Πληροφοριοδότης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών συγχαίρει και προσφέρει μερική αμοιβή σε πλήρως καλυμμένο πληροφοριοδότη, για πληροφορίες που οδήγησαν στην σύλληψη Φιλιπινέζου τρομοκράτη

Ο πληροφοριοδότης (επίσης καταδότης[1], ρουφιάνος, δωσίλογος κατά την περίοδο της Κατοχής, χαφιές, σπιούνος) είναι οποιοδήποτε άτομο παρέχει πληροφορίες για άτομα ή οργανισμούς. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα της επιβολής του νόμου, όπου είναι επίσημα γνωστός ως εμπιστευτικός ή ποινικός πληροφοριοδότης και μπορεί συχνά να αναφέρεται στην παροχή πληροφοριών χωρίς την συγκατάθεση των άλλων, είτε με σκοπό την απόδοση δικαιοσύνης, ή με ιδιοτελή κίνητρα. Συνήθως, ως όρος χρησιμοποιείται συχνά όταν υπάρχουν κακόβουλα κίνητρα, είτε για προσωπικό ή οικονομικό όφελος[2]. Ο όρος χρησιμοποιείται, επίσης, στην πολιτική, την βιομηχανία και τις επιστήμες[3][4].

Ποινικοί πληροφοριοδότες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληροφοριοδότες βρίσκονται συνήθως στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος. Από την φύση του, το οργανωμένο έγκλημα περιλαμβάνει πολλούς ανθρώπους που γνωρίζουν την ενοχή του άλλου, σε διάφορες παράνομες δραστηριότητες. Συχνά οι εμπιστευτικοί πληροφοριοδότες (ή ποινικοί πληροφοριοδότες) παρέχουν πληροφορίες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν με επιείκεια, γίνεται κάποιος πληροφοριοδότης μετά την σύλληψή του.

Οι πληροφοριοδότες είναι επίσης εξαιρετικά συνηθισμένοι στο καθημερινό αστυνομικό έργο, συμπεριλαμβανομένων των ερευνών για ανθρωποκτονίες και ναρκωτικά. Οποιοσδήποτε πολίτης βοηθά σε έρευνα, προσφέροντας χρήσιμες πληροφορίες στην αστυνομία είναι εξ ορισμού πληροφοριοδότης.

Η CIA έχει επικριθεί για την επιείκεια της έναντι των ναρκομανών[5] και των δολοφόνων[6] που ενεργούν ως αμειβόμενοι πληροφοριοδότες, επιτρέποντας στους πληροφοριοδότες να εμπλέκονται σε ορισμένα εγκλήματα, έτσι ώστε ο δυνητικός πληροφοριοδότης να μπορεί να αναμιχθεί χωρίς υποψία [6], όπως επίσης και για τα δισεκατομμύρια δολάρια που ξοδεύονται σε μη αξιόπιστες και ανέντιμες πηγές πληροφοριών[7].

Οι ποινικοί πληροφοριοδότες θεωρούνται συχνά προδότες από τους πρώην συνεργάτες τους. Όποια και αν είναι η φύση μιας ομάδας, είναι πιθανό να αισθανθεί έντονη εχθρότητα απέναντι σε όλους τους γνωστούς πληροφοριοδότες, θεωρώντας τους ως απειλές και επιβάλλοντας τιμωρίες που κυμαίνονται από τον κοινωνικό εξοστρακισμό μέσω σωματικής κακοποίησης ή και θανάτου. Ως εκ τούτου, οι πληροφοριοδότες προστατεύονται γενικά, είτε με κατάλληλο διαχωρισμό στην φυλακή ή, εάν δεν είναι φυλακισμένοι, με την παροχή νέας ταυτότητας.

Οι πληροφοριοδότες, και ειδικά οι εγκληματίες, χρησιμοποιούνται για διαφόρους λόγους, ενώ πολλοίς δεν γνωρίζουν οι ίδιοι όλους τους λόγους για τους οποίους παρέχουν πληροφορίες. Πολλοί πληροφοριοδότες παρέχουν πληροφορίες από καταναγκασμό ή άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την ακρίβεια ή την ειλικρίνεια των παρεχόμενων πληροφοριών. Οι αξιωματικοί επιβολής του νόμου, οι εισαγγελείς, οι δικηγόροι υπεράσπισης, οι δικαστές και άλλοι χρειάζεται να γνωρίζουν πιθανά κίνητρα, ώστε να μπορούν να προσεγγίζουν, να αξιολογούν και να επαληθεύουν τις πληροφορίες των πληροφοριοδοτών.

Κίνητρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βοήθημα του FBI για την αξιολόγηση εμπιστευτικών ανθρώπινων πηγών

Γενικά, τα κίνητρα των πληροφοριοδοτών μπορούν να κατανεμηθούν σε ιδιοτελή, κίνητρα αυτοσυντήρησης και συνειδησιακά.

Ιδιοτελή:

  • Οικονομική ανταμοιβή
  • Απόσυρση ή απόρριψη ποινικών διώξεων
  • Μείωση της ποινής
  • Επιλογή θέσης για την εκτέλεση ποινής.
  • Εξάλειψη αντιπάλων ή ανεπιθύμητων εγκληματικών συνεργατών.
  • Εξάλειψη των ανταγωνιστών που ασκούν εγκληματικές δραστηριότητες.
  • Εκτροπή της υποψίας από τις δικές τους εγκληματικές δραστηριότητες.
  • Εκδίκηση

Αυτοσυντήρηση:

  • Φόβος για βλάβη από άλλους.
  • Απειλή κατάσχεσης ή χρεώσεων.
  • Απειλή φυλάκισης.
  • Επιθυμία για πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.

Συνείδηση:

  • Επιθυμία για αναμόρφωση
  • Ένοχη συνείδηση
  • Γνήσια επιθυμία για βοήθεια στην επιβολή του νόμου και την κοινωνία[8].

Πληροφοριοδότες εργατικών συνδικάτων και κινημάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εταιρείες και τα ερευνητικά γραφεία που τις εκπροσωπούν, έχουν ιστορικά προσλάβει εργάτες πληροφοριοδότες για να παρακολουθούν ή να ελέγχουν τα εργατικά συνδικάτα και τις δραστηριότητές τους[9]. Τέτοιου είδους πληροφοριοδότες είναι πιθανώς επαγγελματίες ή προσληφθέντες από το εργατικό δυναμικό. Μπορεί να είναι πρόθυμοι συνεργοί ή μπορεί να εξαπατηθούν για να ενημερώνουν για τις προσπάθειες των συνδικαλιστικών τους συνδικαλιστικών οργανώσεων[10].

Αμειβόμενοι πληροφοριοδότες χρησιμοποιήθηκαν από τις αρχές σε πολιτικά και κοινωνικά προσανατολισμένα κινήματα, προκειμένου να τα αποδυναμώσουν, να τα αποσταθεροποιήσουν και τελικά να τα σπάσουν[11]. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας εμπλοκής από τα αρχεία του FBI είναι ο Ρίτσαρντ Μασάτο Αόκι ριζοσπαστικός ακτιβιστής του Σαν Φρανσίσκο στη δεκαετία του 1960. Φέρεται πως ήταν πολιτικός πληροφοριοδότης του FBI, το οποίο ενημέρωνε για τους Ασιάτες ακτιβιστές και τους ηγέτες των Μαύρων Πανθήρων Χιουέι Νιούτον (Huey Newton) και Μπόμπι Σιλ (Bobby Seale). Τα έγγραφα του FBI έγγραφα δείχνουν ότι όντας ακτιβιστής, ο Αόκι έστειλε κρυφά περισσότερες από 500 αναφορές στο FBI στην περίοδο 1961-1971 για ένα ευρύ φάσμα ακτιβιστών και πολιτικών ομάδων στην περιοχή του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο[12].

Πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληροφοριοδότες ενίοτε προειδοποιούν τις αρχές σχετικά με διεφθαρμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Οι υπάλληλοι ενδέχεται να παίρνουν δωροδοκίες ή οι συμμετέχοντες σε κυκλώματα ξεπλύματος χρήματος. Οι πληροφοριοδότες σε ορισμένες χώρες λαμβάνουν ποσοστό των χρημάτων που ανακτώνται από την κυβέρνηση. Τα συστήματα ποινικής πληροφόρησης έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί ως κάλυψη για επιθετικά πολιτικά κίνητρα[13].

Ο Λακτάντιος περιέγραψε παράδειγμα Εβραίου ποινικού πληροφοριοδότη από την αρχαία Ρώμη, που αφορούσε στην δίωξη μιας γυναίκας, για την οποία υπήρχε υποψία ότι είχε συμβουλεύσει κάποια να μην παντρευτεί τον Μαξιμίνο Β΄[14].

Πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως πληροφοριοδότες ή μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) αναφέρονται εκείνοι οι πληροφοριοδότες που αποκαλύπτουν πληροφορίες άμεσα σχετιζόμενες με περιπτώσεις απάτης, κατάχρησης εξουσίας και διαφθοράς, οι οποίες μπορεί να συμβαίνουν σε κάποιον οργανισμό του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα[15].

Οι πληροφοριοδότες στην ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληροφοριοδότες από την αρχαιότητα έως την σύγχρονη ιστορία έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο, καταγεγραμμένοι επίσης ως προδότες, ανάλογα με την κοινωνική τους θέση[16][17][18].

Αρχαία Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληροφοριοδότες ήταν γνωστοί στην ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Ονομάζονταν συκοφάντες στην αρχαία Ελλάδα[19], ενώ στην αρχαία Ρώμη, ο πληροφοριοδότης ήταν γνωστός ως delator. Όσον αφορά στην αρχαία Ελλάδα η χρήση πληροφοριοδοτών χρονολογείται τουλάχιστον στον τέταρτο αιώνα ΠΚΕ, όταν η αθηναϊκή κυβέρνηση στηρίχθηκε σε πληροφοριοδότες για για την ανίχνευση προδοτικών σχεδίων[20]. Το αρχαίο ελληνικό ποινικό σύστημα τιμωρούσε την προδοσία με θάνατο, αλλά επέτρεπε σε όσους καταδικάζονταν για προδοσία, να λαμβάνουν μικρότερη ποινή με αντάλλαγμα πληροφορίες για άλλους προδότες. Ως σημαντική περίπτωση πληροφοριοδότη-προδότη αναφέρεται ο Εφιάλτης από την Τραχίδα ή Ἐπιάλτης κατά τον Ηρόδοτο υιός του Ευρυδήμου[21]. Πρόδωσε την πατρίδα του γενόμενος πληροφοριοδότης των Περσών, με κίνητρο την ανταμοιβή από τον Πέρση μονάρχη, υποδεικνύοντας στις περσικές δυνάμεις μονοπάτι για να κυκλώσουν τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών το 480 ΠΚΕ[22].

Αρχαία Ρώμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ρωμαϊκή ιστορία, delator ήταν εκείνος που ειδοποιούσε τους αξιωματούχους του θησαυροφυλακίου για πιθανές παράμονες δραστηριότητες. Η ίδια ΄'εννοια αργότερα επεκτάθηκε και σε εκείνους που κατέθεσαν πληροφορίες σχετικά με αξιόποινες πράξεις και, επιπλέον, σε εκείνους που προσέβαλλαν (ανεξάρτητα από το αν είναι αληθινό ή όχι) δημόσια (ειδικά για τον σκοπό της απόκτησης χρημάτων). Αν και η λέξη delator, για τον «κοινό πληροφοριοδότη», περιορίζεται στην περίοδο της αυτοκρατορίας, το δικαίωμα της δημόσιας κατηγορίας είναι παλαιότερο. Όταν ασκείτο από πατριωτικά κίνητρα, τα αποτελέσματά του θεωρούνταν ευεργετικά. Αλλά τη στιγμή που εισήχθη η αρχή της ανταμοιβής, τα κίνητρα άλλαξαν. Ενίοτε ο κατηγορούμενος ανταμειβόταν με το δικαίωμα της ιθαγένειας, θέση στην γερουσία ή με ένα τμήμα της περιουσίας του κατηγορουμένου. Στο τέλος της δημοκρατικής περιόδου, ο Κικέρων εκφράζει την άποψή ότι τέτοιες κατηγορίες πρέπει να γίνονται μόνο προς το συμφέρον του κράτους ή για άλλους επείγοντες λόγους[23]. Στην περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το σύστημα διεφθάρη, ιδιαίτερα στην περίοδο βασιλείας του Τιβερίου, αν και οι πληροφοριοδότες συνέχισαν να ασκούν την δραστηριότητά τους μέχρι την βασιλεία του Θεοδοσίου Α΄ στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι πληροφοριοδότες αντλούνταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις και κυρίως από τους δικηγόρους. Τα αντικείμενα των επιθέσεων τους ήταν οι πλούσιοι, όλοι οι πιθανοί αντίπαλοι του αυτοκράτορα και εκείνοι των οποίων η συμπεριφορά συνεπαγόταν επιβουλή κατά του αυτοκρατορικού τρόπου ζωής. Σύμφωνα με τον Τάκιτο η πληρωμή για την συκοφαντία προστέθηκε σε όλες τις ποινικές κατηγορίες, με κύριο κίνητρο την επιθυμία συγκέντρωσης πλούτου[24].

Βυζάντιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεσαιωνικό σύστημα φαίνεται πως διέθετε παρόμοια δομή. Περίπου το 1275 κάθε άτομο που κατηγορείτο για κακούργημα ή προδοσία μπορούσε να παρέχει πληροφορίες για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, μειώνοντας ακόμη και την θανατική ποινή του σε εξορία. Οι ψευδείς πληροφορίες τιμωρούνταν με θανατική ποινή. Οι αρχαίες και μεσαιωνικές μέθοδοι χειρισμού των πληροφοριοδοτών δεν ήταν αποτελεσματικές στο ζήτημα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας[25].

Νεότερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληροφοριοδότες άρχισαν να πληθαίνουν με την ίδρυση της γαλλικής αστυνομίας από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ το 1667. Ο γάλλος μονάρχης δημιούργησε οργανισμό με νέο δικαστή, γενικό αστυνομικό διευθυντή, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ανάπτυξη αστυνομικών γραφείων. Με αυτόν τον τρόπο στρατολογούσε αστυνομικούς επιθεωρητές και δημιούργησε ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριοδοτών, γνωστό ως mouches, δηλαδή «μύγες». Οι πληροφοριοδότες ήταν τόσο πολλοί ώστε αναφέρεται ότι σε κάθε συγκέντρωση τριών Γάλλων ένας από αυτούς ήταν πληροφοριοδότης της αστυνομίας. Οι πόρνες γίνονταν ανεκτές στο μέτρο που ήταν πληροφοριοδότες της αστυνομίας. Η γαλλική αστυνομία δημιουργήθηκε για να προστατεύσει το πολιτικό καθεστώς και συνέχισε αυτή την αποστολή μετά την επανάσταση του 1789 και κατά την διάρκεια της πρώτης αυτοκρατορίας. Η εκτεταμένη εξάρτηση από τους πληροφοριοδότες της αστυνομίας συνδέθηκε με την πολιτική ή «υψηλή» αστυνόμευση και, κατά τον εικοστό αιώνα, με τα ολοκληρωτικά κράτη.[26]

Εκτεταμένη αναφέρεται ότι ήταν η δράση των πληροφοριοδοτών στους διαφορετικούς πολέμους της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας με επίκεντρο το Κάστρο του Δουβλίνου. Η εξέταση του πολέμου στη δεκαετία του 1790 επέδειξε θεαματικές επιτυχίες από το Κάστρο του Δουβλίνου, γεγονός που συνέβαλε στην φήμη του για την πανταχού παρουσία του, κληροδοτώντας στους μεταγενέστερους επαναστάτες ανελέητη στάση απέναντι σε όσους εικάζονταν ως πληροφοριοδότες[27].

Επίσης, κυρίως τα τέλη του 20ου αιώνα, η Μαφία υπέφερε σημαντικά από διάφορους πληροφοριοδότες, όπως τους Σάμι Γκραβάνο και Γκρεγκ Σκάρπα της Αμερικανικής Μαφίας και Τομάζο Μπουσκέτα της Σικελικής Μαφίας.

Παραπομπές - σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Καταδότης». Πύλη για την ελληνική γλώσσα. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2017. 
  2. «informer». Merriam-Webster Dictionary. Merriam-Webster. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2016. 2: one that informs against another; specifically : one who makes a practice especially for a financial reward of informing against others for violations of penal laws 
  3. "Pursuing strategic advantage through political means: A multivariate approach" by DA Schuler, K Rehbein, RD Cramer – Academy of Management Journal, 2002
  4. "Reading English for specialized purposes: Discourse analysis and the use of student informants" by A Cohen, H Glasman, PR Rosenbaum-Cohen, J. Tesol Quarterly, 197
  5. "Kid Who Sold Crack to the President" by J Morley. Washington City Paper, 1989
  6. 6,0 6,1 "Government Corruption and the Right of Access to Courts" by UA Kim. Michigan Law Review, 2004
  7. "The Weakest Link: The Dire Consequences of a Weak Link in the Informant Handling and Covert Operations Chain-of-Command" by M Levine. Law Enforcement Executive Forum, 2009
  8. Allen, Bill Van (2011). Criminal investigation : in search of the truth (2nd έκδοση). Toronto: Pearson Canada. σελ. 217. ISBN 978-0-13-800011-0. 
  9. "Private detective agencies and labour discipline in the United States, 1855–1946" by RP Weiss. The Historical Journal, 2009. Cambridge Univ Press
  10. "Judicial Control of Informants, Spies, Stool Pigeons, and Agent Provocateurs" by RC Donnelly – Yale Law Journal, 1951
  11. "Thoughts on a neglected category of social movement participant: The agent provocateur and the informant" by GT Marx – American Journal of Sociology, 1974
  12. Rosenfeld, Seth (9 Ιουνίου 2015). «New FBI files show wide range of Black Panther informant's activities». Reveal. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2017. 
  13. "CIA Assets and the Rise of the Guadalajara Connection" J. Marshall – Crime, Law and Social Change, 1991
  14. Λακτάντιος. «On the Deaths of the Persecutors». 
  15. Αντωνόπουλος, Ρωμανός (18 Νοεμβρίου 2016). «Μεγαλύτερη προστασία για τους πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος». EurActiv.gr. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2017. 
  16. Potter, David (1999). Literary Texts and the Roman Historian. London: Routledge. σελ. 101. ISBN 9780415088961. 
  17. Kaldellis, Anthony. Ethnography After Antiquity: Foreign Lands and Peoples in Byzantine Literature. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. σελ. 31. ISBN 9780812208405. 
  18. Cohen, Jennie (23 Ιουνίου 2011). «Famous Gangster Informants in U.S. History». History. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2017. 
  19. «Ο συκοφάντης και τα σύκα». Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2017. 
  20. Κεφάλαιο 18 της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη
  21. Macaulay, G. C.. «The History of Herodotus». The University of Adelaide, paragraph 213. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις August 29, 2006. https://web.archive.org/web/20060829135732/http://etext.library.adelaide.edu.au/h/herodotus/h4m/chapter7.html. Ανακτήθηκε στις 2007-03-28. 
  22. Ηρόδοτος 7. 13.
  23. Cicero De Officiis, ii. 14
  24. "Delatores, genus hominum publico exitio repertum...per praemia eliciebantur" (Tacitus, Χρονικά, iv. 30)
  25. Neuschatz, Jeffrey S.· Jones, Nicholaos· Wetmore, Stacy A. and McClung, Joy (2012). «Unreliable Informant Testimony». Στο: Brian Cutler. Conviction of the Innocent: Lessons from Psychological Research. Washington, D.C.: APA Press. σελίδες 213–238. 
  26. Jack R. Greene, επιμ. (2007). The Encyclopedia of Police Science. Oxon: Routledge. σελ. 661. ISBN 0-415-97000-8. 
  27. Bartlett, Thomas. «Informers, Informants & Information». History Ireland. Ανακτήθηκε στις 23 Απριλίου 2017.