Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νικολάι Λεσκόφ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νικολάι Λεσκόφ
Γέννηση4 Φεβρουαρίου 1831
Στάρογιε Γκορόχοβο
Θάνατος21 Φεβρουαρίου 1895
Αγία Πετρούπολη
Επάγγελμα/
ιδιότητες
συγγραφέας[1][2][3], δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος, δημοσιογράφος άποψης και διηγηματογράφος
ΥπηκοότηταΡωσική Αυτοκρατορία
Αξιοσημείωτα έργαΛαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Ο Νικολάι Σεμιόνοβιτς Λεσκόφ (ρωσικά: Никола́й Семёнович Леско́в, 16 Φεβρουαρίου [στο Γ. Η. 4 Φεβρουαρίου] 1831, περιφέρεια του Αριόλ – 5 Μαρτίου [στο Γ.Η. 21 Φεβρουαρίου] 1895, Αγία Πετρούπολη) ήταν Ρώσος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο οποίος έγραψε επίσης με το ψευδώνυμο Μ. Στεμπνίτσκι.[4]

Γνωστός για το μοναδικό του ύφος και τους καινοτόμους πειραματισμούς στη φόρμα, επαινέθηκε από τους Λέοντα Τολστόι, Άντον Τσέχωφ και Μαξίμ Γκόρκι μεταξύ άλλων. Ο Λεσκόφ δημιούργησε μια ολοκληρωμένη εικόνα της ρωσικής κοινωνίας της εποχής του χρησιμοποιώντας κυρίως σύντομες λογοτεχνικές μορφές.[5]

Τα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνουν τη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ (1865), που αργότερα ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς διασκεύασε σε όπερα, Ο άνθρωπος της Εκκλησίας (1872), Ο μαγεμένος περιπατητής (1873) και Η ιστορία του αλλήθωρου ζερβοχέρη από την Τούλα και ο ατσάλινος ψύλλος (1881).

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικολάι Λεσκόφ γεννήθηκε το 1831 στο Γκορόχοβο της επαρχίας του Αριόλ, στη δυτική Ρωσία, ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, τοπικός δικαστικός λειτουργός. Η εκπαίδευσή του έγινε αρχικά στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους και στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Αριόλ, χωρίς ωστόσο να αποφοιτήσει. Το 1847, μετά την οικονομική καταστροφή της οικογένειας, άρχισε να εργάζεται ως υπάλληλος στο Ποινικό Δικαστήριο του Αριόλ. Το 1850 πήγε στο Κίεβο, όπου εργάστηκε ως γραμματέας στο στρατολογικό γραφείο. Στο Κίεβο, ένας Σκωτσέζος θείος του, που ήταν καθηγητής ιατρικής, ενθάρρυνε την περαιτέρω εκπαίδευση του Λεσκόφ, έτσι παρακολούθησε διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο, μελέτησε την πολωνική και την ουκρανική γλώσσα και την τέχνη της αγιογραφίας, πήρε μέρος σε θρησκευτικούς και φιλοσοφικούς κύκλους φοιτητών και γνώρισε προσκυνητές, σεχταριστές και θρησκευτικούς διαφωνούντες.[6]

Ο Νικολάι Λεσκόφ το 1860.

Το 1853 ο Λεσκόφ παντρεύτηκε την Όλγα Βασίλιεβνα Σμιρνόβα, κόρη εμπόρου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, έναν γιο (που πέθανε μετά από μόλις ένα χρόνο) και μια κόρη. Ο γάμος του ήταν δυστυχισμένος και αργότερα η γυναίκα του κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική. Από το 1857 εργάστηκε σε μια αγγλική εμπορική εταιρεία, για λογαριασμό της οποίας χρειάστηκε να ταξιδέψει πολύ, γνωρίζοντας απομακρυσμένες περιοχές της Ρωσίας. Έμαθε τοπικές διαλέκτους και άρχισε να ενδιαφέρεται έντονα για τα έθιμα και τους θρύλους των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων της Ρωσίας. Χρόνια αργότερα, όταν ρωτήθηκε ποια ήταν η πηγή της ατελείωτης έμπνευσής του, ο Λεσκόφ είπε, δείχνοντας το μέτωπό του: «Εδώ βρίσκονται αποτυπωμένα τα έξι ή επτά χρόνια της εμπορικής μου καριέρας, από την εποχή που ταξίδευα σε όλη τη Ρωσία για επαγγελματικά ταξίδια. Αυτά ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου.»[7] Το καλοκαίρι του 1860, όταν έκλεισε η αγγλική εμπορική εταιρεία, επέστρεψε στο Κίεβο για λίγο, και στο τέλος του έτους, έχοντας χωρίσει από τη γυναίκα του, εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Σ' αυτό το διάστημα άρχισε να γράφει και οι πρώτες του ιστορίες εμφανίστηκαν σε περιοδικά. Μεταξύ 1862 και 1863 ταξίδεψε στο εξωτερικό ως ανταποκριτής εφημερίδας, στην Ανατολική Ευρώπη και τη Γαλλία. Από το 1865 έζησε σε ελεύθερη ένωση με την Κατερίνα Μπούμπνοβα. Ο γιος τους, Αντρέι Λεσκόφ, έγραψε αργότερα την πρώτη βιογραφία του συγγραφέα.

Το 1874 ο Λεσκόφ δέχτηκε μια θέση στο Υπουργείο Πολιτισμού. Το 1883 απολύθηκε, όταν αναφέρθηκε επικριτικά για την εκκλησία και το κράτος. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ήρθε όλο και περισσότερο σε σύγκρουση με την κρατική λογοκρισία για τα λογοτεχνικά του έργα. Ο Λεσκόφ πέθανε το 1895 και θάφτηκε στο κοιμητήριο Βόλκοβο στην Αγία Πετρούπολη.[8]

Το γραφείο του Νικολάι Λεσκόφ στην Αγία Πετρούπολη.

Ξεκινώντας τη λογοτεχνική του καριέρα με άρθρα και μυθιστορήματα στα οποία εξέθετε τις πολιτικές και κοινωνικές του απόψεις, ήρθε από νωρίς σε σύγκρουση με τους κορυφαίους, φιλελεύθερους λογοτεχνικούς κύκλους και δέχθηκε βίαια επίθεση από τους Ρώσους ριζοσπάστες για την αδιάλλακτη στάση και εχθρότητα απέναντι στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα, θέση από την οποία ο Λεσκόφ αργότερα απομακρύνθηκε.[9]

Μέσα από τα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του, κέρδισε τελικά την αναγνώριση και θεωρήθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του, δίπλα στον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι, ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της ρωσικής λογοτεχνίας.

Τα καλύτερα έργα του ήταν αυτά που αναφέρονταν στη ζωή των φτωχών κατοίκων των ρωσικών επαρχιών (αγρότες, αλήτες, ιερόδουλες, ιερείς και έμποροι). Επίσης του άρεσε να προσθέτει θρύλους και μυστικιστικά ή παραμυθένια στοιχεία στο υλικό του, στο ύφος της προφορικής αφήγησης στην καθομιλουμένη γλώσσα χρωματισμένη με τοπικά ιδιώματα αγροτικών περιοχών ( που ονομάζεται σκαζ στα ρωσικά ). Περιέγραψε την κατάσταση των δουλοπάροικων στις μεγάλες ιδιοκτησίες της τσαρικής Ρωσίας, την ασυδοσία των αριστοκρατών και τις δεισιδαιμονίες του ρωσικού λαού. [10]

Το 1865 δημοσίευσε την πιο γνωστή του ιστορία Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, που αναφέρεται στην εγκληματική πορεία και το τραγικό τέλος μιας γυναίκας στην επαρχία, έργο που μετέτρεψε σε όπερα ο συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς το 1930-32. Ένα από τα πιο δημοφιλή του διηγήματα είναι Η ιστορία του αλλήθωρου ζερβοχέρη από την Τούλα και ο ατσάλινος ψύλλος (1881), μια κωμική ιστορία στην οποία ένας αγράμματος σιδεράς από την Τούλα ξεπερνά σε ικανότητα τους πιο προηγμένους Βρετανούς τεχνίτες. Στο μυθιστόρημά του Άνθρωπος της Εκκλησίας (1872) χρησιμοποίησε τις παιδικές του αναμνήσεις όταν με τη γιαγιά του επισκέφθηκε διάφορα μοναστήρια και γνώρισε τη ρωσική μοναστική ζωή. Μια άλλη ιστορία, η πικαρέσκο Ο μαγεμένος ταξιδιώτης (1873) γράφτηκε μετά από μια επίσκεψη στα μοναστικά νησιά στη λίμνη Λάντογκα το 1872. Στη νουβέλα Σιδερένια θέληση (1876), με σατιρικό και σαρκαστικό τόνο η ακλόνητη δύναμη του γερμανικού χαρακτήρα συγκρούεται με την επιμονή και τη στενοκεφαλιά του Ρώσου εργάτη, την αιώνια ρωσική ψυχή, με αφορμή τον εκσυγχρονισμό μιας μεγάλης αγροτικής επιχείρησης σ΄ ένα χωριό της ρωσικής επαρχίας.[11]

  • Χωρίς διέξοδο (ρωσικά: Некуда), 1864
  • Οι νησιώτες (Островитяне), 1866
  • Παλιές εποχές στο Πλοντομάσοβο (Старые годы в селе Плодомасове), 1869
  • Με τα ξίφη γυμνά (На ножах), 1871
  • Άνθρωπος της Εκκλησίας (Соборяне), 1872
  • Μια ξεπεσμένη οικογένεια (Захудалый род), 1874
  • Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ (Леди Макбет Мценского уезда), 1865 (ελλ. μετ. Άννα Ραδιτσά, εκδ. Ροές, 2012)
  • Ο σφραγισμένος άγγελος (Запечатанный ангел), 1872
  • Ο μαγεμένος ταξιδιώτης (Очарованный странник), 1873
  • Ο λευκός αετός (ελλ. μετ. Βιργινία Γαλανοπούλου, εκδ. Ροές, 2015)[12]
  • Ένας μυστηριώδης άνδρας (Загадочный человек), 1872
  • Το παγώνι (Павлин), 1874
  • Στην άκρη του κόσμου (На краю света), 1875
  • Σιδερένια θέληση, 1876 (ελλ. μετ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Ποταμός, 2021)
  • Ο αβάπτιστος Πάπας - Ένα απίθανο γεγονός (Некрещеный поп), 1877
  • Εξορκίζοντας τον Διάβολο ( Чертогон), 1879
  • Η ιστορία του αλλήθωρου ζερβοχέρη από την Τούλα και ο ατσάλινος ψύλλος (Левша), 1881 (ελλ. μετ. με τίτλο Ο ζερβοχέρης, Ιοκάστη Καμμένου, εκδ. Γαβρηιλίδης, 2015)
  • Les Originaux de Petchersk (Печерские антики), 1882
  • Ο καλλιτέχνης κομμωτής (Тупейный художник), 1883
  • Η ληστεία (Грабёж), 1887
  • Ο σπάταλος. Δράμα σε πέντε πράξεις (ρωσικά: Расточиль), 1867