκιας και πριν από τον μάγιστρο, που σημαίνει ότι ήταν ο ανώτερος μη αυτοκρατορικός τίτλος ανοικτός στους άνδρες. Ο τίτλος προφανώς συνέχισε να περιορίζεται στους ευνούχους μέχρι τα μέσα του 11ου αι., όταν άνοιξε στην ευρύτερη αριστοκρατία και απονεμήθηκε εκτενώς. [2] Κάτοχος αυτής της διάκρισης ήταν και ο πρόεδρος της Συγκλήτου και ο όρος πρόεδρος χρησιμοποιήθηκε συχνά για να δηλώσει την προτεραιότητα σε άλλα αξιώματα, π.χ. πρόεδρος των νοταρίων για τον πρωτονοτάριο. Ο τίτλος απονεμήθηκε ευρέως τον 11ο αι., αφότου άνοιξε σε μη ευνούχους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο πρωτοπρόεδρος (πρώτος πρόεδρος), για να διακρίνει τον πιο ανώτερο από τους κατόχους του τίτλου. Ο τίτλος, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της ονοματολογίας της μεσοβυζαντινής αυλής, έπεσε σταδιακά σε αχρηστία την περίοδο των Κομνηνών και εξαφανίστηκε τον τελευταίο 12ο αι. [2] Σύμφωνα με το Περί βασιλείου τάξεως (I.97) του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (βασ. 913–959), τα ρούχα και τα διακριτικά των προέδρων τη δεκαετία του 960 ήταν: «ένας ροζ χρώματος και χρυσοκέντητος χιτώνας [τουνίκα], μία ζώνη επικαλυμμένη με πολύτιμους λίθους και μια λευκή χλαμύδα [μανδύας] στολισμένη με χρυσές ταινίες και με δύο χρυσές τάβλες [τετράγωνα κεντήματα] και διακόσμηση από φύλλα κισσού».

Εκκλησιαστικό αξίωμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος πρόεδρος χρησιμοποιήθηκε συχνά για έναν επίσκοπο, ο οποίος ήταν φυσικά ο πρόεδρος του τοπικού κλήρου, και σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις για τους μητροπολίτες επισκόπους. Τον 13ο αι. όμως απέκτησε μια πιο συγκεκριμένη σημασία: δόθηκε σε επισκόπους, που είχαν ταυτόχρονα τη δικαιοδοσία σε μια κενή επισκοπική έδρα. Ως πρόεδρος της κενής επισκοπικής έδρας, αυτός ο επίσκοπος διηύθυνε τη διοίκησή του, αλλά διαφοροποιείτο από τον κανονικό επίσκοπο, αφού ποτέ δεν είχε εγκατασταθείε επίσημα σε αυτή την επισκοπική έδρα. Όπως και στην Αυλή, ο όρος πρόεδρος χρησιμοποιήθηκε επίσης για να δηλώσει την προτεραιότητα μεταξύ μιας ομάδας αξιωματούχων. [2]

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]