Ολούς
Ολούς | |
---|---|
35°15′23″N 25°43′54″E | |
Χώρα | Ελλάδα |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Αγίου Νικολάου |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Ολούς ή Ολούντας ήταν πόλη της αρχαίας Κρήτης που βρισκόταν κοντά στην σημερινή Ελούντα του Νομού Λασιθίου, στις δυτικές ακτές του κόλπου Μιραμπέλλου και στον ισθμό της Σπιναλόγκας[1]. Ήταν γνωστή από τα Μινωϊκά χρόνια, είχε πληθυσμό άνω των 30.000 ανθρώπων και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις εκατό σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Κρήτης.
Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ολούς αναπτύχθηκε από τα Μινωϊκά ακόμα χρόνια στις δυτικές ακτές του κόλπου Μιραμπέλλου. Στα Α. της η νησίδα Σπιναλόγκα συνδέεται με τον κύριο όγκο της Κρήτης μέσω ισθμού στο ΝΔ. της άκρο. Τα λιγοστά ερείπια της αρχαίας πόλης διασώζονται στην περιοχή της Αλυκής, τα περισσότερα μέσα στη θάλασσα. Ο Όμηρος την αναφέρει στην Ιλιάδα ως σημαντική περιοχή εξ΄ αιτίας των ορυχείων ακονόπετρας, υλικού με το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες ακόνιζαν λεπίδες, μαχαίρια και άλλα κοφτερά εργαλεία. Ήταν επίσης γνωστή για την παραγωγή και το εμπόριο πορφύρας με αποτέλεσμα το λιμάνι της να μνημονεύεται από τους σημαντικότερους αρχαίους συγγραφείς[2]. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η πόλη ήταν γνωστή για το ξύλινο άγαλμα της Αρτέμιδος Βριτομάρτεως που αφιέρωσε ο Δαίδαλος[3][1]. Επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή και βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου αναγράφει κείμενο συνθήκης της πόλης με άλλες πόλεις της Κρήτης και αναφέρει την ύπαρξη ναού του Ασκληπιού[1]. Ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος αναφέρει ότι είχε δικά της νομίσματα, καταγράφει μάλιστα 11 διαφορετικούς τύπους. Στα περισσότερα από αυτά παριστάνεται στη μία πλευρά η Άρτεμις Βριτόμαρτις, ενώ στην άλλη ο Ζευς αετοφόρος ή δελφίνι ή άστρο. Η πόλη συνέχισε να ακμάζει και την πρώτη Βυζαντινή περίοδο με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Βασιλική εκκλησία με το θαυμάσιο μωσαϊκό της που έχει διασωθεί καθώς και τη Βασιλική στο νησί της Κολοκύθας με τα εξαίσια λευκά μάρμαρά της.
Ανασκαφικές εργασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα ευρήματα της Ολούντας εντοπίστηκαν, από τις γαλλικές ναυτικές δυνάμεις που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή, το 1897-1898 στη θέση Πόρος και ήταν ένα ψηφιδωτό δάπεδο. Το 1937 με 1938 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή έκανε ανασκαφικές έρευνες με σκοπό τον εντοπισμό των ορίων της αρχαίων πόλεων Ολούντος και Λατούς και από το μέλος της σχολής Henri van Effenterre πραγματοποιήθηκε πρόχειρη ανασκαφή βασιλικής εκκλησίας[4].
Το 1955 έγινε δημοσίευση από τον Αναστάσιο Ορλάνδο για το σωζόμενο τμήμα του ψηφιδωτού του κεντρικού κλίτους χωρίς να προβεί σε συστηματική ανασκαφή, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε το 1960 από τον ίδιο και τον επιμελητή Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης Μύρωνα Μιχαηλίδη και έφερε στην επιφάνεια τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, το κεντρικό κλίτος της οποίας κάλυπτε ψηφιδωτό προερχόμενο ίσως από παλαιότερο ναό στην ίδια θέση, με γεωμετρικά θέματα, δελφίνια, ψάρια και πτηνά[5].
Η Βασιλική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η βασιλική που αποκαλύφθηκε είναι τρίκλιτη με ημικυκλική κόγχη στα Α. και τραπεζιόσχημο, σχεδόν ισοπλατή με τον κυρίως ναό νάρθηκα στα Δ. Τα κλίτη διέκριναν μεταξύ τους κιονοστοιχίες. Κτιστά θρανία εντοπίστηκαν σε τμήματα της εσωτερικής παρειάς των μακρών τοίχων. Το δάπεδο του κεντρικού κλίτους κάλυπτε ψηφιδωτό, των πλαγίων λίθινες πλάκες με ακανόνιστο περίγραμμα. Με εξαίρεση τρία διάχωρα, στα οποία απεικονίζονται δελφίνια περιβαλλόμενα από ψάρια ή πτηνά, η υπόλοιπη σύνθεση του ψηφιδωτού συνίσταται σε γεωμετρικά θέματα και σχηματοποιημένο φυτικό διάκοσμο. Σε αυτό περιλαμβάνονται τέσσερις επιγραφές, στις οποίες μνημονεύονται: ο Επιφάνιος (του οποίου δεν δηλώνεται η ιδιότητα), τρεις κτήτορες (Ηλιόδωρος, Θεόδουλος, Αντώνιος) και το ποσό της χορηγίας τους (ένα σιμίσιον έκατος). Ο Αναστάσιος Ορλάνδος θεώρησε πιθανό το σωζόμενο επιδαπέδιο ψηφιδωτό να προέρχεται από αρχαιότερο ναό κτισμένο στην ίδια θέση, καθώς αφ’ ενός κατασκευάστηκε με διαφορετικό άξονα από εκείνον του κεντρικού κλίτους το οποίο κοσμεί, αφ’ ετέρου έχει μικρότερο πλάτος από αυτό[5].
Ήλθαν ακόμη στην επιφάνεια αρχιτεκτονικά μέλη (θωράκια και τμήματα αυτών, ημικιονίσκος παραθύρου, τμήματα κιονοκράνων, κοσμήτης, βάση περιρραντηρίου, θραύσματα λεκάνης αγιασμού, τράπεζας μαρτύρων ή αγαπών και χείλους Τραπέζης, τμήματα πήλινων κεράμων) και τμήματα δύο επιγραφών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών αντιστοίχως χρόνων. Εκτός των ανωτέρω, οι ανασκαφές αποκάλυψαν στα ΝΔ. της βασιλικής θεμέλια κτηρίου άγνωστης χρήσης και στα Β. τοίχο παράλληλο με το βόρειο τοίχο του ναού[5].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή. Αθήνα: Τεγόπουλος - Μανιατέας. 1996. σελ. 211, τομ. 25.
- ↑ «ως3 Μηνιαίο Περιοδικό Πολιτισμού». www.os3.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2017.
- ↑ "Δαιδάλου δὲ τῶν ἔργων δύο μὲν ταῦτά ἐστιν ἐν Βοιωτοῖς, Ἡρακλῆς τε ἐν Θήβαις καὶ παρὰ Λεβαδεῦσιν ὁ Τροφώνιος, τοσαῦτα δὲ ἕτερα ξόανα ἐν Κρήτῃ, Βριτόμαρτις ἐν Ὀλοῦντι καὶ Ἀθηνᾶ παρὰ Κνωσσίοις: παρὰ τούτοις δὲ καὶ ὁ τῆς Ἀριάδνης χορός, οὗ καὶ Ὅμηρος ἐν Ἰλιάδι μνήμην ἐποιήσατο, ἐπειργασμένος ἐστὶν ἐπὶ λευκοῦ λίθου. καὶ Δηλίοις Ἀφροδίτης ἐστὶν οὐ μέγα ξόανον, λελυμασμένον τὴν δεξιὰν χεῖρα ὑπὸ τοῦ χρόνου: κάτεισι δὲ ἀντὶ ποδῶν ἐς τετράγωνον σχῆμα." - Παυσανίας, "Βοιωτικά", 40.3
- ↑ technologies, xTek - exceptional. «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία -». ww2.archetai.gr (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2017.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος. «Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία».[νεκρός σύνδεσμος]
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Α.Κ. Ορλάνδος, Κρήτη. Ολούς (Ελούντα), Έργον 1955, 113-114
- Α.Κ. Ορλάνδος, Εξερεύνησις της βασιλικής του Ολούντος, ΠΑΕ, 1955, 336-337, πίν. 134-136
- Α.Κ. Ορλάνδος, Κρήτη. Ολούς Σητείας (Πόρος), Έργον 1960, 213
- Α.Κ. Ορλάνδος, Εξερεύνησις της βασιλικής Ολούντος, ΠΑΕ, 1960, 308-316, πίν. 245-250
- P. Lemerle, Chronique des fouilles et découvertes archéologiques en Grèce en 1938, BCH 62, 1938, 482
- Ν. Πλάτων, Αι ξυλόστεγοι παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Κρήτης, στο: Στ. Κυριακίδης, Α. Ξυγγόπουλος, Π. Ζέπος, Πεπραγμένα του Θ’ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη, 12-19 Απριλίου 1953), Α’ (Αθήναι 1955), 420
- Chronique des fouilles et découvertes archéologiques en Grèce en 1955, BCH 80, 1956, 357-358
- Ι. Βολανάκης, Τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Κρήτης, Κρητικά Χρονικά ΚΖ’, 1987, 260
- Μ.Ε. Πατεράκης, Η παλαιοχριστιανική βασιλική της Ελούντας, 5ος μ.Χ. αιώνας, Αμάλθεια, 21/82-85, 1990, 130-141